Χρήστος Παπαδόπουλος. Ένα μεγάλο κεφάλαιο της σύγχρονης μουσικής, μας ξετυλίγει τη διαδρομή του. Ξεκινώντας απο τα Γρεβενά και φτάνοντας για σπουδές στην Πάτρα όπου μια τυχαία συνάντηση με άλλους φοιτητές τους οδήγησαν να δημιουργήσουν το επιτυχημένο συγκρότημα “Τα Παιδιά απο την Πάτρα”. Μάλιστα το 1983 ο δίσκος τους “Αφιερωμένο εξαιρετικά” πούλησε πάνω απο 350.000 αντίτυπα και συγκαταλέγεται στους πιo εμπορικούς ελληνικούς δίσκους όλων των εποχών! Η ικανότητά του να δημιουργεί δική του μουσική φάνηκε ήδη απο την εποχή των Παιδιών απο την Πάτρα, όμως αυτό που τον καθιέρωσε ως συνθέτη, ήταν η εμβληματική μουσική που έγραψε για τηλεοπτικές σειρές και ταινίες. Οι συνθέσεις του είναι ιδιαίτερες και σε συγκλονίζουν καθώς οι νότες σου ξυπνούν αρχέγονες μνήμες Ελλάδας και Μέσης Ανατολής δημιουργώντας ένα μαγικό μελωδικό κράμα που σε ταξιδεύει σε κόσμους γεμάτους μυστήριο, έρωτα και πάθος. Είχαμε τη χαρά να βρεθούμε μαζί του στο στούντιό του και να μας αποδείξει οτι εκτός απο πολύ ταλαντούχος μουσικός είναι και ένας πολύ ζεστος και προσιτός άνθρωπος γεμάτος κέφι για δημιουργία. Σταθήκαμε τυχεροί καθώς ακούσαμε για πρώτη φορά τη μουσική για την Ανατολία, την καινούρια παράσταση που θα ανέβει στο Βεακειο θέατρο, καθώς και τη μουσική για δύο τηλεοπτικές σειρές που θα προβληθούν την ερχόμενη σεζόν. Το “Κόκκινο ποτάμι 2” και το “Γλυκάνισο“. Μοναδικές στιγμές απο ένα μοναδικό καλλιτέχνη.
Ας ξεκινήσουμε με την καινούρια μουσική παράσταση που ετοιμάζετε. Πείτε μου για αυτή.
Θα παρουσιάσουμε στο Βεάκειο, στις 14 Σεπτεμβρίου, μια μουσικοαφηγηματική παράσταση, την «Ανατολία». Ξυπνάω ένα πρωί και λέω οτι θα ήταν πολύ όμορφο να κάνω μια παράσταση για τη Σμύρνη. Έτσι σκέφτηκα μια ιστορία με μια γλυκιά Σμυρνιά κοπέλα με πολύ ωραία φωνή από πλούσια οικογένεια η οποία να μαθαίνει πιάνο και να μυείται στο «Καφέ Αμάν», να γίνεται η καταστροφή και να έρχεται μετά πρόσφυγας στον Πειραιά όπου τότε ξεκινάει το ρεμπέτικο τραγούδι. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι δέχτηκαν μεγάλο bullying απ τους ντόπιους. Παστρικές και πουτάνες τις φώναζαν… Πέρασαν δύσκολα. Οπότε έτσι «δένεται» η καταστροφή της Σμύρνης με την αρχή του ρεμπέτικου. Η αλήθεια είναι ότι κάνουμε πρόβες και δακρύζουμε με τα κείμενα που έγραψε η Βερόνικα Αργέντζη. Μου κάνει εντύπωση επίσης η Βιολέτα Ίκαρη, η οποία θα υποδυθεί τον ρόλο της Ανατολίας. Είναι πολύ εκφραστική και αποδίδει άψογα το ρόλο. Ο εκπληκτικός επίσης Μανώλης Μητσιάς που είναι και εξαιρετικός ως άνθρωπος και βέβαια πολύ καλός τραγουδιστής με μεγάλη ιστορία, θα τραγουδήσει δώδεκα από τα είκοσι συνολικά τραγούδια.
Όλο αυτό το εγχείρημα θα δισκογραφηθεί;
Θα ηχογραφηθεί και θα δούμε στην συνέχεια.
Έχετε και άλλες τέτοιες ωραίες ιδέες για μουσικοθεατρικές παραστάσεις;
Ναι. Τώρα είχα πάει διακοπές και μου ήρθε στο μυαλό μια ιδέα, αλλά θέλει πολλή δουλειά η συγκεκριμένη. “Ποια σχέση υπήρχε μεταξύ Τρούμπας και Νέας Ορλεάνης;” Αυτά τα δύο κι όμως μπορούν να συνδέονται μεταξύ τους με τους καταπιεσμένους ανθρώπους την ίδια εποχή που οι μεν έγραψαν τα blues και οι δε έγραψαν το ρεμπέτικο.
Βλέπουμε έχετε μια μεγάλη συλλογή απο μουσικά όργανα πολύ ιδιαίτερα. Ποιό είναι το πιό πολύτιμο για εσάς;
Το όργανο που θα εκμεταλλευόμουν αν ποτέ καταστρεφόμουν οικονομικά ή εάν ερχόταν ένας καψούρης και μου έλεγε «πόσα θες για αυτό το όργανο; Πάρτα, ορίστε!», είναι αυτό το κιθαρομπούζουκο που βλέπετε εκεί, το οποίο είναι το πρώτο κιθαρομπούζουκο που έκανε ο ίδιος ο Μανώλης Χιώτης το 1962! Μέχρι τότε έπαιζαν τρίχορδα μπουζούκια. Ο Χιώτης μέχρι να καταλήξει στο τετράχορδο που ξέρουμε, πειραματιζόταν με αυτό το συγκεκριμένο όργανο και εγώ τώρα καταλαβαίνω τον λόγο για τον οποίον δεν το προχώρησε. (σ.σ. Αρχίζει να παίζει με το συγκεκριμένο όργανο την μελωδία του «Αγάπη που γινες δίκοπο μαχαίρι). Είναι ξερό στον ήχο τελείως. Είναι σαν μαντολίνο δηλαδή. Δεν έχει γκάζια. Είναι και στο βιβλίο του Πετρόπουλου αυτό το ίδιο όργανο.
Πώς κατέληξε στα χέρια σας;
Το είχε ο Τάκης Σούκας. Του το είχα ζητήσει αλλα μου είπε ότι δεν το δίνει με τίποτα. Κάποια στιγμή από μόνος του ήρθε και μου είπε «έλα πάρτο!».
Εχω διαβάσει ότι σας αγόρασαν το πρώτο σας μπουζούκι όταν ήσασταν 10 ετών. Ωστόσο ασχοληθήκατε και με ροκ μονοπάτια όταν ήσασταν στα Γρεβενά. Πώς τα συνδυάσατε;
Γεννήθηκα το 1961 σε μια οικογένεια ούτε φτωχή αλλα ούτε πλούσια. «Μπολιάστηκα» με τον Τσιτσάνη και τον Καζαντζίδη που έπαιζαν στα ραδιόφωνα εκείνη την εποχή, αλλά παράλληλα, με τους φίλους μου επηρεαστήκαμε και από την γενιά του Woodstock τότε κι όταν άκουσα τον Jimmy Hendrix μαγεύτηκα. Όπως μαγεύτηκα και όταν άκουσα Μανώλη Χιώτη. Οπότε αυτά τα δύο πήγαιναν και ακόμη πάνε παράλληλα διότι η μουσική είναι μία! Αυτή που εμάς μας αρέσει, θέλω να ελπίζω, είναι η καλή.
Όταν πήγατε στην Πάτρα για να σπουδάσετε, είχατε φανταστεί ότι θα είναι η αρχή για να κάνετε μια μεγάλη καριέρα στην μουσική;
Όχι. Έγινε τυχαία. Πιστεύω ότι στο να πετύχει κάποιος -εάν θεωρούμαι επιτυχημένος- πρέπει να έχει ασχοληθεί με αυτό που κάνει πολύ, να έχει ταλέντο, αλλά παίζει και μεγάλο ρόλο η τύχη. Εγώ πιστεύω ότι στάθηκα πολύ τυχερός. Εγώ τότε ήξερα να παίζω κιθάρα και μπουζούκι. Όταν πήγα να σπουδάσω Μηχανολογία στην Πάτρα, δεν υπήρχαν ακόμη «Τα Παιδιά Απ’ Την Πάτρα». Σε ένα μικρό μαγαζί έπαιζαν ο Λάμπρος Καρελάς, ο Αργύρης και ο Βαγγέλης. Σε κάποια φάση έφυγε ο μπουζουξής τους για φαντάρος. Τυχαία ήρθαν σε μια κατάληψη του πανεπιστημίου και γνωριστήκαμε. Εγώ τα μόνα τραγούδια που έπαιζα στο μπουζούκι ήταν το «Περασμένες μου αγάπες» και τη «Φωτιά» του Χιώτη που ήταν πράγματα πολύ δύσκολα τότε. Τους λέω οτι παίζω μπουζούκι και μου λένε «Σε λίγες μέρες φεύγει ο μπουζουξής μας και σε χρειαζομαστε. Έλα στη μπουάτ Ιζαμπέλλα. Ξεκινάμε!». Κατέβηκα τότε θυμάμαι με το τραίνο στην Αθήνα και αγόρασα ένα μπουζούκι, γιατί δεν είχα. Την πρώτη μέρα δεν ήξερα τίποτα από το ρεπερτόριο και σε μια εβδομάδα έμαθα τα τραγούδια που θα παίζαμε και έγινα έτσι μέρος της μπάντας. Αυτή ήταν λοιπόν η αρχή.
Πολύ παράδοξο καθώς κανείς απο το συγκρότημα δεν καταγόταν από την Πάτρα! Πώς ήταν η εμπειρία του να βρίσκεστε στο πάλκο και να παίζετε για πρώτη φορά μπροστά σε κόσμο;
Επειδή εγώ έπαιζα κομμάτια στην κιθάρα, με το μπουζούκι μου φαίνονταν όλα εύκολα και δεν είχα και καθόλου άγχος. Η μπουάτ «Ιζαμπέλλα» βέβαια ήταν ένα μαγαζί χωρητικότητας πενήντα περίπου ατόμων και παίζαμε καθιστοί. Στις αρχές με κάλυπτε ο Λάμπρος με το ακορντεόν και με βοηθούσε. Δεν συνέβη όμως εκεί η τρομερή επιτυχία. Αργότερα, όταν πήγαμε στο «Χάραμα» οπου ήταν ένα μαγαζί υπόγειο που χωρούσε γύρω στα τετρακόσια άτομα έγινε το Μπάμ.
Πώς πήρε το συγκρότημα αυτό το όνομα και πως κλιμακώθηκε η μετέπειτα δισκογραφική σας επιτυχία;
Ο «πνευματικός πατέρας» των «Παιδιών από την Πάτρα» ήταν ο Βαγγέλης Δεληκούρας. Η καλλιτεχνική μας κατεύθυνση ήταν να παίζουμε τραγούδια των δεκαετιών ’60 και ’70 με τον δικό μας τρόπο. Είπαμε τότε να κάνουμε έναν αναμνηστικό δίσκο, ο οποίος βγήκε την κατάλληλη στιγμή και ίσως επειδή ήταν και αισιόδοξος και ανεβαστικός, πήγε καλά και πούλησε 350.000 αντίτυπα! Υπήρχε τότε και μια αισιοδοξία στην Ελλάδα με την αλλαγή καθώς ήρθε το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία.
Περιμένατε τόση μεγάλη επιτυχία;
Οχι! Επρόκειτο απλά για έναν αναμνηστικό δίσκο που απευθυνόταν στους θαμώνες του μαγαζιού ουσιαστικά. Αλλά αυτοί οι θαμώνες έφυγαν και πήγαν στην επαρχία, στους γονείς και στους φίλους τους, έβαζαν τον δίσκο μας στο πικάπ και από ‘κει ξεκίνησε όλο αυτό και έπειτα έγινε χαμός! Έτσι διαδόθηκε.
Με πολύ φυσικό και ωραίο τρόπο δηλαδή. Έχετε ταξιδέψει σε πολλά μέρη του κόσμου, όπως Ινδία, Συρία, Ιράκ, Ιορδανία… Ποια ανάγκη σας ώθησε να κάνετε όλα αυτά τα ταξίδια;
Εγώ μαγεύτηκα όταν κάποια στιγμή το ’95 — ’96, ήρθαν και έπαιξαν στην Πάτρα οι “Night Ark” απο την Αμερική. Αυτός ήταν ο πρώτος ethnic ήχος που με συγκλόνισε και ήθελα να γνωρίσω αυτό το είδος μουσικής από κοντά. Είχα πάει ήδη στα 23 μου χρόνια το πρώτο ταξίδι στην Ινδία και μαγεύτηκα εκεί με τον τρόπο αυτοσχεδιασμού. Όλα αυτά τα ταξίδια ήταν σχετικά με την μουσική. Έχω πάει και στη Βραζιλία και έπαιξα σε ένα μέγαρο μουσικής στην Χιλή, αλλά δεν ξαναπάω στην Λατινική Αμερική ούτε με μαγεύει η μουσική τους εκεί. Ούτε η Αμερική με μαγεύει. Ασχολήθηκα λίγο με την jazz και είναι πράγματι μαγικός ο τρόπος που αυτοσχεδιάζουν και ο τρόπος που σκέφτονται μουσικά, αλλά ποτέ δεν με ανατρίχιασε μια jazz μελωδία ή να με κάνει να δακρύσω. Πάντα η Ανατολή με έκανε. Δεν ξέρω, ίσως έχει να κάνει και με τις ρίζες μου, επειδή οι παππούδες από την μεριά του πατέρα μου είναι Πόντιοι ή επειδή ίσως στα Γρεβενά άκουγαν τα βραχέα και έπιαναν συνέχεια σταθμούς από την Τουρκία… Είναι και το Βυζάντιο που οι Τούρκοι πήραν την καλή βυζαντινή μας μουσική και την εξέλιξαν. Πιστεύω ότι η Ελλάδα έχει πολύ μεγάλο παραδοσιακό μουσικό πλούτο και γενικά οι χώρες της Μεσογείου. Είχα πάει στην Αίγυπτο και πρόσφατα πήγα στο Μαρόκο όπου και εκεί έχουν κάποια ωραία μουσικά στοιχεία. Θυμάμαι στην Συρία και στην Ινδία που καθόμουν και τους άκουγα να παίζουν με τις ώρες. Στην Ινδία έχουν βέβαια και άλλη φιλοσοφία. Εμείς πιάνουμε το όργανο αμέσως και θέλουμε να παίξουμε. Θυμάμαι έναν μουσικό στην Ινδία που έπαιζε Σιτάρ, ο οποίος πρώτα ήθελε να προσευχηθεί, μετά να ανάψει αρωματικά κεράκια και στικάκια, να καθίσει ήσυχα κάτω και μετά άρχισε να παίζει. Εγώ που τον παρακολουθούσα μετά από μισή ώρα είχα ήδη βαρεθεί με όλα αυτά! (Γέλια.) Αργά πάντα και σε ντο δίεση βασική τονικότητα. Έχουν άλλους ρυθμούς εκεί.
Τι κοινό έχουν οι Ελληνικοί μουσικοί δρόμοι με αυτούς της Ανατολής;
Έχουμε πολλά κοινά, ειδικά αν εξετάσουμε την παραδοσιακή μας μουσική, αλλά δεν συμβαίνει το ίδιο με την σύγχρονη μουσική μας που δεν υπάρχουν καθόλου κοινά και πάει πλέον κατά διαόλου.
Πώς βλέπετε την δισκογραφία τώρα σε σχέση με την εποχή που εσείς ξεκινήσατε την μουσική σας καριέρα;
Εγώ, πριν γράψω τα δικά μου τραγούδια, θυμάμαι ότι πήγαινα στα Εξάρχεια, σ’ ένα γραφείο όπου ο άνθρωπος εκεί πουλούσε σπίτια, κρασιά, λάδια και τραγούδια μαζί! (Γέλια). Αυτός ήταν ο στιχουργός του Μανώλη Χιώτη, ο Κολοκοτρώνης, όπου εγώ έπαιζα το μπουζούκι και αυτός τραγουδούσε μια μελωδία με χάλια φωνή. Όμως, υπήρχε κάποιος που λεγόταν παραγωγός, ο οποίος αναγνώριζε το μεγαλείο αυτού του πράγματος! Το έδινε σε κάποιον που λεγόταν ενορχηστρωτής και έκανε τον δίσκο. Έτσι, ένα πρωτόλειο υλικό που το άκουγες και έλεγες «μα είναι ποτέ δυνατόν», γινόταν ολόκληρος δίσκος. Στις μέρες μας πια υπάρχει ένας δημιουργός κλεισμένος σ’ ένα στούντιο που τα κάνει όλα και για να τα δώσει σ’ έναν τραγουδιστή, πρέπει ο τραγουδιστής να επωμισθεί οικονομικά το 95% της παραγωγής. Δηλαδή πλέον δεν υπάρχει ο παραγωγός και ο ενορχηστρωτής. Από ‘κεί και μετά, μπαίνουν κι άλλοι παράγοντες, όπως το πόσα λεφτά θα χρειαστεί ο ίδιος ή η εταιρεία για να το διαφημίσει στις ηλεκτρονικές πλατφόρμες, Spotify και YouTube, για να κάνει επιτυχία. Θα πει κάποιος ότι και τότε διαφήμιζαν το προϊόν οι εταιρείες που τότε είχαν κιόλας τα χρήματα. Τα πράγματα όμως έχουν συρρικνωθεί πάρα πολύ και για να προβληθεί κάποιος, πρέπει να γίνει μπίζνα οργανωμένη από την αρχή. Τότε όμως μπορούσε να υπάρξει κι η έκπληξη. Μπορούσε να έρθει ένα παιδί από την επαρχία και να πετύχει κάτι. Τώρα είναι πολύ δύσκολα τα πράγματα.
Έχει αλλάξει ο τρόπος που διασκεδάζει ο Έλληνας;
Πιστεύω ότι η μουσική στον Έλληνα περνάει σε μια άλλη διάσταση. Ο Έλληνας όταν είχε λεφτά πιο παλιά, δεν τον ένοιαζε που θα διασκεδάσει. Τώρα όμως θα πάρουμε το εισιτήριο μας ένα μήνα πριν ηλεκτρονικά για κάποιο θέαμα και προγραμματίζει πλέον ο κόσμος το τι θα ακούσει και τι θα δει. Γινόμαστε λίγο Ευρώπη πάνω σε αυτό το θέμα και αυτή η εξέλιξη είναι καλή. Βέβαια, μου λείπουν κάποια βράδια της δεκαετίας του ’80 που αν και καθημερινή, πηγαίναμε έτσι στο ξεκάρφωτο στην Εθνική οδό, μπαίναμε σ ένα σκυλάδικο και βλέπαμε για παράδειγμα τον Μανώλη Αγγελόπουλο! Αυτό τώρα πια δεν υπάρχει. Ή να είναι καθημερινή και πάμε να δούμε τον Κώστα Καφάση στο «Ιφιγένεια», επί της Συγγρού τότε. Τέλος αυτά πια!
Ποια είναι η γνώμη σας για την τραπ που έχει σαρώσει τα πάντα;
Η ραπ μουσική πιστεύω πώς έχει μερικά πράγματα, στιχουργικά τουλάχιστον, που σε συγκλονίζουν. Η Τραπ δεν έχει τίποτα. Δηλαδή, όλο αυτό το άκουσμα σχετιζόμενο με τα λεφτά, τις γκόμενες, τα ακριβά αυτοκίνητα και τις αλυσίδες τα κοσμήματα και τα λοιπά, δεν είναι καν στίχος και δεν είναι καν μουσική, διότι η Ελλάδα να μην ξεχνάμε ότι έχει μεγάλους, τεράστιους ποιητές. Έχει τον Σεφέρη και τον Ρίτσο καθώς και συγγραφείς πολύ σπουδαίους όπως ο Παπαδιαμάντης. Η τραπ ξεφτιλίζει τον Ελληνικό πολιτισμό.
Χάριν αντιλόγου, θα πω ότι και αυτοί που ακούν τραπ, την ακούν εις γνώσιν αυτού που λέμε τώρα. Χορεύουν στο κλαμπ και δεν πολυδίνουν σημασία στο τι ακούν εκείνη την ώρα. Δεν λένε «τώρα ακούω το απαύγασμα της τέχνης»…
Κανένας μορφωμένος άνθρωπος δεν μπορεί να κάτσει και να ακούσει αυτό το πράγμα. Οκ. Μπορείς να πιεις δυο ποτά και να ακούσεις τράπ σε ένα κλαμπ, όμως μέχρι εκεί. Ένας μορφωμένος άνθρωπος επιπέδου δεν θα βάλει να ακούσει τραπ στο σπίτι του. Δυστυχώς είναι χαμηλό το επίπεδο των παιδιών ως τα 15 τους χρόνια και μετά ξαφνικά, όταν ανοίγει το μυαλό τους, ξυπνάνε και λένε «τι ακούγαμε ρε τότε; Πόσο χαζά ήμασταν;» (Γέλια).
Πάντα όμως υπήρχαν ευτελή ακούσματα. Και στην δεκαετία του ’70 και του ’80.
Βέβαια. Πάντα υπήρχαν φθηνές μουσικές, Ας μην αναφέρουμε Έλληνες τώρα. Υπάρχουν και τραγουδιστές στις μέρες μας που αναδεικνύονται σε μικρή διάρκεια, ενός έτους ενδεχομένως, μέσα από μουσικά talent show.
Να γυρίσουμε πάλι στα ταξίδια. Λέγεται ότι όποιος ταξιδεύει, διευρύνει τους πνευματικούς του ορίζοντες και βλέπει μετά αλλιώς την ζωή. Εσείς μετά από όλα αυτά τα ταξίδια αντλήσατε έμπνευση για τις δημιουργίες σας;
Η Ελλάδα είναι πολύ ωραία χώρα με ωραία μέρη και τοπία και μάλιστα, εγώ όπου βρεθώ και μείνω, γράφω και κάτι. Είναι όμως διαφορετικός ο τρόπος ζωής σε τόπους όπως η Καππαδοκία. Πας εκεί και μαγεύεσαι διότι βλέπεις ναούς σε σπηλιές και ταξιδεύει το μυαλό σου στο τι δημιούργησαν οι Βυζαντινοί που εμείς θεωρούμε ότι ήταν Έλληνες, αλλά δεν είναι ακριβώς έτσι. Ήταν Ρωμαίοι. Έχω διαβάσει πολύ ιστορία και πάντοτε, όλα αυτά τα ταξίδια τα έκανα συντροφιά με ένα ιστορικό μυθιστόρημα εκείνης της εποχής και νομίζω ότι το να μπαίνει το μυαλό οποιουδήποτε σε εκείνες τις εποχές, τον κάνει να γράφει και μουσική. Λέμε δηλαδή ότι γράφουμε εμπνευσμένοι από ένα ωραίο τοπίο ή από μια ωραία ιστορία που έχουμε νοερά ή ορμώμενοι από μια ωραία αγάπη, έναν έρωτα… Ναι. Εγώ μπορώ να γράψω μουσική αφού διαβάσω ένα κείμενο ενός ιστορικού συγγραφέα.
Το 1983, πήρατε την μηχανή σας και πήγατε απρογραμμάτιστα ένα ταξίδι στην Ευρώπη. Πώς έγινε αυτό και πώς προέκυψε αυτή η περιπέτεια;
Ναι, ναι! Ήμουν 22 χρονών και είχα μια μηχανή 750 κυβικών. Ένα βράδυ, “μου την έδωσε” και μόλις τελειώσαμε μια πρόβα στο «Χάραμα», πήρα κάτι δανεικά από κάποιους φίλους και βλέπω ένα καράβι στο λιμάνι. Μου λένε οτι πάει Πρίντεζι. Είχα έναν φίλο στην Ιταλία και έναν δεύτερο στην Γαλλία και σκέφτηκα να πάω να τους δω! Έφυγα λοιπόν ταξίδι Ιταλία – Γαλλία. Μόλις σάλπαρε το πλοίο, το «Καραγιώργης» θυμάμαι, χάλασε η μηχανή! (Γέλια). Έκατσα 15 μέρες και μετά πήγα το ταξίδι στην Ινδία επί δυο μήνες! Κατάσταση ζεν! Μιλάμε για ανέμελα φοιτητικά χρόνια! Τώρα πια, αν έπρεπε να φύγω για δυο εβδομάδες, θα είχα κατά νου τι θα γίνει με την μουσική που πρέπει να γράψω στα σίριαλ (Γέλια).
https://m.youtube.com/watch?v=6bZOOKvoBso
Το ’98 γράψατε για πρώτη φορά μουσική για τηλεοπτική σειρά. Από τότε, το όνομά σας έχει συνδεθεί με μουσική για ταινίες και τηλεοπτικές σειρές. Το γεγονός αυτό ήταν κάτι στο οποίο στοχεύατε ή προέκυψε με τον καιρό;
Όχι, είναι κάτι που προέκυψε. Κάποια στιγμή, ενώ ήμουν πολύ φίλος με τον ηθοποιό Κλέωνα Γρηγοριάδη, μου είπε ότι θα γυρνούσαν ένα σίριαλ…
Το «κάτι τρέχει με τους δίπλα»…
Ναι! Και ήρθε τότε ο σκηνοθέτης ο Βασίλης Νεμέας και μου είπε ότι χρειάζονταν κάποιες ελαφριές μουσικές με σαξόφωνο για την σειρά. Ο Νεμέας τότε ήξερε τι ζητούσε. Ήθελε μελωδίες με latin στοιχεία, αλλά φιλτραρισμένα με μιά ελληνικότητα. Ήταν πράγματι πολύ πετυχημένη σειρά και παίζεται ακόμη και τώρα στο MEGA. Εχω κάνει 25 soundtracks και με τα καινούρια πρέπει να είμαι στα 27! Έχω διαπιστώσει ότι εάν το soundtrack κάνει επιτυχία, τότε κάνει επιτυχία και το τραγούδι στις σειρές που ανέλαβα την μουσική επένδυση. Σπάνια να κάνει επιτυχία το τραγούδι σε μια μουσική επένδυση που δεν έκανε επιτυχία. Μόνο το «Εγώ γιορτάζω πάντα όταν πονάω» που έγραψα για τον Μητροπάνο στην «Καρδιά ενός αγγέλου» το 2008 έγινε επιτυχία, ενώ το σίριαλ δεν έκανε τόση μεγάλη επιτυχία.
Αυτή είναι και η επόμενή μου ερώτηση: Πώς προέκυψε αυτή η συνεργασία; Κατά την γνώμη μου, αυτά τα επτά τραγούδια που γράψατε για τον Δημήτρη Μητροπάνο είναι από τα ωραιότερα που έχει πεί
Ο Μητροπάνος ήρθε και είπε αυτά τα επτά τραγούδια διότι του άρεσε ένα απτάλικο κομμάτι που είχα γράψει. «Το Ταξίδι της ζωής» και με αυτό είπε το “ναι”. Ενώ δεν ήταν καλά στην υγεία του, ήταν παλικάρι και ερχόταν εδώ και έδινε ψυχή. Τα κομμάτια αυτά ηχογραφήθηκαν εδώ.
Το “Εγώ γιορτάζω πάντα όταν πονάω” είναι σε στίχους της σπουδαίας Σώτιας Τσώτου και μάλιστα είναι και το τελευταίο τραγούδι που έγραψε.
Πολύ σωστά. Μετά αρρώστησε και έφυγε.
Πώς προέκυψε αυτή η συνεργασία με την Σώτια Τσώτου;
Το 2005 είχα γράψει μια μελωδία που δεν την χρησιμοποίησα επί δυο χρόνια. Εκείνο το κομμάτι λοιπόν, το έδωσα στη Σώτια Τσώτου και έγραψε ενιάρι δεκάρι, ως προς τον στίχο, το «Εγώ γιορτάζω πάντα όταν πονάω». Όταν λοιπόν έρχεται κι ένας καλλιτέχνης του διαμετρήματος του Μητροπάνου, καταλαβαίνεις τι μπορεί να συμβεί και είναι ευλογημένη η στιγμή. Πρόκειται για ένα κομμάτι που δεν το έβγαλε καν η δισκογραφική. Το έβγαλε πολύ αργότερα. Ο Μητροπάνος το τραγούδησε και το απογείωσε, αλλά αξία πρώτα έχει η μουσική και ο στίχος του.
Να σας ρωτήσω τώρα κάτι που ίσως να μήν είναι τόσο γνωστό. Πρόκειται για την συνεργασία σας με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ που το 1998 του γράψατε έναν πολύ ωραίο λαϊκό δίσκο. Μου είχε κάνει εντύπωση. Πείτε μας για αυτήν την συνεργασία. Ήταν πολύ ωραία τραγούδια που μάλλον δεν προωθήθηκαν.
Α, εσύ Βίκτωρα ξέρεις πολλά για ‘μένα! Όλα ξεκίνησαν θυμάμαι το 1993 όταν ήρθε ο Παπαμιχαήλ στο «Αχ Μαρία» που παίζαμε με τα «Παιδιά απ’ την Πάτρα» και τον ανεβάσαμε στη σκηνή. Μου έκανε εντύπωση που τραγούδησε το «Βοριάς είναι η αγάπη σου» του Ζαμπέτα και είχε πραγματικά φωνάρα. Κάναμε τότε ένα δίσκο με «τα Παιδιά απ την Πάτρα» που λεγόταν «Χωρίς ανθρακικό» σε στίχους του Ρασούλη. Σε αυτό το δίσκο έλειπε ο Δεληκούρας από το σχήμα. Ήμασταν τρεις. Μας είχε δώσει και ο Καραλής δυο συνθέσεις του σε αυτό τον δίσκο. Είχα επίσης έναν στίχο του Κλέωνα Γρηγοριάδη που έλεγε «Ο πόνος μετράει την αγάπη» και φαντάστηκα τον Παπαμιχαήλ να το τραγουδάει με δωρικό ύφος. Έχοντας το κομμάτι αυτό, πήγαμε και τον βρήκαμε στο εξοχικό του και το προβάραμε.
Δέχτηκε όμως! Ήταν μέσα στο να το τραγουδήσει…
Δέχτηκε, ναι! Είπε ως γκεστ ένα τραγούδι για τον δίσκο μας και αμέσως μετά του κάνει πρόταση η «FM Records» και δέχτηκε και τραγούδησε δεκατεσσερα τραγούδια μου. Δεν έγινε κάτι με αυτό το δίσκο και δεν ξέρω γιατί. Είναι ένας δίσκος που δεν γνώρισε επιτυχία. Πήγε άπατος! (Γέλια). Μπορεί όμως και να τον ανακαλύψουν στο μέλλον κάποιοι όπως εσύ, Βίκτωρα! (Γέλια.) Έχω και μια φωτογραφία να σου δείξω που δεν έχει βγει ποτέ και πουθενά.
Παρουσιάζατε για πολλά χρόνια τη θρυλική εκπομπή «Χάριν Ευφωνίας» απ’ όπου παρέλασαν οι πιο ταλαντούχοι μουσικοί και συνθέτες. Πώς προέκυψε αυτή η εκπομπή και τί είδους αναμνήσεις σας άφησε;
Έχω πάρα πολύ καλές αναμνήσεις. Προέκυψε τυχαία. Σ’ ένα μαγαζί, στο «Επειγόντως», που δούλευα στο οποίο έπαιζε την προηγούμενη χρονιά ο Άκης Πάνου, ήρθε η σκηνοθέτιδα και κουμπάρα μου αργότερα, η Βρησιήδα Δανάλη και μου έκανε την πρόταση να κάνω στο τότε κανάλι “Seven”, ένα αφιέρωμα στο μπουζούκι. Ήταν το κανάλι που έκανε εκπομπή και η Μαλβίνα. Συνεργάστηκα λοιπόν για μια εκπομπή με τον Θύμιο Στουραΐτη που παίζει εξαιρετικό μπουζούκι. Και μετά ήθελε η Βρισιήδα να κάνω κι ένα αφιέρωμα στο Ούτι και έτσι κι έγινε. Μετά η ίδια μου λέει «τελικά, δεν κάνεις μια μουσική εκπομπή;» Ήταν πάρεργο και δεν έπαιρνα χρήματα από αυτή την δραστηριότητα. Εξαρχής είχαμε συμφωνήσει με το κανάλι ότι εγώ θα φέρνω πρόσωπα που μουσικά εκτιμώ και θα καθοδηγώ εγώ τις εκπομπές και θα έχω ελευθερία. Έκανα περίπου 220 εκπομπές και είχα την τιμή να βγάλω στον αέρα κάποιους πολύ δυνατούς μουσικούς όπως τον Μπάμπη Μπακάλη, τον Θόδωρο Δερβενιώτη, τον Σταματίου — τον θρύλο αυτόν στο μπουζούκι, που κάναμε μαζί τρεις εκπομπές- τον Ζαφειρίου και πάρα πολλούς άλλους μουσικούς, συνθέτες και τραγουδιστές… Τότε μάλιστα δεν υπήρχε το διαδίκτυο και πήγαινα και έψαχνα πληροφορίες για τον κάθε καλλιτέχνη για την εκπομπή. Όλοι αυτοί ήταν δάσκαλοί μου στην μουσική. Αυτό δεν σταμάτησε ουσιαστικά. Έκανα εκπομπές και στην ΕΡΤ3. Αργότερα, έκανα στην ΕΡΤ1 μια πολύ καλή εκπομπή και αυτή όντως απεδείχθη η πιο δυνατή παραγωγή. Λεγόταν «Μουσικές Αντιθέσεις». Είχα βγάλει έναν φοβερό Άραβα μουσικό μαζί με μια υψίφωνο. Είχα επίσης βγάλει μια ροκ τραγουδίστρια με μια δημοτική τραγουδίστρια. Έκανα τέτοιους αυτοσχεδιασμούς. Μετά έκανα κάτι παρόμοιο στο κανάλι της Βουλής. Εκεί βαρέθηκα, αλλά αν προκύψει πάλι κάτι ενδιαφέρον που κάνω και θα ήθελα να προβληθεί, θα το παλέψω.
Μακάρι! Στην εποχή μας βλέπουμε λαϊκούς τραγουδιστές όπως ο Οικονομόπουλος ή ο Αργυρός να κυκλοφορούν λαϊκά τραγούδια στα οποία το μπουζούκι βρίσκεται σε τρίτη, τέταρτη μοίρα μέσα στην ορχήστρα. Παίζει κάποιες “απαντήσεις” το μπουζούκι και αυτό είναι όλο. Δηλαδή το λαϊκό του ’70 με αυτό του σήμερα δεν έχει καμία σχέση. Είναι ουσιαστικά ποπ με λίγες πινελιές μπουζουκιού. Τείνει να εκλείψει το μπουζούκι από την mainstream μουσική σκηνή. Θα ακούν μπουζούκι στο μέλλον μόνο οι ψαγμένοι;
Έχεις δίκιο σε αυτό Βίκτωρα. Όμως λαϊκό τραγούδι δε σημαίνει ότι είναι μόνο το τραγούδι που έχει μπουζούκι. Δηλαδή το «χάρτινο το φεγγαράκι» με το πιάνο, είναι λαϊκό τραγούδι. Πιστεύω ότι ποτέ δεν θα εκλείψουν οι καλές μελωδικές γραμμές. Νομίζω ότι και στις μεγάλες πίστες, αν και είναι λίγα τα καλά τραγούδια, έστω κι έτσι, υπάρχουν κι εκεί. Στην έντεχνη σκηνή, εκεί κι αν υπάρχουν κακά τραγούδια που σε «κοιμίζουν» και σου σπάνε τα νεύρα.
Είχα πρόσφατα με τον Γιάννη Σαββιδάκη μια συζήτηση για αυτό, ο οποίος εξέφρασε πολύ πίκρα για το λεγόμενο “έντεχνο τραγούδι”. Έλεγε ότι υπάρχουν αντικειμενικά ωραία τραγούδια που επειδή τα έγραψε κάποιος που δεν εντάσσεται στο έντεχνο, χαντακώνονται ή στιγματίζονται. Αντίθετα, άλλα αδιάφορα τραγούδια, έχουν μια ώθηση επειδή προέρχονται από μια «κλίκα καλλιτεχνών». Γιατί πιστεύετε ότι γίνεται αυτό;
Έχει απόλυτο δίκιο! Καταρχάς για τον Σαββιδάκη έχω παίξει μπουζούκι, τζουρά και σάζι σ ένα δίσκο του στο τραγούδι…
…Δέκα μάγισσες…
Με εντυπωσιάζεις πολύ ευχάριστα Βίκτωρα! Τι είσαι εσύ! Και εμείς έχουμε την εντύπωση ότι είμαστε ψαγμένοι τώρα… (Γέλια) Μας έστειλες αδιάβαστους!
Ποια η γνώμη σας για όλα αυτά; Γιατί να υπάρχει αυτός ο διαχωρισμός;
Έχει γίνει ζημιά και από ορισμένους ραδιοφωνικούς σταθμούς. Μπορεί ο Βασίλης Καρράς για παράδειγμα που είναι και πολύ σωστός τύπος και φίλος, να πει μια τραγουδάρα. Επειδή είναι αυτό το όνομα όμως, μπορεί και ποτέ να μην το παίξει ο σταθμός που έχει αυτά ως γραμμή που λέμε.
Δεν είναι όμως πολύ κοντόφθαλμο όλο αυτό;
Βέβαια και είναι!
Εκτός από τα μουσικά, επειδή είστε πολυπράγμων, πείτε μας με τι άλλο καταπιάνετσε;
Βοτανολόγος! Στα πενήντα μου σπούδασα ένα χρόνο βοτανολογία. Έχω αρκετά κτήματα στα Γρεβενά, αλλά είναι μακριά για να ασχολούμαι με αυτά. Έχω όμως ένα κτήμα στην Βόρεια Εύβοια από την μεριά του Αιγαίου, που κάποια στιγμή, έβαλα και αμπέλια για παραγωγή άσπρου κρασιού, Αυτά τα αμπέλια τώρα έχουν μεγαλώσει και πάω όταν έχω χρόνο και μπορώ, σκάβω και τα κλαδεύω. Ασχολούμαι με φυτά όπως η αλόη και κάνω δικό μου βαλσαμέλαιο και αντιηλιακά. Γενικά η ενασχόληση με την γη μου αρέσει πάρα πολύ και με κάνει να ξεχνιέμαι και να ξεφεύγω και την θεωρώ ψυχοθεραπεία.
Υπάρχει κάποιο μουσικό πρότζεκτ καθόλη την διάρκεια των τόσων ετών στην καριέρα σας που το πιστεύατε πολύ, αλλά βρήκατε δυσκολία στο να το εκδώσετε και να το πραγματώσετε;
Σε όλα τα πρότζεκτ βρίσκεις δυσκολία να τα εκδώσεις! Σε όλα υπάρχει δυσκολία. Θα σου αποκαλύψω τώρα κάτι. Στο πρώτο «Κόκκινο ποτάμι» είναι ένα τραγούδι που το έκανα παραγωγή εγώ. Το έδωσα στην Minos και το είπε η Ελεονώρα Ζουγανέλη. Όταν ήθελε ο «Ελεύθερος Τύπος» να βγάλει ένα cd με τραγούδια από την σειρά «Κόκκινο Ποτάμι» δεν μου το έδωσε η συγκεκριμένη εταιρεία το τραγούδι αυτό κι όταν τους έκανα την πρόταση να τους δώσω και κάποια ορχηστρικά μου, απάντησαν ότι δεν χρειάζεται. Έβγαλα τα ορχηστρικά σε δικό μου κανάλι και πάνε σφαίρα. Αυτό πριν δυο — τρία χρόνια. Αυτή δεν είναι μια δυσκολία; Οι εταιρίες δυστυχώς έχουν πέντε καλλιτέχνες και επικεντρώνονται σε αυτούς. Δεν τους ενδιαφέρει για περεταίρω κι έτσι έχουν πιο εύκολο κέρδος με αυτό το είδος που είπαμε πριν, την Ελληνική Τραπ. Και ποιος τα κάνει αυτά; Η ίδια η εταιρία που ο προκάτοχος και πρόγονός τους ανέδειξε το ελληνικό τραγούδι.
Θέλω να μου πείτε για τα μελλοντικά σας σχέδια για τον χειμώνα.
Θα προσπαθήσουμε να ανεβάσουμε την «Ανατολία» και τον Νοέμβρη και να κάνουμε πέντε παραστάσεις.
Για να ολοκληρώσουμε, Κύριε Παπαδόπουλε, πέστε μας για τις μουσικές που ετοιμάζετε για τις τηλεοπτικές σειρές «Γλυκάνισος» και το «Κόκκινο Ποτάμι 2».
Θα προβληθεί στον ΣΚΑΪ το χειμώνα η σειρά «Γλυκάνισος» για την οποία τραγουδάει τη μουσική των τίτλων η Βιολέτα Ίκαρη σε στίχους Κώστα Μπαλαχούτη. Ως προς το «Κόκκινο Ποτάμι 2» που θα προβληθεί απο το OPEN, τη μουσική των τίτλων θα την τραγουδήσει η Μελίνα Ασλανίδου μαζί με τον Κωνσταντίνο Αργυρό. Ήταν τιμή μου που συνεργάζομαι πάλι με τον Μανούσο Μανουσάκη. Ήταν πολύ ενδιαφέρον για μένα να διαβάζω το κείμενο και να γράφω μουσική πάνω στους διαλόγους. Έχω και τον γιο μου τώρα, τον Περικλή, που ασχολείται και κάνει ενορχήστρωση με όργανα όπως τσέλα και κρουστά και άλλα ηχητικά. Είναι 20 χρονών και αυτό μου δίνει μεγάλη χαρά γιατί βελτιώνει τις προτάσεις μου πρακτικά και τις ενισχύει με τις ιδέες του!
Να ευχηθούμε καλή επιτυχία! Ευχαριστούμε πολύ για την ειλικρινή κουβέντα και για την συνέντευξη που μας παραχωρείτε, κύριε Παπαδόπουλε!
Και εμείς σε ευχαριστούμε! Να είσαι καλά Βίκτωρα!
Φωτογραφίες: Γιώργος Ζιώτας
Απομαγνητοφώνηση: Αναστασία Μαρκοπούλου