Αφορμή για να γίνει κάποιος δημοσιογράφος, πολλές φορές είναι το όνειρο να πάρει κάποτε συνέντευξη απο άτομα που θαυμάζει. Για μένα ένα από αυτά τα άτομα ήταν ο Γιάννης Σαββιδάκης. Δικαίως, γιατί γνώρισα έναν καλλιτέχνη ανθρώπινο, έξυπνο, με πολύπλευρο ταλέντο και πολύ χιούμορ. Μου διηγήθηκε πώς μπήκε στο χώρο της μουσικής, για την ενασχόλησή του με την υποκριτική, για το καινούριο τραγούδι του “All that you’ve got“, προπομπό του ολοκληρωμένου αγγλόφωνου άλμπουμ που ετοιμάζει και τη σχέση του με τα media. Είναι ένας άνθρωπος εξαιρετικά ευφυής και έχει άποψη για κάθε κοινωνικό ζήτημα. Έχει το θάρρος της γνώμης του και δε διστάζει να αναφερθεί στα κακώς κείμενα του σήμερα. Μάλλον έχει βρεί το νόημα της ζωής γιατί πέρα απο τους προβληματισμούς του, εκπέμπει αισιοδοξία και όρεξη για το μέλλον. Σας παρουσιάζουμε τον Γιάννη Σαββιδάκη!
Κύριε Σαββιδάκη, έχετε πει ότι έχετε περάσει πολύ ανέμελα παιδικά χρόνια. Περιγράψτε μου την καθημερινότητά σας ως παιδί.
Εμείς μέναμε σε μια μονοκατοικία στο Χαλάνδρι που είχε κήπο με δέντρα και έτσι παίζαμε έξω. Επίσης κάναμε σαν παιδιά παρέες με τις οποίες ήμασταν συνέχεια έξω, είτε παίζαμε μπάλα είτε κόβαμε καλάμια και κάναμε αγώνες επί κοντώ ή παίζαμε τους Ινδιάνους με τους καομπόηδες, αλλά βασικά παίζαμε εκεί στις αλάνες ποδόσφαιρο. Κάποιες από αυτές τις αλάνες, υπάρχουν ακόμα και περνάω από αυτό το σπίτι κάποιες φορές και το βλέπω. Η ζωή μας τότε ήταν γύρω από τους φίλους μας. Είχαμε φίλους -γεγονός πολύ σημαντικό- τους οποίους τους βλέπαμε όποια ώρα και αν βγαίναμε από το σπίτι. Δεν κλειναμε ραντεβού όπως κάνουν τώρα τα παιδιά. Βγαίναμε έξω και ξέραμε ότι θα τους βρίσκαμε. Έτσι περάσαμε τα παιδικά μας χρόνια εγώ και η δική μου γενιά. Πιο ανέμελα.
Τα σημερινά παιδιά πιστεύετε ότι μπορούν να ζήσουν τα παιδικά τους χρόνια ανέμελα;
Νομίζω ότι στην Αθήνα είναι πια δύσκολο να ζήσεις με αυτό τον τρόπο, αλλά έξω από αυτήν, όπως έχω διαπιστώσει στις επαρχιακές μας πόλεις, τα παιδιά και οι οικογένειές τους νιώθουν πιο άνετα και αφήνουν τα παιδιά τους πιο εύκολα έξω και δεν φοβούνται. Υπάρχουν όμως και οι «Σειρήνες», οι πειρασμοί δηλαδή, που είναι τα ηλεκτρονικά, τα κινητά, τα τάμπλετ και όλα αυτά που έχουν γίνει αναπόσπαστο μέρος της καθημερινότητας των παιδιών και των ανθρώπων γενικά. Δηλαδή όταν βλέπεις ότι την Καθαρά Δευτέρα το παιδί δεν πετάει πια αετό, αλλά είναι μέσα και παίζει με το κινητό, σίγουρα αυτό είναι ένα κακό σημάδι.
Η πρώτη σας εμφάνιση σε μεγάλο μαγαζί ήταν το 1985 στο “Stork” μαζί με Μοσχολιού, Κόκοτα, Ρούσσο και άλλους. Πώς προέκυψε αυτό και τι θυμάστε από εκείνη την περίοδο;
Ήμασταν σε μία παρέα στο σπίτι του Γιάννη Ξανθούλη, του συγγραφέα. Ήμασταν όλοι στο ξεκίνημά μας και ήταν εκεί και ο Λάκης Λαζόπουλος ο οποίος ήξερε ότι τραγουδάω και μου πρότεινε να πάω σε αυτό το σχήμα όπου ήταν να εμφανιστεί και ο ίδιος. Τελικά δεν ήρθε ο Λάκης, αλλά ο Στάθης Ψάλτης. Έτσι ξεκίνησα.
Πώς ήταν η εμπειρία εκεί;
Ήταν για μένα μεγάλων διαστάσεων άνοιγμα. Είχα κάποια εμπειρία στο τραγούδι, αλλα ως τότε έπαιζα και τραγουδούσα μόνος με την κιθάρα μου σε μπαράκια και μικρές σκηνές. Το Stork ήταν μεγάλο μαγαζί και τραγουδούσα Ελληνικά αλλά και κάποια ξένα κομμάτια. Ήταν μαζί και η Μαριάννα Τόλη και η Χριστιάνα επίσης, ο Πασχάλης, Βίκυ Μοσχολιού, ο Ντέμης Ρούσσος και ο Σταμάτης Κόκοτας και πραγματικά γινόταν χαμός.
Φοβερό σχήμα!
Ναι! Ο Ρούσσος είχε έρθει για 20 μέρες θυμάμαι. Καταπληκτικός καλλιτέχνης με απίστευτη φωνή, παγκόσμια φωνή.
Υπάρχει η αίσθηση ότι το κλίμα στην δισκογραφία την εποχή που εσείς ξεκινήσατε, ήταν πιο αγνό και αυθόρμητο. Ισχύει αυτό ή είναι ένας εξωραϊσμός του παρελθόντος;
Κοίταξε, όταν ξεκινήσαμε και εμείς, λέγαμε και ότι το προηγούμενο κλίμα είναι πιο αγνό και αυθόρμητο και αυτοί που θα ξεκινήσουν στο μέλλον, θα λένε τότε ότι το κλίμα το 2022 ήταν πιο αγνό και αυθόρμητο (Γέλια). Η αλήθεια είναι ότι η αναλογική έχει περάσει, έχει φύγει. Εμείς είμαστε γενιά της αναλογικής εποχής, όπως τέτοια ήταν και τα γκρουπάκια που ακούγαμε στα 14 και 15 χρόνια, όπως Pink Floyd, Dire Straits, Police, The Doors, Led Zeppelin -που εμένα είναι και το αγαπημένο μου συγκρότημα-. Ήμασταν θα πω πιο hard rock, όχι χεβιμεταλάδες, δεν ήμασταν ακραίοι. Ακούγαμε πιο πολύ το κοσμοπολίτικο ροκ, ή καλλιτέχνες από την αμερικάνικη σκηνή όπως ο Neil Young που όταν ήμουν 18 χρονών έπαιζα 16 τραγούδια αυτού του καλλιτέχνη στα μαγαζιά και δεν υπήρχε κάτι τέτοιο στην Αθήνα τότε. Μετά έγινε η μετάβαση και μπήκα στην δισκογραφία που έγινε στην αναλογική εποχή, γιατί υπήρχαν και τα βινύλια τότε. Φαντάσου ότι και ο 4ος και ο 5ος μου δίσκος βγήκαν και σε βινύλιο και σε CD και σε κασέτα! Τότε τα λέγαμε LP, CD, MC.
Ήταν πιο εύκολα τα πράγματα τότε;
Όχι δεν ήταν εύκολα διότι έπρεπε να κάνεις μια καινοτομία, ένα breakthrough ας πούμε και να επιβληθείς στην υπάρχουσα κατάσταση. Δεν ήταν και πολύ εύκολο αυτό. Όμως νομίζω ότι η τραγουδοποιία ήταν πιο αγνή και πιο ανθρώπινη. Βέβαια σήμερα μπορεί κάποιος από το pc του να γράψει τραγούδια και αυτό είναι εξίσου ωραίο γιατί ένα ταλέντο θα φανεί και έτσι. Τώρα είναι πιο εύκολο το να γράψεις και να επικοινωνήσεις το προϊόν σου μόνος σου.
Υπάρχει σήμερα η πολυφωνία διότι μπορεί ο καθένας να ανεβάσει σε μια πλατφόρμα τη μουσική του, αλλά υπάρχουν και μερικές δισκογραγικές που όποιος δεν είναι σε αυτές, ίσως να μην ακουστεί.
Ισχύει αυτό. Πολυφωνία υπάρχει στο ίντερνετ. Δηλαδή μπορείς εσύ να ανεβάσεις ως καλλιτέχνης το τραγούδι σου και δεν μπορεί κανείς να έρθει να σου πει «όχι, βγάλτο». Αλλά εδώ στην Ελλάδα, υπάρχουν μία — δύο εταιρείες οι οποίες λυμαίνονται το σύστημα και είναι παντού. Σκέψου οτι γίνονται talent show και απο πίσω βρίσκεται μια δισκογραφική εταιρεία που τα στήνει! Αυτό έχει βέβαια πλάκα διότι στην ουσία μας υπενθυμίζει το πόσο χωριό είμαστε στην Ελλάδα. Δηλαδή είμαστε μια επαρχία της Ευρώπης και αυτό είναι λυπηρό.
Περιγράψτε μου την εποχή που κάνατε τις μεγάλες επιτυχίες. Πώς το βιώσατε αυτό;
Έγραψα κάποια τραγούδια τα οποία άρεσαν. Είναι πολύ σημαντικό το να ακούει κάποιος τα τραγούδια του να παίζονται στο ραδιόφωνο. Το λέω αυτό σε όλους τους νέους, αλλά και στους μεγαλύτερους. Είναι πραγματικά πολύ ωραίο το να ακούς τα τραγούδια σου, όπως επίσης είναι πολύ ωραίο να κάνεις χρυσούς και πλατινένιους δίσκους. Εγώ έχω κάνει τέτοιου είδους πωλήσεις ώστε να νιώθω ασφαλής και μην έχω κάποιο απωθημένο. Θέλω βέβαια πάντα να βγάζω νέα κομμάτια. Εκείνη την εποχή ένιωσα πάρα πολύ ωραία διότι είχε αποδοχή η δισκογραφία μου από το κοινό. Η λέξη αποδοχή είναι μεγάλης σημασίας για μένα. Με αποδέχτηκε τότε το mainstream κοινό. Το βασικό κοινό δηλαδή, όχι οι ακραίοι ούτε κάποιοι φίλοι μου ή κάποιοι φίλοι της δισκογραφικής. Οπότε, αυτό αποτυπωνόταν στις πωλήσεις και στο airplay των ραδιοφώνων και δεν ήταν κάτι στημένο όπως είναι τώρα.
Σήμερα όλα τα ραδιόφωνα παίζουν με playlists.
Ναι, τώρα είναι στημένο όλο αυτό. Δηλαδή βάζεις ραδιόφωνο και ακούς «οι επιτυχίες του 2022» και ακούς 30 φορές το ίδιο κομμάτι μέσα στην μέρα. Όποιος πληρώσει πιο πολλά, ακούγεται… Είναι απλό. Γι αυτό έχει σημασία ότι την εποχή που έβγαλα τα κομμάτια «Το κορίτσι μου κοιμάται», «Δέκα μάγισσες», «Η μαγεμένη σου ματιά», το «Φεγγάρι — φεγγαράκι» -που ήταν η μουσική επένδυση στο «Της Ελλάδος τα παιδιά»-, Ο κόσμος τα επέλεγε να τα ακούσει. Αυτό κάτι σημαίνει.
Συμμετείχατε στις τηλεοπτικές σειρές «Μικροί Μεγάλοι» και μετά με το «Της Ελλάδος Τα Παιδιά». Είχατε από πριν στο μυαλό σας ότι θέλετε να ασχοληθείτε με την υποκριτική ή έγινε τυχαία;
Στο «Μικροί Μεγάλοι» ήμουν τότε με την Μαρί Κωνσταντάτου και ήμασταν το τρίτο κάστινγκ. Έγινε τυχαία. Η Μιρέλλα Παπαοικονόμου ήταν τότε υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων της εταιρίας Polygram και αυτή με πρότεινε, επειδή με είδε που ήμουν τσαχπίνης. (Γέλια).
Φάνηκε ότι σας έβγαινε εύκολα και αβίαστα η υποκριτική.
Τελείως αβίαστα και γι’ αυτό έκανα μετά μια άλλη παρουσία και στο σίριαλ «Γυναίκες» της Μιρέλλας πάλι και μετά στο «Της Ελλάδος Τα Παιδιά» που έγραψα και την μουσική εκεί.
Πώς ήταν η εμπειρία σας από τις τηλεοπτικές σειρές;
Η εμπειρία μου είναι πολύ καλή από την τηλεόραση. Μου ταιριάζει και θα ήθελα αν γινόταν να κάνω και ταινίες. Έχω κάνει τρεις μικρού μήκους και μια μεγάλου μήκους με τον Αλέξανδρο Κολλάτο, το γιο του Δημήτρη Κολλάτου και μου αρέσει γενικά αυτό. Μου έχουν γίνει βέβαια κάποιες προτάσεις αλλά τις απέρριψα γιατί δεν μου άρεσαν τα θέματα των σεναρίων.
Ποια στιγμή ήταν για σας αγαπημένη από την καριέρα σας;
Έχω πολλές στιγμές να θυμηθώ. Την απονομή του πλατινένιου, την απονομή του χρυσού μου, οι στιγμές που έπαιζα στα μεγάλα γήπεδα τα οποία ήταν γεμάτα από κόσμο. Έχω να θυμηθώ την συναυλία που έκανα με την Χαρούλα Αλεξίου, γεγονός που ήταν για μένα κορυφαία στιγμή, όπως και η συνεργασία μου με τον Πλέσσα και τον Άγγελο Πυριόχο.
Εκπέμπετε έναν αέρα ανένταχτου cool επαναστάτη. Είστε έτσι και στην ζωή σας;
Αλήθεια λες; Είμαι απείθαρχος και προσπαθώ να μάθω τα παιδιά μου να μην είναι έτσι. (Γέλια.) Νομίζω όμως ότι πεπρωμένο φυγείν αδύνατον. Δεν μπορείς δηλαδή να αλλάξεις το πως είσαι με τίποτα, αλλά ίσως κάποιες βελτιώσεις να μπορείς να τις κάνεις. Αυτό πάντως που είμαι, είναι και καλό και κακό.
Κακό γιατί μπορεί να είναι;
Διότι δεν μου αρέσει να είμαι μέρος της μάζας με το ζόρι. Δεν μπορώ να είμαι μέρος μιας ομάδας ή ενός συστήματος. Στην Ελλάδα όταν είσαι πολιτικοποιημένος, είσαι μέρος μιας ομάδας. Είσαι ένα δεκανίκι και λες «εγώ ήμουν εκεί και σε υποστήριξα και κόλλαγα αφίσες για το κόμμα σου και τώρα θέλω να με διορίσεις». Αυτό για μένα δεν υπάρχει και δεν το έχω κάνει ποτέ για κανέναν. Ούτε για μένα καλά-καλά δεν μπορώ να το κάνω.
Ποια είναι η αγαπημένη σας ταινία;
Είναι «ο Νονός» τα 1 και 2, είναι το “Run” του Aκira Kurosawa και είναι και ταινιες του Roberto Benigni όπως το “la vita e bella”. Είμαι λάτρης της Ιταλίας, όπως καταλαβαίνεις.
Αν είχατε μια μηχανή του χρόνου, σε ποια εποχή θα ταξιδεύατε;
Θέλω να πάω πρώτον στην πρωτόγονη εποχή και δεύτερον στο Χρυσό Αιώνα του Περικλή όπως έχω ξαναπεί και τρίτον, στην Αμερική τότε στην εποχή της ποτοαπαγόρευσης.
Ποιος είναι ο πιο μεγάλος σας φόβος;
Ο πιο μεγάλος φόβος του ανθρώπου πιστεύω ότι είναι η μοναξιά και η ανημπόρια. Θέλω να είμαι όσο το δυνατόν πιο υγιής. Τα ίδια έλεγα και όταν ήμουν και 25 και 30 χρονών. Θα ήθελα να έχω ανθρώπους γύρω μου και να είμαι καλά.
Φανερώστε μου ένα σας μυστικό.
Θα σου πω κάτι πολύ προσωπικό. Δεν έχω κρυμμένα χρήματα πουθενά ούτε καν χρηματοκιβώτιο. (Γέλια).
Στην Ελλάδα υπάρχει ένας διαχωρισμός εμπορικού και έντεχνου καλλιτέχνη. Γιατί πιστεύετε ότι συμβαίνει αυτό και ποιος το συντηρεί;
Τον διαχωρισμό έντεχνου και εμπορικού τον συντηρούν οι ανασφαλείς επαγγελματίες του συστήματος. Υπάρχουν απίστευτα λαϊκά τραγούδια που είναι φανταστικά. Μπορεί όμως κάποιος «έντεχνος» να πει ότι δεν είναι καλά επειδή τα έχει βγάλει κάποιος που δεν εντάσσεται στην κλίκα αυτή. Επίσης δεν μου αρέσει που τις περισσότερες φορές που τελειώνει ένα τραγούδι έντεχνο, δεν θυμάσαι τίποτα. Ούτε το στίχο, ούτε τη μουσική τους και κοιτάς περίεργα γύρω — γύρω για να δεις αν οι άλλοι έχουν καταλάβει κάτι που άκουσαν από αυτό το «έντεχνο» κομμάτι. Αυτό για μένα είναι ένα μόρφωμα και όχι έντεχνο, χωρίς το οποίο θα ζούσαμε μια χαρά. Τα καλά τραγούδια δεν μπορεί να τα απορρίπτουν επειδή μπορεί να προέρχονται από κάποιους που υποτίθεται ότι είναι ποπ. Υπάρχουν βέβαια και φανταστικά τραγούδια από καλότεχνους καλλιτέχνες όπως ο Σωκράτης Μάλαμας, ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου, ο Αποστολάκης από τους Χαΐνηδες για παράδειγμα…
Έχετε μετανιώσει που για κάποια χρόνια ήσασταν ανενεργός δισκογραφικά και απείχατε για ένα διάστημα;
Στην Ελλάδα αν αποστασιοποιείσαι για λίγο, χάνεσαι επειδή βγαίνουν άλλοι πολύ γρήγορα. Εγώ έκανα πάντα εμφανίσεις και πάντα έβγαζα τραγούδια. Δηλαδή βγάζω τραγούδια σχεδόν συνεχώς. Έκανα μια διασκευή του αγαπημένου μου Μίμη Πλέσσα στο «Θα κλέψω τριαντάφυλλα» και έβγαλα το τραγούδι «Βάλε φωτιά» με τον Χρήστο Αηδόνη και τον Γιώργο Χατζή, έβγαλα το «Θα σε περιμένω», έβγαλα για τους γιατρούς και τους νοσηλευτές μέσα στον covid το “Love in white” που αυτό δεν θα το έκανε εύκολα κάποιος. Τώρα έβγαλα το “Αll that you ‘ve got”. Δηλαδή σε τακτά χρονικά διαστήματα, βγάζω κομμάτια. Το πρόβλημά μου είναι τα media. Δεν είμαι τόσο καλός στην επικοινωνία με αυτά.
Τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια τάση στοχοποίησης από τα media όποιου έχει μια εναλλακτική άποψη που παρεκκλίνει από την κοινή γραμμή, με αποτέλεσμα να υπάρχει δισταγμός να εκφράσει κάποιος την γνώμη του. Πώς πιστεύετε ότι έχει προκύψει αυτό και πώς βλέπετε να εξελίσσεται αυτή η κατάσταση;
Βέβαια υπάρχει αυτό και πάλι θα μιλήσω για την ανασφάλεια των ανθρώπων που δουλεύουν πιο πολύ στην τηλεόραση. Για να παίρνουν αυτοί έναν μισθό, θα πρέπει να είναι ενδιαφέροντα αυτά που λένε και για να είναι ενδιαφέροντα αυτά που λένε, πρέπει να είναι πικάντικα και για να είναι πικάντικα, συνήθως πρέπει να είναι αρνητικά. Διότι κάτι θετικό δεν είναι πικάντικο. Πρόσφατα μου έκαναν μια ερώτηση για τον Πέτρο Φιλιππίδη και λέω «Κοιτάξτε, εγώ τον Πέτρο τον ξέρω ως ηθοποιό. Έχουμε συνεργαστεί στης Ελλάδος τα Παιδιά. Είναι καταπληκτικός ηθοποιός, έχει ρυθμό σαν κωμικός και μπορεί να παίξει τα πάντα». Είπα όλα αυτά και τίποτα δεν μπήκε στην εκπομπή από την οποία ρωτήθηκα. Έβαλαν κάτι αρνητικά που βρήκαν αφού κόψανε και ράψανε στο μοντάζ κάτι φράσεις μου. Πράγμα απαράδεκτο για τη δημοσιογραφία να απομονώνεις φράσεις και να τις φέρνεις στα μέτρα σου. Γι’ αυτό ο κόσμος φοβάται να πει την γνώμη του. Τους το είπα κιόλας, ότι έτσι που πάει η δουλειά, δεν θα βρίσκετε άνθρωπο να σας δώσει συνέντευξη. Αυτοί οι άνθρωποι νομίζουν ότι ο χώρος απαιτεί να εκθέσεις τους καλλιτέχνες για να βγεί η είδηση!
Βλέπουμε νέα παιδιά να έχουν μεγάλα κενά γνώσεων. Αυτό συνέβαινε και παλιότερα ή είναι χαρακτηριστικό των ημερών μας;
Δεν συνέβαινε αυτό στο παρελθόν με την συχνότητα που συμβαίνει σήμερα. Τουλάχιστον τα σύνορά μας τα ήξεραν οι περισσότεροι μαθητές στο σχολείο. Τώρα αν ζητήσεις να σου πουν με ποια χώρα συνορεύει η Ελλάδα, μπορεί να σου πουν τη Γουαδελούπη. Σε ένα ραδιοφωνικό σταθμό, ρωτούσαν τον κόσμο ποιες χώρες βρέχονται από την Μαύρη Θάλασσα και κάποια είπε η Ζηλανδία και το Βερολίνο… Άλλα αντί άλλων.
Γιατί πιστεύετε ότι υπάρχει αυτό το γνωστικό κενό;
Εξαρτάται από πολλά όλο αυτό που συμβαίνει. Πρώτον, είναι θέμα οικογένειας γιατί ό,τι και να κάνει ο δάσκαλος, αν η οικογένεια σφυρίζει αδιάφορα, δεν μπορεί να γίνει δουλειά. Γίνεται ζημιά όμως και στο σχολείο. Αρχικά από το δημοτικό. Αυτοί οι άνθρωποι δε διδάσκουν. Απλά πάνε για να πληρωθούν και φεύγουν στις 1:15 το μεσημέρι, κάνοντας το ωράριό τους. Αρκεί να σου πω ότι τις συνελεύσεις που κάνουν οι δάσκαλοι, δεν τις κάνουν αφού σχολάσουν τα παιδιά, αλλά γίνονται κατά την διάρκεια του ωραρίου τους. Σου λένε «Αύριο θα κάνουμε συνέλευση και δε θα γίνει μάθημα!» Δεν δίνουν ουτε ένα λεπτό από τον χρόνο τους. Επίσης, δεν λένε στα παιδιά ωφέλιμα πράγματα. Τα βάζουν να αποστηθίζουν και δεν κάθεται μια μέρα ένας δάσκαλος να αφιερώσει μια ώρα την εβδομάδα και να κουβεντιάσει για κάτι χρήσιμο με τα παιδιά. Ας μιλήσει για τα κοινωνικά θέματα: Τι σημαίνει να είσαι τίμιος στη ζωή και τι σημαίνει να μην είσαι. Και όλα αυτά στο δημοτικό που ο δάσκαλος είναι ένας και έχει άπειρο χρόνο. Δεν ασχολούνται. Έρχονται τα παιδιά σπίτι και γράφουν σαν ρομπότ και ούτε καταλαβαίνουν τι γράφουν. Επομένως, όταν η γνώση είναι κονσερβοποιημένη, ακόμη και να έχεις διδαχθεί ένα θέμα, δεν θα το θυμάσαι, οπότε θα δημιουργηθεί κενό. Και το ένα κενό προστίθεται στα άλλα. Ενώ στο ίντερνετ υπάρχει μεγάλη γνώση.
Πιστεύω πάντως ότι και το ίντερνετ δεν χρησιμοποιείται από τα παιδιά για άντληση γνώσεων. Τα σημερινά παιδιά έχουν επικεντρωθεί σε θέματα ματαιόδοξα όπως η εμφάνιση, το να είσαι δημοφιλής ή να φοράς ακριβά αξεσουάρ και όχι στη γνώση.
Στην Ελλάδα αυτό συμβαίνει. Εδώ πρέπει να είσαι εν δυνάμει παρουσιαστής ή παρουσιάστρια μεσημεριανής εκπομπής, εν δυνάμει να είσαι μοντέλο ή ινφλουένσερ ή εν δυνάμει παίκτης του “Survivor”, δυνητικά όλα. Να λες «ρε φίλε κι εμένα θα μου ταίριαζε να πάω εκεί. Θα πάω να κάνω οντισιόν». Αυτό είναι το πρότυπο και τα σημερινά παιδιά. Είναι λίγα αυτά που σκέφτονται ότι θα μπορούσαν να είναι αθλητές. Σου λένε «Εγώ θέλω να γίνω σαν και την τάδε, γιατί τα παίρνει». Το βασικό κίνητρό τους είναι το πώς θα πάρουν το χρήμα. Το οποίο δεν είναι κακό. Κι εγώ στα παιδιά μου λέω “κάντε κάτι που να σας αποδώσει χρήματα για να μπορέσετε να έχετε μια άνετη ζωή και να μην συμβιβαστείτε κι αν είναι να συμβιβαστείτε, να το κάνετε για δυο, όχι για διακόσια πράγματα”. Αλλα δεν πρεπει να είναι το χρήμα αυτοσκοπός.
Όλα αυτά τα χρόνια έχετε κάνει πολλές εμφανίσεις, οπότε έχετε δει και πώς εξελίσσεται η μουσική.
Έχω κάνει και εξαφανίσεις πολλές! (Γέλια) «Δεν σας περιμένουμε στα παρακάτω μέρη»! Όσον αφορά την εξέλιξη της μουσικής, παρατηρούμε το εξής φαινόμενο: Έχουμε έναν σταθμό που παίζει Ελληνικό και έναν σταθμό που παίζει ξένο ρεπερτόριο. Το Ελληνικό ρεπερτόριο που παίζεται, είναι υποδεέστερο σε αξία, δύναμη και ποιότητα απ’ ότι το ξένο. Δηλαδή στην Ελλάδα ακούμε ωραία ξένα τραγούδια, ενώ τα Ελληνικά που ακούμε είναι κάτω του μετρίου. Είναι σαν να έχει πάψει ο μουσικός ανταγωνισμός στο υψηλό επίπεδο.
Γιατί πιστεύετε ότι συμβαίνει αυτό;
Ενδεχομένως γιατί ο ένας αντιγράφει τον άλλον και δεν υπάρχει μια νέα ιδέα. Υπάρχουν και καλά κομμάτια βέβαια, αλλά αν αυτά δε στηριχτούν, περνάνε απαρατήρητα. Οπότε, μου έχει κάνει εντύπωση που ακούω πολύ ωραία ξένα τραγούδια και αν πάω σε έναν Ελληνικό σταθμό, εάν δεν παίζει παλιά Ελληνικά τραγούδια, η κατάσταση είναι απελπιστική. Επίσης το ίδιο διαπιστώνει κανείς και στα ζωντανά προγράμματα. Τραγουδούν διάφορα κομμάτια κατά την διάρκεια της βραδιάς, αλλά για να κλείσουν το πρόγραμμα και για να φύγει ο κόσμος ευχαριστημένος, θα πουν παλιά λαϊκά ή μπαλάντες. Δεν μπορεί δηλαδή η βραδιά να τελειώσει με τα σημερινά τραγούδια. Πρέπει να κάνει ένα κλείσιμο και να πει Ζαμπέτα ή Μοσχολιού ή Πόλυ Πάνου ή Σακελλαρίου… Τυχαίο είναι αυτό;
Ας πάμε τώρα στα μουσικά σας νέα. Ετοιμάζετε κάποιο δίσκο με αγγλόφωνα τραγούδια; Προς το παρόν έχουμε ακούσει το “Αll that you ‘ve got”. Τι να περιμένουμε και πότε;
Κοίτα, εγώ δεν θέλω να λέω δίσκο, αλλά προτιμώ να αναφέρομαι σε tracks, δηλαδή μία σκυταλοδρομία τραγουδιών. Τώρα βγήκε το πρώτο, το οποίο είχε ακουστεί και στο «Ράδιο Αρβύλα» το 2010 και βγήκε τότε δειλά-δειλά. Θα βγούν σταδιακά και τα άλλα. Γράφω συνέχεια καινούρια τραγούδια με Αγγλικό στίχο…
https://m.youtube.com/watch?v=WFQ6oYPVfjA
Ναι, έχω την αίσθηση ότι γράφετε ακατάπαυστα.
Άστα, έχω πρόβλημα και δεν ξέρω τι να κάνω (γέλια). Έχω πέντε ενορχηστρωμένα τραγούδια στη φαρέτρα μου. Υπάρχουν και άλλα δύο που τα πιστεύω για μεγάλα χιτ. Συγγνώμη που το λέω αυτό έτσι, αλλά είναι η αλήθεια. Αυτά δεν τα έχω ακόμη ενορχηστρώσει.
Το επόμενο αγγλόφωνο κομμάτι σας, πότε να το περιμένουμε;
Λέμε για τον Σεπτέμβρη. Εμείς κάνουμε τώρα ένα πρότζεκτ που λέγεται “diSettia” που η μουσική θα είναι δική μου, αλλά είναι τραγούδια για γκρουπ. Όταν βγουν αρκετά και συγκεντρωθεί ένας ικανός αριθμός κομματιών, μπορεί να βγει ένα CD.
Ανυπομονούμε να τα ακούσουμε! Ευχαριστώ θερμά που μας παραχωρήσατε τη συνέντευξη αυτή!
Και εγώ σε ευχαριστώ και μπράβο που αντιμετωπίζεις τη δημοσιογραφία με αξιοπρέπεια και επαγγελματισμό. Συνέχισε έτσι._
*Ευχαριστούμε το café του ATHENS OLYMPIC MUSEUM STORE στο Golden Hall για τη φιλοξενία.
Φωτογραφίες: Λάμπρος Τζίμας
Απομαγνητοφώνηση: Αναστασία Μαρκοπούλου