Ένα αφιέρωμα στους κύκλους τραγουδιών του συνθέτη, εστιάζοντας στις πρώτες εκτελέσεις κι ακολουθώντας τη χρονολογία έκδοσης των δίσκων
Μουσικές για το θέατρο και το σινεμά, ορχηστρικά έργα, συνθέσεις για μπαλέτο και μεταγραφές ρεμπέτικων τραγουδιών αποτελούν τη δισκογραφία του πολυπράγμονα Μάνου Χατζιδάκι, αν και ευρεία απήχηση έχουν τα εκατοντάδες τραγούδια που κατέθεσε. Υπέγραφε σχεδόν πάντα κύκλους τραγουδιών, τις περισσότερες φορές σε στίχους του ισόβιου φίλου του, Νίκου Γκάτσου. Αυτή την πτυχή του έργου του θα εξετάσουμε, εστιάζοντας στις πρώτες εκτελέσεις, κι ακολουθώντας τη χρονολογία έκδοσης των δίσκων και όχι την ημερομηνία σύνθεσής τους.
Αφιερωμένος στον Carlo Novi Sanchez και γραμμένος με αφορμή το θάνατο του Etienne Rorich Moritz, ο «Κύκλος του C.N.S.» (1959) ηχογραφήθηκε με τη φωνή του Γιώργου Μούτσιου και με τον ίδιο το δημιουργό στο πιάνο. Η αγριεμένη θάλασσα και ο αποχωρισμός κατέχουν κεντρική θέση στα έξι ποιήματα του συνθέτη, ενώ ολόκληρο το έργο αποτυπώνει τις ιδέες του πάνω στη σύζευξη του δημοτικού τραγουδιού με τη λόγια μουσική. Στη «Μυθολογία» (1966) τους ευφάνταστους στίχους υπογράφει ο Γκάτσος και τα δώδεκα τραγούδια ξετυλίγονται σαν παραμύθια μέσα απ’ τη δροσερή φωνή του Γιώργου Ρωμανού. Κάποια κομμάτια παραμένουν ευρέως γνωστά («Αερικό», «Ένας ευαίσθητος ληστής», «Με την Ελλάδα καραβοκύρη») άλλα όχι και τόσο («Ήσουν παιδί σαν το Χριστό», «Τρεις κοπέλες απ’ τη Θήβα», «Ο Ιρλανδός κι ο Ιουδαίος»), σε όλα, όμως, οι συνθέσεις είναι εξίσου ευρηματικές με τους στίχους, αφήνοντας στον ακροατή μια γλυκόπικρη αίσθηση. Φυσαρμόνικα παίζει ο νεαρός Δήμος Μούτσης.
Εντελώς διαφορετικό το κλίμα των «Reflections» (1970), απόρροια της συνεργασίας του με τους New York Rock & Roll Ensemble. Ηχογραφημένος στη Νέα Υόρκη, ο δίσκος περιλαμβάνει οχτώ αγγλόφωνα κομμάτια, με τους στίχους και τις φωνές των μελών του συγκροτήματος, και δύο ορχηστρικά. Με τα «Orpheus» και «Dedication», καθώς και με το ορχηστρικό «Dance of the dogs», καθίσταται σαφές πως οι Michael Kamen, Μartin Fulterman, Βrian Corrigan, Clifton Νivison και Dorian Rudnytsky καταφέρνουν να παντρέψουν επιτυχώς το χατζιδακικό ύφος με τις ροκ και ποπ τάσεις της εποχής.
Την ίδια περίοδο, η Columbia παρουσιάζει δύο δίσκους του με στίχους του Γκάτσου: την «Επιστροφή» (1970) και «Της γης το χρυσάφι» (1971), όπου η «νεαρά» -όπως αναφέρει χαρακτηριστικά το δελτίο τύπου- Δήμητρα Γαλάνη μοιράζεται τα τραγούδια με το Γρηγόρη Μπιθικώτση και το Μανώλη Μητσιά αντίστοιχα. Τις ενορχηστρώσεις υπογράφουν ο Δήμος Μούτσης και ο Γιάννης Σπανός. Τα κομμάτια κινούνται στον ευρύτερο χώρο του λαϊκού τραγουδιού και γίνονται μεγάλες επιτυχίες: ενδεικτικά, αναφέρονται τα «Μίλησέ μου», «Άσπρο περιστέρι», «Χασάπικο 40» και «Στ’ ουρανού την άκρη». Ο συνθέτης, βέβαια, που βρίσκεται ακόμη στην Αμερική, δεν έχει την ίδια άποψη, παραλείποντας και τους δύο δίσκους από τον αριθμημένο κατάλογο των επίσημων συνθέσεών του.
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, καταθέτει ένα ιστορικό πλέον έργο. Στο «Μεγάλο Ερωτικό» (1972) παρουσιάζει εκ νέου τους λαϊκούς και παραδοσιακούς ρυθμούς, μέσα απ’ το προσωπικό του ύφος, και εισάγει έναν πρωτόγνωρο λυρισμό. Ο Δημήτρης Ψαριανός ταξιδεύει στο «Όνειρο» του Διονυσίου Σολωμού και θρηνεί για τον πληγωμένο του έρωτα, όπως η Μήδεια του Ευριπίδη, ενώ η Φλέρυ Νταντωνάκη διασχίζει το χρόνο και τις εκφάνσεις του έρωτα, ξεκινώντας από το «Κέλομαι σε Γογγύλα» της Σαπφούς και φτάνοντας «Πέρα στο θολό ποτάμι» του Νίκου Γκάτσου.
Η έμπνευση του συνθέτη δεν εξαντλείται, όμως, εδώ. Δύο χρόνια μετά κυκλοφορεί ο «Οδοιπόρος, Το μεθυσμένο κορίτσι και ο Αλκιβιάδης», ένα φιλόδοξο έργο σε θεατρική μορφή με εμβόλιμα κείμενα, το οποίο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Πολύτροπο στην Πλάκα το 1973. Τους στίχους υπογράφει ο ίδιος και ο Μάνος Ελευθερίου, στη μοναδική του συνεργασία με το συνθέτη, και συμμετέχει μια ομάδα νέων εκτελεστών (Μαρία Κατήρα, Γιάννης Δημητράς, Ευτύχιος Χατζηττοφής, Εύα Καναβαράκη, Φερενίκη Βαλαρή), ενώ τα αφηγηματική μέρη ερμηνεύει η Ελένη Μανιάτη.
Στην «Αθανασία» (1976) επιστρατεύονται και πάλι οι στίχοι του Γκάτσου και οι φωνές του Μητσιά και της Γαλάνη. Λαϊκότροπα μεν χαμηλόφωνα δε και χωρίς περίτεχνες ενορχηστρώσεις, τα κομμάτια έχουν ως σημείο εκκίνησης την επταετία («Ο Γιάννης ο φονιάς», «Οι μέρες είναι πονηρές», «Κοίτα με στα μάτια») θίγοντας, όμως, διαχρονικά και πανανθρώπινα ζητήματα, όπως μαρτυρά και το ομότιτλο τραγούδι. Κατά κάποιους η «Αθανασία» επαναπροσδιορίζει την «Επιστροφή» και της «Γης το χρυσάφι», κατ’ άλλους κλείνει την τριλογία που άνοιξαν, ενώ σε κάθε περίπτωση πρόκειται για ένα έργο που ενώ εκφράζει την αισθητική του δημιουργού, κατάφερε να «περάσει» και στο ευρύ κοινό.
Την ίδια χρονιά κυκλοφορούν τα «Παράλογα», με το εξώφυλλο του Αλέξη Κυριτσόπουλου να θυμίζει τους δίσκους του Διονύση Σαββόπουλου, ο οποίος, άλλωστε, συμμετέχει ως εκτελεστής, όπως και η Μελίνα Μερκούρη, αλλά και ο Μίκης Θεοδωράκης, απαγγέλοντας την «Ελλαδογραφία». Κορυφαία του Χορού, η Μαρία Φαραντούρη συγκλονίζει με τον «Εφιάλτη της Περσεφόνης». Ανένταχτο σ’ οποιαδήποτε δεκαετία κι οποιοδήποτε μουσικό είδος, όλο το έργο αποτελεί ένα παιχνίδι πάνω στην ιστορία και την παράδοση, με τον Γκάτσο να επιστρατεύει τα υπερρεαλιστικά του σχήματα, καθώς κι ένα ποίημα της ποιητικής του περιόδου, τον «Ιππότη και το θάνατο», εκτελεσμένο απ’ τον Ηλία Λιούγκο, στην πρώτη του δισκογραφική εμφάνιση.
Το 1977 ο Ευτύχιος Χατζηττοφής ηχογραφεί το «Χωρίον ο Πόθος» σε στίχους του συνθέτη, της Αγαθής Δημητρούκα και του Μίνωα Αργυράκη. Μικρό σ’ έκταση κι αξία, το εν λόγω έργο καταδικάστηκε να παραμένει στη β’ πλευρά -κυριολεκτικά και μεταφορικά- των «Γειτονιών του φεγγαριού» και του «Μεγάλου Ερωτικού». Ακολουθούν τα τραγούδια «Για την Ελένη» σε στίχους Μιχάλη Μπουρμπούλη. Για μία ακόμη φορά, οι λαϊκοί ρυθμοί και ήχοι «φιλτράρονται» από το λυρισμό του συνθέτη, ο οποίος μας χαρίζει άμεσα και μελωδικά κομμάτια. Πρώτος εκτελεστής ο Στέλιος Μαρκετάκης (1978), αν και τα τραγούδια παίρνουν την οριστική τους μορφή μέσα απ’ την εξαίσια φωνή της Μαρίας Δημητριάδη (1985).
Το 1980 ηχογραφείται ένα ακόμη έργο με θεατρική μορφή -«καντάτα» χαρακτηρίζεται απ’ τον ίδιο- αφιερωμένο στη μνήμη της μητέρας του. Με κεντρική ερμηνεύτρια τη Φαραντούρη και τις συμμετοχές του Γιώργου Μιχαλισλή και το Βασίλη Λέκκα, στην πρώτη του δισκογραφική εμφάνιση, η «Εποχή της Μελισσάνθης» κατατάσσεται δίπλα στο «Μεγάλο Ερωτικό», αποτελώντας ένα από τα πιο εμπνευσμένα εγχειρήματα του συνθέτη. Τα ποιήματά του γράφτηκαν με αφορμή την απελευθέρωση από τους Γερμανούς, αν και ξεπερνούν κατά πολύ τα πλαίσια μιας «μουσικής αυτοβιογραφίας». Οι μελωδίες αποδίδονται από μικτή και παιδική χορωδία, ορχήστρα δωματίου, στρατιωτική μπάντα και μπουζούκι, με σολίστ το Χρήστο Ψαρρό.
Οι «Μπαλάντες της οδού Αθήνας» (1983) περιλαμβάνουν απόκοσμες, σχεδόν ζοφερές, μελωδίες κι ατμοσφαιρικούς στίχους «πάνω στην Καταγωγή, τον Έρωτα, την Βία και τον Θάνατο». Οι φωνές των Νένας Βενετσάνου, Βασίλη Λέκκα, Ηλία Λιούγκου και Έλλης Πασπαλά εντάσσονται απόλυτα στο χατζιδακικό σύμπαν, υπηρετώντας τα τραγούδια σαν μουσικά όργανα, ενώ οι στίχοι, αν και υπογράφονται από τρεις διαφορετικούς ανθρώπους, τον ίδιο το συνθέτη, τη Δημητρούκα και τον Άρη Δαβαράκη, διέπονται από σύμπνοια και συνοχή. Τόσο η φύση των κομματιών όσο και το γεγονός πως αποτελούν ένα αδιάσπαστο σύνολο -στις συναυλίες το έργο παρουσιαζόταν ολόκληρο- είχαν ως συνέπεια τα κομμάτια να μην φτάσουν στ’ αυτιά των περισσότερων ακροατών. Εξαίρεση αποτελεί η «Μαριάνθη των ανέμων», γνωστή κυρίως από την επανεκτέλεση της Χάρις Αλεξίου (1987).
Με τη «Σκοτεινή μητέρα» (1986) ο συνθέτης συναντιέται ξανά με τον Γκάτσο και τη Φαραντούρη, κάνοντας, όμως, κι ένα βήμα προς τα πίσω, μιας και τα προαναφερθέντα έργα έθεσαν πολύ ψηλά τον πήχη και η «Σκοτεινή μητέρα» φαντάζει απλώς σαν μια φυσική συνέχεια των δίσκων που έκανε με τον Γκάτσο τη δεκαετία του ’70. Δεν πρέπει, πάντως, να υποτιμάται η αξία του ομότιτλου κομματιού, η a cappella «Πλατυτέρα των Ουρανών» και η συμμετοχή των Socrates (Γιάννης Σπάθας-ηλεκτρική κιθάρα, Αντώνης Τουρκογιώργης-μπάσο, Νίκος Αντύπας-ντραμς). Ούτε ο «Χειμωνιάτικος ήλιος» (1986) θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ανατρεπτικός, αλλά δεν υπάρχει και κανένας λόγος, καθώς πρόκειται για ένα από τα πιο ευαίσθητα έργα των δύο ισόβιων συνεργατών, ερμηνευμένο υποδειγματικά από το Μητσιά. Ένα χρόνο μετά ο δίσκος κυκλοφορεί ξανά, μιας και ο δημιουργός «έκανε σχεδόν ένα χρόνο για ν’ αντιληφθεί τι πάει να πει “Χειμωνιάτικος ήλιος”». Το εξώφυλλο της δεύτερης κι επίσημης πλέον έκδοσης κοσμεί ένας πίνακας του Γιώργου Σταθόπουλου, σε αντίθεση με την πρώτη που περιορίζεται στη φωτογραφία του ερμηνευτή, κι οι ενορχηστρώσεις κινούνται σε πιο λυρικά μονοπάτια, αποδεσμευμένες από το λαϊκό ύφος.
Βαθιά αισθαντικός, ο «Χειμωνιάτικος ήλιος» παραμένει μέχρι και σήμερα σχεδόν άγνωστος. Ανάλογη τύχη είχαν και οι «Μύθοι μιας γυναίκας» (1988) όπου οι δύο φίλοι συναντούν την παλιά τους γνώριμη, Νάνα Μούσχουρη. Η «Θυσία της Αντιγόνης», η «Θεοδώρα» αλλά και η Alma Mahler με το F.G. Lorca ωθούν το Γκάτσο να καταθέσει ποιήματα-κομψοτεχνήματα, ενώ ο Χατζιδάκις στρέφεται στη λόγια μουσική, έχοντας στη διάθεσή του μια μεγάλη ορχήστρα με όμποε, κλαρινέτο, κόρνο, βιολί και βιολοντσέλο. Ένα χρόνο μετά, ηχογραφείται ένα «Ρεσιτάλ» για φωνή και πιάνο, όπου, ανάμεσα στα γνωστά έργα του Χατζιδάκι, ο Σπύρος Σακκάς ερμηνεύει πέντε τραγούδια απ’ τον ημιτελή κύκλο «Παίδες επί Κολωνώ». Σε στίχους του συνθέτη, του Γκάτσου και του Μπουρμπούλη, ο βαρύτονος μάς ταξιδεύει σ’ ένα μυσταγωγικό περιβάλλον, όπου έχουν θέση ο Οιδίποδας, οι Αργοναύτες και τα ρεμπέτικα χασισοτράγουδα.
Το 1993 ο Χατζιδάκις αποφασίζει να παρουσιάσει και τα δέκα κομμάτια των «Reflections» με τους ελληνικούς στίχους του Γκάτσου, κρατώντας την ίδια σειρά με την οποία παρουσιάστηκαν το 1970 και σε αρκετές περιπτώσεις και τους ίδιους τίτλους. Ερμηνεύτρια των «Αντικατοπτρισμών» η Αλίκη Καγιαλόγλου. Η ματιά των New York Rock & Roll Ensemble φαίνεται να ταιριάζει περισσότερο στο ύφος των κομματιών, αν, όμως, απουσίαζε αυτός ο δίσκος απ’ την ελληνική δισκογραφία δεν θα απολαμβάναμε το «Χορό των σκύλων» με τους συγκλονιστικούς στίχους του Γκάτσου, ούτε το θρυλικό «Κεμάλ», που αν και είχε ήδη ακουστεί με ελληνικούς στίχους στις συναυλίες του μεγάλου δημιουργού, το 1993 ηχογραφείται επίσημα για πρώτη φορά.
Τα «Τραγούδια της αμαρτίας» (1996), με δεκατέσσερα ποιήματα του Ντίνου Χριστιανόπουλου κι ένα του Γιώργου Χρονά, απασχόλησαν το συνθέτη τα τελευταία χρόνια της ζωής του, για να εκδοθούν τελικά δύο χρονιά μετά το θάνατό του. Καθώς δεν πρόλαβε να τα ηχογραφήσει και να τα ενορχηστρώσει, κυκλοφόρησαν τελικά σε μια εκδοχή για φωνή (Ανδρέας Καρακότας) και πιάνο (Ντόρα Μπακοπούλου). Ακόμα και σ’ αυτή τη μορφή το έργο φαντάζει πλήρες κι ολοκληρωμένο, με τις απόκοσμες και λυπημένες μελωδίες, με έντονες επιρροές από τη βυζαντινή μουσική και το ρεμπέτικο τραγούδι, να μας ταξιδεύουν στον εξίσου θλιμμένο και περιθωριακό κόσμο του Χριστιανόπουλου.
Μία ακόμη συλλογή με ανέκδοτο υλικό κυκλοφορεί το 1999. Το «2000 Μ.Χ.» περιλαμβάνει ανέκδοτες ηχογραφήσεις με τη φωνή του ίδιου του συνθέτη. Ανάμεσα σ’ άλλα γνωστά κι άγνωστα τραγούδια, ακούμε και τέσσερα κομμάτια απ’ τον «Κοινό βίο», ένα έργο με το οποίο ο συνθέτης καταπιάστηκε το 1977. Τα ποιήματα του Γιώργου Χρονά αναδεικνύονται μέσα από τις εσωστρεφείς συνθέσεις, αλλά η κακή ποιότητα του ήχου και η άρθρωση του συνθέτη φαίνεται να περιορίζουν όλη την έκδοση στα πλαίσια του ντοκουμέντου. Πάντως, τα επόμενα χρόνια ο «Κοινός βίος» γνώρισε αρκετές ζωντανές επανεκτελέσεις, με πιο πρόσφατη την παρουσίασή του στην Εθνική Λυρική Σκηνή από τον Αλκίνοο Ιωαννίδη (2019).
Η μελοποίηση της περιβόητης «Αμοργού» (1943) του Γκάτσου απασχόλησε το Χατζιδάκι το μεγαλύτερο κομμάτι της ζωής του, για να κυκλοφορήσει τελικά το 2005. Την αναπροσαρμογή ανέλαβε ο Νίκος Κυπουργός και τα κομμάτια αποδόθηκαν από τη Μαρία Φαραντούρη, που είχε ηχογραφήσει ξανά το «Ήταν του Μάη πρόσωπο» το 1986, τον Τάση Χριστογιαννόπουλο, το Δώρο Δημοσθένους και χορωδία, υπό τη διεύθυνση του Αντώνη Κοντογεωργίου. Το album προωθήθηκε ελάχιστα και δεν ακούστηκε σχεδόν καθόλου, ενώ κανείς δεν μπορεί ν’ απαντήσει με ακρίβεια κατά πόσο αυτή η έκδοση εκφράζει τις ιδέες και την αισθητική του συνθέτη. Αν, πάντως, κριθεί μεμονωμένα, χωρίς, δηλαδή, να λάβουμε υπόψιν πώς θα ήθελαν οι δημιουργοί να το παρουσιάσουν, το αποτέλεσμα είναι άρτιο.
Οπωσδήποτε οι μεταθανάτιες εκδόσεις δεν εξαντλούνται εδώ, ούτε τα ανέκδοτα και ημιτελή έργα του συνθέτη, που ίσως κάποια στιγμή δουν το φως της δισκογραφίας. Άλλωστε, τόσο οι κύκλοι τραγουδιών όσο και η ίδια η μουσική, αποτελούν μονάχα μια πτυχή του συνολικού έργου του Μάνου Χατζιδάκι, η πολυσχιδής προσωπικότητα του οποίου δεν περιορίστηκε στα ελληνικά σύνορα και στις εφτά νότες του πενταγράμμου.
Ένα αφιέρωμα στους κύκλους τραγουδιών του συνθέτη, εστιάζοντας στις πρώτες εκτελέσεις κι ακολουθώντας τη χρονολογία έκδοσης των δίσκων
Μουσικές για το θέατρο και το σινεμά, ορχηστρικά έργα, συνθέσεις για μπαλέτο και μεταγραφές ρεμπέτικων τραγουδιών αποτελούν τη δισκογραφία του πολυπράγμονα Μάνου Χατζιδάκι, αν και ευρεία απήχηση έχουν τα εκατοντάδες τραγούδια που κατέθεσε. Υπέγραφε σχεδόν πάντα κύκλους τραγουδιών, τις περισσότερες φορές σε στίχους του ισόβιου φίλου του, Νίκου Γκάτσου. Αυτή την πτυχή του έργου του θα εξετάσουμε, εστιάζοντας στις πρώτες εκτελέσεις, κι ακολουθώντας τη χρονολογία έκδοσης των δίσκων και όχι την ημερομηνία σύνθεσής τους.
Αφιερωμένος στον Carlo Novi Sanchez και γραμμένος με αφορμή το θάνατο του Etienne Rorich Moritz, ο «Κύκλος του C.N.S.» (1959) ηχογραφήθηκε με τη φωνή του Γιώργου Μούτσιου και με τον ίδιο το δημιουργό στο πιάνο. Η αγριεμένη θάλασσα και ο αποχωρισμός κατέχουν κεντρική θέση στα έξι ποιήματα του συνθέτη, ενώ ολόκληρο το έργο αποτυπώνει τις ιδέες του πάνω στη σύζευξη του δημοτικού τραγουδιού με τη λόγια μουσική. Στη «Μυθολογία» (1966) τους ευφάνταστους στίχους υπογράφει ο Γκάτσος και τα δώδεκα τραγούδια ξετυλίγονται σαν παραμύθια μέσα απ’ τη δροσερή φωνή του Γιώργου Ρωμανού. Κάποια κομμάτια παραμένουν ευρέως γνωστά («Αερικό», «Ένας ευαίσθητος ληστής», «Με την Ελλάδα καραβοκύρη») άλλα όχι και τόσο («Ήσουν παιδί σαν το Χριστό», «Τρεις κοπέλες απ’ τη Θήβα», «Ο Ιρλανδός κι ο Ιουδαίος»), σε όλα, όμως, οι συνθέσεις είναι εξίσου ευρηματικές με τους στίχους, αφήνοντας στον ακροατή μια γλυκόπικρη αίσθηση. Φυσαρμόνικα παίζει ο νεαρός Δήμος Μούτσης.
Εντελώς διαφορετικό το κλίμα των «Reflections» (1970), απόρροια της συνεργασίας του με τους New York Rock & Roll Ensemble. Ηχογραφημένος στη Νέα Υόρκη, ο δίσκος περιλαμβάνει οχτώ αγγλόφωνα κομμάτια, με τους στίχους και τις φωνές των μελών του συγκροτήματος, και δύο ορχηστρικά. Με τα «Orpheus» και «Dedication», καθώς και με το ορχηστρικό «Dance of the dogs», καθίσταται σαφές πως οι Michael Kamen, Μartin Fulterman, Βrian Corrigan, Clifton Νivison και Dorian Rudnytsky καταφέρνουν να παντρέψουν επιτυχώς το χατζιδακικό ύφος με τις ροκ και ποπ τάσεις της εποχής.
Την ίδια περίοδο, η Columbia παρουσιάζει δύο δίσκους του με στίχους του Γκάτσου: την «Επιστροφή» (1970) και «Της γης το χρυσάφι» (1971), όπου η «νεαρά» -όπως αναφέρει χαρακτηριστικά το δελτίο τύπου- Δήμητρα Γαλάνη μοιράζεται τα τραγούδια με το Γρηγόρη Μπιθικώτση και το Μανώλη Μητσιά αντίστοιχα. Τις ενορχηστρώσεις υπογράφουν ο Δήμος Μούτσης και ο Γιάννης Σπανός. Τα κομμάτια κινούνται στον ευρύτερο χώρο του λαϊκού τραγουδιού και γίνονται μεγάλες επιτυχίες: ενδεικτικά, αναφέρονται τα «Μίλησέ μου», «Άσπρο περιστέρι», «Χασάπικο 40» και «Στ’ ουρανού την άκρη». Ο συνθέτης, βέβαια, που βρίσκεται ακόμη στην Αμερική, δεν έχει την ίδια άποψη, παραλείποντας και τους δύο δίσκους από τον αριθμημένο κατάλογο των επίσημων συνθέσεών του.
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, καταθέτει ένα ιστορικό πλέον έργο. Στο «Μεγάλο Ερωτικό» (1972) παρουσιάζει εκ νέου τους λαϊκούς και παραδοσιακούς ρυθμούς, μέσα απ’ το προσωπικό του ύφος, και εισάγει έναν πρωτόγνωρο λυρισμό. Ο Δημήτρης Ψαριανός ταξιδεύει στο «Όνειρο» του Διονυσίου Σολωμού και θρηνεί για τον πληγωμένο του έρωτα, όπως η Μήδεια του Ευριπίδη, ενώ η Φλέρυ Νταντωνάκη διασχίζει το χρόνο και τις εκφάνσεις του έρωτα, ξεκινώντας από το «Κέλομαι σε Γογγύλα» της Σαπφούς και φτάνοντας «Πέρα στο θολό ποτάμι» του Νίκου Γκάτσου.
Η έμπνευση του συνθέτη δεν εξαντλείται, όμως, εδώ. Δύο χρόνια μετά κυκλοφορεί ο «Οδοιπόρος, Το μεθυσμένο κορίτσι και ο Αλκιβιάδης», ένα φιλόδοξο έργο σε θεατρική μορφή με εμβόλιμα κείμενα, το οποίο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Πολύτροπο στην Πλάκα το 1973. Τους στίχους υπογράφει ο ίδιος και ο Μάνος Ελευθερίου, στη μοναδική του συνεργασία με το συνθέτη, και συμμετέχει μια ομάδα νέων εκτελεστών (Μαρία Κατήρα, Γιάννης Δημητράς, Ευτύχιος Χατζηττοφής, Εύα Καναβαράκη, Φερενίκη Βαλαρή), ενώ τα αφηγηματική μέρη ερμηνεύει η Ελένη Μανιάτη.
Στην «Αθανασία» (1976) επιστρατεύονται και πάλι οι στίχοι του Γκάτσου και οι φωνές του Μητσιά και της Γαλάνη. Λαϊκότροπα μεν χαμηλόφωνα δε και χωρίς περίτεχνες ενορχηστρώσεις, τα κομμάτια έχουν ως σημείο εκκίνησης την επταετία («Ο Γιάννης ο φονιάς», «Οι μέρες είναι πονηρές», «Κοίτα με στα μάτια») θίγοντας, όμως, διαχρονικά και πανανθρώπινα ζητήματα, όπως μαρτυρά και το ομότιτλο τραγούδι. Κατά κάποιους η «Αθανασία» επαναπροσδιορίζει την «Επιστροφή» και της «Γης το χρυσάφι», κατ’ άλλους κλείνει την τριλογία που άνοιξαν, ενώ σε κάθε περίπτωση πρόκειται για ένα έργο που ενώ εκφράζει την αισθητική του δημιουργού, κατάφερε να «περάσει» και στο ευρύ κοινό.
Την ίδια χρονιά κυκλοφορούν τα «Παράλογα», με το εξώφυλλο του Αλέξη Κυριτσόπουλου να θυμίζει τους δίσκους του Διονύση Σαββόπουλου, ο οποίος, άλλωστε, συμμετέχει ως εκτελεστής, όπως και η Μελίνα Μερκούρη, αλλά και ο Μίκης Θεοδωράκης, απαγγέλοντας την «Ελλαδογραφία». Κορυφαία του Χορού, η Μαρία Φαραντούρη συγκλονίζει με τον «Εφιάλτη της Περσεφόνης». Ανένταχτο σ’ οποιαδήποτε δεκαετία κι οποιοδήποτε μουσικό είδος, όλο το έργο αποτελεί ένα παιχνίδι πάνω στην ιστορία και την παράδοση, με τον Γκάτσο να επιστρατεύει τα υπερρεαλιστικά του σχήματα, καθώς κι ένα ποίημα της ποιητικής του περιόδου, τον «Ιππότη και το θάνατο», εκτελεσμένο απ’ τον Ηλία Λιούγκο, στην πρώτη του δισκογραφική εμφάνιση.
Το 1977 ο Ευτύχιος Χατζηττοφής ηχογραφεί το «Χωρίον ο Πόθος» σε στίχους του συνθέτη, της Αγαθής Δημητρούκα και του Μίνωα Αργυράκη. Μικρό σ’ έκταση κι αξία, το εν λόγω έργο καταδικάστηκε να παραμένει στη β’ πλευρά -κυριολεκτικά και μεταφορικά- των «Γειτονιών του φεγγαριού» και του «Μεγάλου Ερωτικού». Ακολουθούν τα τραγούδια «Για την Ελένη» σε στίχους Μιχάλη Μπουρμπούλη. Για μία ακόμη φορά, οι λαϊκοί ρυθμοί και ήχοι «φιλτράρονται» από το λυρισμό του συνθέτη, ο οποίος μας χαρίζει άμεσα και μελωδικά κομμάτια. Πρώτος εκτελεστής ο Στέλιος Μαρκετάκης (1978), αν και τα τραγούδια παίρνουν την οριστική τους μορφή μέσα απ’ την εξαίσια φωνή της Μαρίας Δημητριάδη (1985).
Το 1980 ηχογραφείται ένα ακόμη έργο με θεατρική μορφή -«καντάτα» χαρακτηρίζεται απ’ τον ίδιο- αφιερωμένο στη μνήμη της μητέρας του. Με κεντρική ερμηνεύτρια τη Φαραντούρη και τις συμμετοχές του Γιώργου Μιχαλισλή και το Βασίλη Λέκκα, στην πρώτη του δισκογραφική εμφάνιση, η «Εποχή της Μελισσάνθης» κατατάσσεται δίπλα στο «Μεγάλο Ερωτικό», αποτελώντας ένα από τα πιο εμπνευσμένα εγχειρήματα του συνθέτη. Τα ποιήματά του γράφτηκαν με αφορμή την απελευθέρωση από τους Γερμανούς, αν και ξεπερνούν κατά πολύ τα πλαίσια μιας «μουσικής αυτοβιογραφίας». Οι μελωδίες αποδίδονται από μικτή και παιδική χορωδία, ορχήστρα δωματίου, στρατιωτική μπάντα και μπουζούκι, με σολίστ το Χρήστο Ψαρρό.
Οι «Μπαλάντες της οδού Αθήνας» (1983) περιλαμβάνουν απόκοσμες, σχεδόν ζοφερές, μελωδίες κι ατμοσφαιρικούς στίχους «πάνω στην Καταγωγή, τον Έρωτα, την Βία και τον Θάνατο». Οι φωνές των Νένας Βενετσάνου, Βασίλη Λέκκα, Ηλία Λιούγκου και Έλλης Πασπαλά εντάσσονται απόλυτα στο χατζιδακικό σύμπαν, υπηρετώντας τα τραγούδια σαν μουσικά όργανα, ενώ οι στίχοι, αν και υπογράφονται από τρεις διαφορετικούς ανθρώπους, τον ίδιο το συνθέτη, τη Δημητρούκα και τον Άρη Δαβαράκη, διέπονται από σύμπνοια και συνοχή. Τόσο η φύση των κομματιών όσο και το γεγονός πως αποτελούν ένα αδιάσπαστο σύνολο -στις συναυλίες το έργο παρουσιαζόταν ολόκληρο- είχαν ως συνέπεια τα κομμάτια να μην φτάσουν στ’ αυτιά των περισσότερων ακροατών. Εξαίρεση αποτελεί η «Μαριάνθη των ανέμων», γνωστή κυρίως από την επανεκτέλεση της Χάρις Αλεξίου (1987).
Με τη «Σκοτεινή μητέρα» (1986) ο συνθέτης συναντιέται ξανά με τον Γκάτσο και τη Φαραντούρη, κάνοντας, όμως, κι ένα βήμα προς τα πίσω, μιας και τα προαναφερθέντα έργα έθεσαν πολύ ψηλά τον πήχη και η «Σκοτεινή μητέρα» φαντάζει απλώς σαν μια φυσική συνέχεια των δίσκων που έκανε με τον Γκάτσο τη δεκαετία του ’70. Δεν πρέπει, πάντως, να υποτιμάται η αξία του ομότιτλου κομματιού, η a cappella «Πλατυτέρα των Ουρανών» και η συμμετοχή των Socrates (Γιάννης Σπάθας-ηλεκτρική κιθάρα, Αντώνης Τουρκογιώργης-μπάσο, Νίκος Αντύπας-ντραμς). Ούτε ο «Χειμωνιάτικος ήλιος» (1986) θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ανατρεπτικός, αλλά δεν υπάρχει και κανένας λόγος, καθώς πρόκειται για ένα από τα πιο ευαίσθητα έργα των δύο ισόβιων συνεργατών, ερμηνευμένο υποδειγματικά από το Μητσιά. Ένα χρόνο μετά ο δίσκος κυκλοφορεί ξανά, μιας και ο δημιουργός «έκανε σχεδόν ένα χρόνο για ν’ αντιληφθεί τι πάει να πει “Χειμωνιάτικος ήλιος”». Το εξώφυλλο της δεύτερης κι επίσημης πλέον έκδοσης κοσμεί ένας πίνακας του Γιώργου Σταθόπουλου, σε αντίθεση με την πρώτη που περιορίζεται στη φωτογραφία του ερμηνευτή, κι οι ενορχηστρώσεις κινούνται σε πιο λυρικά μονοπάτια, αποδεσμευμένες από το λαϊκό ύφος.
Βαθιά αισθαντικός, ο «Χειμωνιάτικος ήλιος» παραμένει μέχρι και σήμερα σχεδόν άγνωστος. Ανάλογη τύχη είχαν και οι «Μύθοι μιας γυναίκας» (1988) όπου οι δύο φίλοι συναντούν την παλιά τους γνώριμη, Νάνα Μούσχουρη. Η «Θυσία της Αντιγόνης», η «Θεοδώρα» αλλά και η Alma Mahler με το F.G. Lorca ωθούν το Γκάτσο να καταθέσει ποιήματα-κομψοτεχνήματα, ενώ ο Χατζιδάκις στρέφεται στη λόγια μουσική, έχοντας στη διάθεσή του μια μεγάλη ορχήστρα με όμποε, κλαρινέτο, κόρνο, βιολί και βιολοντσέλο. Ένα χρόνο μετά, ηχογραφείται ένα «Ρεσιτάλ» για φωνή και πιάνο, όπου, ανάμεσα στα γνωστά έργα του Χατζιδάκι, ο Σπύρος Σακκάς ερμηνεύει πέντε τραγούδια απ’ τον ημιτελή κύκλο «Παίδες επί Κολωνώ». Σε στίχους του συνθέτη, του Γκάτσου και του Μπουρμπούλη, ο βαρύτονος μάς ταξιδεύει σ’ ένα μυσταγωγικό περιβάλλον, όπου έχουν θέση ο Οιδίποδας, οι Αργοναύτες και τα ρεμπέτικα χασισοτράγουδα.
Το 1993 ο Χατζιδάκις αποφασίζει να παρουσιάσει και τα δέκα κομμάτια των «Reflections» με τους ελληνικούς στίχους του Γκάτσου, κρατώντας την ίδια σειρά με την οποία παρουσιάστηκαν το 1970 και σε αρκετές περιπτώσεις και τους ίδιους τίτλους. Ερμηνεύτρια των «Αντικατοπτρισμών» η Αλίκη Καγιαλόγλου. Η ματιά των New York Rock & Roll Ensemble φαίνεται να ταιριάζει περισσότερο στο ύφος των κομματιών, αν, όμως, απουσίαζε αυτός ο δίσκος απ’ την ελληνική δισκογραφία δεν θα απολαμβάναμε το «Χορό των σκύλων» με τους συγκλονιστικούς στίχους του Γκάτσου, ούτε το θρυλικό «Κεμάλ», που αν και είχε ήδη ακουστεί με ελληνικούς στίχους στις συναυλίες του μεγάλου δημιουργού, το 1993 ηχογραφείται επίσημα για πρώτη φορά.
Τα «Τραγούδια της αμαρτίας» (1996), με δεκατέσσερα ποιήματα του Ντίνου Χριστιανόπουλου κι ένα του Γιώργου Χρονά, απασχόλησαν το συνθέτη τα τελευταία χρόνια της ζωής του, για να εκδοθούν τελικά δύο χρονιά μετά το θάνατό του. Καθώς δεν πρόλαβε να τα ηχογραφήσει και να τα ενορχηστρώσει, κυκλοφόρησαν τελικά σε μια εκδοχή για φωνή (Ανδρέας Καρακότας) και πιάνο (Ντόρα Μπακοπούλου). Ακόμα και σ’ αυτή τη μορφή το έργο φαντάζει πλήρες κι ολοκληρωμένο, με τις απόκοσμες και λυπημένες μελωδίες, με έντονες επιρροές από τη βυζαντινή μουσική και το ρεμπέτικο τραγούδι, να μας ταξιδεύουν στον εξίσου θλιμμένο και περιθωριακό κόσμο του Χριστιανόπουλου.
Μία ακόμη συλλογή με ανέκδοτο υλικό κυκλοφορεί το 1999. Το «2000 Μ.Χ.» περιλαμβάνει ανέκδοτες ηχογραφήσεις με τη φωνή του ίδιου του συνθέτη. Ανάμεσα σ’ άλλα γνωστά κι άγνωστα τραγούδια, ακούμε και τέσσερα κομμάτια απ’ τον «Κοινό βίο», ένα έργο με το οποίο ο συνθέτης καταπιάστηκε το 1977. Τα ποιήματα του Γιώργου Χρονά αναδεικνύονται μέσα από τις εσωστρεφείς συνθέσεις, αλλά η κακή ποιότητα του ήχου και η άρθρωση του συνθέτη φαίνεται να περιορίζουν όλη την έκδοση στα πλαίσια του ντοκουμέντου. Πάντως, τα επόμενα χρόνια ο «Κοινός βίος» γνώρισε αρκετές ζωντανές επανεκτελέσεις, με πιο πρόσφατη την παρουσίασή του στην Εθνική Λυρική Σκηνή από τον Αλκίνοο Ιωαννίδη (2019).
Η μελοποίηση της περιβόητης «Αμοργού» (1943) του Γκάτσου απασχόλησε το Χατζιδάκι το μεγαλύτερο κομμάτι της ζωής του, για να κυκλοφορήσει τελικά το 2005. Την αναπροσαρμογή ανέλαβε ο Νίκος Κυπουργός και τα κομμάτια αποδόθηκαν από τη Μαρία Φαραντούρη, που είχε ηχογραφήσει ξανά το «Ήταν του Μάη πρόσωπο» το 1986, τον Τάση Χριστογιαννόπουλο, το Δώρο Δημοσθένους και χορωδία, υπό τη διεύθυνση του Αντώνη Κοντογεωργίου. Το album προωθήθηκε ελάχιστα και δεν ακούστηκε σχεδόν καθόλου, ενώ κανείς δεν μπορεί ν’ απαντήσει με ακρίβεια κατά πόσο αυτή η έκδοση εκφράζει τις ιδέες και την αισθητική του συνθέτη. Αν, πάντως, κριθεί μεμονωμένα, χωρίς, δηλαδή, να λάβουμε υπόψιν πώς θα ήθελαν οι δημιουργοί να το παρουσιάσουν, το αποτέλεσμα είναι άρτιο.
Οπωσδήποτε οι μεταθανάτιες εκδόσεις δεν εξαντλούνται εδώ, ούτε τα ανέκδοτα και ημιτελή έργα του συνθέτη, που ίσως κάποια στιγμή δουν το φως της δισκογραφίας. Άλλωστε, τόσο οι κύκλοι τραγουδιών όσο και η ίδια η μουσική, αποτελούν μονάχα μια πτυχή του συνολικού έργου του Μάνου Χατζιδάκι, η πολυσχιδής προσωπικότητα του οποίου δεν περιορίστηκε στα ελληνικά σύνορα και στις εφτά νότες του πενταγράμμου.