Oι διαμάχες, τα όνειρα, τα προβλήματα και οι παθογένειες της «αγίας ελληνικής οικογένειας» σε ένα πολυστυλιστικό μουσικό υπερθέαμα υψηλού ρίσκου.
Το «Σπιρτόκουτο» μεταμορφώνεται σε μιούζικαλ, βασισμένο στην ταινία του Γιάννη Οικονομίδη, στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, στην Κεντρική Σκηνή από τις 5 Νοεμβρίου.
Ένα μικροαστικό διαμέρισμα που στενάζει, ένα a/c που δε δουλεύει. Μια τηλεόραση που παίζει αδιάκοπα. Τσιγάρα και φραπές. Το λαϊκό άσμα ενός πατέρα καφετζή, η ταραγμένη φωνή μιας μάνας. Το ρυθμικό παραλήρημα ενός σεξιστή γιου, η μεγαλοπρεπής άρια του κουνιάδου. H σκληρή γλώσσα και τα φλέγοντα ερωτήματα αναδιατυπώνονται με μουσικούς όρους: «Τι θα κάνεις με τη Λίντα, Βαγγέλη;»
Το οικογενειακό μακελειό με πρωταγωνιστή το Δημήτρη, ιδιοκτήτη καφετέριας, δεν αργεί να ξεσπάσει και μέσα σε μια Κυριακή του Αυγούστου όλα τινάζονται στον αέρα. Η βία χτυπάει κόκκινο, τα πρόσωπα μπαινοβγαίνουν στο «σπιρτόκουτο» με τα τραγούδια και τις μελωδίες της απόγνωσής τους. Η σύζυγος Μαρία, τα παιδιά, το υπόλοιπο σκυλολόι, όλοι εναντίον όλων, και στη μέση ο σολίστας πάτερ φαμίλιας.
Η ελληνική οικογένεια που αγαπήσαμε και μισήσαμε παραμένει η ίδια, 20 χρόνια μετά. Άνθρωποι που «ουρλιάζουν» ο καθένας το δικό του σκοπό κι ο καθένας τους έχει τη δική του μουσική. Oι διαμάχες, τα όνειρα, τα προβλήματα και οι παθογένειες της «αγίας ελληνικής οικογένειας» σε ένα πολυστυλιστικό μουσικό υπερθέαμα υψηλού ρίσκου: «Πόλεμος! Πόλεμος! Έχουμε πόλεμο!»
Πώς θα ήταν άραγε, αν αυτοί οι άνθρωποι τραγουδούσαν αντί να μιλούν; Πώς μπορεί το Σπιρτόκουτο να μεταμορφωθεί σε μιούζικαλ; Ο Γιάννης Νιάρρος σηκώνει το γάντι και απαντά σε αυτά τα τολμηρά ερωτήματα με τον πιο ακραίο, ρηξικέλευθο τρόπο.
Εννέα μουσικοί, έντεκα ερμηνευτές και πλήθος άλλων συντελεστών μεγεθύνουν την τραγελαφική πραγματικότητα της ελληνικής οικογένειας και, με οδηγό το πρωτότυπο μουσικό έργο των Γιάννη Νιάρρου και Αλέξανδρου Λιβιτσάνου, μας παρουσιάζουν μια καινούρια, αδιανόητη εκδοχή του θρυλικού Σπιρτόκουτου με την προτροπή.
Ο Γιάννης Οικονομίδης, ο δημιουργός της ταινίας του 2002, που έχει κάνει το λιμπρέτο για το μιούζικαλ και έχει αναλάβει την καλλιτεχνική επιμέλεια, δήλωσε για το Σπιρτόκουτο The Musical: «Πέρα από τη δυσκολία και το ρίσκο του όλου εγχειρήματος, αυτό που έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον είναι η επαναδιατύπωση του Σπιρτόκουτου με μουσικούς όρους από μια νέα ταλαντούχα γενιά, που καταθέτει με το δικό της τολμηρό τρόπο μια ολοκληρωμένη καλλιτεχνική πρόταση, που σίγουρα μόνο σεβασμό και θαυμασμό μπορεί να εμπνεύσει.»
O Γιάννης Νιάρρος που έχει αναλάβει τη μουσική, τους στίχους και τη σκηνοθεσία αναφέρει: «Σε ένα έργο που καύσιμό του είναι η σύγκρουση των χαρακτήρων, η μουσική του αφήγηση δε θα μπορούσε να μη περιλαμβάνει και τη σύγκρουση μουσικών ειδών. Οι χαρακτήρες της ελληνικής μας οικογένειας οπλίζονται ο καθένας το δικό του όπλο και μπαίνουν στον πόλεμο λοιπόν.
Ο αθάνατος πατέρας-προστάτης-άντρακλας της ελληνικής οικογένειας δεν σταματάει ακόμα και 20 χρόνια μετά να ”γαβγίζει”, είτε με την ψυχολογική-σωματική βία είτε με τα σεξιστικά ελαφρολαϊκά τραγούδια του. Η ”κορούλα μας” συνεχίζει το body-shaming στο ρυθμό της απόγνωσης και του κωλοπαιδισμού.
Οι εικοσάχρονοι ανέραστοι trappers («ο γιόκας μου, ο πασάς μου») ονειρεύονται παρτούζες σε γαμηστρώνες με ναρκωτικά. Κι εμείς χορεύουμε στο ρυθμό, ενώ ονειρευόμαστε ένα κόσμο πολιτικά ορθό. Ο φόβος μου ότι οι παθογένειες της ελληνικής οικογένειας θα εξαλειφθούν/ λειανθούν, αν το Σπιρτόκουτο αποδοθεί μουσικά, καταρρίφθηκε πλήρως.
Όπως και η ελπίδα μου, ότι 20 χρόνια μετά το Σπιρτόκουτο θα έχουμε αλλάξει. Τελικά, όμως, το ελληνικό μιούζικαλ μπορεί να είναι σκληρό, ρεαλιστικό και ωμό κι εμείς έχουμε παραμείνει οι Έλληνες του 2002.»
Ο Αλέξανδρος Λιβιτσάνος, που συνυπογράφει τη μουσική και παράλληλα έχει αναλάβει την ενορχήστρωση και τη μουσική διεύθυνση, συμπληρώνει: «Από ένα συγκρουσιακό χάος, μια εμβληματική ταινία με άτεγκτο ρεαλισμό, εκκωφαντικές παύσεις, ουρλιαχτά και ένα ξεχαρβαλωμένο ανεμιστήρα, κληθήκαμε να δημιουργήσουμε ένα ολόκληρο μουσικό έργο.
Χρειάστηκε πολλές φορές να ανακαλέσουμε υπαρκτές αναμνήσεις και ανθρώπους όμοιους με αυτούς της ταινίας και να σκεφτούμε “Τι μουσική άκουγε αυτός;” και “Όταν είχε γίνει αυτό, τι έπαιζε το ράδιο;” Έτσι γεννήθηκε το Σπιρτόκουτο The Musical, μουσικά ίσως το πιο περίεργο έργο για εμένα, μιας και οι χαρακτήρες αμφιταλαντεύονται απροκάλυπτα μεταξύ διαφορετικών και αντικρουόμενων ειδών μονό μέσα σε μερικά μουσικά μέτρα πολλές φορές.
Κάθε χαρακτήρας απέκτησε το μοτίβο του, κάθε σκληρή φράση και κατάρα τις συγχορδίες τους και η ατελείωτη κακοφωνία ενός καβγά την αντίστιξή της. Με όχημα τη δύναμη της μουσικής, παραβολικά και αρκετές φορές με χιούμορ, υπογραμμίσαμε τα κακώς κείμενα, σα να υποχρεώνεις – εν είδει τιμωρίας – ένα ειδεχθή εγκληματία να ντυθεί κλόουν και να κυκλοφορεί με κόκκινη μύτη.»
Η Αφροδίτη Παναγιωτάκου, Διευθύντρια Πολιτισμού του Ιδρύματος Ωνάση, που έχει την καλλιτεχνική επιμέλεια για τη Στέγη στο Σπιρτόκουτο, σχολιάζει: «Φτιάξτο. Δεν είναι οι δυνατές φωνές που κάνουν το Σπιρτόκουτο εκκωφαντικό. Είναι οι ζωές των ανθρώπων. Όλων των ανθρώπων σε σπιρτόκουτα.
Ακόμη κι αν οι ήρωες μιλούσαν ψιθυριστά, αφόρητα ψιθυριστά, πάλι εκκωφαντικό θα ήταν. Και τώρα που τραγουδούν, ματαιωμένες εμμονές υμνούν. Είναι αυτή η αγωνία, η μανία που βγαίνει στην εντολή «Φτιάξτο». Ο ανεμιστήρας παρών για να αναζωπυρώνει τη φωτιά και να υπενθυμίζει την ασφυξία. Και όλα αυτά με εκρήξεις πικρού γέλιου σαν απεγνωσμένες ανάσες. Φτιάξτο, φτιάξτο, φτιάξτο. Τι να πρωτοφτιάξεις;».