Είχαμε τη μεγάλη τιμή να κάνουμε μια απολαυστική συνέντευξη με τον μεγάλο μας μαέστρο Γιώργο Χατζηνάσιο. Ένας από τους πιό ευφυείς και πολυδιάστατους Έλληνες συνθέτες. Έχει γράψει αναρίθμητες επιτυχίες στη δισκογραφία, έχει διευθύνει πολυάριθμες συμφωνικές ορχήστρες, έχει γράψει συμφωνικά έργα υψηλής ποιότητας και έχει κάνει αξέχαστες συνεργασίες επί σκηνής με πολλούς συναδέλφους του. Εκτός από τη μεγάλη δημοφιλία του στο πλατύ κοινό, έχει και φανατικούς θαυμαστές στο χώρο των μουσικών. Ο τρόπος που ενορχηστρώνει και που παίζει πιάνο είναι τόσο γλαφυρός και περίπλοκος που είναι σπουδή στην τέχνη της μουσικής για κάθε επίδοξο πιανίστα. Ακούραστος, τελειομανής και πάντα οξυδερκής, μας ταξιδεύει στο μαγικό μουσικό του κόσμο και μας ξετυλίγει το πεντάγραμμο της ζωής του.
Το home studio σας είναι ένας ιστορικός πλέον χώρος. Είναι μεγάλη μου χαρά που θα γίνει εδώ η συνέντευξη.
Όποιος μουσικός έρχεται εδώ, εντυπωσιάζεται από την οργάνωση. Μέσα σε αυτό το χώρο έχω δύο πιάνα με ουρά κι ένα όρθιο. Έχω τα μηχανήματά μου, υπολογιστή, ένα τοίχο γεμάτο με όλους τους δίσκους που έχω γράψει… Μάλιστα έχει γεμίσει και πρέπει να επεκταθώ και στον άλλο τοίχο! (γέλια). Εδώ σε αυτά τα πιάνα κάναμε πρόβες για τις εμφανίσεις που καθιέρωσα με τους δυο συνθέτες. Με τον Πλέσσα, τον Σπανό, τον Τόκα, τον Κορκολή και πιο πρόσφατα με τον Θεοφάνους. Επίσης εδώ σε αυτό το χώρο έχω δημιουργήσει τη μουσική μου. Ερχόταν η Μαρινέλλα, ο Πάριος και πολλοί άλλοι και δημιουργούσαμε αυτά τα τραγούδια που όλοι ξέρουν. Εδώ γεννήθηκαν.
Έχετε δηλώσει οτι στα παιδικά σας χρόνια η οικογένειά σας ζούσε με πολλές στερήσεις. Παρά τις δυσκολίες όμως, ο πατέρας σας ήθελε να γίνετε μουσικός.
Τότε όλοι οι γονείς κάνανε τους γιους τους -διότι τα κορίτσια δεν δούλευαν τότε και ήταν στο σπίτι- να πάρουν την δουλειά του πατέρα τους. Δηλαδή τότε εάν ο πατέρας ήτανε γιατρός ή δικηγόρος ή πολιτικός μηχανικός, το παιδί του θα ακολουθούσε το ίδιο. Έτσι ήταν τα πράγματα. Για αυτό κι εμείς που ήμασταν τρία αδέλφια, τρία αγόρια, τρείς μουσικοί γίναμε! Από εκεί και πέρα υπήρχε ένα οικονομικό στρίμωγμα γιατί και ο πατέρας μου έβγαζε το μεροκάματό του ως σαξοφωνίστας. Μάλιστα ήταν τόσο παθιασμένος με το όργανο αυτό, που φυσούσε, φυσούσε και κάποια στιγμή δεν άντεξαν οι πνεύμονές του και παράτησε το σαξόφωνο. Επειδή όμως ήξερε κι άλλα όργανα όπως κιθάρα και κρουστά, έπαιζε στις ορχήστρες ντραμς. Επομένως δεν ήταν τα οικονομικά καλά όσο εγώ ήμουν στην εφηβεία. Δέν μπορούσα να φύγω και να πάω στη Βιέννη που ήθελα για να γίνω σολίστας του πιάνου, διότι αυτό ήθελα. Και εδώ να πω κάτι πολύ σημαντικό. Εκείνη την εποχή είχαμε άγνοια του τι θα πει καλοπέραση. Κάθε μέρα το πρωινό που μας έφτιαχνε η μητέρα μας ήταν τσάι με ελιές και ήμασταν ευτυχισμένοι. Πηγαίναμε στο σχολείο μας με λίγα πράγματα και δεν ξέραμε τι είναι τα πολλά. Μετά έγινε ο κόσμος καταναλωτικός.
Ήταν δηλαδή καλύτερη η εποχή τότε παρά την ανέχεια;
Σίγουρα ήταν όλες οι εποχές τότε καλύτερες από αυτή την εποχή που ζούμε τώρα. Δεν εννοώ τώρα με την πανδημία. Ας πούμε, εγώ με τους συμμαθητές μου έχουμε κρατήσει όλοι τις γυναίκες μας απο τότε που ήμασταν πιτσιρικάδες. Από είκοσι χρονών που τις γνωρίσαμε. Όχι όπως τώρα που βαριούνται τα ζευγάρια ο ένας τον άλλον σε πέντε – έξι μήνες. Μάλιστα, το 1978 με τη Μαρινέλλα, είχα γράψει ένα κομμάτι που εγώ το αγαπούσα πάρα πολύ και σαν θεματολογία και σαν μουσική άποψη. Είχα κάνει μια ωραία εισαγωγή και πολύ μοντέρνα ενορχήστρωση και έλεγε «δε φταίμε εμείς, φταίει η αγάπη που ξεφτίζει σαν φτερό, δεν φταίει κανείς, φταίνε οι καρδιές που δεν αντέχουν στον καιρό». Και το έγραψα το ΄78 σαν να ήξερα και σαν να ήμουν προφήτης, γιατί και εγώ αισθανόμουν ότι το πάθος και η λαχτάρα που είχα με την Μαρία θα μου φύγει. Όπως και έγινε. Με τη Μαρία είμαστε μαζί τώρα πάρα πολλά χρόνια, πενήντα και πλέον χρόνια. Σταδιακά όμως φεύγει ο έρωτας και μένει η αγάπη. Είναι κάτι που δεν το επιδιώκεις εσύ ο ίδιος, αλλά συμβαίνει. Έτσι λοιπόν, «δε φταίει κανείς».
Τι θα έλειπε από την μουσική σας σταδιοδρομία εάν ήσασταν αυτοδίδακτος; Πιστεύετε ότι θα είχατε πετύχει λιγότερα εάν δεν είχατε κάνει μουσικές σπουδές στο Εθνικό Ωδείο και στο Παρίσι;
Απο το 2000 και μετά που δεν υπάρχει δισκογραφία, έχω κάνει τρία μεγάλα έργα. Έχω κάνει όπερα, μια συμφωνική καντάτα και ένα ορατόριο που όλα αυτά είναι τεράστια έργα ως προς την διάρκειά τους. Επειδή τα έχω διευθύνει αυτά τα συμφωνικά έργα, αν δεν είχα πάει στο Παρίσι να σπουδάσω αρμονία, αντίστιξη και διεύθυνση ορχήστρας –όλα αυτά τα θεωρητικά που δε σου αρέσουν εσένα-, (γέλια) δεν θα ήμουν πλήρης μουσικός. Η σύνθεση του τραγουδιού όμως δεν έχει σχέση με τη μουσική γνώση. Δηλαδή ο Τσιτσάνης, ο Βαμβακάρης και όλοι αυτοί ήταν αυτοδίδακτοι. Όπως ένας που γράφει στίχους και έχει το έμφυτο ταλέντο να αναπαραγάγει εικόνες και ονείρατα και να κάνει κάτι σπουδαίο. Δεν υπάρχει καμία σχολή που να σε διδάσκει αυτό το πράγμα. Έτσι συμβαίνει και με την μουσική. Πολλές φορές εγώ ο ίδιος έχω «δηλητηριάσει» τα κομμάτια μου ως μουσικός διότι τα έκανα πιο δύσκολα λόγω της μουσικής μου γνώσης και ίσως για να κάνω φιγούρα ότι ξέρω κάτι παραπάνω, αλλά το τραγούδι είναι απλή μορφή μουσικής.
Τί μουσική παίζατε στην Θεσσαλονίκη και πώς ήταν τα πρώτα χρόνια σας στην Αθήνα;
Ήμουν πιανίστας και είχα κερδίσει έτσι κάποια χρήματα στην Θεσσαλονίκη. Δεν πήρα από τον πατέρα μου τίποτε διότι κι ο ίδιος δεν είχε να μου δώσει. Τότε δούλευα σε καμπαρέ, σε λέσχες, σε εμφανίσεις και σε κάποια εξτρά το Σάββατο και την Κυριακή όταν ερχόταν ο 6ος στόλος. Παίζαμε Ιταλικές και Ελληνικές επιτυχίες της εποχής όπως του Γαβαλά, Βλαχοπούλου, συνθέσεις του Μουζάκη, του Μωράκη… Εγώ ήμουν και μέσα στην τζαζ πολύ. Κατεβήκαμε λοιπόν Αθήνα με τον Πάνο Γαβαλά και μια λαϊκή μπάντα. Με μπουζούκια δηλαδή και τον Πάνο ο οποίος ήταν ελαφρολαϊκός. Με τον Γαβαλά όμως δεν τράβηξε. Δεν πήγε καλά το μαγαζί και σε μια εβδομάδα έκλεισε. Μάλιστα θυμάμαι ότι ούτε μεροκάματο δεν πήραμε. Ο Μουζάκης τότε έπαιζε στη Νεράϊδα και είχε μείνει χωρίς πιανίστα. Μάλωσε, αρρώστησε, του έφυγε, δέν ξέρω. Πάντως έμεινε ξεκρέμαστος. Επομένως έλεγε στους μουσικούς του και αναρωτιόταν τι θα κάνουν τώρα με το πιάνο. Επειδή η Νεράϊδα ήταν μια στάση πιο μπροστά από το μαγαζί που ήμουν εγώ, οι μουσικοί του πέρναγαν από εκεί και μας άκουγαν που παίζαμε ή που κάναμε πρόβες. Είπαν λοιπόν του Μουζάκη: «Εμείς περνάμε κι ακούμε ένα πολύ καλό πιάνο εκεί και να ψάξουμε να τον βρούμε τον πιανίστα αυτόν». Όμως όταν έγινε η συζήτηση αυτή, είχε ήδη κλείσει το μαγαζί που έπαιζα και δεν μπορούσαν να με βρούνε! Εμένα τότε δε με ήξερε κανείς. Δεν είχαμε και κινητά και τα μέσα που έχουμε τώρα. Με τα πολλά βρήκαν που μένω και ήρθαν σπίτι μου και με πήγαν στον Μουζάκη. Ήμουν κελεπούρι τότε. Τέσσερα χρόνια δούλεψα με τον Μουζάκη. Ήταν πολύ καλός άνθρωπος.
Είχατε ξεκινήσει την δισκογραφία ως μουσικός και όχι ως συνθέτης. Πώς έγινε η μετάβαση; Πώς σας μπήκε η ιδέα να αρχίσετε να γράφετε πια τα δικά σας τραγούδια;
Τότε εγώ εργαζόμουν ως μουσικός και σε ηχογραφήσεις, πέρα από τα κέντρα. Είχα τότε συνεργαστεί με τον Τόνι Πινέλι, τον Ζώρα… Μάλιστα στο «Εσένα που σε ξέρω τόσο λίγο» εγώ έπαιξα εκεί πιάνο και τα ακούω τώρα καμιά φορά και συγκινούμαι. Τότε ο Σπύρος Ράλλης ο παραγωγός, παρατηρούσε ότι κάποιοι συνθέτες που έπαιζα για αυτούς στα κομμάτια τους, με πλησίαζαν για να πάρουν κάποια γνώμη είτε για εισαγωγές, είτε γενικά για μουσικές ιδέες και με ρωτούσαν «Γιώργο, τι θα έβαζες εσύ εδώ για εισαγωγή, τι θα επέλεγες για φινάλε και τι ακόρντα να βάλουμε στο τάδε κομμάτι;» και ό,τι πρότεινα ήταν καλό, το παίζαμε και το ηχογραφούσαμε. Έτσι, ήρθε ο Σπύρος και μου λέει «βρε κορόϊδο, τι γράφεις στους άλλους και δεν τα κάνεις για τον εαυτό σου;» (Γέλια). Ε, του έλεγα κι εγώ οτι δεν το είχα ποτέ σκεφτεί, ούτε στίχους έχω. Αυτός μου απάντησε ότι θα μου δώσει στίχους η γυναίκα του, η Σέβη Τηλιακού. Εγώ πάντα τις λέω τις προσφορές των άλλων στην τέχνη μου. Όπως για παράδειγμα, λέω για τον Μίμη Πλέσσα ο οποίος με συνέστησε στην Φίνος Φιλμ. Εγώ δεν τα κρύβω, τα λέω πάντα. Οι άλλοι όμως, ό,τι έχω εγώ κάνει, δεν το λένε. Είναι τρομερό. Δεν ξέρω, περίεργα πράγματα.
Ποια ήταν η πρώτη δική σας σύνθεση με την οποία μπήκατε στον χώρο;
Σκέφτηκα ότι η πρώτη μου σύνθεση θα έπρεπε σίγουρα να είναι κάτι πολύ δυνατό. Να μην είναι ποιοτικό τόσο, αλλά να γίνει σουξέ. Ήξερα ότι θα κολακευθεί η εταιρία και θα αναγνώριζε ότι μια τέτοια δουλειά θα τους αποφέρει χρήματα. Ήθελα ένα σουξέ που να γίνει κάτι και να μου πουν μετά «θα σε στείλω στον Γκάτσο, θα σε στείλω στον Χατζιδάκι»… Γράφω λοιπόν για τη Μαρινέλλα το «Κρίμα το μπόι σου» και έγινε αμέσως τεράστια επιτυχία! Μετά βέβαια το τραγούδι αυτό το χρησιμοποίησαν και σε ταινία, αλλά δεν είχε γίνει για την ταινία πρωτίστως. Μάλιστα το έβαλαν στους τίτλους της ταινίας χωρίς καν να με ρωτήσουν. Είχε γίνει τότε το τραγούδι ήδη μεγάλο σουξέ. Μάλιστα είχε μπει και στα juke box και εγώ πήγαινα και έριχνα τότε ταλιράκια να παίζει και να το ακούν κι άλλοι το κομμάτι, χωρίς να λέω ότι εγώ το έγραψα βέβαια! (Γέλια.) Καινούριο κοσκινάκι μου και πού να σε κρεμάσω…
Βέβαια, αυτό το τραγούδι έχει μια καταπληκτική τζαζ πολύπλοκη ενορχήστρωση.
Τζαζ όλη. Και ξέρεις τι βρίσιμο έφαγα τότε από τους μπουζουκτσήδες; Γιατί τους έκανα «μάθημα» μέσω αυτής της εισαγωγής.
Επειδή ήταν δύσκολη. Είναι όλο άρσεις και θέλει πολλή δεξιότητα.
Βέβαια! Μετά με ευλογούσαν για αυτήν την μελωδία. Κάπου ξέσπασα κάνοντας αυτήν την εισαγωγή τότε και τώρα που το σκέφτομαι καταλαβαίνω οτι ήταν κάτι πολύ τολμηρό και θα μπορούσε ίσως να έχει αποτύχει όλο το κομμάτι. Δηλαδή εάν δεν γινόταν τόσο πιεστική επιτυχία, θα μπορούσε αν ήταν λίγο πιο μέτριο, να μην γινόταν κλασσικό ας πούμε, λόγω της εισαγωγής. Σήμερα όλοι οι μουσικοί καθώς το παίζουν το γουστάρουν πολύ.
Πώς νιώσατε εσείς όταν ακούγατε τα τραγούδια σας αυτά στα κέντρα, στις ταινίες και τον κινηματογράφο να γίνονται δημοφιλή;
Ένιωθα περηφάνια για τον εαυτό μου διότι πέτυχα κάτι. Ήμουν δε και πολύ τσιμπημένος με την Μαρία την γυναίκα μου, αλλά εγώ ως μουσικός δεν ήμουν ένας γαμπρός που τον ήθελαν τότε για την κόρη τους οι γονείς της και κινδύνευε να χαλάσει η σχέση μου με την Μαρία! Της έλεγαν για παράδειγμα, θα πηγαίνεις στα κέντρα τα βράδια όλη την εβδομάδα, να βλέπεις και να περιμένεις τον άντρα σου και το κορίτσι βέβαια με ολα αυτά ήταν διστακτικό. Γι αυτό και εγώ ήθελα να αποδείξω τότε ότι μπορώ να κερδίζω χρήματα χωρίς απαραίτητα να ξενυχτάω και να επαληθεύσω τον εαυτό μου μέσα στον χώρο.
Να αποδείξετε ότι είστε άξιος.
Βέβαια! Επαιξε ρόλο και αυτή η πίεση που δεχόμουν. Και μετά από τα δισκάκια 45 στροφών, όταν πήγα στην Columbia το 1972, άρχισαν οι μεγάλοι δίσκοι όπως το «4.5.3.» που εμπεριείχε την «Αφιλότιμη» με τον Διονυσίου και επιτυχίες άλλες όπως «Μια παρένθεση και μόνο» με τον Κόκοτα ή το «Τι να λησμονήσω» της Γαλάνη…
Ποιο μέρος της δημιουργικής διαδικασίας σας γοητεύει περισσότερο; Η έμπνευση, το χτίσιμο του τραγουδιού, η ενορχήστρωση, ή η στιγμή που το ηχογραφεί ο τραγουδιστής;
Η ενορχήστρωση σίγουρα! Ξέρεις, η έμπνευση ενός τραγουδιού κατά την οποία εμένα με καθοδηγεί ο στίχος περισσότερο, είναι σαράντα πέντε δεύτερα με ένα λεπτό επί τρία. Διότι εγώ δεν γράφω μελωδίες και δεν δίνω σε κάποιους να γράψουν τα λόγια -το έκανα στην αρχή αυτό, αλλά υπήρχαν πολλά και μεγάλα προβλήματα-. Ως προς την ενορχήστρωση έχω πολλά εύσημα και από συναδέλφους και από παραγωγούς και το ίδιο συμβαίνει και για τις εισαγωγές μου που μπορούν κάλλιστα να σταθούν και μόνες τους. Είναι ένα άλλο δημιούργημα η εισαγωγή που μπορείς να το προεκτείνεις και να κάνεις κάτι άλλο, διαφορετικό.
Πιστεύετε ότι ακόμη κι ένα κομμάτι που έχει μια μέτρια μελωδία, μπορεί να αναδειχτεί μέσω μιας πολύ καλής ενορχήστρωσης ή και το αντίστροφο;
Καταρχάς Βίκτωρα, το πρώτο πράγμα που έχει σημασία στην μουσική είναι η ερμηνεία. Ακόμη κι αν κάνεις την καλύτερη ενορχήστρωση με έναν βλάκα τραγουδιστή ή μια τραγουδίστρια που δεν αποδίδει, δεν πρόκειται να γίνει τίποτε. Επομένως μια τραγουδίστρια ή ένας τραγουδιστής μπορεί και χωρίς μουσική συνοδεία, acapella, να σου τραγουδήσει κάτι και να πεις «α, τι ωραίο που είναι αυτό!». Κατά τον ίδιο τρόπο λοιπόν, αναδεικνύεται ένα κομμάτι, όταν κάνεις και μια αντίστοιχα καλή ενορχήστρωση που βοηθάει αυτήν την ερμηνεία. Επομένως, εγώ λέω πάντα ότι δεν υπάρχει κακή μουσική. Υπάρχει καλή ή αδιάφορη μουσική. Η λέξη «κακός» δεν πάει με τίποτα για την μουσική. Ό,τι και να κάνεις καλά παιγμένο, θα είναι ωραίο και οποιοδήποτε στιλ, θα είναι ωραίο. Ακόμη και δημοτικό να κάνεις, με ένα ωραίο παίξιμο και ωραία ερμηνεία, θα πρόκειται για ωραία μουσική. Επομένως η ενορχήστρωση αναδεικνύει όντως ένα κομμάτι, αλλά μπορεί και να το θάψει εάν δεν είναι καλή.
Το «Ποιος να συγκριθεί μαζί σου» πως το συνθέσατε;
Ο Μάτσας μου είχε στείλει την Ντέλα Ρούνικ. Την ήξερα κι εγώ από παρέες και λοιπά. Ήρθε και μου έδωσε πολλούς στίχους. Εγώ διάλεξα τον συγκεκριμένο στίχο της επειδή δεν έχω αλλάξει γυναίκα. Δεν έχω ας πούμε παντρευτεί δυο – τρεις φορές. Σκέφτηκα ότι εάν έφευγε η Μαρία, πώς θα μπορούσα να βρω έναν άνθρωπο να την αντικαταστήσω; Δεν είναι μόνο το καινούριο του σεξ, είναι και η ανθρώπινη επικοινωνία, τα παιδιά που κάναμε και πολλά άλλα πράγματα. Αυτό το τραγούδι είναι σαν ύμνος για τον άνθρωπό σου κι έτσι κιόλας λειτούργησε σε μένα. Και το τραγούδι αυτό δεν αναφέρει την λέξη «ποιά να συγκριθεί…», λέει «ποιός να συγκριθεί μαζί σου», εννοώντας ποιος άνθρωπος να συγκριθεί μαζί σου. Αν έλεγε «ποιά να συγκριθεί..» θα γινόταν αμέσως βουτιά και το νόημα θα γινόταν πολύ φτηνό. Τότε που βγήκε ο δίσκος το τραγούδι δεν ακούστηκε καθόλου. Δεν το τραγουδούσε ο Πάριος στις εμφανίσεις του. Ίσως επειδή ο Πάριος δεν είχε μια μόνιμη γυναίκα, αλλά είχε πολλές περιπέτειες, να μην μπορούσε να το πει γι αυτό τον λόγο. Σε ποιόν να το πρωτοπεί; Μετά απο πολλά χρόνια έγινε επιτυχία χάρις το Ρέμο που το έλεγε στα live του. Αν δεν το έλεγε ο Ρέμος, θα είχε χαθεί σίγουρα. Εγώ πάντα το ενέτασσα στις συναυλίες μου, όμως δεν έπαιρνα τηλέφωνο τον Πάριο για να πιέσω για να το πει. Για μένα, όπως είναι για τον Frank Sinatra το “strangers in the night”, είναι το «ποιός να συγκριθεί μαζί σου» για τον Πάριο.
https://www.youtube.com/watch?v=l31-WL-vKU8
Αν έπρεπε να ξεχωρίσετε έναν δίσκο σας που να είναι αντιπροσωπευτικός για εσάς, ποιος θα ήταν αυτός;
Το “Metropolis” του Fritz Lang. Πρόκειται για μια βουβή ταινία του 1927 που παίξαμε ζωντανά την μουσική της αυτοσχεδιάζοντας επί δυο ώρες το 1992 και 1993 στο Παλλάς. Υπάρχουν μουσικοί που αυτό το έχουν ως Ευαγγέλιο. Να δεις εκεί τι πιάνο έπαιξα, δεν μπορεί να το φανταστεί εύκολα κάποιος. Ήταν Φοβερό.
Θέλω να μου πείτε για το δίσκο που κάνατε το 1978 «Η Μαρινέλλα του Σήμερα». Πρόκειται για έναν δίσκο που έβγαλε πολλές επιτυχίες.
Με την Μαρινέλλα είχαμε κάνει ως τότε 45άρια που εκτός απο το «Κρίμα Το Μπόϊ σου» ακούστηκαν πολύ λίγο, αλλά δεν είχαμε κάνει μεγάλο δίσκο. Ήταν αυτός ο πρώτος μας δίσκος. Η αλήθεια είναι ότι όταν αναλαμβάνεις έναν μεγάλο τραγουδιστή, εκτίθεσαι πάρα πολύ κι όταν κάνεις έναν δίσκο πρέπει να τα δώσεις όλα. Με τροφοδότησαν γι’ αυτόν τον δίσκο με πολύ καλούς στίχους. Πήρα στίχους και από τον Μπουρμπούλη, τον Μάνο Ελευθερίου και από τον Κουφιανάκη, γεγονός που βοήθησε πάρα πολύ.
Όταν ξεκινήσατε, οι δισκογραφικές εταιρείες σέβονταν τους συνθέτες και τους αναδείκνυαν. Δηλαδή τότε αναγραφόταν στο εξώφυλλο το όνομα των συνθετών – δίσκος του Χατζηνάσιου, δίσκος του Σπανού φερειπείν-. Όμως αυτό με την πάροδο των χρόνων, σταμάτησε και άρχισαν να προβάλλονται οι τραγουδιστές εις βάρος των συνθετών.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα στην περίπτωσή μου να κάνω τρία μεγάλα συμφωνικά έργα μετά το 1992 και να μην ξαναγράψω άλλα τραγούδια. Ο Μάτσας την εποχή που ετοιμάζαμε τον δίσκο “Επίθεση Αγάπης” για τον Πάριο, με παίρνει μια μέρα τηλέφωνο και μου λέει «Γιώργο, πρέπει να σταματήσουμε να βάζουμε το όνομα των συνθετών στο εξώφυλλο των δίσκων». Εγω του είπα «κοίταξε, η ηχογράφηση έχει τελειώσει και είναι όλα έτοιμα. Εχουμε συμβόλαιο που αναφέρει οτι ως συνθέτης πρέπει να εγκρίνω το εξώφυλλο για να κυκλοφορήσε ο δίσκος». Και ο Μάτσας μου απάντησε ότι ο ίδιος ήταν υπεύθυνος για τον δίσκο εάν θα έμπαινε στο εξώφυλλο το όνομα το δικό μου ως συνθέτη. Και είπα τότε «ωραία, γράψτο τώρα και δεν θα ξανασυνεργαστούμε ποτέ». Είμαστε φίλοι με τον Μάκη, δεν έχουμε πρόβλημα. Μάλιστα, προχθές μιλήσαμε στο τηλέφωνο.Υπήρχαν τότε συνθέτες οι οποίοι το δέχτηκαν αυτό και έμπαιναν στο οπισθόφυλλο του δίσκου. Όμως εδώ δεν είμαστε Αμερική ώστε να κάνεις εκατομμύρια δίσκους. Δεν μπορείς δηλαδή μόνο από τους δίσκους να ζήσεις. Πρέπει να κάνεις και κάποια δουλειά και να παίξεις σε κάποια συναυλία, να κάνεις μουσική για κάποια ταινία. Ποιό ήταν το κίνητρο; Η λεζάντα ήταν το κίνητρο. Να επικοινωνηθεί δηλαδή το ότι ο Χατζηνάσιος έβγαλε δίσκο με την Μαρινέλλα, την Γαλάνη, τον Πάριο… Αν εμένα του συνθέτη μου το στερείς αυτό ως εταιρεία, τι κάνουμε δηλαδή; Εγώ δεν ήθελα να δώσω το παράδειγμα στους άλλους συναδέλφους ότι είχα υποκύψει σ’ αυτό το θέμα.
Βλέπουμε οτι αποφεύγετε να κάνετε συμμετοχές σε δίσκους μαζι με τραγούδια άλλων συνθετών. Προτιμάτε ολοκληρωμένες δουλειες.
Καταρχάς Βίκτωρα εγώ έκανα έναν δίσκο τον χρόνο. Δηλαδή δεν θα δεις ας πούμε να έχω δύο τραγούδια μεσα σε ενα δίσκο με άλλους συνθέτες. Αυτό δεν θα το δεις ποτέ. Αυτά τα τραγούδια κατά την γνώμη μου ήταν διαμάντια. Τα φύλαγα για να κάνω αυτόν τον προσωπικό μου δίσκο και να είναι όλα τα κομμάτια καλά και να μην έχει αυτό που εγώ ονομάζω «λεκέ» σ’ έναν δίσκο. Δηλαδή το να σηκώσεις τη βελόνα από το σημείο που παίζει τα καλά τραγούδια ο δίσκος και το να την βάλεις αλλού για να παρακάμψεις ένα κομμάτι άσχημο. Μάλιστα τελευταία στιγμή έχω φτάσει στο σημείο να πετάξω έξω κομμάτι που δεν μου κολλούσε και να μείνουν σε δίσκο έντεκα κομμάτια. Συμβαίνει να σε παραμυθιάζουν και ο στιχουργός και ο παραγωγός και ο τραγουδιστής και να σου λένε «έλα βρε Γιώργο, καλό είναι το κομμάτι αυτό». Όταν όμως εγώ ακούω στο αυτοκίνητο όλο το δίσκο ώστε να γίνει η μίξη και να δω πως ακούγεται στο σύνολο, λέω «ώπα, εδώ, δεν έχει θέση αυτό το κομμάτι και πάει τέλειωσε». Κάποια στιγμή πρέπει να είσαι και παραγωγός του εαυτού σου και να μην περιμένεις από τους άλλους να σου πουν.
Πάντως αυτό το κάνουν λίγοι συνθέτες. Εννοώ το να θέλουν να είναι όλα τα κομμάτια στο δίσκο αξιόλογα.
Ναι, είναι λίγοι. Υπάρχουν και συνθέτες που έχουν κάνει χιλιάδες κομμάτια. Υπάρχουν συνθέτες που κάθε μέρα γράφουν απο δέκα κομμάτια. Είναι τρομερό. Εγώ δεν είμαι τόσο παραγωγικός. Θέλω να αισθάνομαι ότι αυτό που δημιουργώ δε μοιάζει πουθενά. Σε κάθε δίσκο μου δεν θα δεις το ένα πράγμα να μοιάζει με το άλλο. Είναι κάθε ένα διαφορετικό. Είναι όλα λες και είναι γραμμένα απο διαφορετικούς συνθέτες, αν και είμαι μόνο εγώ!
Το κοινό εστιάζει στους ερμηνευτές και όχι στους συνθέτες. Αυτό είναι παγκόσμιο ή συμβαίνει μόνο στην Ελλάδα; Βγαίνει για παράδειγμα ένα πολύ ωραίο τραγούδι, ακούγεται παντού, το έχει αγαπήσει ο κόσμος και δεν ξέρουν ποιος το έχει γράψει.
Δεν ξέρουν, όχι. Στο γεγονός αυτό δεν τους αδικώ. Και στην Αμερική ξέρουν τον τραγουδιστή και δεν ενδιαφέρεται κανείς για τους συνθέτες των τραγουδιών. Ενδιαφέρονται μόνο τους συνθέτες που κάνουν τα μιούζικαλ στο Broadway ή για αυτούς που γράφουν όπερα και για αυτούς που κάνουν μουσική σε σπουδαίες ταινίες στο Hollywood. Όχι δηλαδή ταινίες του συρμού. Να σκεφτείς ότι όταν πέθανε ο συνθέτης Bert Kaempert του “strangers in the night” που τραγούδησε ο Sinatra, γράφτηκε ως είδηση σε μια στήλη πολύ μικρή και τότε τον έμαθα κι εγώ ποιος είναι!
Έχετε αντιμετωπίσει αρκετές δυσκολίες επειδή δεν είχατε την υποστήριξη κάποιου πολιτικού χώρου. Πώς το βιώσατε το γεγονός αυτό;
Όταν εμφανιζόμουν στο Michel με τον Σπανό και τον Μάριο Τόκα στη Θεσσαλονίκη, ήρθε πολιτικός της αριστεράς και μου είπε «Γιώργο, από αυτά που ακούω και συζητάνε για ‘σενα, απορώ πώς υπάρχεις!»
Σας έχει γίνει δηλαδή κανονικός πόλεμος.
Πιο κανονικός δεν γίνεται! Ξέρεις, εδώ επιβιώνουν πολλοί με το να σε μειώνουν. Όταν καλλιτεχνικά δεν μπορούν να σου βρούν κάτι για να σε μειώσουν, ή θα σου πουν ότι είσαι gay ή θα πουν ότι κάτι συμβαίνει με την γυναίκα σου ή θα σου πουν ότι είσαι δεξιός στα πολιτικά και αυτό για κάποιο λόγο είναι τρομερή ρετσινιά! Αυτό τους βολεύει πολύ για να σε αποκλείσουν. Σε αφοπλίζουν δηλαδή και δουλειές που θέλεις να πάρεις εσύ, δεν μπορείς να τις πάρεις. Θα καταλήξει να τις πάρει άλλος που θα είναι σε προοδευτικές δυνάμεις που δεν είναι μία, αλλά πολλές. Είναι κόμματα πολλά. Η Δεξιά είναι μια. Αυτό από ένα σημείο και μετά είναι για γέλια.
Δηλαδή, είχατε σοβαρά εμπόδια εξ αυτού του λόγου στην δουλειά σας.
Μα έχω γράψει ποτέ εγώ για παράδειγμα τραγωδία για το Εθνικό Θέατρο; Πες μου σε παρακαλώ!
Αυτό όμως είναι αδικία. Ο καλλιτέχνης πρέπει να κρίνεται απο τη δουλειά του.
Μα η ζωή Βίκτωρα είναι έτσι κι αλλιώς άδικη. Δεν έχει σημασία. Εγώ κοιμάμαι ήσυχος τα βράδια. Δεν χρωστώ σε κανέναν τίποτα. Κι όταν βρεθώ κάπου να παίξω, αγαλλιάζει ο κόσμος και με χειροκροτεί και εγώ παίζω με την ψυχή μου στο πιάνο και είμαι μια χαρά!
Αυτό το φαινόμενο κατά το οποίο η μουσική και γενικά τα καλλιτεχνικά είναι αριστεροκρατούμενα κατά κάποιον τρόπο, είναι ελληνικό φαινόμενο;
Ελληνικότατο φαινόμενο! Αυτό άλλωστε είναι το σύνδρομο του Έλληνα! Το σύνδρομο του Έλληνα είναι αυτό που περιγράφεται με το ανέκδοτο της κατσίκας του γείτονα. Είχα πάει κάποτε με τη σύζυγό μου στην Αρχιεπισκοπή. Τότε είχα κάνει το «Χρονικό της Αλώσεως» και επειδή είναι βυζαντινό το έργο μου αυτό, ήθελα να συνδράμει και να είναι και υπό την αιγίδα της Εκκλησίας. Τότε λοιπόν συζητούσαμε με Τον Αρχιεπίσκοπο Χιστόδουλο και αναρωτιόμαστε γιατί υπάρχει φθόνος για αυτούς που επιτυγχάνουν. Λέει τότε η Μαρία, η γυναίκα μου, το ανέκδοτο με την κατσίκα του γείτονα! Όταν φεύγαμε λέω στην Μαρία «Δεν έπρεπε να πεις αυτό με την κατσίκα, με έκανες ρεζίλι! Πήγαμε εκεί και άρχισες να λές ανέκδοτα στον Αρχιεπίσκοπο;» και μου απάντησε η Μαρία ότι άρεσε του Χριστόδουλου το ανέκδοτο αυτό. Αυτά είναι αληθή, Βίκτωρα και πρώτη φορά τα λέω.
Ισχύει οτι του άρεσε στον Αρχιεπίσκοπο, γιατί επισκεπτόταν τότε στο σχολείο μου, τη Θεομήτωρ στις καλόγριες και θυμάμαι ότι μας είχε πει αυτό το ανέκδοτο!
Μα ναι! Την άλλη μέρα ακριβώς της επίσκεψης, παρακολουθώντας τις ειδήσεις -διότι πάντα βλέπω ειδήσεις- ακούω τον Χριστόδουλο να λέει το ανέκδοτο αυτό! Και μου λέει η Μαρία «είδες που μου φώναζες;» (Γέλια.) Έτσι λοιπόν συμβαίνει με τον φθόνο αν καταλάβουν ότι κινδυνεύουν από κάποιον που ανήκει σε άλλη παράταξη και ξεχωρίζει τόσο πολύ.
Πιστεύετε ότι θα αλλάξει αυτό κάποια στιγμή στην Ελλάδα;
Δεν το νομίζω και εάν αλλάξει εγώ δεν θα το προλάβω. Εν πάση περιπτώσει, έτσι είναι ο λαός μας και η διχόνοια είναι τρομερή ακόμη και από την αρχαιότητα. Καταστρέφει καριέρες, κόσμο, προσωπικότητες… Βλέπεις τι ζούμε στις μέρες μας. Πας να γράψεις κάτι στο διαδίκτυο και υπάρχει δυσκολία. Εγώ δεν γράφω στο διαδίκτυο διότι κάτι να σου ξεφύγει, το απομονώνουν και έχεις καταστραφεί δια παντός.
Ποια ήταν η πιο ευχάριστη στιγμή της σταδιοδρομίας σας;
Τότε που έπαιξα την «Ωδή στον Μέγα Αλέξανδρο» στις πυραμίδες της Αιγύπτου. Τότε γιορτάστηκαν τα 100 χρόνια του Ελληνισμού του Καΐρου υπό την αιγίδα του Ελληνικού Υπουργείου Πολιτισμού σε συνεργασία με το Υπουργείο Πολιτισμού της Αιγύπτου. Συναίνεσε και η Όπερα που μας έδωσε τη Συμφωνική Ορχήστρα και την οποία διηύθυνα εγώ μέσα στην έρημο και κάτω από την πυραμίδα του Χέωπα, γεγονός που κάλυψε και το CNN. Έπαιξαν αποσπάσματα live σε όλον τον κόσμο και ήταν τρομερό αυτό. Είχαμε σκηνικά επενδεδημένα με φώτα και εντυπωσιακά lazer και πίσω μας φωτισμένες τις Πυραμίδες. Αυτό δεν είχε συμβεί ποτέ ούτε και θα ξαναγίνει. Ήταν τρομερή στιγμή και τιμή για τον Ελληνισμό του Καΐρου και της Ελληνικής παροικίας εκεί.
Μεγαλειώδης στιγμή. Έχετε σκεφτεί ποτέ να φύγετε από την Ελλάδα και να κάνετε σταδιοδρομία στο Εξωτερικό;
Το προσπάθησα για την Αμερική στην Νέα Υόρκη αλλά τα βρήκα μπαστούνια. Δέν με ήξεραν εκεί. Έπρεπε να μιλήσει κάποιος για ‘μενα. Βρέθηκε κάποιος να μεσολαβήσει και μου ζήτησε ένα αστρονομικό ποσό σε δολάρια. «Στάσου ρε φίλε, εμείς δραχμές βγάζουμε. Δέν είμαι αμερικανάκι. Θέλεις όλο αυτό το ποσό απλά για να μιλήσεις; Φέρε μου ένα παραγωγό να οργανώσεις μιά συνάντηση». Τελικά δεν το προχώρησα. Εμένα με ενδιέφερε πολύ το Broadway. Ένας σκηνοθέτης που έκανε το 1986 στο Broadway το μιούζικαλ “Hair” άκουσε την δουλειά μου, του άρεσε και μου είπε ότι θα οργανώσει σπίτι του jazz jam session. Ήταν ένα πράγματι ωραίο μεγάλο σπίτι, άδειο με λίγα καθίσματα και ένα πιάνο στην μέση και ήρθαν οι μουσικοί και παίξαμε το “My Funny Valentine”. Παίζαμε λοιπόν και βλέπω κάποια στιγμή τον μπασίστα να έχει κλείσει τα μάτια του και να ταξιδεύει με τις νότες που έπαιζα. Λέω «εδώ είμαστε!» Διότι αν μπορείς να κερδίσεις έναν έγχρωμο καλλιτέχνη της jazz, της soul και των blues, έχεις καθαρίσει. Θα μπορούσαμε να δουλέψουμε και να βγάλουμε μεροκάματο αν ήθελα να αρχίσω πάλι από την αρχή. (Γέλια.) Μετά γύρισα πίσω και έκανα το δίσκο για την Νάνα Μούσχουρη.
Θα είχατε μεγαλουργήσει πιστεύω.
Κοίταξε, ο ανταγωνισμός εκεί είναι τεράστιος. Στα 10 εκατομμύρια κόσμου, όπως είναι στην Ελλάδα, μπορείς να γίνεις γνωστός. Αλλά όταν εκεί είναι 200 εκατομμύρια ο ανταγωνισμός είναι πράγματι μεγάλος.
Σας ενοχλεί που δεν έχουμε κοινό που να αγαπάει την τζαζ στην Ελλάδα;
Καταρχάς, δεν αρέσει στις γυναίκες η Τζαζ. Ίσως υπάρχει αλλαγή τώρα στην νέα γενιά. Η γυναίκα μου για παράδειγμα δεν την μπορεί ούτε ένα λεπτό. Στην τζαζ υπάρχει το θέμα και από κει και πέρα, με την φαντασία του ο κάθε μουσικός «χτίζει». Είναι μια γιορτή και ο μουσικός που παίζει τζαζ μελωδίες δεν ασχολείται αν αυτό αρέσει ή όχι. Είναι τόσο απορροφημένος από την μουσική και παίζει για τον ίδιο του τον εαυτό. Εμείς οι μανιώδεις με την τζαζ το πολύ – πολύ σ’ όλη την Ελλάδα να είμαστε χίλια άτομα. Είναι μικρό το κοινό αυτής της μουσικής. Η Θεσσαλονίκη είναι πιο προοδευτική στην μουσική απ’ ότι εδώ. Εκεί βρίσκονται και η περισσότεροι που ασχολήθηκαν με την τζαζ.
Το «ξενύχτησα στην πόρτα σου» που γράψατε για την Βίκυ Μοσχολιού είναι ένα διαχρονικό τραγούδι. Πώς προέκυψε;
Αυτό μου το έφερε ο Γιώργος Κανελλόπουλος ο στιχουργός το τραγούδι και μου άρεσαν οι στίχοι του που λέει ότι ο παράδεισος και η κόλαση είναι εδώ και το θεώρησα ωραίο να ειπωθεί διότι αυτή η φράση σαν απόφθεγμα σου μένει. Όταν κάτι γίνεται τραγούδι, μένει σαν σλόγκαν. Με την επανεκτέλεση του Χαρούλη έγινε πάλι μεγάλη επιτυχία. Με την Μοσχολιού ναι μεν ακουγόταν τότε στα ραδιόφωνα, αλλά δεν θεωρώ ότι ήταν από τις τεράστιες επιτυχίες που παιζόταν στα κέντρα.
Το «Μάθημα Σολφέζ» που ακόμη και στην εισαγωγή του ξεκινάει με τον μετρονόμο, σε βάζει σε ένα κλίμα διεθνές διότι ο καθένας μπορεί να ακούσει αυτό το τραγούδι και να το απολαύσει, καθότι οι νότες είναι η διεθνής γλώσσα επικοινωνίας.
Εγώ για αυτό και το έστειλα. Ειδάλλως δεν θα έστελνα τραγούδι στην Eurovision. Είχε υποτιμηθεί τόσο πολύ από τις δηλώσεις του Χατζιδάκι και ο διαγωνισμός αυτός εθεωρείτο πανηγύρι. Έβλεπα δε, ότι η Ελλάδα κατέληγε στον διαγωνισμό αυτόν στην 18η και 19η θέση. Εγώ ήξερα ότι το πρόβλημα για αυτό δεν ήταν τόσο η μουσική, αλλά η Ελληνική γλώσσα. Κάθισα λοιπόν στο πιάνο και έψαχνα μια μελωδία και με την Σέβη Τηλιακού κάναμε το τραγούδι αυτό. Όταν το άκουσαν στην επιτροπή, με πήρε τηλέφωνο ο Φρέντυ Γερμανός και μου λέει «Γιώργο, έχεις καταλάβει τι έχεις γράψει; Εμείς εδώ, έχουμε σταματήσει να ακούμε τα άλλα κομμάτια, τις άλλες προτάσεις. Αφού έχεις γράψει εσύ αυτό και το βρήκαμε, τι άλλο να ακούσουμε;» Πήγα μάλιστα και έκανα την ηχογράφηση στο Μιλάνο για να έχει πιο διεθνή ήχο το τραγούδι.
Πήγε πολύ καλά. Πήραμε την 5η θέση. Μεταφράστηκε μάλιστα και σε πολλές γλώσσες. Εσείς διαλέξατε αυτούς τους τέσσερις τραγουδιστές; Τη Μπέσσυ Αργυράκη, το Πασχάλη, την Μαριάννα Τόλη και τον Ρόμπερτ Ουίλιαμς;
Εγώ το αποφάσισα. Ήταν δική μου επιλογή. Αλλά η Τόλη δεν ήταν σε αυτό που σκέφτηκα. Ήθελα την Ελπίδα αρχικά, γιατί η Μαριάννα Τόλη ναι μεν ήταν και τραγουδίστρια, αλλά ήταν περισσότερο ηθοποιός και έκανε διάφορα πράγματα και ως σκηνοθέτης. Αυτή έκανε και το χορευτικό και έντυσε κιόλας τους τραγουδιστές για την εμφάνιση του τραγουδιού. Όλες αυτές οι μωβ ενδυμασίες με τις τιράντες ήταν δικές της ιδέες, εκτός από μένα που φόρεσα κοστούμι. Η Ελπίδα όμως δεν έδειξε ενδιαφέρον για όλο αυτό και αποποιήθηκε της συνεργασίας. Τότε πήρα την Μαριάννα Τόλη τηλέφωνο. Το κομμάτι αυτό είναι πλέον κλασσικό και είναι και μουσικολογικά πολύ ενδιαφέρον. Να φανταστείς ότι ο Γάλλος καλλιτέχνης και ενορχηστρωτής Paul Mauriat μου είχε στείλει τότε τηλεγράφημα -το οποίο έχω ακόμη- αναφέροντας με πολύ ενθουσιασμό ότι «είσαι ο πρώτος, πάρτους το κεφάλι!». Μετά το έκανε ορχηστρικό και το συμπεριέλαβε σε δίσκο του.
Πώς σας φαίνεται τώρα η καινούρια μουσική που ακούγεται; Η trap ας πούμε; Αυτό το είδος κάνει τώρα μεγάλη επιτυχία.
Κοίταξε Βίκτωρα. Καμιά φορά έχει κανείς και προκαταλήψεις τις οποίες είναι δύσκολο να αποβάλλει. Εγώ είμαι της μελωδίας στην μουσική και δεν μπορώ διαφορετικά. Τα παιδιά τώρα έχουν ακούσματα πιο ρυθμικά. Εντάξει, η trap κάνει κάποια επιτυχία στη νεολαία…
Το τραγούδι «μονά ζυγά» με την Αλέκα Κανελλίδου με αυτή την πολύ πρωτότυπη μελωδία πως προέκυψε;
Αρχικά το είχα γράψει για το Μιούζικαλ “Madame Ortance” που είχε ανέβει εδώ στην Αθήνα με την Μαρία Αλιφέρη ως πρωταγωνίστρια. Το τραγουδούσαν τέσσερις στρατηγοί στο μιούζικαλ με άλλα λόγια βέβαια. Αργότερα έγραψε άλλους στίχους ο Λευτέρης Παπαδόπουλος και έτσι ως «Mονά Zυγά» έγινε επιτυχία με την Αλέκα Κανελλίδου. Αυτό το κομμάτι ήταν ένα από τα τραγούδια που έστειλα στην Αμερική για τη Houston μαζί με άλλα κομμάτια αλλα χάθηκε η κασσέτα.
Απο τη δεκαετία του ’90 αρχίσατε να ασχολείστε πλύ ενεργά με το χώρο της τηλεόρασης. Μεταξύ άλλων γράψατε τη μουσική για τη σειρά «Άγγιγμα ψυχής» με τον Μιχάλη Χατζηγιάννη. Τι είδατε τότε στον Χατζηγιάννη και γιατί τον ξεχωρίσατε από όλους τους άλλους τραγουδιστές;
Ο Χατζηγιάννης από ‘κει έγινε διάσημος. Το θέμα του σήριαλ ως γνωστόν αναφέρεται σε έναν ιερέα και σε μια ερωτική περιπέτεια που αυτός ζούσε. Δε με ενδιέφερε να ερμηνεύσει κάποιος ήδη γνωστός τραγουδιστής. Ήθελα μαζί με τον Μπουρμπούλη, να υποστηρίξω μια τέτοια αισθητική μουσικής που να δένει με όλο το οικοδόμημα της σειράς και τη θεματολογία που προέβαλε ιερείς και μητροπολίτες και λοιπά. Ήθελα κάτι φρέσκο και από φωνή επομένως. Είχα ακούσει στην Eurovision έναν χρόνο πριν τον Χατζηγιάννη. Είχα σημειώσει το όνομά του και μέσω ενός φίλου μου βρήκα το τηλέφωνό του και έγινε η επικοινωνία. Αυτός αν και φαντάρος, μπόρεσε και έκανε την ηχογράφηση του κομματιού αυτού την τελευταία στιγμή και έγινε τεράστια επιτυχία.
Το κομμάτι για τον Γιάννη Πλούταρχο «Δέν είναι ο Έρωτας παιδί της λογικής» είναι απο τις ελάχιστες συμμετοχές σας σε δίσκο με τραγούδια άλλων. Πώς προέκυψε;
Είναι η μόνη συμμετοχή μου εκεί. Είχα αναφερθεί σε μια εκπομπή τότε για τον Γιάννη και είχα πει ότι είναι ευγενής φυσιογνωμία που ξεχωρίζει στον χώρο και ότι μου αρέσει ο τρόπος που εκφράζεται μέσα από το τραγούδι. Αυτό το άκουσε και με πήρε μετά τηλέφωνο. Του είπα να έρθει σπίτι μου για να συζητήσουμε επαγγελματικά. Ήρθε και μου ζήτησε να του δώσω 2 – 3 κομμάτια. Του είπα να κάνουμε έναν ολοκληρωμένο δίσκο. Μου απάντησε ότι πίστευε ότι δεν θα το δεχτεί η εταιρεία του και ότι μάλλον δεν θα μπορούσε κάτι τέτοιο να συμβεί. Του λέω «…αν δεν γίνεται, χάρηκα πολύ που σε γνώρισα και συγχαρητήρια διότι τα πας καλά». Μετά με πήρε πάλι τηλέφωνο και μου λέει «Αφού με υποστηρίζετε, χρειάζομαι το όνομά σας κι αν μου δίνατε έστω και ένα σας κομμάτι, κανείς δεν θα ισχυριστεί ότι το κάνετε για τα χρήματα. Αντίθετα, θα φανεί ως μια επιβράβευση της εκτίμησής σας σε μένα, επειδή εκφραστήκατε με τα καλύτερα λόγια προς το πρόσωπό μου». Και είπα τότε το εντάξει. Του έδωσα μια κασέτα με το κομμάτι αυτό σε στίχους του Μπουρμπούλη και έτσι απλά έκανα αυτό το κομμάτι.
Τί καινούριο ετοιμάζετε;
Κοίταξε, τώρα θα γράψω για ένα σίριαλ καινούριο στην τηλεόραση, αλλά δεν μπορώ να πω τώρα περισσότερα. Αποδέχτηκα την πρόταση, έχω γράψει όλη την μουσική και απομένει να γραφτούν οι στίχοι. Τον Απρίλιο θα αρχίσουν τα γυρίσματα και είναι για την νέα σεζόν!
Πολύ ευχάριστο που θα ξανακούσουμε συνθέσεις σας στην τηλεόραση! Θα ερμηνευτεί απο άντρα η γυναίκα; Έχετε καταλήξει;
Εγώ πάντοτε προτιμώ τις τραγουδίστριες. Δεν έχω όμως ακόμη καταλήξει ποια γυναικεία φωνή θα το πει επειδή ακόμη δεν έχω στίχο και το κομμάτι πρέπει να είναι ολοκληρωμένο για να το δώσω προς ερμηνεία. Επειδή όμως η ιστορία του σίριαλ μιλάει για την ζωή μιας γυναίκας, θα ήθελα να το πει γυναίκα. Επίσης, τώρα ετοιμάζω την όπερά μου ονόματι “El Greco” για την οποία το 2015 κάναμε κάποιες διορθώσεις. Επικοινωνώ με Πολωνία όπου και θα παρουσιαστεί και θα ανεβεί σε έναν χρόνο. Η όπερα “El Greco” θα παιχτεί και στην Ελλάδα σε μεγάλες πόλεις.
Θα διευθύνετε εσείς;
Τώρα πια όχι! Δυστυχώς για να διευθύνω θα πρέπει να κάνω έναν μήνα γυμναστική. (Γέλια.) Την πρώτη φορά που διηύθυνα δεν ήξερα. θυμάμαι είχαν πιαστεί οι ώμοι μου επί πέντε μέρες! Όσοι είναι επαγγελματίες μαέστροι είναι εξοικειωμένοι με αυτό. Το απαιτεί η διεύθυνση ορχήστρας. Εξάσκηση στο πιάνο κάνω βέβαια καθημερινά και μελετώ. Αλλά είναι διαφορετικό αυτό.
Κύριε Χατζηνάσιε, σας ευχαριστώ θερμά για την συνέντευξη που μου παραχωρήσατε σήμερα. Ήταν μεγάλη μου τιμή.
Και εγώ ευχαριστώ! Βίκτωρα έχεις μεγάλη γνώση για το έργο μου και αυτό είναι πολύ ευχάριστο. Είμαστε και οι δύο πιανιστάκια! Να είσαι πάντοτε καλά και να κάνετε μόνο επιτυχίες._
Φωτογραφίες: Θοδωρής Απειρανθίτης
Make up artist: Μαρία Καρακάση
Απομαγνητοφώνηση: Αναστασία Μαρκοπούλου
Είχαμε τη μεγάλη τιμή να κάνουμε μια απολαυστική συνέντευξη με τον μεγάλο μας μαέστρο Γιώργο Χατζηνάσιο. Ένας από τους πιό ευφυείς και πολυδιάστατους Έλληνες συνθέτες. Έχει γράψει αναρίθμητες επιτυχίες στη δισκογραφία, έχει διευθύνει πολυάριθμες συμφωνικές ορχήστρες, έχει γράψει συμφωνικά έργα υψηλής ποιότητας και έχει κάνει αξέχαστες συνεργασίες επί σκηνής με πολλούς συναδέλφους του. Εκτός από τη μεγάλη δημοφιλία του στο πλατύ κοινό, έχει και φανατικούς θαυμαστές στο χώρο των μουσικών. Ο τρόπος που ενορχηστρώνει και που παίζει πιάνο είναι τόσο γλαφυρός και περίπλοκος που είναι σπουδή στην τέχνη της μουσικής για κάθε επίδοξο πιανίστα. Ακούραστος, τελειομανής και πάντα οξυδερκής, μας ταξιδεύει στο μαγικό μουσικό του κόσμο και μας ξετυλίγει το πεντάγραμμο της ζωής του.
Το home studio σας είναι ένας ιστορικός πλέον χώρος. Είναι μεγάλη μου χαρά που θα γίνει εδώ η συνέντευξη.
Όποιος μουσικός έρχεται εδώ, εντυπωσιάζεται από την οργάνωση. Μέσα σε αυτό το χώρο έχω δύο πιάνα με ουρά κι ένα όρθιο. Έχω τα μηχανήματά μου, υπολογιστή, ένα τοίχο γεμάτο με όλους τους δίσκους που έχω γράψει… Μάλιστα έχει γεμίσει και πρέπει να επεκταθώ και στον άλλο τοίχο! (γέλια). Εδώ σε αυτά τα πιάνα κάναμε πρόβες για τις εμφανίσεις που καθιέρωσα με τους δυο συνθέτες. Με τον Πλέσσα, τον Σπανό, τον Τόκα, τον Κορκολή και πιο πρόσφατα με τον Θεοφάνους. Επίσης εδώ σε αυτό το χώρο έχω δημιουργήσει τη μουσική μου. Ερχόταν η Μαρινέλλα, ο Πάριος και πολλοί άλλοι και δημιουργούσαμε αυτά τα τραγούδια που όλοι ξέρουν. Εδώ γεννήθηκαν.
Έχετε δηλώσει οτι στα παιδικά σας χρόνια η οικογένειά σας ζούσε με πολλές στερήσεις. Παρά τις δυσκολίες όμως, ο πατέρας σας ήθελε να γίνετε μουσικός.
Τότε όλοι οι γονείς κάνανε τους γιους τους -διότι τα κορίτσια δεν δούλευαν τότε και ήταν στο σπίτι- να πάρουν την δουλειά του πατέρα τους. Δηλαδή τότε εάν ο πατέρας ήτανε γιατρός ή δικηγόρος ή πολιτικός μηχανικός, το παιδί του θα ακολουθούσε το ίδιο. Έτσι ήταν τα πράγματα. Για αυτό κι εμείς που ήμασταν τρία αδέλφια, τρία αγόρια, τρείς μουσικοί γίναμε! Από εκεί και πέρα υπήρχε ένα οικονομικό στρίμωγμα γιατί και ο πατέρας μου έβγαζε το μεροκάματό του ως σαξοφωνίστας. Μάλιστα ήταν τόσο παθιασμένος με το όργανο αυτό, που φυσούσε, φυσούσε και κάποια στιγμή δεν άντεξαν οι πνεύμονές του και παράτησε το σαξόφωνο. Επειδή όμως ήξερε κι άλλα όργανα όπως κιθάρα και κρουστά, έπαιζε στις ορχήστρες ντραμς. Επομένως δεν ήταν τα οικονομικά καλά όσο εγώ ήμουν στην εφηβεία. Δέν μπορούσα να φύγω και να πάω στη Βιέννη που ήθελα για να γίνω σολίστας του πιάνου, διότι αυτό ήθελα. Και εδώ να πω κάτι πολύ σημαντικό. Εκείνη την εποχή είχαμε άγνοια του τι θα πει καλοπέραση. Κάθε μέρα το πρωινό που μας έφτιαχνε η μητέρα μας ήταν τσάι με ελιές και ήμασταν ευτυχισμένοι. Πηγαίναμε στο σχολείο μας με λίγα πράγματα και δεν ξέραμε τι είναι τα πολλά. Μετά έγινε ο κόσμος καταναλωτικός.
Ήταν δηλαδή καλύτερη η εποχή τότε παρά την ανέχεια;
Σίγουρα ήταν όλες οι εποχές τότε καλύτερες από αυτή την εποχή που ζούμε τώρα. Δεν εννοώ τώρα με την πανδημία. Ας πούμε, εγώ με τους συμμαθητές μου έχουμε κρατήσει όλοι τις γυναίκες μας απο τότε που ήμασταν πιτσιρικάδες. Από είκοσι χρονών που τις γνωρίσαμε. Όχι όπως τώρα που βαριούνται τα ζευγάρια ο ένας τον άλλον σε πέντε – έξι μήνες. Μάλιστα, το 1978 με τη Μαρινέλλα, είχα γράψει ένα κομμάτι που εγώ το αγαπούσα πάρα πολύ και σαν θεματολογία και σαν μουσική άποψη. Είχα κάνει μια ωραία εισαγωγή και πολύ μοντέρνα ενορχήστρωση και έλεγε «δε φταίμε εμείς, φταίει η αγάπη που ξεφτίζει σαν φτερό, δεν φταίει κανείς, φταίνε οι καρδιές που δεν αντέχουν στον καιρό». Και το έγραψα το ΄78 σαν να ήξερα και σαν να ήμουν προφήτης, γιατί και εγώ αισθανόμουν ότι το πάθος και η λαχτάρα που είχα με την Μαρία θα μου φύγει. Όπως και έγινε. Με τη Μαρία είμαστε μαζί τώρα πάρα πολλά χρόνια, πενήντα και πλέον χρόνια. Σταδιακά όμως φεύγει ο έρωτας και μένει η αγάπη. Είναι κάτι που δεν το επιδιώκεις εσύ ο ίδιος, αλλά συμβαίνει. Έτσι λοιπόν, «δε φταίει κανείς».
Τι θα έλειπε από την μουσική σας σταδιοδρομία εάν ήσασταν αυτοδίδακτος; Πιστεύετε ότι θα είχατε πετύχει λιγότερα εάν δεν είχατε κάνει μουσικές σπουδές στο Εθνικό Ωδείο και στο Παρίσι;
Απο το 2000 και μετά που δεν υπάρχει δισκογραφία, έχω κάνει τρία μεγάλα έργα. Έχω κάνει όπερα, μια συμφωνική καντάτα και ένα ορατόριο που όλα αυτά είναι τεράστια έργα ως προς την διάρκειά τους. Επειδή τα έχω διευθύνει αυτά τα συμφωνικά έργα, αν δεν είχα πάει στο Παρίσι να σπουδάσω αρμονία, αντίστιξη και διεύθυνση ορχήστρας –όλα αυτά τα θεωρητικά που δε σου αρέσουν εσένα-, (γέλια) δεν θα ήμουν πλήρης μουσικός. Η σύνθεση του τραγουδιού όμως δεν έχει σχέση με τη μουσική γνώση. Δηλαδή ο Τσιτσάνης, ο Βαμβακάρης και όλοι αυτοί ήταν αυτοδίδακτοι. Όπως ένας που γράφει στίχους και έχει το έμφυτο ταλέντο να αναπαραγάγει εικόνες και ονείρατα και να κάνει κάτι σπουδαίο. Δεν υπάρχει καμία σχολή που να σε διδάσκει αυτό το πράγμα. Έτσι συμβαίνει και με την μουσική. Πολλές φορές εγώ ο ίδιος έχω «δηλητηριάσει» τα κομμάτια μου ως μουσικός διότι τα έκανα πιο δύσκολα λόγω της μουσικής μου γνώσης και ίσως για να κάνω φιγούρα ότι ξέρω κάτι παραπάνω, αλλά το τραγούδι είναι απλή μορφή μουσικής.
Τί μουσική παίζατε στην Θεσσαλονίκη και πώς ήταν τα πρώτα χρόνια σας στην Αθήνα;
Ήμουν πιανίστας και είχα κερδίσει έτσι κάποια χρήματα στην Θεσσαλονίκη. Δεν πήρα από τον πατέρα μου τίποτε διότι κι ο ίδιος δεν είχε να μου δώσει. Τότε δούλευα σε καμπαρέ, σε λέσχες, σε εμφανίσεις και σε κάποια εξτρά το Σάββατο και την Κυριακή όταν ερχόταν ο 6ος στόλος. Παίζαμε Ιταλικές και Ελληνικές επιτυχίες της εποχής όπως του Γαβαλά, Βλαχοπούλου, συνθέσεις του Μουζάκη, του Μωράκη… Εγώ ήμουν και μέσα στην τζαζ πολύ. Κατεβήκαμε λοιπόν Αθήνα με τον Πάνο Γαβαλά και μια λαϊκή μπάντα. Με μπουζούκια δηλαδή και τον Πάνο ο οποίος ήταν ελαφρολαϊκός. Με τον Γαβαλά όμως δεν τράβηξε. Δεν πήγε καλά το μαγαζί και σε μια εβδομάδα έκλεισε. Μάλιστα θυμάμαι ότι ούτε μεροκάματο δεν πήραμε. Ο Μουζάκης τότε έπαιζε στη Νεράϊδα και είχε μείνει χωρίς πιανίστα. Μάλωσε, αρρώστησε, του έφυγε, δέν ξέρω. Πάντως έμεινε ξεκρέμαστος. Επομένως έλεγε στους μουσικούς του και αναρωτιόταν τι θα κάνουν τώρα με το πιάνο. Επειδή η Νεράϊδα ήταν μια στάση πιο μπροστά από το μαγαζί που ήμουν εγώ, οι μουσικοί του πέρναγαν από εκεί και μας άκουγαν που παίζαμε ή που κάναμε πρόβες. Είπαν λοιπόν του Μουζάκη: «Εμείς περνάμε κι ακούμε ένα πολύ καλό πιάνο εκεί και να ψάξουμε να τον βρούμε τον πιανίστα αυτόν». Όμως όταν έγινε η συζήτηση αυτή, είχε ήδη κλείσει το μαγαζί που έπαιζα και δεν μπορούσαν να με βρούνε! Εμένα τότε δε με ήξερε κανείς. Δεν είχαμε και κινητά και τα μέσα που έχουμε τώρα. Με τα πολλά βρήκαν που μένω και ήρθαν σπίτι μου και με πήγαν στον Μουζάκη. Ήμουν κελεπούρι τότε. Τέσσερα χρόνια δούλεψα με τον Μουζάκη. Ήταν πολύ καλός άνθρωπος.
Είχατε ξεκινήσει την δισκογραφία ως μουσικός και όχι ως συνθέτης. Πώς έγινε η μετάβαση; Πώς σας μπήκε η ιδέα να αρχίσετε να γράφετε πια τα δικά σας τραγούδια;
Τότε εγώ εργαζόμουν ως μουσικός και σε ηχογραφήσεις, πέρα από τα κέντρα. Είχα τότε συνεργαστεί με τον Τόνι Πινέλι, τον Ζώρα… Μάλιστα στο «Εσένα που σε ξέρω τόσο λίγο» εγώ έπαιξα εκεί πιάνο και τα ακούω τώρα καμιά φορά και συγκινούμαι. Τότε ο Σπύρος Ράλλης ο παραγωγός, παρατηρούσε ότι κάποιοι συνθέτες που έπαιζα για αυτούς στα κομμάτια τους, με πλησίαζαν για να πάρουν κάποια γνώμη είτε για εισαγωγές, είτε γενικά για μουσικές ιδέες και με ρωτούσαν «Γιώργο, τι θα έβαζες εσύ εδώ για εισαγωγή, τι θα επέλεγες για φινάλε και τι ακόρντα να βάλουμε στο τάδε κομμάτι;» και ό,τι πρότεινα ήταν καλό, το παίζαμε και το ηχογραφούσαμε. Έτσι, ήρθε ο Σπύρος και μου λέει «βρε κορόϊδο, τι γράφεις στους άλλους και δεν τα κάνεις για τον εαυτό σου;» (Γέλια). Ε, του έλεγα κι εγώ οτι δεν το είχα ποτέ σκεφτεί, ούτε στίχους έχω. Αυτός μου απάντησε ότι θα μου δώσει στίχους η γυναίκα του, η Σέβη Τηλιακού. Εγώ πάντα τις λέω τις προσφορές των άλλων στην τέχνη μου. Όπως για παράδειγμα, λέω για τον Μίμη Πλέσσα ο οποίος με συνέστησε στην Φίνος Φιλμ. Εγώ δεν τα κρύβω, τα λέω πάντα. Οι άλλοι όμως, ό,τι έχω εγώ κάνει, δεν το λένε. Είναι τρομερό. Δεν ξέρω, περίεργα πράγματα.
Ποια ήταν η πρώτη δική σας σύνθεση με την οποία μπήκατε στον χώρο;
Σκέφτηκα ότι η πρώτη μου σύνθεση θα έπρεπε σίγουρα να είναι κάτι πολύ δυνατό. Να μην είναι ποιοτικό τόσο, αλλά να γίνει σουξέ. Ήξερα ότι θα κολακευθεί η εταιρία και θα αναγνώριζε ότι μια τέτοια δουλειά θα τους αποφέρει χρήματα. Ήθελα ένα σουξέ που να γίνει κάτι και να μου πουν μετά «θα σε στείλω στον Γκάτσο, θα σε στείλω στον Χατζιδάκι»… Γράφω λοιπόν για τη Μαρινέλλα το «Κρίμα το μπόι σου» και έγινε αμέσως τεράστια επιτυχία! Μετά βέβαια το τραγούδι αυτό το χρησιμοποίησαν και σε ταινία, αλλά δεν είχε γίνει για την ταινία πρωτίστως. Μάλιστα το έβαλαν στους τίτλους της ταινίας χωρίς καν να με ρωτήσουν. Είχε γίνει τότε το τραγούδι ήδη μεγάλο σουξέ. Μάλιστα είχε μπει και στα juke box και εγώ πήγαινα και έριχνα τότε ταλιράκια να παίζει και να το ακούν κι άλλοι το κομμάτι, χωρίς να λέω ότι εγώ το έγραψα βέβαια! (Γέλια.) Καινούριο κοσκινάκι μου και πού να σε κρεμάσω…
Βέβαια, αυτό το τραγούδι έχει μια καταπληκτική τζαζ πολύπλοκη ενορχήστρωση.
Τζαζ όλη. Και ξέρεις τι βρίσιμο έφαγα τότε από τους μπουζουκτσήδες; Γιατί τους έκανα «μάθημα» μέσω αυτής της εισαγωγής.
Επειδή ήταν δύσκολη. Είναι όλο άρσεις και θέλει πολλή δεξιότητα.
Βέβαια! Μετά με ευλογούσαν για αυτήν την μελωδία. Κάπου ξέσπασα κάνοντας αυτήν την εισαγωγή τότε και τώρα που το σκέφτομαι καταλαβαίνω οτι ήταν κάτι πολύ τολμηρό και θα μπορούσε ίσως να έχει αποτύχει όλο το κομμάτι. Δηλαδή εάν δεν γινόταν τόσο πιεστική επιτυχία, θα μπορούσε αν ήταν λίγο πιο μέτριο, να μην γινόταν κλασσικό ας πούμε, λόγω της εισαγωγής. Σήμερα όλοι οι μουσικοί καθώς το παίζουν το γουστάρουν πολύ.
Πώς νιώσατε εσείς όταν ακούγατε τα τραγούδια σας αυτά στα κέντρα, στις ταινίες και τον κινηματογράφο να γίνονται δημοφιλή;
Ένιωθα περηφάνια για τον εαυτό μου διότι πέτυχα κάτι. Ήμουν δε και πολύ τσιμπημένος με την Μαρία την γυναίκα μου, αλλά εγώ ως μουσικός δεν ήμουν ένας γαμπρός που τον ήθελαν τότε για την κόρη τους οι γονείς της και κινδύνευε να χαλάσει η σχέση μου με την Μαρία! Της έλεγαν για παράδειγμα, θα πηγαίνεις στα κέντρα τα βράδια όλη την εβδομάδα, να βλέπεις και να περιμένεις τον άντρα σου και το κορίτσι βέβαια με ολα αυτά ήταν διστακτικό. Γι αυτό και εγώ ήθελα να αποδείξω τότε ότι μπορώ να κερδίζω χρήματα χωρίς απαραίτητα να ξενυχτάω και να επαληθεύσω τον εαυτό μου μέσα στον χώρο.
Να αποδείξετε ότι είστε άξιος.
Βέβαια! Επαιξε ρόλο και αυτή η πίεση που δεχόμουν. Και μετά από τα δισκάκια 45 στροφών, όταν πήγα στην Columbia το 1972, άρχισαν οι μεγάλοι δίσκοι όπως το «4.5.3.» που εμπεριείχε την «Αφιλότιμη» με τον Διονυσίου και επιτυχίες άλλες όπως «Μια παρένθεση και μόνο» με τον Κόκοτα ή το «Τι να λησμονήσω» της Γαλάνη…
Ποιο μέρος της δημιουργικής διαδικασίας σας γοητεύει περισσότερο; Η έμπνευση, το χτίσιμο του τραγουδιού, η ενορχήστρωση, ή η στιγμή που το ηχογραφεί ο τραγουδιστής;
Η ενορχήστρωση σίγουρα! Ξέρεις, η έμπνευση ενός τραγουδιού κατά την οποία εμένα με καθοδηγεί ο στίχος περισσότερο, είναι σαράντα πέντε δεύτερα με ένα λεπτό επί τρία. Διότι εγώ δεν γράφω μελωδίες και δεν δίνω σε κάποιους να γράψουν τα λόγια -το έκανα στην αρχή αυτό, αλλά υπήρχαν πολλά και μεγάλα προβλήματα-. Ως προς την ενορχήστρωση έχω πολλά εύσημα και από συναδέλφους και από παραγωγούς και το ίδιο συμβαίνει και για τις εισαγωγές μου που μπορούν κάλλιστα να σταθούν και μόνες τους. Είναι ένα άλλο δημιούργημα η εισαγωγή που μπορείς να το προεκτείνεις και να κάνεις κάτι άλλο, διαφορετικό.
Πιστεύετε ότι ακόμη κι ένα κομμάτι που έχει μια μέτρια μελωδία, μπορεί να αναδειχτεί μέσω μιας πολύ καλής ενορχήστρωσης ή και το αντίστροφο;
Καταρχάς Βίκτωρα, το πρώτο πράγμα που έχει σημασία στην μουσική είναι η ερμηνεία. Ακόμη κι αν κάνεις την καλύτερη ενορχήστρωση με έναν βλάκα τραγουδιστή ή μια τραγουδίστρια που δεν αποδίδει, δεν πρόκειται να γίνει τίποτε. Επομένως μια τραγουδίστρια ή ένας τραγουδιστής μπορεί και χωρίς μουσική συνοδεία, acapella, να σου τραγουδήσει κάτι και να πεις «α, τι ωραίο που είναι αυτό!». Κατά τον ίδιο τρόπο λοιπόν, αναδεικνύεται ένα κομμάτι, όταν κάνεις και μια αντίστοιχα καλή ενορχήστρωση που βοηθάει αυτήν την ερμηνεία. Επομένως, εγώ λέω πάντα ότι δεν υπάρχει κακή μουσική. Υπάρχει καλή ή αδιάφορη μουσική. Η λέξη «κακός» δεν πάει με τίποτα για την μουσική. Ό,τι και να κάνεις καλά παιγμένο, θα είναι ωραίο και οποιοδήποτε στιλ, θα είναι ωραίο. Ακόμη και δημοτικό να κάνεις, με ένα ωραίο παίξιμο και ωραία ερμηνεία, θα πρόκειται για ωραία μουσική. Επομένως η ενορχήστρωση αναδεικνύει όντως ένα κομμάτι, αλλά μπορεί και να το θάψει εάν δεν είναι καλή.
Το «Ποιος να συγκριθεί μαζί σου» πως το συνθέσατε;
Ο Μάτσας μου είχε στείλει την Ντέλα Ρούνικ. Την ήξερα κι εγώ από παρέες και λοιπά. Ήρθε και μου έδωσε πολλούς στίχους. Εγώ διάλεξα τον συγκεκριμένο στίχο της επειδή δεν έχω αλλάξει γυναίκα. Δεν έχω ας πούμε παντρευτεί δυο – τρεις φορές. Σκέφτηκα ότι εάν έφευγε η Μαρία, πώς θα μπορούσα να βρω έναν άνθρωπο να την αντικαταστήσω; Δεν είναι μόνο το καινούριο του σεξ, είναι και η ανθρώπινη επικοινωνία, τα παιδιά που κάναμε και πολλά άλλα πράγματα. Αυτό το τραγούδι είναι σαν ύμνος για τον άνθρωπό σου κι έτσι κιόλας λειτούργησε σε μένα. Και το τραγούδι αυτό δεν αναφέρει την λέξη «ποιά να συγκριθεί…», λέει «ποιός να συγκριθεί μαζί σου», εννοώντας ποιος άνθρωπος να συγκριθεί μαζί σου. Αν έλεγε «ποιά να συγκριθεί..» θα γινόταν αμέσως βουτιά και το νόημα θα γινόταν πολύ φτηνό. Τότε που βγήκε ο δίσκος το τραγούδι δεν ακούστηκε καθόλου. Δεν το τραγουδούσε ο Πάριος στις εμφανίσεις του. Ίσως επειδή ο Πάριος δεν είχε μια μόνιμη γυναίκα, αλλά είχε πολλές περιπέτειες, να μην μπορούσε να το πει γι αυτό τον λόγο. Σε ποιόν να το πρωτοπεί; Μετά απο πολλά χρόνια έγινε επιτυχία χάρις το Ρέμο που το έλεγε στα live του. Αν δεν το έλεγε ο Ρέμος, θα είχε χαθεί σίγουρα. Εγώ πάντα το ενέτασσα στις συναυλίες μου, όμως δεν έπαιρνα τηλέφωνο τον Πάριο για να πιέσω για να το πει. Για μένα, όπως είναι για τον Frank Sinatra το “strangers in the night”, είναι το «ποιός να συγκριθεί μαζί σου» για τον Πάριο.
https://www.youtube.com/watch?v=l31-WL-vKU8
Αν έπρεπε να ξεχωρίσετε έναν δίσκο σας που να είναι αντιπροσωπευτικός για εσάς, ποιος θα ήταν αυτός;
Το “Metropolis” του Fritz Lang. Πρόκειται για μια βουβή ταινία του 1927 που παίξαμε ζωντανά την μουσική της αυτοσχεδιάζοντας επί δυο ώρες το 1992 και 1993 στο Παλλάς. Υπάρχουν μουσικοί που αυτό το έχουν ως Ευαγγέλιο. Να δεις εκεί τι πιάνο έπαιξα, δεν μπορεί να το φανταστεί εύκολα κάποιος. Ήταν Φοβερό.
Θέλω να μου πείτε για το δίσκο που κάνατε το 1978 «Η Μαρινέλλα του Σήμερα». Πρόκειται για έναν δίσκο που έβγαλε πολλές επιτυχίες.
Με την Μαρινέλλα είχαμε κάνει ως τότε 45άρια που εκτός απο το «Κρίμα Το Μπόϊ σου» ακούστηκαν πολύ λίγο, αλλά δεν είχαμε κάνει μεγάλο δίσκο. Ήταν αυτός ο πρώτος μας δίσκος. Η αλήθεια είναι ότι όταν αναλαμβάνεις έναν μεγάλο τραγουδιστή, εκτίθεσαι πάρα πολύ κι όταν κάνεις έναν δίσκο πρέπει να τα δώσεις όλα. Με τροφοδότησαν γι’ αυτόν τον δίσκο με πολύ καλούς στίχους. Πήρα στίχους και από τον Μπουρμπούλη, τον Μάνο Ελευθερίου και από τον Κουφιανάκη, γεγονός που βοήθησε πάρα πολύ.
Όταν ξεκινήσατε, οι δισκογραφικές εταιρείες σέβονταν τους συνθέτες και τους αναδείκνυαν. Δηλαδή τότε αναγραφόταν στο εξώφυλλο το όνομα των συνθετών – δίσκος του Χατζηνάσιου, δίσκος του Σπανού φερειπείν-. Όμως αυτό με την πάροδο των χρόνων, σταμάτησε και άρχισαν να προβάλλονται οι τραγουδιστές εις βάρος των συνθετών.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα στην περίπτωσή μου να κάνω τρία μεγάλα συμφωνικά έργα μετά το 1992 και να μην ξαναγράψω άλλα τραγούδια. Ο Μάτσας την εποχή που ετοιμάζαμε τον δίσκο “Επίθεση Αγάπης” για τον Πάριο, με παίρνει μια μέρα τηλέφωνο και μου λέει «Γιώργο, πρέπει να σταματήσουμε να βάζουμε το όνομα των συνθετών στο εξώφυλλο των δίσκων». Εγω του είπα «κοίταξε, η ηχογράφηση έχει τελειώσει και είναι όλα έτοιμα. Εχουμε συμβόλαιο που αναφέρει οτι ως συνθέτης πρέπει να εγκρίνω το εξώφυλλο για να κυκλοφορήσε ο δίσκος». Και ο Μάτσας μου απάντησε ότι ο ίδιος ήταν υπεύθυνος για τον δίσκο εάν θα έμπαινε στο εξώφυλλο το όνομα το δικό μου ως συνθέτη. Και είπα τότε «ωραία, γράψτο τώρα και δεν θα ξανασυνεργαστούμε ποτέ». Είμαστε φίλοι με τον Μάκη, δεν έχουμε πρόβλημα. Μάλιστα, προχθές μιλήσαμε στο τηλέφωνο.Υπήρχαν τότε συνθέτες οι οποίοι το δέχτηκαν αυτό και έμπαιναν στο οπισθόφυλλο του δίσκου. Όμως εδώ δεν είμαστε Αμερική ώστε να κάνεις εκατομμύρια δίσκους. Δεν μπορείς δηλαδή μόνο από τους δίσκους να ζήσεις. Πρέπει να κάνεις και κάποια δουλειά και να παίξεις σε κάποια συναυλία, να κάνεις μουσική για κάποια ταινία. Ποιό ήταν το κίνητρο; Η λεζάντα ήταν το κίνητρο. Να επικοινωνηθεί δηλαδή το ότι ο Χατζηνάσιος έβγαλε δίσκο με την Μαρινέλλα, την Γαλάνη, τον Πάριο… Αν εμένα του συνθέτη μου το στερείς αυτό ως εταιρεία, τι κάνουμε δηλαδή; Εγώ δεν ήθελα να δώσω το παράδειγμα στους άλλους συναδέλφους ότι είχα υποκύψει σ’ αυτό το θέμα.
Βλέπουμε οτι αποφεύγετε να κάνετε συμμετοχές σε δίσκους μαζι με τραγούδια άλλων συνθετών. Προτιμάτε ολοκληρωμένες δουλειες.
Καταρχάς Βίκτωρα εγώ έκανα έναν δίσκο τον χρόνο. Δηλαδή δεν θα δεις ας πούμε να έχω δύο τραγούδια μεσα σε ενα δίσκο με άλλους συνθέτες. Αυτό δεν θα το δεις ποτέ. Αυτά τα τραγούδια κατά την γνώμη μου ήταν διαμάντια. Τα φύλαγα για να κάνω αυτόν τον προσωπικό μου δίσκο και να είναι όλα τα κομμάτια καλά και να μην έχει αυτό που εγώ ονομάζω «λεκέ» σ’ έναν δίσκο. Δηλαδή το να σηκώσεις τη βελόνα από το σημείο που παίζει τα καλά τραγούδια ο δίσκος και το να την βάλεις αλλού για να παρακάμψεις ένα κομμάτι άσχημο. Μάλιστα τελευταία στιγμή έχω φτάσει στο σημείο να πετάξω έξω κομμάτι που δεν μου κολλούσε και να μείνουν σε δίσκο έντεκα κομμάτια. Συμβαίνει να σε παραμυθιάζουν και ο στιχουργός και ο παραγωγός και ο τραγουδιστής και να σου λένε «έλα βρε Γιώργο, καλό είναι το κομμάτι αυτό». Όταν όμως εγώ ακούω στο αυτοκίνητο όλο το δίσκο ώστε να γίνει η μίξη και να δω πως ακούγεται στο σύνολο, λέω «ώπα, εδώ, δεν έχει θέση αυτό το κομμάτι και πάει τέλειωσε». Κάποια στιγμή πρέπει να είσαι και παραγωγός του εαυτού σου και να μην περιμένεις από τους άλλους να σου πουν.
Πάντως αυτό το κάνουν λίγοι συνθέτες. Εννοώ το να θέλουν να είναι όλα τα κομμάτια στο δίσκο αξιόλογα.
Ναι, είναι λίγοι. Υπάρχουν και συνθέτες που έχουν κάνει χιλιάδες κομμάτια. Υπάρχουν συνθέτες που κάθε μέρα γράφουν απο δέκα κομμάτια. Είναι τρομερό. Εγώ δεν είμαι τόσο παραγωγικός. Θέλω να αισθάνομαι ότι αυτό που δημιουργώ δε μοιάζει πουθενά. Σε κάθε δίσκο μου δεν θα δεις το ένα πράγμα να μοιάζει με το άλλο. Είναι κάθε ένα διαφορετικό. Είναι όλα λες και είναι γραμμένα απο διαφορετικούς συνθέτες, αν και είμαι μόνο εγώ!
Το κοινό εστιάζει στους ερμηνευτές και όχι στους συνθέτες. Αυτό είναι παγκόσμιο ή συμβαίνει μόνο στην Ελλάδα; Βγαίνει για παράδειγμα ένα πολύ ωραίο τραγούδι, ακούγεται παντού, το έχει αγαπήσει ο κόσμος και δεν ξέρουν ποιος το έχει γράψει.
Δεν ξέρουν, όχι. Στο γεγονός αυτό δεν τους αδικώ. Και στην Αμερική ξέρουν τον τραγουδιστή και δεν ενδιαφέρεται κανείς για τους συνθέτες των τραγουδιών. Ενδιαφέρονται μόνο τους συνθέτες που κάνουν τα μιούζικαλ στο Broadway ή για αυτούς που γράφουν όπερα και για αυτούς που κάνουν μουσική σε σπουδαίες ταινίες στο Hollywood. Όχι δηλαδή ταινίες του συρμού. Να σκεφτείς ότι όταν πέθανε ο συνθέτης Bert Kaempert του “strangers in the night” που τραγούδησε ο Sinatra, γράφτηκε ως είδηση σε μια στήλη πολύ μικρή και τότε τον έμαθα κι εγώ ποιος είναι!
Έχετε αντιμετωπίσει αρκετές δυσκολίες επειδή δεν είχατε την υποστήριξη κάποιου πολιτικού χώρου. Πώς το βιώσατε το γεγονός αυτό;
Όταν εμφανιζόμουν στο Michel με τον Σπανό και τον Μάριο Τόκα στη Θεσσαλονίκη, ήρθε πολιτικός της αριστεράς και μου είπε «Γιώργο, από αυτά που ακούω και συζητάνε για ‘σενα, απορώ πώς υπάρχεις!»
Σας έχει γίνει δηλαδή κανονικός πόλεμος.
Πιο κανονικός δεν γίνεται! Ξέρεις, εδώ επιβιώνουν πολλοί με το να σε μειώνουν. Όταν καλλιτεχνικά δεν μπορούν να σου βρούν κάτι για να σε μειώσουν, ή θα σου πουν ότι είσαι gay ή θα πουν ότι κάτι συμβαίνει με την γυναίκα σου ή θα σου πουν ότι είσαι δεξιός στα πολιτικά και αυτό για κάποιο λόγο είναι τρομερή ρετσινιά! Αυτό τους βολεύει πολύ για να σε αποκλείσουν. Σε αφοπλίζουν δηλαδή και δουλειές που θέλεις να πάρεις εσύ, δεν μπορείς να τις πάρεις. Θα καταλήξει να τις πάρει άλλος που θα είναι σε προοδευτικές δυνάμεις που δεν είναι μία, αλλά πολλές. Είναι κόμματα πολλά. Η Δεξιά είναι μια. Αυτό από ένα σημείο και μετά είναι για γέλια.
Δηλαδή, είχατε σοβαρά εμπόδια εξ αυτού του λόγου στην δουλειά σας.
Μα έχω γράψει ποτέ εγώ για παράδειγμα τραγωδία για το Εθνικό Θέατρο; Πες μου σε παρακαλώ!
Αυτό όμως είναι αδικία. Ο καλλιτέχνης πρέπει να κρίνεται απο τη δουλειά του.
Μα η ζωή Βίκτωρα είναι έτσι κι αλλιώς άδικη. Δεν έχει σημασία. Εγώ κοιμάμαι ήσυχος τα βράδια. Δεν χρωστώ σε κανέναν τίποτα. Κι όταν βρεθώ κάπου να παίξω, αγαλλιάζει ο κόσμος και με χειροκροτεί και εγώ παίζω με την ψυχή μου στο πιάνο και είμαι μια χαρά!
Αυτό το φαινόμενο κατά το οποίο η μουσική και γενικά τα καλλιτεχνικά είναι αριστεροκρατούμενα κατά κάποιον τρόπο, είναι ελληνικό φαινόμενο;
Ελληνικότατο φαινόμενο! Αυτό άλλωστε είναι το σύνδρομο του Έλληνα! Το σύνδρομο του Έλληνα είναι αυτό που περιγράφεται με το ανέκδοτο της κατσίκας του γείτονα. Είχα πάει κάποτε με τη σύζυγό μου στην Αρχιεπισκοπή. Τότε είχα κάνει το «Χρονικό της Αλώσεως» και επειδή είναι βυζαντινό το έργο μου αυτό, ήθελα να συνδράμει και να είναι και υπό την αιγίδα της Εκκλησίας. Τότε λοιπόν συζητούσαμε με Τον Αρχιεπίσκοπο Χιστόδουλο και αναρωτιόμαστε γιατί υπάρχει φθόνος για αυτούς που επιτυγχάνουν. Λέει τότε η Μαρία, η γυναίκα μου, το ανέκδοτο με την κατσίκα του γείτονα! Όταν φεύγαμε λέω στην Μαρία «Δεν έπρεπε να πεις αυτό με την κατσίκα, με έκανες ρεζίλι! Πήγαμε εκεί και άρχισες να λές ανέκδοτα στον Αρχιεπίσκοπο;» και μου απάντησε η Μαρία ότι άρεσε του Χριστόδουλου το ανέκδοτο αυτό. Αυτά είναι αληθή, Βίκτωρα και πρώτη φορά τα λέω.
Ισχύει οτι του άρεσε στον Αρχιεπίσκοπο, γιατί επισκεπτόταν τότε στο σχολείο μου, τη Θεομήτωρ στις καλόγριες και θυμάμαι ότι μας είχε πει αυτό το ανέκδοτο!
Μα ναι! Την άλλη μέρα ακριβώς της επίσκεψης, παρακολουθώντας τις ειδήσεις -διότι πάντα βλέπω ειδήσεις- ακούω τον Χριστόδουλο να λέει το ανέκδοτο αυτό! Και μου λέει η Μαρία «είδες που μου φώναζες;» (Γέλια.) Έτσι λοιπόν συμβαίνει με τον φθόνο αν καταλάβουν ότι κινδυνεύουν από κάποιον που ανήκει σε άλλη παράταξη και ξεχωρίζει τόσο πολύ.
Πιστεύετε ότι θα αλλάξει αυτό κάποια στιγμή στην Ελλάδα;
Δεν το νομίζω και εάν αλλάξει εγώ δεν θα το προλάβω. Εν πάση περιπτώσει, έτσι είναι ο λαός μας και η διχόνοια είναι τρομερή ακόμη και από την αρχαιότητα. Καταστρέφει καριέρες, κόσμο, προσωπικότητες… Βλέπεις τι ζούμε στις μέρες μας. Πας να γράψεις κάτι στο διαδίκτυο και υπάρχει δυσκολία. Εγώ δεν γράφω στο διαδίκτυο διότι κάτι να σου ξεφύγει, το απομονώνουν και έχεις καταστραφεί δια παντός.
Ποια ήταν η πιο ευχάριστη στιγμή της σταδιοδρομίας σας;
Τότε που έπαιξα την «Ωδή στον Μέγα Αλέξανδρο» στις πυραμίδες της Αιγύπτου. Τότε γιορτάστηκαν τα 100 χρόνια του Ελληνισμού του Καΐρου υπό την αιγίδα του Ελληνικού Υπουργείου Πολιτισμού σε συνεργασία με το Υπουργείο Πολιτισμού της Αιγύπτου. Συναίνεσε και η Όπερα που μας έδωσε τη Συμφωνική Ορχήστρα και την οποία διηύθυνα εγώ μέσα στην έρημο και κάτω από την πυραμίδα του Χέωπα, γεγονός που κάλυψε και το CNN. Έπαιξαν αποσπάσματα live σε όλον τον κόσμο και ήταν τρομερό αυτό. Είχαμε σκηνικά επενδεδημένα με φώτα και εντυπωσιακά lazer και πίσω μας φωτισμένες τις Πυραμίδες. Αυτό δεν είχε συμβεί ποτέ ούτε και θα ξαναγίνει. Ήταν τρομερή στιγμή και τιμή για τον Ελληνισμό του Καΐρου και της Ελληνικής παροικίας εκεί.
Μεγαλειώδης στιγμή. Έχετε σκεφτεί ποτέ να φύγετε από την Ελλάδα και να κάνετε σταδιοδρομία στο Εξωτερικό;
Το προσπάθησα για την Αμερική στην Νέα Υόρκη αλλά τα βρήκα μπαστούνια. Δέν με ήξεραν εκεί. Έπρεπε να μιλήσει κάποιος για ‘μενα. Βρέθηκε κάποιος να μεσολαβήσει και μου ζήτησε ένα αστρονομικό ποσό σε δολάρια. «Στάσου ρε φίλε, εμείς δραχμές βγάζουμε. Δέν είμαι αμερικανάκι. Θέλεις όλο αυτό το ποσό απλά για να μιλήσεις; Φέρε μου ένα παραγωγό να οργανώσεις μιά συνάντηση». Τελικά δεν το προχώρησα. Εμένα με ενδιέφερε πολύ το Broadway. Ένας σκηνοθέτης που έκανε το 1986 στο Broadway το μιούζικαλ “Hair” άκουσε την δουλειά μου, του άρεσε και μου είπε ότι θα οργανώσει σπίτι του jazz jam session. Ήταν ένα πράγματι ωραίο μεγάλο σπίτι, άδειο με λίγα καθίσματα και ένα πιάνο στην μέση και ήρθαν οι μουσικοί και παίξαμε το “My Funny Valentine”. Παίζαμε λοιπόν και βλέπω κάποια στιγμή τον μπασίστα να έχει κλείσει τα μάτια του και να ταξιδεύει με τις νότες που έπαιζα. Λέω «εδώ είμαστε!» Διότι αν μπορείς να κερδίσεις έναν έγχρωμο καλλιτέχνη της jazz, της soul και των blues, έχεις καθαρίσει. Θα μπορούσαμε να δουλέψουμε και να βγάλουμε μεροκάματο αν ήθελα να αρχίσω πάλι από την αρχή. (Γέλια.) Μετά γύρισα πίσω και έκανα το δίσκο για την Νάνα Μούσχουρη.
Θα είχατε μεγαλουργήσει πιστεύω.
Κοίταξε, ο ανταγωνισμός εκεί είναι τεράστιος. Στα 10 εκατομμύρια κόσμου, όπως είναι στην Ελλάδα, μπορείς να γίνεις γνωστός. Αλλά όταν εκεί είναι 200 εκατομμύρια ο ανταγωνισμός είναι πράγματι μεγάλος.
Σας ενοχλεί που δεν έχουμε κοινό που να αγαπάει την τζαζ στην Ελλάδα;
Καταρχάς, δεν αρέσει στις γυναίκες η Τζαζ. Ίσως υπάρχει αλλαγή τώρα στην νέα γενιά. Η γυναίκα μου για παράδειγμα δεν την μπορεί ούτε ένα λεπτό. Στην τζαζ υπάρχει το θέμα και από κει και πέρα, με την φαντασία του ο κάθε μουσικός «χτίζει». Είναι μια γιορτή και ο μουσικός που παίζει τζαζ μελωδίες δεν ασχολείται αν αυτό αρέσει ή όχι. Είναι τόσο απορροφημένος από την μουσική και παίζει για τον ίδιο του τον εαυτό. Εμείς οι μανιώδεις με την τζαζ το πολύ – πολύ σ’ όλη την Ελλάδα να είμαστε χίλια άτομα. Είναι μικρό το κοινό αυτής της μουσικής. Η Θεσσαλονίκη είναι πιο προοδευτική στην μουσική απ’ ότι εδώ. Εκεί βρίσκονται και η περισσότεροι που ασχολήθηκαν με την τζαζ.
Το «ξενύχτησα στην πόρτα σου» που γράψατε για την Βίκυ Μοσχολιού είναι ένα διαχρονικό τραγούδι. Πώς προέκυψε;
Αυτό μου το έφερε ο Γιώργος Κανελλόπουλος ο στιχουργός το τραγούδι και μου άρεσαν οι στίχοι του που λέει ότι ο παράδεισος και η κόλαση είναι εδώ και το θεώρησα ωραίο να ειπωθεί διότι αυτή η φράση σαν απόφθεγμα σου μένει. Όταν κάτι γίνεται τραγούδι, μένει σαν σλόγκαν. Με την επανεκτέλεση του Χαρούλη έγινε πάλι μεγάλη επιτυχία. Με την Μοσχολιού ναι μεν ακουγόταν τότε στα ραδιόφωνα, αλλά δεν θεωρώ ότι ήταν από τις τεράστιες επιτυχίες που παιζόταν στα κέντρα.
Το «Μάθημα Σολφέζ» που ακόμη και στην εισαγωγή του ξεκινάει με τον μετρονόμο, σε βάζει σε ένα κλίμα διεθνές διότι ο καθένας μπορεί να ακούσει αυτό το τραγούδι και να το απολαύσει, καθότι οι νότες είναι η διεθνής γλώσσα επικοινωνίας.
Εγώ για αυτό και το έστειλα. Ειδάλλως δεν θα έστελνα τραγούδι στην Eurovision. Είχε υποτιμηθεί τόσο πολύ από τις δηλώσεις του Χατζιδάκι και ο διαγωνισμός αυτός εθεωρείτο πανηγύρι. Έβλεπα δε, ότι η Ελλάδα κατέληγε στον διαγωνισμό αυτόν στην 18η και 19η θέση. Εγώ ήξερα ότι το πρόβλημα για αυτό δεν ήταν τόσο η μουσική, αλλά η Ελληνική γλώσσα. Κάθισα λοιπόν στο πιάνο και έψαχνα μια μελωδία και με την Σέβη Τηλιακού κάναμε το τραγούδι αυτό. Όταν το άκουσαν στην επιτροπή, με πήρε τηλέφωνο ο Φρέντυ Γερμανός και μου λέει «Γιώργο, έχεις καταλάβει τι έχεις γράψει; Εμείς εδώ, έχουμε σταματήσει να ακούμε τα άλλα κομμάτια, τις άλλες προτάσεις. Αφού έχεις γράψει εσύ αυτό και το βρήκαμε, τι άλλο να ακούσουμε;» Πήγα μάλιστα και έκανα την ηχογράφηση στο Μιλάνο για να έχει πιο διεθνή ήχο το τραγούδι.
Πήγε πολύ καλά. Πήραμε την 5η θέση. Μεταφράστηκε μάλιστα και σε πολλές γλώσσες. Εσείς διαλέξατε αυτούς τους τέσσερις τραγουδιστές; Τη Μπέσσυ Αργυράκη, το Πασχάλη, την Μαριάννα Τόλη και τον Ρόμπερτ Ουίλιαμς;
Εγώ το αποφάσισα. Ήταν δική μου επιλογή. Αλλά η Τόλη δεν ήταν σε αυτό που σκέφτηκα. Ήθελα την Ελπίδα αρχικά, γιατί η Μαριάννα Τόλη ναι μεν ήταν και τραγουδίστρια, αλλά ήταν περισσότερο ηθοποιός και έκανε διάφορα πράγματα και ως σκηνοθέτης. Αυτή έκανε και το χορευτικό και έντυσε κιόλας τους τραγουδιστές για την εμφάνιση του τραγουδιού. Όλες αυτές οι μωβ ενδυμασίες με τις τιράντες ήταν δικές της ιδέες, εκτός από μένα που φόρεσα κοστούμι. Η Ελπίδα όμως δεν έδειξε ενδιαφέρον για όλο αυτό και αποποιήθηκε της συνεργασίας. Τότε πήρα την Μαριάννα Τόλη τηλέφωνο. Το κομμάτι αυτό είναι πλέον κλασσικό και είναι και μουσικολογικά πολύ ενδιαφέρον. Να φανταστείς ότι ο Γάλλος καλλιτέχνης και ενορχηστρωτής Paul Mauriat μου είχε στείλει τότε τηλεγράφημα -το οποίο έχω ακόμη- αναφέροντας με πολύ ενθουσιασμό ότι «είσαι ο πρώτος, πάρτους το κεφάλι!». Μετά το έκανε ορχηστρικό και το συμπεριέλαβε σε δίσκο του.
Πώς σας φαίνεται τώρα η καινούρια μουσική που ακούγεται; Η trap ας πούμε; Αυτό το είδος κάνει τώρα μεγάλη επιτυχία.
Κοίταξε Βίκτωρα. Καμιά φορά έχει κανείς και προκαταλήψεις τις οποίες είναι δύσκολο να αποβάλλει. Εγώ είμαι της μελωδίας στην μουσική και δεν μπορώ διαφορετικά. Τα παιδιά τώρα έχουν ακούσματα πιο ρυθμικά. Εντάξει, η trap κάνει κάποια επιτυχία στη νεολαία…
Το τραγούδι «μονά ζυγά» με την Αλέκα Κανελλίδου με αυτή την πολύ πρωτότυπη μελωδία πως προέκυψε;
Αρχικά το είχα γράψει για το Μιούζικαλ “Madame Ortance” που είχε ανέβει εδώ στην Αθήνα με την Μαρία Αλιφέρη ως πρωταγωνίστρια. Το τραγουδούσαν τέσσερις στρατηγοί στο μιούζικαλ με άλλα λόγια βέβαια. Αργότερα έγραψε άλλους στίχους ο Λευτέρης Παπαδόπουλος και έτσι ως «Mονά Zυγά» έγινε επιτυχία με την Αλέκα Κανελλίδου. Αυτό το κομμάτι ήταν ένα από τα τραγούδια που έστειλα στην Αμερική για τη Houston μαζί με άλλα κομμάτια αλλα χάθηκε η κασσέτα.
Απο τη δεκαετία του ’90 αρχίσατε να ασχολείστε πλύ ενεργά με το χώρο της τηλεόρασης. Μεταξύ άλλων γράψατε τη μουσική για τη σειρά «Άγγιγμα ψυχής» με τον Μιχάλη Χατζηγιάννη. Τι είδατε τότε στον Χατζηγιάννη και γιατί τον ξεχωρίσατε από όλους τους άλλους τραγουδιστές;
Ο Χατζηγιάννης από ‘κει έγινε διάσημος. Το θέμα του σήριαλ ως γνωστόν αναφέρεται σε έναν ιερέα και σε μια ερωτική περιπέτεια που αυτός ζούσε. Δε με ενδιέφερε να ερμηνεύσει κάποιος ήδη γνωστός τραγουδιστής. Ήθελα μαζί με τον Μπουρμπούλη, να υποστηρίξω μια τέτοια αισθητική μουσικής που να δένει με όλο το οικοδόμημα της σειράς και τη θεματολογία που προέβαλε ιερείς και μητροπολίτες και λοιπά. Ήθελα κάτι φρέσκο και από φωνή επομένως. Είχα ακούσει στην Eurovision έναν χρόνο πριν τον Χατζηγιάννη. Είχα σημειώσει το όνομά του και μέσω ενός φίλου μου βρήκα το τηλέφωνό του και έγινε η επικοινωνία. Αυτός αν και φαντάρος, μπόρεσε και έκανε την ηχογράφηση του κομματιού αυτού την τελευταία στιγμή και έγινε τεράστια επιτυχία.
Το κομμάτι για τον Γιάννη Πλούταρχο «Δέν είναι ο Έρωτας παιδί της λογικής» είναι απο τις ελάχιστες συμμετοχές σας σε δίσκο με τραγούδια άλλων. Πώς προέκυψε;
Είναι η μόνη συμμετοχή μου εκεί. Είχα αναφερθεί σε μια εκπομπή τότε για τον Γιάννη και είχα πει ότι είναι ευγενής φυσιογνωμία που ξεχωρίζει στον χώρο και ότι μου αρέσει ο τρόπος που εκφράζεται μέσα από το τραγούδι. Αυτό το άκουσε και με πήρε μετά τηλέφωνο. Του είπα να έρθει σπίτι μου για να συζητήσουμε επαγγελματικά. Ήρθε και μου ζήτησε να του δώσω 2 – 3 κομμάτια. Του είπα να κάνουμε έναν ολοκληρωμένο δίσκο. Μου απάντησε ότι πίστευε ότι δεν θα το δεχτεί η εταιρεία του και ότι μάλλον δεν θα μπορούσε κάτι τέτοιο να συμβεί. Του λέω «…αν δεν γίνεται, χάρηκα πολύ που σε γνώρισα και συγχαρητήρια διότι τα πας καλά». Μετά με πήρε πάλι τηλέφωνο και μου λέει «Αφού με υποστηρίζετε, χρειάζομαι το όνομά σας κι αν μου δίνατε έστω και ένα σας κομμάτι, κανείς δεν θα ισχυριστεί ότι το κάνετε για τα χρήματα. Αντίθετα, θα φανεί ως μια επιβράβευση της εκτίμησής σας σε μένα, επειδή εκφραστήκατε με τα καλύτερα λόγια προς το πρόσωπό μου». Και είπα τότε το εντάξει. Του έδωσα μια κασέτα με το κομμάτι αυτό σε στίχους του Μπουρμπούλη και έτσι απλά έκανα αυτό το κομμάτι.
Τί καινούριο ετοιμάζετε;
Κοίταξε, τώρα θα γράψω για ένα σίριαλ καινούριο στην τηλεόραση, αλλά δεν μπορώ να πω τώρα περισσότερα. Αποδέχτηκα την πρόταση, έχω γράψει όλη την μουσική και απομένει να γραφτούν οι στίχοι. Τον Απρίλιο θα αρχίσουν τα γυρίσματα και είναι για την νέα σεζόν!
Πολύ ευχάριστο που θα ξανακούσουμε συνθέσεις σας στην τηλεόραση! Θα ερμηνευτεί απο άντρα η γυναίκα; Έχετε καταλήξει;
Εγώ πάντοτε προτιμώ τις τραγουδίστριες. Δεν έχω όμως ακόμη καταλήξει ποια γυναικεία φωνή θα το πει επειδή ακόμη δεν έχω στίχο και το κομμάτι πρέπει να είναι ολοκληρωμένο για να το δώσω προς ερμηνεία. Επειδή όμως η ιστορία του σίριαλ μιλάει για την ζωή μιας γυναίκας, θα ήθελα να το πει γυναίκα. Επίσης, τώρα ετοιμάζω την όπερά μου ονόματι “El Greco” για την οποία το 2015 κάναμε κάποιες διορθώσεις. Επικοινωνώ με Πολωνία όπου και θα παρουσιαστεί και θα ανεβεί σε έναν χρόνο. Η όπερα “El Greco” θα παιχτεί και στην Ελλάδα σε μεγάλες πόλεις.
Θα διευθύνετε εσείς;
Τώρα πια όχι! Δυστυχώς για να διευθύνω θα πρέπει να κάνω έναν μήνα γυμναστική. (Γέλια.) Την πρώτη φορά που διηύθυνα δεν ήξερα. θυμάμαι είχαν πιαστεί οι ώμοι μου επί πέντε μέρες! Όσοι είναι επαγγελματίες μαέστροι είναι εξοικειωμένοι με αυτό. Το απαιτεί η διεύθυνση ορχήστρας. Εξάσκηση στο πιάνο κάνω βέβαια καθημερινά και μελετώ. Αλλά είναι διαφορετικό αυτό.
Κύριε Χατζηνάσιε, σας ευχαριστώ θερμά για την συνέντευξη που μου παραχωρήσατε σήμερα. Ήταν μεγάλη μου τιμή.
Και εγώ ευχαριστώ! Βίκτωρα έχεις μεγάλη γνώση για το έργο μου και αυτό είναι πολύ ευχάριστο. Είμαστε και οι δύο πιανιστάκια! Να είσαι πάντοτε καλά και να κάνετε μόνο επιτυχίες._
Φωτογραφίες: Θοδωρής Απειρανθίτης
Make up artist: Μαρία Καρακάση
Απομαγνητοφώνηση: Αναστασία Μαρκοπούλου