Ένα μουσικό ταξίδι στους δίσκους του μεγάλου συνθέτη, ξεκινώντας από το 1972 και φτάνοντας στο 1991
1980-1991
Οι μεγάλες του επιτυχίες τη δεκαετία του ’70 έδωσαν στο Γιώργο Χατζηνάσιο μία πολύ ισχυρή ώθηση, ο οποίος και την επόμενη δεκαετία αποδεικνύεται εξίσου παραγωγικός, παρουσιάζοντας ολοκληρωμένες δισκογραφικές δουλειές. Οι δίσκοι του είναι πιο προσεγμένοι και οι ενορχηστρώσεις του περίτεχνες και προσαρμοσμένες στο ύφος της εκάστοτε δουλειάς, ενώ οι συναντήσεις του με τους σημαντικότερους Έλληνες στιχουργούς φαντάζουν πιο γόνιμες και ολοκληρωμένες.
1980 «Χωρίς ταυτότητα»
Ο συνθέτης χαρακτηρίζει τα τραγούδια του με την Τάνια Τσανακλίδου «υπαρξιακά», αν και πρόκειται, ουσιαστικά, για μια πολιτική δουλειά. Δημοφιλέστερο κομμάτι ο «Ανθρωπάκος», σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου, ενώ γνωστά παραμένουν «Τα Σάββατα», με ρυθμό δημοτικού τραγουδιού και σύγχρονη ενορχήστρωση σε στίχους Κώστα Τριπολίτη, και «Τα παιδιά ζωγραφίζουν», σε στίχους Μιχάλη Μπουρμπούλη, που μετέπειτα καθιερώθηκε στα σχολεία ως παιδικό τραγούδι. Οι ενδιαφέρουσες στιγμές, όμως, δεν σταματούν εδώ: τα «Κόκκινα φώτα του μπαρ», σε στίχους του Τριπολίτη, και το «Αν δε σ’ αρέσει το τραγούδι μου», σε στίχους Μάνου Κουφιανάκη, δίνουν τη δυνατότητα στο Χατζηνάσιο να μας χαρίσει ένα ατμοσφαιρικό σόλο και στην Τσανακλίδου μία θεατρική ερμηνεία, ενώ ο Κυριάκος Ντούμος αναφέρεται στα «Χρόνια τα φοιτητικά» και στην «Εφηβεία». Αισθητή και η παρουσία του Μάνου Ελευθερίου με το «Ο τόπος ο δικός μας», ένα συγκλονιστικό τραγούδι για τη Μικρασιατική καταστροφή. Επομένως, παρά τη διαχρονικότητα ορισμένων κομματιών, φαίνεται πως ο εν λόγω δίσκος δεν έχει ακόμη ακουστεί κι εκτιμηθεί στο σύνολό του.
1981 «Πίσω απ’ τη βιτρίνα»
Ο πιο καθαρόαιμος πολιτικός δίσκος του έρχεται μόλις ένα χρόνο μετά. Η πρώτη πλευρά περιέχει έξι κομμάτια σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου και η δεύτερη ισάριθμα κομμάτια του Κώστα Τριπολίτη. Ο Γιάννης Κούτρας, ταυτισμένος με το έργο του Θάνου Μικρούτσικου, αποτελεί τον ιδανικότερο εκφραστή του οράματός τους. Πυρήνας του έργου το ομότιτλο κομμάτι, για «λιπάσματα, τσιμέντα και χαλυβουργικές» στη «Δραπετσώνα, το Κερατσίνι, την Ελευσίνα», όπου ο Τριπολίτης δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει ακόμα και τη λέξη «καρκίνος». Τα «Αν ρωτάς τι τρέχει» και «Ώρα εφτά ηλεκτρικός» απεικονίζουν την τότε καθημερινότητα, με το δεύτερο να παραμένει τραγικά επίκαιρο, και το στίχο «ζωή σε καραντίνα» να έχει πλέον και κυριολεκτική σημασία. Ανάλογου ύφους και οι στίχοι του Παπαδόπουλου: μπορεί ο μεγάλος στιχουργός ν’ αναφέρεται και πάλι σε «κάτασπρες αυλές», «γλάστρες» και «περβάζια», αλλά όλα πλέον φαντάζουν δυσοίωνα κι απειλητικά («Και να πεθάνεις δεν μπορείς»), ενώ στο πιο ερωτικό τραγούδι του δίσκου («Πόσο σ’ αγαπώ») «δυσκολεύει» το συνθέτη, όπως είχε παραδεχτεί κι ο ίδιος, χρησιμοποιώντας τη λέξη «οδοφράγματα». Αν και σχεδόν ξεχασμένος, ο δίσκος παραμένει ένας απ’ τους πιο σημαντικούς κι ενδιαφέροντες του Χατζηνάσιου.
1981 «Τα συναξάρια»
Συνεχίζοντας να εκπλήσσει ευχάριστα και να μην επαναπαύεται, την ίδια χρονιά εμπιστεύεται τη φωνή του Δημήτρη Μητροπάνου, καταθέτοντας έντεκα λαϊκά κομμάτια, τα περισσότερα σε στίχους Μιχάλη Μπουρμπούλη. Μπορεί να μην είναι η πρώτη φορά που ο συνθέτης στρέφεται στη λαϊκή μουσική, ωστόσο, τη δεκαετία του ’70 φαινόταν απλώς ν’ ακολουθεί το συρμό της εποχής, ενώ τώρα εξετάζει το λαϊκό τραγούδι σε βάθος, επιχειρώντας να το παρουσιάσει μέσα απ’ τη δική του οπτική. Συνοδοιπόροι του οι δεξιοτέχνες του μπουζουκιού Θανάσης Πολυκανδριώτης και Κώστας Παπαδόπουλος, με τον τελευταίο να χαρίζει ένα μοναδικό ταξίμι στο «Μαυραγορίτη μάγκα», ένα βαρύ ζεϊμπέκικο που δύσκολα θα μπορούσε φανταστεί κάποιος πως έχει γραφτεί από το Χατζηνάσιο. Στα υπόλοιπα κομμάτια το λαϊκό τραγούδι προσεγγίζεται μέσα από ένα πιο «λόγιο» δρόμο. Χαρακτηριστικές στιγμές τα «Στη μνήμη ενός παλιού ρεμπέτη», «Η αγάπη χάθηκε», «Μην παραπονιέσαι τώρα» σε στίχους Μάνου Κουφιανάκη, και η γλυκόπικρη μπαλάντα «Μια παρέα είμαστε», γνωστή και ως «Κλείσανε τα κέντρα», αν και δεν υπάρχει κανένα τραγούδι που να περνάει απαρατήρητο, όπως μαρτυρούν και οι πωλήσεις που κατέστησαν το δίσκο χρυσό.
1983 «Για σένα τον άγνωστο»
Άλλος ένας δίσκος με στίχους του Μιχάλη Μπουρμπούλη, αυτή τη φορά με τη φωνή της Μαρινέλλας. Αν και δεν λείπουν τα ρυθμικά κομμάτια («Στην οδό Καλλιδρομίου», «Τα σήματα»), σε αντίθεση με τη «Μαρινέλλα του σήμερα» (1978), που, όπως υποδήλωνε κι ο τίτλος αποτελούσε μία προσωπογραφία της «Μεγάλης Κυρίας», εδώ έχουμε έναν κύκλο τραγουδιών, όπου οι δημιουργοί έχουν τον πρώτο λόγο. Τόσο ο συνθέτης όσο και ο στιχουργός αποδεικνύονται εμπνευσμένοι, όπως υποδηλώνουν και τ’ ατμοσφαιρικά «Μεσημεράκι» και «Ο άγνωστος», καθώς και το «Φόραγες τον ήλιο», ένα κομμάτι που ξεφεύγει απ’ την υπόλοιπη θεματολογία του δίσκου, θυμίζοντας στιχουργικά τις συνεργασίες του Μπουρμπούλη με το Χατζιδάκι. Ευρέως γνωστά παραμένουν δύο πανέμορφα ερωτικά κομμάτια, το «Είσαι ποτάμι» και -φυσικά- το «Καμιά φορά», ένα από τα «σήματα κατατεθέντα» της ερμηνεύτριας.
1985 «Η ενδεκάτη εντολή»
Οι στίχοι του Νίκου Γκάτσου πυροδοτούν την έμπνευση του συνθέτη, τόσο μουσικά όσο κι ενορχηστρωτικά, με το αποτέλεσμα να τον δικαιώνει πλήρως. Μπροστά στο μικρόφωνο η διεθνής Νάνα Μούσχουρη. Ο δίσκος ηχογραφείται στο Παρίσι και ναυαρχίδα του είναι η «Η ενδεκάτη εντολή», ένα από τα πιο γνωστά της ερμηνεύτριας στη χώρα μας. Εξίσου επικά κι αβανταδόρικα τα «Αλληλούια», «Μακριά στο Κατμαντού» και «Γιαρέμ Γιαρέμ», που, αν και είχε ήδη ηχογραφηθεί αρκετές φορές, εδώ ακούγεται με την προσθήκη μίας ακόμη στροφής, με τη συγκεκριμένη εκτέλεση να θωρείται κι η επίσημη. Στα χαμηλόφωνα «Μια θέση στον ήλιο», «Ο ταξιδιώτης του ονείρου» και «Μικρό μου αλφαβητάρι» η ευαισθησία του Χατζηνάσιου συναντά την ποίηση του Γκάτσου, ενώ το «Παιδί με το ταμπούρλο» αποτελεί την πιο αποκαλυπτική στιγμή του δίσκου και θα μπορούσε κάλλιστα να θεωρηθεί είτε προοίμιο είτε συνέχεια του θρυλικού «Κεμάλ». Ο δίσκος έγινε πλατινένιος και αρκετά τραγούδια ακούστηκαν στο εξωτερικό και ηχογραφήθηκαν στα γαλλικά.
1986 «Παιχνίδι για δύο»
Στην τελευταία του συνάντηση με τη Δήμητρα Γαλάνη του στίχους υπογράφει εξολοκλήρου η Λίνα Νικολακοπούλου. Η γλώσσα της εδώ είναι αρκετά κατανοητή, σε αντίθεση με άλλες δουλειές της, όπως διαπιστώνει κανείς κι απ’ τα ρομαντικά «Παιχνίδι για δύο», στο οποίο συμμετέχει ο Γιάννης Πάριος, και «Μ’ αυτόν τον έρωτα», που είχε ακουστεί ως ορχηστρικό στην ταινία «Σ’ αγαπώ» (1971). Ο συνθέτης καταθέτει και πάλι όμορφες μελωδίες, αν και απουσιάζει ο πηγαίος λυρισμός του και το όλο έργο κινείται σε ασφαλείς δρόμους. Το «Σ’ όποιον αρέσουμε» κατάφερε, εκτός από σλόγκαν, να γίνει διαχρονική επιτυχία, ενώ ενδιαφέρον παρουσιάζει και το εξίσου παιχνιδιάρικο «Ταμπού», με τη συμμετοχή του συνθέτη και της Τάνιας Τσανακλίδου στα φωνητικά, γραμμένο με αφορμή τις εμφανίσεις τους στο ομώνυμο κέντρο.
1988 «Μικρές επαναστάσεις»
Λίγο πριν το τέλος της δεκαετίας, ο συνθέτης συναντάει τη βαθιά κι εκφραστική φωνή της Αλέκας Κανελλίδου και συνεργάζεται ξανά με τον Λευτέρη Παπαδόπουλο. Ο ήχος των keyboards μπορεί να φαντάζει κάπως παρωχημένος κι η θεματολογία των τραγουδιών να περιορίζεται σε ερωτικά ζητήματα, ο στιχουργός, όμως, αποδεικνύεται σε αρκετές περιπτώσεις ευρηματικός («Ληστεία», «Πυραμίδες»), και ο Χατζηνάσιος καταθέτει ατμοσφαιρικές μελωδίες («Απόψε θα μείνουμε μόνοι», «Σφαγή») κι όμορφα πιανιστικά σόλο («Μικρές επαναστάσεις»). Το εξωστρεφές «Μονά-ζυγά» αποτελεί πλέον και το μοναδικό γνωστό κομμάτι των «Μικρών επαναστάσεων», ενός δίσκου που αξίζει ν’ ανακαλυφθεί ξανά, κι ας μην εντάσσεται στις πιο δυνατές και χαρακτηριστικές στιγμές των συντελεστών του.
1991 «Επίθεση αγάπης»
Ο Γιάννης Πάριος και ο Χατζηνάσιος συναντήθηκαν στα πρώτα τους βήματα, για να παρουσιάσουν στις αρχές της δεκαετίας του ‘90 τη μοναδική ολοκληρωμένη τους δουλειά. Όπως μαρτυρά κι ο τίτλος της, η «Επίθεση αγάπης» περιλαμβάνει δώδεκα ερωτικά τραγούδια. Η φωνή «τροβαδούρου του έρωτα» βρίσκεται σε πλήρη αρμονία με το σύμπαν το συνθέτη, ο οποίος αντιμετωπίζει με προσοχή το υλικό του, έχοντας στη διάθεσή του μια μεγάλη ορχήστρα και καταθέτοντας αισθαντικές μπαλάντες («Κρυφά στο 9», σε στίχους Σαράντη Αλιβιζάτου, «Όλο και πιο πολύ», σε στίχους Χριστόφορου Μπαλαμπανίδη), ποπ τραγούδια («220 Volt», σε στίχους Μπαλαμπανίδη), και επικές μελωδίες («Ναι, δεν μπορώ», σε στίχους Πάριου, «Μόνο εσένα έχω», σε στίχους Μπαλαμπανίδη). Το «Γι’ αυτό σου λέω πάμε», σε στίχους του ερμηνευτή, δεν άργησε ν’ αναδειχτεί ως η επιτυχία του δίσκου, ενώ το «Ποιος να συγκριθεί μαζί σου», σε στίχους Ντέλλα Ρούνικ, είναι ένα κομμάτι που άρχισε ν’ ανακαλύπτεται ουσιαστικά στις αρχές του 2000, για να γίνει τελικά ένα από τα κλασσικότερα ερωτικά τραγούδια της ελληνικής δισκογραφίας.
Η «Επίθεση αγάπης» αποτελεί τον τελευταίο κύκλο τραγουδιών του συνθέτη, ο οποίος τα επόμενα χρόνια θ’ αφοσιωθεί κυρίως στη μουσική για τηλεοπτικές σειρές και στις ζωντανές του εμφανίσεις, ενώ δεν θα παραλείψει να παρουσιάσει και τα δικά του συμφωνικά έργα. Αν και πολλοί υποστηρίζουν πως οι ορχηστρικές του δουλειές και τα έργα σκηνικής μουσικής καθρεφτίζουν το ταλέντο του πολύ περισσότερο απ’ τα τραγούδια του, οι δίσκοι του με τις μεγαλύτερες φωνές του ελληνικού πενταγράμμου είναι τόσο πλούσιοι και πολύπλευροι, που αρκούν για να κερδίσει μια θέση ανάμεσα στους σημαντικότερους Έλληνες συνθέτες.