Η νέα επετειακή καλλιτεχνική περίοδος θεμελιώνεται στις ρίζες 80 ετών ιστορίας και αναπτύσσεται προς το μέλλον.
Η Εναρκτήρια Συναυλία της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών πραγματοποιείται στις 21 Οκτωβρίου στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.
Η νέα επετειακή καλλιτεχνική περίοδος θεμελιώνεται στις ρίζες 80 ετών ιστορίας και αναπτύσσεται προς το μέλλον – όπως το νέο έργο Διαδρομές για συμφωνική ορχήστρα – παραγγελία της Ορχήστρας στο Δ. Μηνακάκη με το οποίο ανοίγει η βραδιά.
Στο επίκεντρο του προγράμματος, η ερμηνεία του βιολονίστα Ντάνιελ Χόουπ, σολίστ στο Πρώτο Κοντσέρτο για βιολί του Μ. Μπρουχ, το οποίο ο βιολονίστας Γιόζεφ Γιόαχιμ είχε χαρακτηρίσει ως «το πιο πλούσιο και σαγηνευτικό» του 19ου αιώνα.
Η βραδιά ολοκληρώνεται με την Πέμπτη συμφωνία του Τσαϊκόφσκι που όπως σημείωνε ο ίδιος αναφέρεται «στην παραίτηση μπροστά στη μοίρα και στις ανεξιχνίαστες προθέσεις της». Διευθύνει, ο Λουκάς Καρυτινός.
Η συναυλία πραγματοποιείται με την υποστήριξη του British Council στην Ελλάδα.
Το πρόγραμμα με μια ματιά
Δημήτρης Μηνακάκης (γεν. 1951)
Διαδρομές για συμφωνική ορχήστρα (παραγγελία της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών)
Μαξ Μπρουχ (1838–1920)
Κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα αρ. 1 σε σολ ελάσσονα, έργο 26
Πιοτρ Ιλίτς Τσαϊκόφσκι (1840–1893)
Συμφωνία αρ. 5 σε μι ελάσσονα, έργο 64
Σολίστ
Ντάνιελ Χόουπ, βιολί
Μουσική διεύθυνση
Λουκάς Καρυτινός
Το σχόλιο του σολίστ
Το Πρώτο Κοντσέρτο για βιολί του Μπρουχ είναι το απόλυτο έργο για κάθε βιολονίστα. Οι άφθονες και πανέμορφες μελωδίες, οι γεμάτες ενέργεια τεχνικές απαιτήσεις και η αίσθηση του μοναχικού, ρομαντικού περιπλανώμενου που πρέπει να παλέψει αλλά και να αγκαλιάσει τον κόσμο των ήχων της ορχήστρας, το καθιστούν κορυφαίο.
Είμαι ενθουσιασμένος που έχω την τιμή να ερμηνεύω μαζί με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών και, επίσης, που κάνω το ντεμπούτο μου στην Αθήνα. Λατρεύω την Ελλάδα και είχα την τύχη να συνεργαστώ με αρκετούς εξαίρετους Έλληνες μουσικούς. Δε θα μπορούσα να ανυπομονώ περισσότερο.
Το σχόλιο του μαέστρου
Συνεχίζοντας την προβολή και την διάδοση της ελληνικής δημιουργίας, το έργο «Διαδρομές», είναι μια παραγγελία στο συνθέτη Δημήτρη Μηνακάκη, για τον εορτασμό των 80 χρόνων της ΚΟΑ. Το Πρώτο Κοντσέρτο για βιολί του Μπρουχ ανήκει στην χορεία των μεγάλων κοντσέρτων. Παρ’ ότι ο συνθέτης έκανε καινοτόμα συνθετικά ανοίγματα, θεωρείται ως συντηρητικός, μιας και ακουμπάει περισσότερο στον Μπραμς και όχι στους Λιστ, Βάγκνερ.
Η Πέμπτη Συμφωνία του Τσαϊκόφσκι παρ’ όλη την κυκλική φόρμα της – κατά την οποία χρησιμοποιείται το ίδιο μοτίβο σε κάθε μέρος-, στη μορφή της είναι μια ευθεία γραμμή προς τα άνω. Το πρώτο μέρος ξεκινά με μια μεγάλη αμφιβολία κι έναν αγώνα για μια χαρούμενη ζωή, για να καταλήξει στο τελευταίο μέρος στο θρίαμβο και τη νίκη. Ουσιαστικά έχουμε μια μεταμόρφωση του μοτίβου του Πεπρωμένου.
Για την ιστορία…
Δημήτρης Μηνακάκης (γεν. 1951)
Διαδρομές για συμφωνική ορχήστρα (παραγγελία της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών)
Η πρόταση να συνθέσω ένα συμφωνικό έργο με την ευκαιρία της συμπλήρωσης ογδόντα ετών λειτουργίας και ουσιαστικής μουσικής προσφοράς της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, ήταν άκρως τιμητική για μένα αλλά και καθοριστική στο να προσπαθήσω να καταθέσω το απαύγασμα της ιδιόμορφης μουσικής μου πορείας που ξεκινά με τη Βυζαντινή μουσική, περνά από το μοντερνισμό και καταλήγει σε ένα εκλεκτικό και πολυσυλλεκτικό προσωπικό ιδίωμα.
Το έργο «Διαδρομές» ξεδιπλώνεται σε δύο κινήσεις με ενδιάμεσα επεισόδια. Σε κάθε κίνηση αντιστοιχεί ένας ξεχωριστός αρμονικός ιστός ο οποίος παράγει συγχορδίες και μελωδικούς συνδυασμούς με χαρακτηριστικό και ευδιάκριτο ύφος.
Στην πρώτη κίνηση του έργου, ο αρμονικός ιστός βασίζεται στην κλίμακα με ολόκληρους τόνους, που συναντάται συχνά σε έργα του γαλλικού ιμπρεσιονισμού, ειδικά του Ντεμπυσσύ. Ο αρμονικός ιστός της δεύτερης κίνησης βασίζεται σε συγχορδίες που σχετίζονται με την πεντατονική κλίμακα, της οποίας τα ακούσματα είναι ιδιαίτερα οικεία τόσο από τη δημοτική μουσική παράδοση πολλών λαών όσο και από σύγχρονα ιδιώματα, όπως η τζαζ.
Αν και τα δομικά υλικά κάθε ιστού διαφέρουν, τα συνδέει μια παρόμοια διαδικασία ριζωματικής ανάπτυξης: ένα αρχικό μουσικό μοτίβο απλώνεται σταδιακά στο ηχητικό φάσμα, δημιουργώντας την αίσθηση μιας μουσικής στιγμής που διαθλάται στο χώρο και στον χρόνο, αντικατοπτρίζοντας διαφορετικές εκφάνσεις του εαυτού της.
Η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών με την αναδημιουργία σπουδαίων έργων μέσω των θεσπέσιων ζωντανών εκτελέσεών τους συντέλεσε στην πνευματική ανάταση όλων μας όλα αυτά τα χρόνια. Ευελπιστώ ότι και αυτή τη φορά θα αγγίξει και θα ενεργοποιήσει τη φαντασία των ακροατών ώστε να ακολουθήσουν τα μονοπάτια των δικών τους διαδρομών με απλούς σηματοδότες τις νότες που έθεσα στο πεντάγραμμο.
Μαξ Μπρουχ (1838 – 1920)
Κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα αρ.1 σε σολ ελάσσονα, έργο 26
Ο Γιόζεφ Γιόαχιμ, ένας από τους μεγαλύτερους βιολιστές του 19ου αιώνα, χαρακτήρισε κάποτε τα κοντσέρτα για βιολί των Μπετόβεν, Μπραμς, Μέντελσον και Μπρουχ ως τα σημαντικότερα γερμανικά κοντσέρτα του (ως τότε) ρεπερτορίου. Ανάμεσά τους μάλιστα ξεχώρισε το πρώτο κοντσέρτο του Μπρουχ ως «το πιο πλούσιο και σαγηνευτικό».
Πράγματι, το Κοντσέρτο αυτό ήταν ανέκαθεν η δημοφιλέστερη σύνθεση του Γερμανού συνθέτη του (επισκιάζοντας πλήρως τα άλλα δύο κοντσέρτα του για βιολί και την όμορφη Σκωτική Φαντασία), αποτελώντας από άποψη ύφους και δομής έναν σημαντικό συνδετικό κρίκο ανάμεσα στα κοντσέρτα του Μέντελσον και του Μπραμς.
Το έργο, σε μια πρώτη εκδοχή, ολοκληρώθηκε και παίχτηκε το 1866 αλλά ακολούθησαν πολλές και ευρείες αναθεωρήσεις, κατά τις οποίες ο συνθέτης έλαβε υπόψη του και αρκετές πρακτικές συμβουλές του Γιόαχιμ. Εκείνος ήταν εύλογα ο αποδέκτης της αφιέρωσης και ο σολίστ στην πρεμιέρα της οριστικής εκδοχής του Κοντσέρτου, που έγινε στις 7 Ιανουαρίου 1868 στη Βρέμη.
Το πρώτο μέρος δικαιώνει πλήρως τον χαρακτηρισμό «πρελούδιο», εκτυλίσσοντας ένα πυρετώδη διάλογο του σολίστα με την ορχήστρα, ο οποίος λειτουργεί ως μια δραματική εισαγωγή για το αισθησιακά λυρικό αργό μέρος, τον νοηματικό πυρήνα όλου του έργου, που αξιοποιεί στο έπακρο τις εκφραστικές δυνατότητες του βιολιού.
Το φινάλε συνιστά μια κατακλείδα γεμάτη ζωντάνια και άφθονες δεξιοτεχνικές προκλήσεις για το σόλο βιολί, με επιρροές από τους ρυθμούς και το στιλ της τσιγγάνικης μουσικής.
Η αποτυχία της Συμφωνίας Μάνφρεντ (1885) επέφερε καίριο πλήγμα ψυχολογικά στον Τσαϊκόφσκυ και γιγάντωσε τις αμφιβολίες του για το αν θα ήταν σε θέση να γράψει ένα νέο, μεγάλο συμφωνικό έργο. Μέσα σε τέτοιο δυσοίωνο κλίμα ο συνθέτης ξεκίνησε να σχεδιάζει μια καινούρια συμφωνία το Μάιο του 1888, για να την ολοκληρώσει στα τέλη Αυγούστου.
Η πρεμιέρα της Πέμπτης Συμφωνίας στις 17 Νοεμβρίου στην Αγ. Πετρούπολη υπό τη διεύθυνση του συνθέτη δεν είχε την αναμενόμενη επιτυχία. Παρά τα θετικά σχόλια συναδέλφων και φίλων, ο ίδιος την θεώρησε ως «υπερβολικά γλαφυρή, ογκώδη και ανειλικρινή». Όμως την επόμενη χρονιά, μετά από μία θριαμβευτική της παρουσίαση στο Αμβούργο, αναθεώρησε αναγνωρίζοντας πως οι προηγούμενες κρίσεις του στάθηκαν αδικαιολόγητα σκληρές.
Μια σημείωση στο σημειωματάριο του Τσαϊκόφσκυ για τη Συμφωνία, ρίχνει φως στις προθέσεις του: αναφέρεται στην «παραίτηση μπροστά στη Μοίρα ή στις ανεξιχνίαστες προθέσεις της Πρόνοιας». Πράγματι, η έννοια της σύγκρουσης με τη Μοίρα αποτυπώνεται μουσικά στην Συμφωνία με ένα συγκεκριμένο, άμεσα αναγνωρίσιμο θέμα.
Αυτό εμφανίζεται σε όλα τα μέρη, στο πλαίσιο μίας κυκλικής φόρμας, με διαφορετικό κάθε φορά χαρακτήρα και σε διαφορετικά μουσικά περιβάλλοντα, παραμένοντας ωστόσο ένα αναλλοίωτο σημείο αναφοράς.
Η αργή εισαγωγή του πρώτου μέρους επικεντρώνεται στην παρουσίαση του σκοτεινού «θέματος της μοίρας», που εκθέτουν τα κλαρινέτα στην χαμηλή τους περιοχή. Το κυρίως γρήγορο τμήμα, σε φόρμα σονάτας, ανοίγει με το κλαρινέτο και το φαγκότο να παίζουν μια μελαγχολική μελωδία, ενώ λίγο μετά το λυρικό αλλά και αγωνιώδες δεύτερο θέμα ανατίθεται στα έγχορδα.
Στην αρχή του δεύτερου μέρους το σόλο κόρνο εκθέτει μία από τις ωραιότερες μελωδίες του συνθέτη, που γίνεται στην πορεία αντικείμενο εξαντλητικής ανάπτυξης, συχνά με πολύ μελαγχολικά χρώματα. Το τρίτο μέρος, αντί του παραδοσιακού σκέρτσου, είναι ένα χαριτωμένο και ενίοτε νοσταλγικό βαλς.
Ένα κεντρικό τμήμα ξεχωρίζει για την δεξιοτεχνική ορχηστρική του γραφή και την παιγνιώδη ρυθμική του αμφισημία. Το φινάλε λειτουργεί ως επιστέγασμα των τριών προηγουμένων μερών και ανοίγει με το θέμα της μοίρας, μεταμορφωμένο προς το στιβαρότερο. Το ακόλουθο κυρίως μέρος ξεσπά με τρόπο σχεδόν βίαιο και εκτυλίσσεται με αμείωτη ενέργεια οδηγώντας στην τελική και θριαμβευτική εμφάνιση του θέματος της μοίρας.