Γεννημένος στην Αθήνα το 1965 με σπουδές στο Εθνικό Ωδείο Αθηνών καθώς και μεταπτυχιακές στην ηλεκτρονική μουσική στην Κολωνία, ο Νίκος Πλατύραχος έχει γράψει μουσική για περισσότερες από 30 ταινίες του ελληνικού και ευρωπαϊκόυ κικινηματογράφου και έχει βραβευθεί σε εγχώρια και διεθνή κινηματογραφικά φεστιβάλ. Το βιογραφικό του περιλαμβάνει, επίσης, συμφωνική μουσική, μουσική για θεατρικά έργα, καθώς και εμπορική μουσική για τηλεόραση και ραδιόφωνο. Μιλήσαμε με τον Νίκο Πλατυραχο με αφορμή την ταινία ελληνοκινεζικης συμπαραγωγής “Μια μέρα στη Σαγκάη” στην οποία έχει γράψει τη μουσική, σε σκηνοθεσία Βασίλη Ξηρου και στον πρωταγωνιστικό ρόλο τον Δημήτρη Μοθωναιο.
Πώς θα περιγράφατε τη μουσική που δημιουργήσατε για την επερχόμενη ταινία «Μια Μέρα στη Σαγκάη», την πρώτη ελληνοκινεζική συμπαραγωγή;
Θα την περιέγραφα ως μια ήρεμη, γραμμική μουσική, που περιέχει μία εσωτερική ένταση και διάθεση που αντανακλά τον συναισθηματικό κόσμο των ηρώων, κυρίως του πρωταγωνιστή. Η μουσική γλώσσα που μεταχειρίστηκα είναι διεθνής, ίσως επειδή η αισθηματική ιστορία του σεναρίου θα μπορούσε να εκτυλίσσεται οπουδήποτε, έτυχε απλώς να είναι στη Σαγκάη. Ο ρόλος της μουσικής σ’ αυτή την ταινία είναι να αναδεικνύει το συναισθηματικό υπόβαθρο της εξέλιξης, εκεί που ο λόγος και η εικόνα αδυνατούν να το κάνουν, κάτι που άλλωστε συμβαίνει ευρύτερα στη μουσική κινηματογράφου.
Ποιος ήταν ο ρόλος της μουσικής στα πρώτα χρόνια της ζωής σας; Ποιος ήταν εκείνος που σας ενέπνευσε να κάνετε μουσική;
Μπορώ να σας πω ότι …δε θυμάμαι! Νομίζω ότι ξημέρωσα μέσα στη μουσική, αρχικά από τα ερεθίσματα μέσα στο σπίτι και κατόπιν από διάφορες «πηγές» της εποχής, ραδιόφωνο, πικάπ, κασετόφωνα κ.λπ. Όταν λοιπόν, μια φορά στην ηλικία των 6, άρχισα σ’ ένα φιλικό σπίτι να παίζω στο πιάνο Βαμβακάρη, ο πατέρας μου – όντας και ο ίδιος πολύ φιλόμουσος – μου πήρε ένα πιάνο, δίνοντάς μου έτσι και το αρχικό έναυσμα. Από ‘κει και πέρα πήρα εμπνεύσεις από πολλούς μουσικούς, όλων των αποχρώσεων και ακόμα παίρνω.
Έχετε γράψει μουσική για κινηματογράφο, θέατρο, τηλεόραση. Τι προτιμάτε;
Νομίζω τον κινηματογράφο γιατί με βοηθάει περισσότερο να μπω σ’ ένα “παραμύθι” και μου δίνει τον κατάλληλο χώρο και χρόνο για να δημιουργήσω μιαν ατμόσφαιρα που να εκπορεύεται απ’ το σενάριο. Θα μου πείτε και στα άλλα έτσι γίνεται, οι παραστατικές τέχνες λειτουργούν με παρόμοιο τρόπο. Υπάρχουν όμως κάποιες ποιοτικές διαφορές, ώστε το κάθε είδος να ταιριάζει πιο πολύ σε κάποιους χαρακτήρες. Για μένα η τηλεόραση διακρίνεται από μία ταχύτητα, που ώρες ώρες με ξεπερνάει, ενώ το θέατρο από μία αντίστοιχη βραδύτητα που επίσης με ξεπερνάει.
Υπάρχει κάποιο κρυφό νόημα σε κάποια μουσική σας σύνθεση;
Μπα, κρυφό νόημα δε νομίζω, άλλωστε η Τέχνη υπάρχει για να κάνει φανερά τα κρυφά, θα έλεγα όμως ότι υπάρχουν απωθημένα στα έργα μου, που είναι ίσως κάπου και αναγνωρίσιμα. Ο «Σεπτέμβριος» λόγου χάρη είναι ένα ορχηστρικό έργο, που μοιάζει με soundtrack ταινίας που δε γυρίστηκε ποτέ. Ή «Τα Άστεγα» είναι μία μίξη του ragtime με το ρεμπέτικο, δύο μουσικών ειδών που από μικρό παιδί με είχαν κατακτήσει.
Έχετε αντιμετωπίσει ποτέ το άγχος της απόδοσης;
Το αντιμετωπίζω πάντα και παντού και νομίζω ότι είναι και πολύ γόνιμο. Βέβαια νομίζω πλέον ότι το έχω συνηθίσει τόσο, που να …μη με αγχώνει!
Πείτε μας για τους αγαπημένους σας χώρους παραστάσεων.
Μου αρέσουν πολύ οι μικροί, ατμοσφαιρικοί χώροι, τύπου μπουάτ, οι οποίοι δυστυχώς όλο και λιγοστεύουν. Ειδικά όταν υπάρχει και κατάλληλη υποδομή (φυσικό πιάνο, καλή ηχητική εγκατάσταση), μπορεί κανείς να πετύχει ιερουργικές στιγμές επαφής με τον κόσμο, που πιστεύω είναι και η πεμπτουσία μιας ζωντανής παράστασης.
Θα συμφωνούσατε με την άποψη ότι είναι σημαντικό ένας μουσικός να μαθαίνει, να μελετά και να κατανοεί την παλιά μουσική και την ιστορία της μουσικής;
Πάντα είναι καλή η γνώση και πάντα συνεισφέρει στη διαμόρφωση μιας καλλιτεχνικής προσωπικότητας, ιδιαίτερα στις μικρότερες ηλικίες. Από το σημείο δε που γίνεται βίωμα, αρχίζει και να αποδίδει καρπούς, σχεδόν …ερήμην του ίδιου του δημιουργού. Γι’ αυτό και είναι πολύ σημαντική η μουσική παιδεία στη χώρα μας, που αυτή τη στιγμή δυστυχώς είναι ακόμα σε εμβρυακό επίπεδο.
Ποιο είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα που έχετε αντιμετωπίσει στο ταξίδι της μουσικής;
Δε μπορώ να πω ότι έχω αντιμετωπίσει ιδιαίτερα προβλήματα στη δουλειά μου, ιδιαίτερα στις διαπροσωπικές σχέσεις είχα πάντα πολύ καλούς και όμαιμους συνεργάτες. Ίσως το μόνο πρόβλημα είναι κάπου κάπου οι ασφυκτικοί χρόνοι που πρέπει να παραδοθεί κάτι. Επειδή όμως είμαι της σχολής Χατζιδάκι, έμαθα σιγά σιγά αυτό να …το αγνοώ.
Αν μπορούσατε να αλλάξετε κάτι στον καλλιτεχνικό κλάδο, ποιο θα ήταν αυτό;
Είναι αρκετά (όπως το θέμα της μουσικής εκπαίδευσης που σας είπα παραπάνω), αλλά αν θα ξεχώριζα ένα, είναι το ραδιοφωνικό τοπίο. Ίσως το πρόβλημα να είναι παγκόσμιο, επειδή όμως είμαστε μικρή χώρα ευνοούνται φαινόμενα μπανανίας και λογικών καρτέλ. Όντας ίσως το μόνο τόσο διεισδυτικό μέσο (το ραδιόφωνο) αποτελεί ζωτική ανάγκη του καλλιτέχνη για να έρθει σε επαφή με τον κόσμο του – να κοινωνήσει, αν θέλετε, το έργο του – όμως αυτό κρατείται από κάποιες ολιγαρχίες, που δεν αφήνουν ούτε χαραμάδα. Μη σας πω βέβαια για τη θέση των δημιουργών σε όλο αυτό, η οποία είναι σχεδόν μηδενική.
Ποια είναι τα ενδιαφέροντα σας εκτός μουσικής;
Περπατάω πολύ μέσα στη μέρα, βλέπω πολλές ταινίες και σειρές και εκτιμώ πολύ την καλή γαστρονομία. Επίσης τα ταξίδια με αναζωογονούν πολύ.
Αν δεν ήταν μουσική καριέρα, τι θα ήταν;
Τι να σας πω… μάλλον καμία!
Έχετε κάποια σχέδια καλλιτεχνικής συνεργασίας;
Αυτή τη στιγμή γράφω τη μουσική σε δύο ντοκιμαντέρ και ετοιμάζω ένα συμφωνικό έργο που μου έχει ανατεθεί, αναφορικά με την καταστροφή της Σμύρνης. Παράλληλα, ετοιμάζω έναν καινούριο δίσκο σε ποίηση Δημήτρη Λέντζου με πολλούς και αγαπημένους συνεργάτες (Ελένη Τσαλιγοπούλου, Γιώργος Νταλάρας, Βίκυ Καρατζόγλου, Κώστας Τριανταφυλλίδης κ.ά.)