«Μια ταινία πρέπει να είναι περισσότερο σαν μουσική παρά σαν λογοτεχνία. Πρέπει να είναι μια προοδευτική ανάπτυξη διαθέσεων και αισθημάτων. Το θέμα, αυτό που είναι πίσω από το συναίσθημα, το νόημα, όλα αυτά έρχονται αργότερα».
Το χαρακτηριστικό αυτό απόφθεγμα, προερχόμενο διά στόματος του ίδιου του Στάνλεϊ Κιούμπρικ, δεν θα μπορούσε να αποδώσει και να περιγράψει γλαφυρότερα την καθηλωτική ατμόσφαιρα την οποία περίτεχνα διανθούσε στις ταινίες του. Είναι αξιοσημείωτο πως στην αρχή κάθε ταινίας του, όλα φαίνονται να εξελίσσονται φυσιολογικά και αρμονικά, ώσπου ανυποψίαστα οι ανατροπές διαδέχονται σταδιακά η μία την άλλη, οδηγώντας τον θεατή σε ένα απολαυστικό κρεσέντο αγωνίας, έκπληξης και τρόμου. Πολύ συχνά παρακολουθώντας φιλμ του Κιούμπρικ ο θεατής μπορεί να παρατηρήσει τον εαυτό του να καθηλώνεται από αγωνία, περιμένοντας αιφνιδιασμένος την εξέλιξη του, κρατώντας σχεδόν την αναπνοή του-με μάτια κάθε άλλο-παρά ερμητικά κλειστά! Με αφορμή την ημερομηνία της γέννησής του στις 26 Ιουλίου, θα ξεκλειδώσουμε πτυχές της προσωπικής του ζωής, αλλά κυρίως θα εμβαθύνουμε σε ορισμένες από τις πιο σημαντικές του ταινίες, εστιάζοντας σε αυτό το μαγικό σύμπαν που δημιούργησε και απλόχερα μας χάρισε.
Τα πρώτα χρόνια και το ξεκίνημά του στην έβδομη τέχνη
Γεννημένος το 1928 στο Γουέστ Μπρονξ της Νέας Υόρκης από γονείς μετανάστες Εβραίους, πρώτης γενιάς, ζούσε με την οικογένειά του σε μία από τις θορυβώδεις λεωφόρους της αμερικανικής μεγαλούπολης. Σε κοντινή απόσταση βρισκόταν ένας μεγάλων διαστάσεων μπαρόκ κινηματογράφος ο οποίος έμελλε να γίνει το καταφύγιο των ονείρων του. Είχε δηλώσει: «Είμαι ευτυχισμένος όταν βλέπω μία ταινία, ακόμα και αν είναι κακή». Το I.Q. του είχε πιστοποιηθεί πως ήταν πάνω από τον μέσο όρο. Από την εφηβική του ηλικία ήταν ιδιαιτέρα έκδηλη η κλίση του προς την λογοτεχνία, την φωτογραφία και η προτίμησή του προς την δημιουργική διαδικασία της παραγωγής μίας ταινίας. Ταυτόχρονα, η αγάπη του για την λογοτεχνία ενδυνάμωσε την σύνδεσή του με την ευρωπαϊκή κουλτούρα και αισθητική, αφού από μικρός αγαπούσε να διαβάζει ελληνικούς και ρωμαϊκούς μύθους. Οι επιρροές της ευρωπαϊκής κουλτούρας παραστατικά και με ενάργεια απεικονίστηκαν στις μετέπειτα ταινίες του. Ενώ το πάθος του για το σινεμά σιγόκαιγε μέσα του, το 1946 στράφηκε προς την φωτογραφία και ξεκίνησε να συνεργάζεται με το περιοδικό «Look». Δύο χρόνια αργότερα παντρεύεται με την αγαπημένη του από το γυμνάσιο Toba Metz, ενώ από το 1951 έως το 1953 δημιουργεί ταινίες μικρού μήκους. Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του έρχεται το 1956 με τον τίτλο «The Killing».
Το όραμά του ξεκινά να αντανακλάται στην μεγάλη οθόνη
Ο Κιούμπρικ είχε δηλώσει σε συνέντευξή του: «Για μία περίοδο τεσσάρων ή πέντε ετών, έβλεπα όλες τις ταινίες που γυρίζονταν. Καθόμουν εκεί πέρα και σκεφτόμουν, δεν έχω ιδέα από ταινίες, αλλά ξέρω ότι μπορώ να φτιάξω μια καλύτερη ταινία από αυτή».
Όπερ και εγένετο, αφού με τις ταινίες «Σπάρτακος» (1960) και «Λολίτα» (1962), δίνει το πρώτο καθαρόαιμο στίγμα του για το τί επρόκειτο να ακολουθήσει. Με τον «Σπάρτακο» κατάφερε να δημιουργήσει ένα επικό υπερθέαμα που εκτός της ιστορικής του διάστασης, αναφέρεται έμμεσα στον αντικομουνιστικό διωγμό που ταλάνιζε τον κόσμο εκείνη την περίοδο. Ταυτόχρονα στηλιτεύει τον φιλήδονο κόσμο των ηγετών της Ρώμης με τολμηρές αναπαραστάσεις για την συντηρητική εποχή που προβλήθηκε η ταινία. Με την «Λολίτα», ξεδιπλώνει μία επικίνδυνη θεματική που ακροβατεί ανάμεσα στα ηλικιακά, πνευματικά και ερωτικά σύνορα (ο πρωταγωνιστής ερωτεύεται την ανήλικη κόρη της σπιτονοικοκυράς του). Μία εύθραυστη θεματική που είχε προκαλέσει πολιτιστική, κοινωνική και ηθογραφική αναταραχή στις αρχές της δεκαετίας του ’60. Όμως ο σκηνοθέτης πέτυχε να διαχειριστεί ικανοποιητικά τις λεπτές ισορροπίες της ταινίας. Το συγκεκριμένο φιλμ θα αποτελέσει την αφετηρία για την παραγωγή ταινιών στην Μεγάλη Βρετανία. Από νεαρή ηλικία θεωρούνταν, από όσους τον γνώριζαν, «control freak», αφού επιδίωκε να διατηρεί τον πλήρη έλεγχο σε όλα όσα διαδραματίζονται στις ταινίες του, κρατώντας ατελείωτες σημειώσεις για την περίπλοκη διαδικασία της παραγωγής, τα σκηνικά, τα κουστούμια μέχρι και την μουσική. Αυτή η ατέρμονη τελειομανία και επίμονη παρεμβατικότητά του, δεν θα μπορούσε να γίνει εύκολα ανεκτή στο Χόλυγουντ, γι αυτό και το εγκατέλειψε με προθυμία την συγκεκριμένη χρονική περίοδο.
2001 Η Οδύσσεια του Διαστήματος: Ένα αστρικό ταξίδι επικών διαστάσεων
Το 1968 έχει φτάσει η ώρα η επιστημονική αλήθεια να συναντήσει τα ανοίκεια σύνορα μίας φουτουριστικής φαντασίας με συνοδοιπόρο εντυπωσιακά εφέ, συναρπαστικά αφηγηματικά μοτίβα, φιλοσοφικούς στοχασμούς και προβληματισμούς, με ηχητική επένδυση κλασσικά, μουσικά αριστουργήματα. Η αίσθηση που μεταδίδει ο Κιούμπρικ στον θεατή με την συγκεκριμένη ταινία, είναι η ίδια με την έκσταση που θα αισθανόταν κάθε δημιουργός, καθώς νωχελικά βυθίζεται μέσα στο καλλιτεχνικό του έργο. Σαν μία απρόσμενη βουτιά μέσα στο υποσυνείδητό του με φόντο την μουσική, τα χρώματα, τους απροσδόκητους συνειρμούς, αλλά και τους προβληματισμούς του για το μέλλον.
Η ταινία έχει διάρκεια 142 λεπτά και χωρίζεται σε τέσσερις πράξεις. Αφηγείται την εξέλιξη του ανθρώπου από την εποχή των πιθήκων και των ανθρωποειδών, έως την φουτουριστική εποχή μίας διαστημικής εποχής και υπεροχής. Μιας εποχής που απρόσμενα σκοντάφτει στα ευφυή γρανάζια μιας επιθετικής τεχνητής νοημοσύνης η οποία τυχοδιωκτικά πειραματίζεται με τις διαχρονικές αδυναμίες του σύγχρονου ανθρώπου. Η ταινία έχει ως κεντρικό θέμα ένα διαστημικό πλήρωμα το οποίο έρχεται αντιμέτωπο με την τεχνητή νοημοσύνη της κεντρικής μονάδας επεξεργασίας του διαστημικού σταθμού. Εκείνο προκειμένου να διασφαλίσει την ύπαρξη και συνέχειά του θα στραφεί εναντίον των ανθρώπων που συνεργάζονται μαζί του και το διαχειρίζονται. Ως εκ τούτου, το κοινό προβληματίζεται για την τεχνητή νοημοσύνη η οποία δύναται να δράσει εις βάρος του ανθρώπου, ενώ έπιπλα από τα σκηνικά της ταινίας ξεκινούν να γίνονται μόδα. Ταυτόχρονα στο φιλμ παρουσιάζονται διάφορες ευρεσιτεχνίες, πλέον πιο οικείες στο σύγχρονο κόσμο. Για παράδειγμα το iPad της Apple φαίνεται να έχει τις ρίζες του στα γκάτζετ που είχαν προβληθεί μέσα από την συγκεκριμένη ταινία! Αποτέλεσε βαθιά τομή στις ταινίες επιστημονικής φαντασίας με τους ειδικούς να την συγκαταλέγουν στις σπουδαιότερες στην ιστορία του κινηματογράφου, κατακτώντας ακόμα και την δεύτερη θέση στην λίστα. Από τις έξι υποψηφιότητες βραβείων Όσκαρ, ο Κιούμπρικ κέρδισε αυτό των Ειδικών Εφέ, το οποίο θα ήταν και το μοναδικό στην πορεία της καριέρας του.
Το Κουρδιστό Πορτοκάλι: Ένα δυστοπικό μέλλον με τεχνοκρατικές και πειθαναγκαστικές διαστάσεις
Το 1971 ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ σαν άλλος Όρσον Γουέλς, μάς συστήνει τον πρωταγωνιστή της νέας του ταινίας, παραδομένο σ’ ένα σύμπαν παραβατικότητας, ναρκωτικών, βίας και κλιμακωτής μισαλλοδοξίας. Ένα σύμπαν όμως που σε σύντομο χρονικό διάστημα εκρήγνυται μπροστά στον ήρωα του, τόσο κυριολεκτικά όσο και μεταφορικά, σαν εκδικητικό κάρμα. Αναπόφευκτα έρχεται αντιμέτωπος με ένα νέο, εναλλακτικό σωφρονιστικό σύστημα που θα τον αντιμετωπίσει ως πειραματόζωο και θα τον τιμωρήσει ανελέητα για όλα τα δεινά που αβίαστα προκάλεσε εκείνος και η ανεξέλεγκτη παρέα του σε μία σειρά από ανυποψίαστους συμπολίτες του. Ο σκηνοθέτης θέτει το κλασσικό ερώτημα αν ο σκοπός αγιάζει τελικά τα μέσα. Είναι δυνατόν μία κρατική βία, με το πρόσχημα της ιατρικής επιστήμης και προς σωφρονισμό των εγκληματιών, να χρησιμοποιήσει ψυχολογικά τεχνάσματα και πειράματα αντίστοιχης βιαιότητας; Θα ήταν εφικτό να ελεγχθεί όλο αυτό στην ολότητά του και πόσο ασφαλής θα ήταν ως πρακτική για την ψυχική υγεία των «διορθωμένων» εγκληματιών; Ηθικά ερωτήματα διαχρονικής αξίας για ευάλωτους πολίτες που διαρκώς έρχονται αντιμέτωποι με τα σκληρά και συχνά βίαια πρόσωπα της κοινωνίας. Ο Κιούμπρικ υπό τους ήχους της κλασσικής μουσικής του Μότσαρτ και του Μπετόβεν, θα δημιουργήσει σκηνές ακραίας βίας με ομαδικούς βιασμούς και δολοφονίες, μαζί με ναρκωτικές ουσίες ριγμένες μέσα σε ποτήρια γάλατος τις οποίες σαρκαστικά γεύονταν οι πρωταγωνιστές. Η ταινία θα προκαλέσει σάλο, ενώ ένα χρόνο μετά την επίσημη κυκλοφορία της θα αποφασιστεί η απαγόρευση προβολής της στην Αγγλία. Απέσπασε τέσσερις υποψηφιότητες για Όσκαρ, ενώ μέχρι σήμερα θεωρείται έως ένα από τα αριστουργήματα του παγκόσμιου κινηματογράφου. Ο ίδιος είχε δηλώσει κάτι που συνάδει και με τον τρόπο προσέγγισής του στα ιδιαίτερα θέματα των ταινιών του: «Αν μπορείς να μιλάς ωραία για ένα πρόβλημα, δημιουργείς την εντύπωση ότι το ελέγχεις». Στην πορεία θα ακολουθήσει το φιλμ εποχής «Μπάρι Λίντον» (1975), το οποίο θεωρείται υψηλής αισθητικής, αληθοφανές ως προς την αναπαράσταση της εποχής που επικαλείται και ταυτόχρονα επιβλητικό.
Η Λάμψη: Ένα υπερφυσικό ταξίδι που ακροβατεί σε παράλληλα σύμπαντα
Με την Λάμψη (1979) ο ταλαντούχος Στάνλεϊ Κιούμπρικ ταλαντώνει με μαεστρία τα επίπεδα τρόμου, τοποθετώντας τον θεατή σ’ έναν ανέγνωρο λαβύρινθο μεταφυσικών εμπειριών. Η ιστορία διαδραματίζεται μέσα στους περίπλοκους διαδρόμους ενός φαινομενικά ήρεμου ξενοδοχείου. Οι θεωρίες για το τί πραγματικά διαδραματίζεται, είναι κάτι που αφήνεται στην φαντασία του θεατή ή ακόμα και στο ευρύ πεδίο των προσωπικών του ερμηνειών που δύναται να προβάλλει επάνω στην ταινία. Ο Τζακ Νίκολσον ως ψυχικά διαταραγμένος πατέρας, μετατρέπει την ζωή της οικογένειάς του σε κόλαση ή εναλλακτικά, φαντάσματα από το παρελθόν αναλαμβάνουν δράση, αποσυντονίζοντας τους πρωταγωνιστές μέσα σε μία αλλοπρόσαλλη διάσταση. Μία άλλη ερμηνεία της ταινίας παρουσιάζει το πολύπλοκο ξενοδοχείο ως το επαναστατημένο υποσυνείδητο του πατέρα, υποκινούμενο από το φονικό του ένστικτο. Η τελειομανία και η σχολαστικότητα του Κιούμπρικ χτύπησε κόκκινο στην συγκεκριμένη ταινία, αφού απαιτούσε από τους ηθοποιούς του επαναλήψεις της ίδιας σκηνής από εβδομήντα έως εκατόν πενήντα φορές! Η συμπρωταγωνίστρια του Τζακ Νίκολσον, Σέλι Ντουβάλ είχε εξαντληθεί από τα πολύωρα γυρίσματα. Παρέμεινε άρρωστη επί μήνες, ενώ από το υπερβολικό στρες των γυρισμάτων άρχισε να χάνει τα μαλλιά της. Ο συγγραφέας του βιβλίου στο οποίο βασίστηκε η ταινία Στίβεν Κίνγκ, είχε σοβαρές ενστάσεις, δηλώνοντας ότι μίσησε αυτήν την κινηματογραφική μεταφορά. Ανεξάρτητα από τις αντιδράσεις, η ταινία πρωτοπόρησε με τα εντυπωσιακά πλάνα τράβελινγκ με steadicam, ενώ οι αναλύσεις θεωριών συνομωσίας που εκρέουν από τα προσεγμένα καρέ της ταινίας κρατούν δυνατά έως τις μέρες μας.
Μάτια ερμητικά κλειστά: Ένα κύκνειο άσμα μέσα σε μια επικίνδυνη λίμνη αισθησιακών πειραματισμών
Έχοντας αφήσει πίσω την ταινία του «Full Metal Jacket» (1987), ο Κιούμπρικ ολοκληρώνει τα κινηματογραφικά του δημιουργήματα με την ταινία «Μάτια ερμητικά κλειστά» (1999). Πρωταγωνιστές το πιο αστραφτερό ζευγάρι του Χόλυγουντ τότε, ο Τομ Κρουζ και η Νικόλ Κίντμαν. Το υπέροχο αυτό φιλμ αποτελεί την ερωτική οδύσσεια ενός παντρεμένου ζευγαριού μέσα στις χαοτικές διαδρομές του ανεξίτηλου πόθου, των απρόσμενων πειρασμών, των ερωτικών απωθημένων και ριψοκίνδυνων διεκδικήσεων. Όλα αυτά αριστοτεχνικά πλασμένα σ’ ένα κόκκινο φόντο επικίνδυνου αισθησιασμού που ακροβατεί ανάμεσα σε μασκέ πάρτι οργίων, μυστικές αδελφότητες διεφθαρμένων εξουσιαστών, σκοτεινών ατόμων της νύχτας και όχι μόνο. Ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ υφαίνει έναν εύθραυστο ιστό, μέσα στον οποίο εμπλέκεται το παντρεμένο ζευγάρι. Σ’ αυτόν τον ιστό το ζευγάρι προσπαθεί να απεμπλακεί από ενοχές, μεταφυσικές διαστάσεις, ψυχοφθόρες επιθυμίες και ακροβατικούς πειραματισμούς. Τελικός στόχος να εμβαθύνει στην σωτήρια δύναμη της αγάπης, με προϋπόθεση την αμοιβαία ειλικρίνεια και λειτουργικό παρανομαστή την ερωτική τους σύνδεση και χημεία, η οποία σαρκαστικά αποτυπώνεται στο φινάλε της ταινίας. Τα εξαντλητικά γυρίσματα κράτησαν περίπου δύο χρόνια, ενώ η μυστικότητα γύρω από αυτά ήταν πρωτοφανής. Στις επτά Μαρτίου του 1999, λίγες μέρες πριν την επίσημη προβολή της ταινίας στις κινηματογραφικές αίθουσες, ο Κιούμπρικ θα φύγει από την ζωή από καρδιακή ανακοπή.
Μερικά τελευταία καρέ στο φαινόμενο Στάνλεϊ Κιούμπρικ
Μέσα από τα έργα του, είναι εφικτό ο σινεφίλ να διακρίνει την συχνή διάθεση που τον διακατέχει για καυτηριασμό των πολιτικών τάσεων και ιδεολογιών. Συχνά αποδοκιμάζει μέσω των ηρώων του, τον Συντηρητισμό (Μπάρι Λίντον), τον Φασισμό (Κουρδιστό Πορτοκάλι), τον Σοσιαλισμό (SOS Πεντάγωνο καλεί Μόσχα), αλλά και τον Καπιταλισμό (Η Λάμψη). Οι επιρροές του στην ποπ κουλτούρα, επίσης εμφανείς. Αν ο θεατής παρατηρήσει αφενός το λευκό δάπεδο-που θυμίζει dancefloor-στην «2001 Οδύσσεια του Διαστήματος», αφετέρου την εισαγωγή της ταινίας «Κουρδιστό Πορτοκάλι» και τα αντιπαραβάλλει με την εισαγωγή του videoclip της Lady Gaga «Bad Romance», θα εντοπίσει ξεκάθαρα τις ομοιότητες. Μία επιρροή που με την συγκεκριμένη αισθητική δημιούργησε τάση στα μουσικά videoclips το 2010. Ένας τελευταίος παράγοντας στο μύθο του Στάνλεϊ Κιούμπρικ είναι οι θεωρίες συνωμοσίας που συνοδεύουν κάποιες από τις ταινίες του. Για παράδειγμα, ακόμα και σήμερα ορισμένοι ισχυρίζονται ότι το 1969 η απόβαση του Νηλ Αρμστρονγκ στη Σελήνη αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας γυρισμένο μέσα σε κινηματογραφικά στούντιο από τα έμπειρα χέρια του σκηνοθέτη. Άλλοι πάλι αναφέρουν πως σκοτεινοί παράγοντες του Χόλυγουντ και όχι μόνο, φοβούμενοι τις αποκαλύψεις του για ένα ερεβώδη, παράλληλο κόσμο που αποτυπώνεται μέσα από την ταινία του «Μάτια ερμητικά κλειστά», φρόντισαν για τον ξαφνικό του θάνατο, λίγο πριν την πρεμιέρα της ταινίας του.
Αλήθειες ή ψέματα, εμείς ως παρηγοριά κόντρα στην δύσκολη εποχή που βιώνουμε, έχουμε πάντα την ευκαιρία να ανατρέχουμε στα ελκυστικά σύμπαντα που ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ δημιούργησε. Έτσι απολαμβάνουμε την δυνατότητα να ονειρευτούμε το δικό μας εναλλακτικό και παράλληλο σύμπαν απόδρασης από μία συχνά πεζή πραγματικότητα!
Διαβάστε και άλλα άρθρα μου πατώντας πάνω στον σύνδεσμο που ακολουθεί: https://mikrofwno.gr/author/nikolasgiovanoulis/