Η Εθνική Λυρική Σκηνή παρουσιάζει την πεντάπρακτη grand opéra Φάουστ του Σαρλ Γκουνό σε μουσική διεύθυνση Πιερ Ντυμουσσώ και σκηνοθεσία, χορογραφία, κινησιολογία Ρενάτο Τζανέλλα.
Η Εθνική Λυρική Σκηνή παρουσιάζει την πεντάπρακτη grand opéra Φάουστ του Σαρλ Γκουνό – ένα από τα πιο επιτυχημένα έργα του γαλλικού ρεπερτορίου – από τις 7 Απριλίου 2022 και για οκτώ παραστάσεις στην Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος στο ΚΠΙΣΝ, σε μουσική διεύθυνση Πιερ Ντυμουσσώ και σκηνοθεσία, χορογραφία, κινησιολογία Ρενάτο Τζανέλλα.
Πρωταγωνιστούν διακεκριμένοι Έλληνες και ξένοι μονωδοί όπως, μεταξύ άλλων, οι Ίβαν Μαγκρί, Γιάννης Χριστόπουλος, Ιρίνα Λούνγκου, Βασιλική Καραγιάννη, Γιάννης Γιαννίσης, Τάσος Αποστόλου, Πέτρος Μαγουλάς κ.ά.
Η επιτυχημένη παραγωγή του 2012, η οποία είχε παρουσιαστεί στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, αναβιώνει φέτος για πρώτη φορά στην Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος. Ο Φάουστ στηρίζεται σε ποιητικό κείμενο των Ζυλ Μπαρμπιέ και Μισέλ Καρρέ, οι οποίοι άντλησαν το υλικό τους από το θεατρικό έργο Φάουστ και Μαργαρίτα του Καρρέ (1850), όπως επίσης από το Α’ Μέρος του Φάουστ του Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε (1808) στη γαλλική του μετάφραση από τον Ζεράρ ντε Νερβάλ (1828). Από το 1859 που πρωτοπαρουσιάστηκε στο Παρίσι, ο Φάουστ παρέμεινε το δημοφιλέστερο λυρικό έργο μέχρι περίπου το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Από τον Γκαίτε ο Φάουστ κρατά μονάχα την αφήγηση και παρακάμπτει το φιλοσοφικό υπόβαθρο: ο ηλικιωμένος επιστήμονας Φάουστ πουλά την ψυχή του στον Μεφιστοφελή, με αντάλλαγμα τη νιότη και τον έρωτα. Στο επίκεντρο της όπερας δεν βρίσκεται τόσο ο ίδιος ο Φάουστ όσο η Μαργαρίτα, που μεταμορφώνεται χάρη στον έρωτα και τελικά πληρώνει σκληρά τις επιλογές της.
Ο Σαρλ Γκουνό γεννήθηκε στο Παρίσι το 1818 και πήρε τα πρώτα μαθήματα πιάνου από τη μητέρα του. Σπούδασε στο Ωδείο του Παρισιού και το 1839 κέρδισε το περίφημο Βραβείο της Ρώμης για την καντάτα του Φερδινάνδος. Στην Ιταλία μελέτησε τα έργα του Παλεστρίνα και άλλες συνθέσεις εκκλησιαστικής μουσικής. Αργότερα, χάρη στη Φάννυ και τον Φέλιξ Μέντελσον ήρθε σε επαφή με τη μουσική του Γ. Σ. Μπαχ. Το 1851 συνέθεσε την πρώτη του όπερα, τη Σαπφώ. Το 1859 ο Φάουστ έκανε τον συνθέτη γνωστό σε όλο τον κόσμο. Ακολούθησαν η γαλλικής θεματολογίας Μιρέιγ (1864), που πρόσφατα έχει έρθει και πάλι στο προσκήνιο, και η όπερα Ρωμαίος και Ιουλιέττα (1867), βασισμένη στον Σαίξπηρ. Εκτός από λυρικά έργα ο Γκουνό συνέθεσε επίσης συμφωνίες ενώ κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του ασχολήθηκε ιδιαίτερα με έργα θρησκευτικής μουσικής, ορατόρια, λειτουργίες, μοτέτα.
Ο σκηνοθέτης, χορογράφος, πρώην διευθυντής του Μπαλέτου της ΕΛΣ και νυν διευθυντής του Εθνικού Μπαλέτου της Σλοβενίας Ρενάτο Τζανέλλα, με πολυετή θητεία στη διεύθυνση του Μπαλέτου της Κρατικής Όπερας της Βιέννης, στην Αρένα της Βερόνας και στο Εθνικό Μπαλέτο του Βουκουρεστίου, μεταφέρει την υπόθεση του έργου σε μια παλιά άδεια αίθουσα διδασκαλίας. Εκεί, μπροστά από μαυροπίνακες γεμάτους γνώση, ο Φάουστ, μόνος, βασανίζεται από τα θεμελιώδη ερωτήματα περί ζωής, θανάτου, έρωτα, ευτυχίας. Μέσα στο θολωμένο μυαλό του συναντά το Μεφιστοφελή, ο οποίος, με δέλεαρ τη Μαργαρίτα, τον πείθει να υπογράψει τη συμφωνία με το διάβολο.
Ο Τζανέλλα σημειώνει: «Τοποθετώ την υπόθεση σε μια παλιά, άδεια αίθουσα διδασκαλίας. Ο χρόνος και ο τόπος δεν είναι συγκεκριμένοι. Γύρω γύρω υπάρχουν μαυροπίνακες γεμάτοι πληροφορία. Τα θρανία είναι άδεια, μαθητές δεν υπάρχουν εδώ και χρόνια, όμως ο καθηγητής Φάουστ επιστρέφει κάθε μέρα και εξακολουθεί να διδάσκει· δεν μπορεί να πιστέψει ότι όλα έχουν τελειώσει και ότι έχει μείνει μόνος. Το πέρασμα του χρόνου, η θλίψη και η μοναξιά τού έχουν προκαλέσει σύγχυση και επιθετικότητα. Ερωτήσεις σχετικά με τη ζωή και τον θάνατο έρχονται στον νου του. Ανυπομονεί να καλωσορίσει την ημέρα που θα τον πάρει ο θάνατος, όμως αυτή η ώρα δεν έχει έρθει ακόμα.
Μαθαίνουμε για να ζούμε ή ζούμε για να μαθαίνουμε και τι αντίτιμο πληρώνει κανείς όταν αφιερώνει τη ζωή στο πάθος του λησμονώντας την πραγματικότητα, ξεχνώντας να ακολουθήσει τα πραγματικά του αισθήματα;
Ο Φάουστ αποφασίζει να συναντήσει τον θάνατο αυτοκτονώντας. Κι επειδή ο Θεός δεν απάντησε στα ερωτήματά του, επιθυμεί να συναντήσει τον Σατανά, μήπως αυτός του δώσει τις απαντήσεις που γυρεύει. Ο Σατανάς τού στέλνει το Μεφιστοφελή, ο οποίος τον προλαβαίνει την τελευταία στιγμή και του προτείνει μια συμφωνία: Εκείνος θα δώσει στον Φάουστ όλα όσα ζητά, αλλά θα πάρει ως αντάλλαγμα την ψυχή του. Όμως ο Μεφιστοφελής γνωρίζει περισσότερα. Γνωρίζει τον έρωτα του Φάουστ για μια από τις μαθήτριές του, τη Μαργαρίτα, και μέσα στο κυνικό του παιχνίδι φανερώνει το αντικείμενο του πόθου στον Φάουστ, ο οποίος δε μπορεί πλέον να συγκρατηθεί και υπογράφει τη μοιραία συμφωνία.
Η προσέγγισή μου απομακρύνεται τόσο από το υπερφυσικό όσο και από το θρησκευτικό στοιχείο και τοποθετεί τον άνθρωπο και τις αδυναμίες του στο επίκεντρο της υπόθεσης. Ο Φάουστ γίνεται πράγματι πάλι νέος ή απλώς ο Μεφιστοφελής τού δείχνει όσα θέλει να δει; Εγκαταλείπουν στ’ αλήθεια την αίθουσα προκειμένου να ταξιδέψουν σε άλλους τόπους και να ζήσουν τις πιο εντυπωσιακές περιπέτειες ή μήπως δεν εγκαταλείπουν ποτέ την αίθουσα διδασκαλίας; Άραγε αυτή η αίθουσα είναι το κεφάλι του Φάουστ, γεμάτο με τόσες πληροφορίες ώστε να μην μπορεί να διακρίνει το πραγματικό από το φανταστικό;».
Την παραγωγή διευθύνει ο διακεκριμένος Γάλλος αρχιμουσικός Πιερ Ντυμουσσώ, στη δεύτερη συνεργασία του με την ΕΛΣ, μετά τη Λουτσία ντι Λαμμερμούρ το 2019. Ο Ντυμουσσώ βραβεύτηκε πριν από λίγες μέρες από τα γαλλικά βραβεία Victoires de la Musique ως ο καλύτερος ανερχόμενος αρχιμουσικός της χρονιάς. Ο Ντυμουσσώ πραγματοποίησε σπουδές διεύθυνσης ορχήστρας στο Κονσερβατόριο του Παρισιού και συνέχισε τη μετεκπαίδευσή του στο PSPBB. Παρά το νεαρό της ηλικίας του, το ρεπερτόριό του είναι ευρύτατο και εκτείνεται από τον 18ο ως τον 21ο αιώνα. Έχει διευθύνει όπερες και μπαλέτα σε σπουδαία λυρικά θέατρα της Γαλλίας, συμπράττοντας με σημαντικές ορχήστρες, μουσικά σύνολα, λυρικούς τραγουδιστές και συνθέτες.
Τον ρόλο του τίτλου μοιράζονται οι τενόροι Ίβαν Μαγκρί και Γιάννης Χριστόπουλος. Ο Μαγκρί έχει λάβει πολυάριθμα βραβεία σε διεθνείς διαγωνισμούς και έχει εμφανιστεί σε κορυφαία λυρικά θέατρα του πλανήτη, σε Λονδίνο, Βιέννη, Βερολίνο, Σύδνεϋ, Μαδρίτη, Βενετία κ.α.
Ο Γιάννης Χριστόπουλος είναι ένας από τους πιο αναγνωρισμένους Έλληνες τενόρους της γενιάς του. Ως σολίστ έχει εμφανιστεί, μεταξύ άλλων, σε Εθνική Λυρική Σκηνή, Μέγαρο Μουσικής Αθηνών και Θεσσαλονίκης. Έχει συμπράξει με όλες τις σημαντικές ελληνικές ορχήστρες, ενώ έχει εμφανιστεί σε παραστάσεις και συναυλίες σε διεθνή και ελληνικά φεστιβάλ. Το ρόλο της Μαργαρίτας μοιράζονται η Ιρίνα Λούνγκου και η Βασιλική Καραγιάννη. Η Λούνγκου θεωρείται μια από τις κορυφαίες σοπράνο παγκοσμίως με μεγάλη καριέρα στις πιο σημαντικές όπερες, όπως Μετροπόλιταν Νέας Υόρκης, Βασιλική Όπερα Λονδίνου, Κρατική Όπερα Βιέννης, Εθνική Όπερα Παρισιού, αλλά και στις όπερες Μαδρίτης, Βαρκελώνης, Μονάχου, Ζυρίχης, Βερολίνου, Άμστερνταμ κ.α.
Η Βασιλική Καραγιάννη έχει πρωταγωνιστήσει επανειλημμένα σε παραγωγές της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, καθώς επίσης σε Μέγαρο Μουσικής Αθηνών και Θεσσαλονίκης. Έχει εμφανιστεί στα σημαντικότερα λυρικά θέατρα, φεστιβάλ και αίθουσες συναυλιών διεθνώς, όπως μεταξύ άλλων σε Βασιλική Όπερα Λονδίνου, Σκάλα Μιλάνου, Κωμική Όπερα Βερολίνου, Γερμανική Όπερα Ρήνου, Εθνικό Θέατρο Σάο Κάρλος, Θέατρο Μουσικού Φλωρεντινού Μάη, Κάρνεγκι Χολ, Βασιλική Όπερα Δανίας, καθώς επίσης και στο Τόκυο. Το ρόλο του Μεφιστοφελή ερμηνεύουν τρεις κορυφαίοι Έλληνες βαθύφωνοι, ο Γιάννης Γιαννίσης, ο Τάσος Αποστόλου και ο Πέτρος Μαγουλάς.
Τη διανομή συμπληρώνουν διακεκριμένοι και νεότεροι Έλληνες μονωδοί, όπως οι Διονύσης Σούρμπης, Νίκος Κοτενίδης, Γιώργος Ματθαιακάκης, Κωστής Ρασιδάκις, Μιράντα Μακρυνιώτη, Διαμάντη Κριτσωτάκη, Άννα Αγάθωνος, Χρυσάνθη Σπιτάδη.
Συμμετέχουν η Ορχήστρα, η Χορωδία και το Μπαλέτο της ΕΛΣ.
Δείτε το making of video της παραγωγής:
Η Εθνική Λυρική Σκηνή παρουσιάζει την πεντάπρακτη grand opéra Φάουστ του Σαρλ Γκουνό σε μουσική διεύθυνση Πιερ Ντυμουσσώ και σκηνοθεσία, χορογραφία, κινησιολογία Ρενάτο Τζανέλλα.
Η Εθνική Λυρική Σκηνή παρουσιάζει την πεντάπρακτη grand opéra Φάουστ του Σαρλ Γκουνό – ένα από τα πιο επιτυχημένα έργα του γαλλικού ρεπερτορίου – από τις 7 Απριλίου 2022 και για οκτώ παραστάσεις στην Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος στο ΚΠΙΣΝ, σε μουσική διεύθυνση Πιερ Ντυμουσσώ και σκηνοθεσία, χορογραφία, κινησιολογία Ρενάτο Τζανέλλα.
Πρωταγωνιστούν διακεκριμένοι Έλληνες και ξένοι μονωδοί όπως, μεταξύ άλλων, οι Ίβαν Μαγκρί, Γιάννης Χριστόπουλος, Ιρίνα Λούνγκου, Βασιλική Καραγιάννη, Γιάννης Γιαννίσης, Τάσος Αποστόλου, Πέτρος Μαγουλάς κ.ά.
Η επιτυχημένη παραγωγή του 2012, η οποία είχε παρουσιαστεί στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, αναβιώνει φέτος για πρώτη φορά στην Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος. Ο Φάουστ στηρίζεται σε ποιητικό κείμενο των Ζυλ Μπαρμπιέ και Μισέλ Καρρέ, οι οποίοι άντλησαν το υλικό τους από το θεατρικό έργο Φάουστ και Μαργαρίτα του Καρρέ (1850), όπως επίσης από το Α’ Μέρος του Φάουστ του Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε (1808) στη γαλλική του μετάφραση από τον Ζεράρ ντε Νερβάλ (1828). Από το 1859 που πρωτοπαρουσιάστηκε στο Παρίσι, ο Φάουστ παρέμεινε το δημοφιλέστερο λυρικό έργο μέχρι περίπου το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Από τον Γκαίτε ο Φάουστ κρατά μονάχα την αφήγηση και παρακάμπτει το φιλοσοφικό υπόβαθρο: ο ηλικιωμένος επιστήμονας Φάουστ πουλά την ψυχή του στον Μεφιστοφελή, με αντάλλαγμα τη νιότη και τον έρωτα. Στο επίκεντρο της όπερας δεν βρίσκεται τόσο ο ίδιος ο Φάουστ όσο η Μαργαρίτα, που μεταμορφώνεται χάρη στον έρωτα και τελικά πληρώνει σκληρά τις επιλογές της.
Ο Σαρλ Γκουνό γεννήθηκε στο Παρίσι το 1818 και πήρε τα πρώτα μαθήματα πιάνου από τη μητέρα του. Σπούδασε στο Ωδείο του Παρισιού και το 1839 κέρδισε το περίφημο Βραβείο της Ρώμης για την καντάτα του Φερδινάνδος. Στην Ιταλία μελέτησε τα έργα του Παλεστρίνα και άλλες συνθέσεις εκκλησιαστικής μουσικής. Αργότερα, χάρη στη Φάννυ και τον Φέλιξ Μέντελσον ήρθε σε επαφή με τη μουσική του Γ. Σ. Μπαχ. Το 1851 συνέθεσε την πρώτη του όπερα, τη Σαπφώ. Το 1859 ο Φάουστ έκανε τον συνθέτη γνωστό σε όλο τον κόσμο. Ακολούθησαν η γαλλικής θεματολογίας Μιρέιγ (1864), που πρόσφατα έχει έρθει και πάλι στο προσκήνιο, και η όπερα Ρωμαίος και Ιουλιέττα (1867), βασισμένη στον Σαίξπηρ. Εκτός από λυρικά έργα ο Γκουνό συνέθεσε επίσης συμφωνίες ενώ κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του ασχολήθηκε ιδιαίτερα με έργα θρησκευτικής μουσικής, ορατόρια, λειτουργίες, μοτέτα.
Ο σκηνοθέτης, χορογράφος, πρώην διευθυντής του Μπαλέτου της ΕΛΣ και νυν διευθυντής του Εθνικού Μπαλέτου της Σλοβενίας Ρενάτο Τζανέλλα, με πολυετή θητεία στη διεύθυνση του Μπαλέτου της Κρατικής Όπερας της Βιέννης, στην Αρένα της Βερόνας και στο Εθνικό Μπαλέτο του Βουκουρεστίου, μεταφέρει την υπόθεση του έργου σε μια παλιά άδεια αίθουσα διδασκαλίας. Εκεί, μπροστά από μαυροπίνακες γεμάτους γνώση, ο Φάουστ, μόνος, βασανίζεται από τα θεμελιώδη ερωτήματα περί ζωής, θανάτου, έρωτα, ευτυχίας. Μέσα στο θολωμένο μυαλό του συναντά το Μεφιστοφελή, ο οποίος, με δέλεαρ τη Μαργαρίτα, τον πείθει να υπογράψει τη συμφωνία με το διάβολο.
Ο Τζανέλλα σημειώνει: «Τοποθετώ την υπόθεση σε μια παλιά, άδεια αίθουσα διδασκαλίας. Ο χρόνος και ο τόπος δεν είναι συγκεκριμένοι. Γύρω γύρω υπάρχουν μαυροπίνακες γεμάτοι πληροφορία. Τα θρανία είναι άδεια, μαθητές δεν υπάρχουν εδώ και χρόνια, όμως ο καθηγητής Φάουστ επιστρέφει κάθε μέρα και εξακολουθεί να διδάσκει· δεν μπορεί να πιστέψει ότι όλα έχουν τελειώσει και ότι έχει μείνει μόνος. Το πέρασμα του χρόνου, η θλίψη και η μοναξιά τού έχουν προκαλέσει σύγχυση και επιθετικότητα. Ερωτήσεις σχετικά με τη ζωή και τον θάνατο έρχονται στον νου του. Ανυπομονεί να καλωσορίσει την ημέρα που θα τον πάρει ο θάνατος, όμως αυτή η ώρα δεν έχει έρθει ακόμα.
Μαθαίνουμε για να ζούμε ή ζούμε για να μαθαίνουμε και τι αντίτιμο πληρώνει κανείς όταν αφιερώνει τη ζωή στο πάθος του λησμονώντας την πραγματικότητα, ξεχνώντας να ακολουθήσει τα πραγματικά του αισθήματα;
Ο Φάουστ αποφασίζει να συναντήσει τον θάνατο αυτοκτονώντας. Κι επειδή ο Θεός δεν απάντησε στα ερωτήματά του, επιθυμεί να συναντήσει τον Σατανά, μήπως αυτός του δώσει τις απαντήσεις που γυρεύει. Ο Σατανάς τού στέλνει το Μεφιστοφελή, ο οποίος τον προλαβαίνει την τελευταία στιγμή και του προτείνει μια συμφωνία: Εκείνος θα δώσει στον Φάουστ όλα όσα ζητά, αλλά θα πάρει ως αντάλλαγμα την ψυχή του. Όμως ο Μεφιστοφελής γνωρίζει περισσότερα. Γνωρίζει τον έρωτα του Φάουστ για μια από τις μαθήτριές του, τη Μαργαρίτα, και μέσα στο κυνικό του παιχνίδι φανερώνει το αντικείμενο του πόθου στον Φάουστ, ο οποίος δε μπορεί πλέον να συγκρατηθεί και υπογράφει τη μοιραία συμφωνία.
Η προσέγγισή μου απομακρύνεται τόσο από το υπερφυσικό όσο και από το θρησκευτικό στοιχείο και τοποθετεί τον άνθρωπο και τις αδυναμίες του στο επίκεντρο της υπόθεσης. Ο Φάουστ γίνεται πράγματι πάλι νέος ή απλώς ο Μεφιστοφελής τού δείχνει όσα θέλει να δει; Εγκαταλείπουν στ’ αλήθεια την αίθουσα προκειμένου να ταξιδέψουν σε άλλους τόπους και να ζήσουν τις πιο εντυπωσιακές περιπέτειες ή μήπως δεν εγκαταλείπουν ποτέ την αίθουσα διδασκαλίας; Άραγε αυτή η αίθουσα είναι το κεφάλι του Φάουστ, γεμάτο με τόσες πληροφορίες ώστε να μην μπορεί να διακρίνει το πραγματικό από το φανταστικό;».
Την παραγωγή διευθύνει ο διακεκριμένος Γάλλος αρχιμουσικός Πιερ Ντυμουσσώ, στη δεύτερη συνεργασία του με την ΕΛΣ, μετά τη Λουτσία ντι Λαμμερμούρ το 2019. Ο Ντυμουσσώ βραβεύτηκε πριν από λίγες μέρες από τα γαλλικά βραβεία Victoires de la Musique ως ο καλύτερος ανερχόμενος αρχιμουσικός της χρονιάς. Ο Ντυμουσσώ πραγματοποίησε σπουδές διεύθυνσης ορχήστρας στο Κονσερβατόριο του Παρισιού και συνέχισε τη μετεκπαίδευσή του στο PSPBB. Παρά το νεαρό της ηλικίας του, το ρεπερτόριό του είναι ευρύτατο και εκτείνεται από τον 18ο ως τον 21ο αιώνα. Έχει διευθύνει όπερες και μπαλέτα σε σπουδαία λυρικά θέατρα της Γαλλίας, συμπράττοντας με σημαντικές ορχήστρες, μουσικά σύνολα, λυρικούς τραγουδιστές και συνθέτες.
Τον ρόλο του τίτλου μοιράζονται οι τενόροι Ίβαν Μαγκρί και Γιάννης Χριστόπουλος. Ο Μαγκρί έχει λάβει πολυάριθμα βραβεία σε διεθνείς διαγωνισμούς και έχει εμφανιστεί σε κορυφαία λυρικά θέατρα του πλανήτη, σε Λονδίνο, Βιέννη, Βερολίνο, Σύδνεϋ, Μαδρίτη, Βενετία κ.α.
Ο Γιάννης Χριστόπουλος είναι ένας από τους πιο αναγνωρισμένους Έλληνες τενόρους της γενιάς του. Ως σολίστ έχει εμφανιστεί, μεταξύ άλλων, σε Εθνική Λυρική Σκηνή, Μέγαρο Μουσικής Αθηνών και Θεσσαλονίκης. Έχει συμπράξει με όλες τις σημαντικές ελληνικές ορχήστρες, ενώ έχει εμφανιστεί σε παραστάσεις και συναυλίες σε διεθνή και ελληνικά φεστιβάλ. Το ρόλο της Μαργαρίτας μοιράζονται η Ιρίνα Λούνγκου και η Βασιλική Καραγιάννη. Η Λούνγκου θεωρείται μια από τις κορυφαίες σοπράνο παγκοσμίως με μεγάλη καριέρα στις πιο σημαντικές όπερες, όπως Μετροπόλιταν Νέας Υόρκης, Βασιλική Όπερα Λονδίνου, Κρατική Όπερα Βιέννης, Εθνική Όπερα Παρισιού, αλλά και στις όπερες Μαδρίτης, Βαρκελώνης, Μονάχου, Ζυρίχης, Βερολίνου, Άμστερνταμ κ.α.
Η Βασιλική Καραγιάννη έχει πρωταγωνιστήσει επανειλημμένα σε παραγωγές της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, καθώς επίσης σε Μέγαρο Μουσικής Αθηνών και Θεσσαλονίκης. Έχει εμφανιστεί στα σημαντικότερα λυρικά θέατρα, φεστιβάλ και αίθουσες συναυλιών διεθνώς, όπως μεταξύ άλλων σε Βασιλική Όπερα Λονδίνου, Σκάλα Μιλάνου, Κωμική Όπερα Βερολίνου, Γερμανική Όπερα Ρήνου, Εθνικό Θέατρο Σάο Κάρλος, Θέατρο Μουσικού Φλωρεντινού Μάη, Κάρνεγκι Χολ, Βασιλική Όπερα Δανίας, καθώς επίσης και στο Τόκυο. Το ρόλο του Μεφιστοφελή ερμηνεύουν τρεις κορυφαίοι Έλληνες βαθύφωνοι, ο Γιάννης Γιαννίσης, ο Τάσος Αποστόλου και ο Πέτρος Μαγουλάς.
Τη διανομή συμπληρώνουν διακεκριμένοι και νεότεροι Έλληνες μονωδοί, όπως οι Διονύσης Σούρμπης, Νίκος Κοτενίδης, Γιώργος Ματθαιακάκης, Κωστής Ρασιδάκις, Μιράντα Μακρυνιώτη, Διαμάντη Κριτσωτάκη, Άννα Αγάθωνος, Χρυσάνθη Σπιτάδη.
Συμμετέχουν η Ορχήστρα, η Χορωδία και το Μπαλέτο της ΕΛΣ.
Δείτε το making of video της παραγωγής: