Η μεγάλη πρωταγωνίστρια και δασκάλα του θεάτρου, που αγαπήθηκε και από το κοινό του κινηματογράφου, με μόλις πέντε ταινίες.
Τα πρώτα χρόνια και η τραγική οικογενειακή ιστορία
Σαν σήμερα, στις 16 Ιουλίου 1992, απεβίωσε η αγαπημένη «Πάστα Φλώρα» του ελληνικού κινηματογράφου, κι επί χρόνια πρωταγωνίστρια του Εθνικού Θεάτρου, Μαίρη Αρώνη.
Η Μαίρη Αρώνη γεννήθηκε στις 29 Δεκεμβρίου 1914, στην Αθήνα. Ήταν παιδί αστικής οικογένειας, καθώς ο πατέρας της, Λέανδρος Αρβανιτάκης, ήταν καθηγητής στη Μεγάλη του Γένους Σχολή, με καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη, ενώ η μητέρα της, διατηρούσε οίκο ραπτικής ώσπου να παντρευτεί. Το 1929, με το μεγάλο Κραχ, ο πατέρας της καταστράφηκε οικονομικά, και, μη μπορώντας να το αντέξει, αυτοκτόνησε. Ύστερα από το θάνατό του, η Μαίρη Αρώνη και η μητέρα της, άνοιξαν ξανά τον οίκο ραπτικής, και δούλευαν παρέα για να συντηρήσουν την οικογένεια.
Έχοντας από νεαρή κιόλας ηλικία εκφράσει την αγάπη της για το θέατρο, με τη συμμετοχή της στις σχολικές θεατρικές παραστάσεις, κι όταν η ξαδέρφη Βάσω Μανωλίδου, πέρασε στη Δραματική Σχολή, η Μαίρη Αρώνη έκανε απεργία πείνας, προκειμένου να πείσει τη μητέρα της να της επιτρέψει να γίνει κι αυτή ηθοποιός. Λίγα χρόνια αργότερα, αποφοίτησε από τη Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, ως αριστούχος στην απαγγελία και τη φωνητική, ενώ φοιτούσε παράλληλα και στο Μουσικό Λύκειο Αθηνών.
Η ίδια, μιλώντας για την αγάπη και την πίστη της στο θέατρο έχει δηλώσει: «Ο μεγάλος μου έρωτας είναι το θέατρο. Πιστεύω ότι όλα εδώ αρχίζουν και όλα εδώ τελειώνουν. Φοβάμαι τον χρόνο -σε μας τους ηθοποιούς από ένα σημείο και μετά γίνεται εφιάλτης, γιατί δεν ξέρω τι υπάρχει μετά τον θάνατο. Αλλά, αν υπάρχει μια άλλη ζωή πέρα από ΄δω, εγώ πιστεύω ότι το θέατρο δεν τελειώνει ποτέ. Ακόμη και στην κόλαση, θεατρίνα θα γινόμουν.»
Η γνωριμία με το σύζυγό της και η αρχή μιας λαμπρής καριέρας
Στη σχολή, γνώρισε τον πρώτο σύζυγό της, επίσης ηθοποιό, Θεόδωρο Αρώνη, με τον οποίο και παντρεύτηκε, ένα χρόνο μετά την αποφοίτησή της, το 1934. Την ίδια χρονιά, έκανε και το ντεμπούτο της στο θέατρο, με το έργο “Κοσμική Κίνηση”· μια ερμηνεία που της χάρισε εξαιρετικές κριτικές, και μια θέση στο θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη, την επόμενη χρονιά, σε ηλικία μόλις 21 ετών. Κάποια χρόνια αργότερα, το 1941, γίνεται μία εκ των νεοτέρων πρωταγωνιστριών της εποχής, στο θίασο του Κώστα Μουσούρη, ενώ το 1944 γίνεται συν-θιασάρχης με το Δημήτρη Χορν.
Αγαπούσε πολύ το σύζυγό της, για αυτό και κράτησε το επίθετό του όχι μόνο μετά τον θάνατό του, το 1956, αλλά και όταν ξαναπαντρεύτηκε και όταν χώρισε. Το σοκ από το θάνατό του, της προκάλεσε λεύκη στο δέρμα, και στο εξής έπρεπε πάντα να μακιγιάρει τα σημεία του σώματός της που ήταν εκτεθειμένα όταν έπαιζε.
«Ο Θόδωρος –έλεγε η Αρώνη–, γεννημένος στη Ρωσία, ήταν ένας πραγματικός αριστοκράτης, ιδιαίτερα καλλιεργημένος, ένας γοητευτικός κοσμοπολίτης. Στα γλέντια που κάναμε σπίτι μας, όταν έπινε, συνήθιζε να πετάει μετά τα κρυστάλλινα ποτήρια πίσω του, όπως έκανε και στη Ρωσία. Κι εγώ του έλεγα “σπάσ’ τα, Φέντια μου, σπάσ’ τα, εσύ να είσαι καλά, σπάσ’ τα όλα, Φέντια μου”. Όταν εκείνος αρρώστησε από καρκίνο τού στάθηκα όσο κανείς, κοιμόμουν μαζί του στο νοσοκομείο, στο διπλανό κρεβάτι, για να μη μένει μόνος. Μέχρι και έρωτα του ζητούσα να κάνουμε, έτσι, για να αισθάνεται πως είναι ακόμα ζωντανός».
Η μακρόχρονη συνεργασία με το Εθνικό Θέατρο
Η Μαίρη Αρώνη εντάσσεται το 1946 στο δυναμικό του Εθνικού Θεάτρου, ως πρωταγωνίστρια, όπου και θα ερμηνεύσει, ως το 1950, μια σειρά από πασίγνωστα έργα παγκόσμιου ρεπερτορίου. Μετά τη συμμετοχή της στην «Ελληνική Σκηνή», του Δημήτρη Ροντήρη, ερμηνεύει και πάλι στο Εθνικό, κατά την περίοδο 1954-58, τις «Εκκλησιάζουσες» και τη «Λυσιστράτη», ενώ από το 1963, εγκαταλείπει οριστικά το ελεύθερο θέατρο, και παίζει αποκλειστικά στο Εθνικό, ενσαρκώνοντας πρωταγωνιστικούς ρόλους από όλους τους κλασικούς δραματουργούς, μέχρι και την τελευταία της θεατρική εμφάνιση, το 1982. Από το 1968, μάλιστα, ήταν και δασκάλα στη δραματική σχολή του Εθνικού.
Προσωπική ζωή
Περίπου 10 χρόνια μετά το θάνατο του πρώτου συζύγου της, η Μαίρη Αρώνη παντρεύτηκε τον σκηνοθέτη Κωστή Μιχαηλίδη, ο οποίος, όμως, είχε την κακή συνήθεια να παίζει συχνά στο καζίνο, κι έτσι τους δημιούργησε πολλά χρέη. «Γλίτωσα το σπίτι μου την τελευταία στιγμή. Δύο χρόνια μετά τον γάμο μας του έδωσα τα παπούτσια στο χέρι», έλεγε η Αρώνη.
Η ιδιαίτερη και ξεχωριστή προσωπικότητά της
Με αριστοκρατική φινέτσα και πάντα λαμπερή, η Μαίρη Αρώνη εντυπωσίαζε όποιον τη γνώριζε. Έτεινε πάντα το χέρι της για χειροφίλημα, όταν γνώριζε κάποιον για πρώτη φορά, κι είχε ένα χαρακτηριστικό αστικό αξάν στην ομιλία της. Συνήθιζε να κάνει μπάνιο 4-5 φορές την ημέρα, γιατί δεν ανεχόταν την παραμικρή υποψία μικροβίων ή δυσάρεστης οσμής.
Η κομψότητα, χαρακτήριζε τόσο την ίδια, όσο και το διώροφο αρχοντικό της στο Καλαμάκι, που ήταν πάντα ανοιχτό για φίλους συνεργάτες, τους οποίους απολάμβανε ιδιαίτερα να περιποιείται ως οικοδέσποινα. Ο σκηνοθέτης Βασίλης Νικολαΐδης, που υπήρξε φίλος και συνεργάτης της, έχει δηλώσει: “Πήγαινα γύρω στις 7 το απόγευμα και δεν έφευγα πριν από τις 3 το πρωί. Ήθελε να μαθαίνει νέα, να διηγείται ιστορίες, είχε ανάγκη να μιλάει και φρόντιζε πάντα, κάποια κρύα πιάτα που ετοίμαζε με πολύ μεράκι η ίδια, να βρίσκονται δίπλα μας, σερβιρισμένα σε ένα μικρό τρέιλερ.”
Ο σκηνοθέτης, θυμάται και χαρακτηριστικά περιστατικά από παραστάσεις, που έκαναν εντύπωση κι ήταν δηλωτικά της χειμαρρώδους προσωπικότητάς της· «Στη «Λυσιστράτη», τον Σεπτέμβρη του ’71, ενώ η παράσταση προχωρούσε, οι θεατές συνέχιζαν να μπαίνουν στο πάνω διάζωμα, κάνοντας φοβερό θόρυβο. Φτάνει η στιγμή του όρκου και η Αρώνη, κρατώντας μια μεγάλη μεταλλική ασπίδα, καλούσε τις γυναίκες για τον όρκο της ερωτικής αποχής. Η φασαρία, όμως, από ψηλά συνεχιζόταν. Προφανώς είχαν πουληθεί περισσότερα εισιτήρια από τις θέσεις του θεάτρου. Η Αρώνη ξαφνικά σταμάτησε να μιλάει, πολύ ενοχλημένη. Τους κοίταξε και άφησε απότομα την ασπίδα να πέσει κάτω, από το ύψος του στήθους της. Το Ηρώδειο τραντάχτηκε ολόκληρο και η φασαρία ως διά μαγείας σταμάτησε.
“Ε, τώρα ας ορκιστούμε!” είπε εκείνη με ένα σαρδόνιο χαμόγελο. Το κοινό την αποθέωσε.
Λίγα χρόνια αργότερα, στις “Νεφέλες” του Αριστοφάνη, πάντα με το Εθνικό, σε σκηνοθεσία Σολωμού. Η Αρώνη έπαιζε την πρώτη κορυφαία και τη στιγμή της παρόδου ένα τεράστιο πράσινο σκαθάρι εμφανίστηκε στη μαρμάρινη ορχήστρα, σκορπώντας βουβό πανικό στις κοπέλες του Χορού. Εκείνη, αγέρωχη, μιλώντας, πλησίασε το έντομο και με μια απότομη θεατρική κίνηση το συνέθλιψε με τον χρυσό της κόθορνο. Μετά έβγαλε έναν βαθύ αναστεναγμό ανακούφισης και ακούμπησε το χέρι της στο στήθος, κοιτώντας το κοινό.»
Πάντα πιστή στο θέατρο, το υπηρετούσε ακούραστα και με στρατιωτική πειθαρχία, καθώς, ακόμα κι όταν πέθανε ο πρώτος σύζυγός της, την ημέρα που θα έκαναν πρεμιέρα οι “Εκκλησιάζουσες”, η παράσταση αναβλήθηκε μόνο για μία μέρα, και την επομένη, η Αρώνη ήταν ξανά στο πόστο της. Ακόμα και όταν, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου, οι Γερμανοί είχαν επιτάξει το σπίτι της στο Καλαμάκι, εκείνη συνέχιζε ασταμάτητα τις εμφανίσεις της, ενώ έκανε και παρατηρήσεις στους κατακτητές, για να μην της χαλάνε το παρκέ με τις μπότες τους!
Η δυναμική παρουσία της στον κινηματογράφο
Η πρώτη εμφάνιση της Αρώνη στον κινηματογράφο, ήταν το 1954, στην ταινία “Το σταυροδρόμι του πεπρωμένου”, όπου συμπρωταγωνίστησε με την ξαδέρφη της, Βάσω Μανωλίδου.
Ιδιαιτέρως γνωστή κι αγαπητή, όμως, έγινε μέσα από τις κωμικές ταινίες στις οποίες συμμετείχε: “Μικροί και μεγάλοι εν δράσει”, “Μια τρελή τρελή οικογένεια” και “Η γυναίκα μου τρελάθηκε”.
Μέσα από ξεκαρδιστικούς διαλόγους κι ατάκες που άφησαν εποχή, η χήρα Μαριάννα, που είναι αποφασισμένη να ξαναφτιάξει τη ζωή της, η ιδιόρρυθμη “Πάστα Φλώρα” που τρελαίνει το σύζυγο και την οικογένειά της, αλλά και η απατημένη σύζυγος Άννα, που βάζει στόχο να δώσει ένα μάθημα στον άντρα της, έγιναν χαρακτήρες που αγαπήθηκαν από το κοινό κι επισφραγίστηκαν από την ερμηνεία της Μαίρης Αρώνη. Στην ταινία “Μια τρελή τρελή οικογένεια”, μάλιστα, ο ρόλος της “Πάστα Φλώρας”, είχε αρχικά προταθεί στη Ρένα Βλαχοπούλου, ωστόσο εκείνη θεώρησε πως ήταν αρκετά νέα για να υποδυθεί τη μητέρα της Τζένης Καρέζη, και κάπως έτσι, το ρόλο τελικά ενσάρκωσε η Αρώνη.
Η τελευταία της κινηματογραφική ταινία, ήταν οι “Φουσκοθαλασσιές”, το 1966, σε σκηνοθεσία Ορέστη Λάσκου.
Τα τελευταία χρόνια της καριέρας και της ζωής της
Ύστερα από το πέρασμά της στον κινηματογράφο, και αφού ολοκλήρωσε τις θεατρικές εμφανίσεις της στο Εθνικό, η Μαίρη Αρώνη ασχολήθηκε κυρίως με το ραδιοφωνικό θέατρο. Όπως λένε οι άνθρωποι που τη γνώριζαν, δεν εγκατέλειψε το Εθνικό, μόνο επειδή είχαν απομακρύνει όλους τους συναδέλφους της και είχε αντικατασταθεί όλη η παλιά φρουρά αλλά και από κοκεταρία· ήταν μια πάντα ετοιμοπόλεμη ηθοποιός με τρέλα, νεανική ορμή, απίστευτη ζωντάνια, φρεσκάδα αλλά και με εξαιρετική αίσθηση του timing, που ήθελε να αφήσει το σανίδι, όσο ακόμα είχε μια επιτυχημένη καριέρα.
Όταν, το 1991, ο ανιψιός της Λέανδρος, έμεινε κατάκοιτος, ύστερα από αυτοκινητιστικό, η Αρώνη έχασε πολλή από τη ζωντάνια και την όρεξή της για ζωή. Στις 16 Ιουλίου 1992, φιλοξενούμενη στο σπίτι της ξαδέλφης της, Βάσως Μανωλίδου, δεν ξύπνησε. Πέθανε από ανακοπή στον ύπνο της, όπως το ήθελε, και κάπως έτσι σίγησε μία από τις πιο ηχηρές παρουσίες του ελληνικού θεάτρου.