Από τις πιο δημοφιλείς και ταλαντούχες ηθοποιούς, που ξεχώρισαν στη «χρυσή εποχή» του ελληνικού κινηματογράφου, η Μάρω Κοντού εξακολουθεί μέχρι και σήμερα, να εμπνέει και να αγαπιέται από το κοινό.
Τα πρώτα χρόνια της ζωής της και η αρχή μιας λαμπρής πορείας
Γεννημένη με το όνομα Μαριάνθη Κοντού, στις 21 Ιουνίου 1934, η αγαπημένη ηθοποιός, με καταγωγή από τα Ψαρά, μεγάλωσε στην Αθήνα, και πιο συγκεκριμένα στο Κουκάκι. Σε ηλικία μόλις 2 ετών, έχασε τον πατέρα της από φυματίωση, κι έτσι ανατράφηκε έχοντας γύρω της ως επί το πλείστον με τη μητέρα και τη γιαγιά της.
Τελειώνοντας το Γυμνάσιο, σπούδασε στη Σχολή Χορού της Κούλας Πράτσικα – σημερινή Κρατική Σχολή Ορχηστρικής Τέχνης – εξασφαλίζοντας υποτροφία για τη σχολή HLADEK στη Γερμανία. Το 1954, η συμμετοχή της στο χορό αρχαίας τραγωδίας του Εθνικού Θεάτρου, ήταν η πρώτη της επαφή με το θέατρο· μια συνεργασία που κράτησε ως το 1958, και τη βοήθησε να συνειδητοποιήσει την αγάπη της για το χώρο: «Το θέατρο δεν το είχα σκεφτεί.
Νομίζω είχα σκεφτεί τον χορό. Δεν μπήκα στη σκέψη του θεάτρου, το θέατρο μπήκε σε μένα. Τελειώνοντας τη σχολή Χορού της Κούλας Πράτσικα έπρεπε κάπου να εργαστώ. Πήρα μια υποτροφία για το εξωτερικό την οποία δεν μπορέσαμε να πραγματοποιήσουμε οικογενειακώς και οικονομικώς και έτσι βρήκα μια μέση λύση: Να πάω στον Χορό αρχαίας τραγωδίας του Εθνικού Θεάτρου… Η γιαγιά μου η Σμυρνιά, έλεγε πως αν ασχοληθώ με το θέατρο, θα είμαι μια του δρόμου, κι είναι ντροπή».
Παρά τις αρχικές αντιδράσεις της οικογένειάς της όμως, η Μάρω Κοντού, όχι απλώς ακολούθησε το δρόμο της υποκριτικής, αλλά έλαβε και την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος, από Ανώτατη Κρατική Επιτροπή του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, ως εξαιρετικό ταλέντο.
Η συνεργασία με το Δημήτρη Χορν στα πρώτα της βήματα
Ως επαγγελματίας, πλέον, ηθοποιός, η Μάρω Κοντού συνεργάστηκε με τον, ήδη καταξιωμένο τότε, Δημήτρη Χορν· μια συνεργασία που αποτέλεσε την αρχή μιας μακράς κι επιτυχημένης πορείας στο θέατρο και τον κινηματογράφο, και που όπως η ίδια έχει δηλώσει, ξεκίνησε τυχαία: «Όταν έφυγε η Λαμπέτη από δίπλα του, αναζητούσε μία κοπέλα για κάποιο συγκεκριμένο έργο που είχε βρει, το Ρομανσέρο, του Ζακ Ντεβάλ. Ο Άλκης Στέας, που έκανε τότε εκπομπή μαζί του, του είπε είδα στη Θεσσαλονίκη μια κοπέλα, παίζει μαζί με τον Ηλιόπουλο. Ήρθε τότε ο Χορν να με δει στο θέατρο, που ήμουν περιοδεία με τον Ντίνο Ηλιόπουλο. Από την ταραχή, βγαίνω στη σκηνή, και δεν υπάρχει σάλιο, πέφτω πάνω στα έπιπλα, αλλά κάποια στιγμή μου κάνει δώρο επί του έργου ο άντρας μου μία γούνα, βιζόν, και πρέπει να τη βάλω και να αρχίσω να κάνω στροφές και να του λέω “Σ΄αγαπώ. Σ’ ευχαριστώ”. Μπαίνει στο διάλειμμα ο Χορν, και μου λέει “Σκατά ήσουνα χρυσό μου, αλλά εκεί στη σκηνή με τη γούνα, και την κίνηση, και αυτά που είπες, σου πάει ο ρόλος! Την άλλη Τρίτη πρόβα.”».
«Ήμουν τόσο ερωτευμένη την εποχή που έπαιζα με τον Χορν -τον είχα λίγο σαν αδελφό μου, για να μην πω ότι ώρες-ώρες τον έβλεπα και σαν γιο μου, κι ας με πέρναγε τόσα χρόνια. Ήταν τόσο παιδικός μέσα του, τόσο τρυφερο-ανασφαλής, που σε έπιανε το μητρικό σου… Με τον Χορν κρατήσαμε πάντα επαφή, ως το τέλος. Πηγαίναμε σπίτι του, καθόμασταν όλοι μαζί…».
Ως πρωταγωνίστρια του κινηματογράφου, συστήθηκε στο κοινό και πάλι στο πλευρό του Χορν, το 1961, στην ταινία “Αλλοίμονο στους νέους”, κινηματογραφική μεταφορά του έργου των Σακελλάριου – Γιαννακόπουλο, που οι δυο ηθοποιοί είχαν παίξει μαζί και στο θέατρο. Η πρώτη της εμφάνιση σε ταινία βέβαια, είχε γίνει το 1954, με ένα μικρό ρόλο στο “Χαρούμενο Ξύπνημα”.
Οι κινηματογραφικές επιτυχίες
Έκτοτε, οι επιτυχίες και οι λαμπρές συνεργασίες διαδέχθηκαν η μία την άλλη και καθιέρωσαν τη Μάρω Κοντού στο «πάνθεον» των ελληνίδων πρωταγωνιστριών, αλλά και στην αγάπη του κοινού. Όπως έχει πει η ίδια: «Ήμουν πολύ τυχερή στην καριέρα μου. Χωρίς να κάνω κάτι, το ένα έφερνε το άλλο. Που το αποδίδω; Στο αστέρι του καθενός. Στο γραμμένο, στο τυχερό του. Τι έκανα εγώ; Η ευσυνειδησία μου υπάρχει σε όλα τα θέματα της ζωής μου. Όταν αναλαμβάνω κάτι πρέπει να το κάνω όσο πιο καλά μπορώ, όσο πιο σωστά.».
Η Μάρω Κοντού, πρωταγωνίστησε σε 61 ταινίες, ενσαρκώνοντας ρόλους οι οποίοι αγαπήθηκαν κι εξακολουθούν να είναι ως και σήμερα εμβληματικοί, σε αγαπημένα έργα όπως «Τα κίτρινα γάντια», «Ο φίλος μου ο Λευτεράκης» και «Μια Ιταλίδα από την Κυψέλη» μεταξύ άλλων. Για πολλούς, ο ρόλος της ως “κυρίας Κοκοβίκου”, στην ταινία «Η γυνή να φοβήται τον άνδρα», αποτελεί την πιο εμβληματική στιγμή στην καριέρα της, καθώς μαζί με τον Γιώργο Κωνσταντίνου, έγιναν ένα πολύ αγαπητό δίδυμο, και μυθοπλαστικό ζευγάρι – σύμβολο μιας εποχής, για την ελληνική κοινωνία.
Ξεχωριστή αίσθηση έκαναν και οι συνεργασίες της με το Λάμπρο Κωνσταντάρα, καθώς πρωταγωνίστησαν μαζί σε 12 ταινίες κι αποτέλεσαν ένα από τα πιο ταιριαστά κινηματογραφικά δίδυμα της εποχής. «Ήταν μεγάλη η χαρά μου να συνεργάζομαι με το Λάμπρο. Ήταν άψογος επαγγελματίας και πολύ προικισμένος ηθοποιός. Αυτός ο αυτοσχεδιασμός που έκανε, ήταν ό,τι πιο ενδιαφέρον για μένα, γιατί με αυτό τον τρόπο ανανεωνόταν η σχέση μας πάνω στο σανίδι.»
Προσωπική ζωή
Η Μάρω Κοντού, παντρεύτηκε δύο φορές, την πρώτη φορά στα 25 της, με τον Αριστείδη Καρύδη-Φουκς, διευθυντή φωτογραφίας της Finos Films, και στα 45, με το διαφημιστή Γιώργο Δόξα. «Τον Ιανουάριο του ΄60 παντρεύτηκα τον Αριστείδη Καρύδη-Φουκς, που ήταν και ο μεγάλος μου έρωτας και τελικά, η μεγάλη μου αγάπη. Γιατί και μετά τον χωρισμό ήμασταν φίλοι και στα τελευταία του χρόνια ήμουν κοντά του -ήταν άρρωστος, του στάθηκα. Χάρηκα που από τον έρωτα γύρισα στην αγάπη. Γιατί στον δεύτερο γάμο μου που ήταν μόνο ένας έρωτας, όταν έφυγε ο έρωτας δεν είχαμε καμία συγγένεια μεταξύ μας.»
Η σχέση της με τον Φουκς, όπως έχει παραδεχθεί κι η ίδια, ήταν αρκετά επεισοδιακή: «είχα διαισθανθεί ότι κάτι συνέβαινε, κάπου γυρόφερνε το μυαλό του, κι ύστερα από έναν καβγά, κρατήσαμε λίγη απόσταση. Εγώ βγήκα με έναν κοινό μας γνωστό, σε φιλικό επίπεδο, και στο κέντρο που πήγαμε, έπεσα πάνω στον Φουκς, μαζί με αυτήν που υποψιαζόμουν ότι κάτι συμβαίνει. Όταν γύρισα στο σπίτι μου, ήταν εκεί και με περίμενε, αλλά έφυγε νευριασμένος χωρίς να συζητήσουμε. Παραμονή Πρωτοχρονιάς, ήμουν καλεσμένη με φίλους σε ρεβεγιόν σε ένα σπίτι απέναντι από το Hilton, ενώ ο Καρύδης έμενε πίσω απ΄το Hilton. Έλαβα ένα γράμμα που έλεγε, “αν μέχρι το ξημέρωμα δεν έρθεις, δε θα με βρει στη ζωή ο καινούριος χρόνος”. Έτρεξα στο σπίτι του, και “συμπτωματικά” είναι ανοιχτή η κάτω πόρτα της πολυκατοικίας, “συμπτωματικά” και η επάνω του διαμερίσματος είναι ανοιχτή, παίζει μουσική κι υπάρχουν κάτι μπουκάλια ουίσκι και δύο βαρβιτουρικά, κι είναι ο Καρύδης στο κρεβάτι στο κρεβάτι, μόλις με βλέπει πέφτει στα πόδια μου! Σενάριο καταπληκτικό! Μετά από όλο αυτό, βρεθήκαμε σε γλέντι για ρεβεγιόν εκτός Αθηνών, κι εκεί έγινε και η πρόταση γάμου.».
Παιδιά δεν απέκτησε ποτέ, γιατί, όπως έχει δηλώσει, δεν μπορούσε: «το έμαθα πολύ νέα ότι δεν μπορώ να κάνω παιδιά. Το είχα “φορέσει” τόσο πολύ στον εαυτό μου ότι δεν θα κάνω, που απαγόρευσα στον εαυτό μου να το θέλει… Νομίζω ότι γεννήθηκα ανεξάρτητη. Μπορεί ασυνείδητα να με επηρέασε και το γεγονός ότι ήξερα από πολύ νέα ότι δεν θα κάνω παιδιά και δεν με απασχόλησε το θέμα. Ξέρει τελικά τι κάνει η φύση και σου δίνει αυτό που πραγματικά επιθυμείς. Τα λατρεύω τα παιδιά, αλλά δικά μου δεν έχω. Δεν μου λείπει όμως.».
Άλλοι τομείς με τους οποίους έχει ασχοληθεί
Η Μάρω Κοντού, έχει επίσης παρουσιάσει την εκπομπή «Χωρίς παρεξήγηση», στην κρατική τηλεόραση, το 1990, ενώ ασχολείται και με τη ζωγραφική, έχοντας, μάλιστα, πραγματοποιήσει και έκθεση στην gallery Αντήνωρ, το 1993.
Τέλος, έχει διαγράψει πορεία και στην πολιτική, ως Δημοτική Σύμβουλος στο Δήμο Αθηναίων, αλλά και ως βουλευτής στην Α’ Αθηνών, με το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας, ενώ από το 1995, ως το 2002, διετέλεσε και πρόεδρος του Δημοτικού Ραδιοφωνικού Σταθμού, Αθήνα 9.84.
«Η πολιτική κι αυτή ήρθε και με βρήκε. Αρχικά ο Αβραμόπουλος για να πάω στον δήμο Αθηναίων, μετά ο Έβερτ για να πάω στη Νέα Δημοκρατία… Πίεση, πίεση, είπα να το δοκιμάσω κι αυτό. Η εμπειρία μου από τα δημοτικά ήταν πιο ήπια, πιο νορμάλ, πιο ουσιαστική. Η Βουλή μου άφησε την αίσθηση σαν να πήγα σε μια άλλη χώρα. Δεν μου έλειψε καθόλου μετά. Για να μην πω ότι το “έχω μετανιώσει” – ήταν κι αυτό μια εμπειρία.».
Η Μάρω Κοντού σήμερα
Δεκαετίες μετά τη «χρυσή εποχή» του ελληνικού κινηματογράφου αλλά και τα όσα συνέβησαν στη ζωή της σε προσωπικό επίπεδο, η Μάρω Κοντού δηλώνει: «Βλέπω τις παλιές ταινίες, αλλά για λίγο. Αλλού λέω κατά τα λες, αλλού σκέφτομαι ότι ήμουν ωραίο κορίτσι, αλλά δεν το πήρα χαμπάρι… Έχω την εντύπωση ότι αυτά ήταν σε μια περασμένη ζωή, που δεν ήμουν εγώ ακριβώς, ήταν μια άλλη. Ήταν πολύ αθώα, ρομαντική πολύ, έφτιαχνε τα σεναριάκια της. Σήμερα αυτά όλα είναι πολύ νόστιμα, πολύ συμπαθητικά, αλλά είναι μια άλλη εποχή, μια άλλη Μάρω».
«Ένα πράγμα θα άλλαζα από τη ζωή μου. Ήμουν, είμαι και θα είμαι εξαιρετικά σπάταλη… “Έχεις τρύπια χέρια” μου έλεγε η μάνα μου. Πήγαινα να αγοράσω ένα ζευγάρι παπούτσια κι έπαιρνα τρία, κι άλλα δύο για τη φίλη μου, και μια τσάντα της μαμάς μου και μια της αδελφής μου, που δεν τα χρειάζονταν. Ήμουν και πολύ γενναιόδωρη. Μακάρι να είχα τώρα λεφτά, να χαρίζω…».
«Όσο μεγαλώνω μου αρέσουν τα πιο απλά πράγματα… Το πρωί που ξυπνώ και παίρνω ένα φλιτζάνι καφέ, και λέω “είμαι τόσο τυχερή;”, περπατάω, σκέφτομαι, οδηγώ, παίζω σ το θέατρο, πίνω καφέ, και είμαι εδώ, σε ένα ωραίο σπιτάκι, 80+ ετών;».