Tόσα χρόνια ο Παπακαλιάτης έβλεπε ξένες σειρές, τώρα ήρθε η ώρα οι ξένοι να δουν Παπακαλιάτη!
Όταν ήταν έφηβος έκανε κοπάνες απ’ το σχολείο για να παρακολουθεί τα γυρίσματα των «Τριών Χαρίτων» και να παίρνει μέρος σε οντισιόν για παιδιά. Το όνειρό του δεν άργησε να γίνει πραγματικότητα κι έτσι στις αρχές της δεκαετίας του ’90 ο ανήλικος Χριστόφορος Παπακαλιάτης εμφανίζεται στους «Φρουρούς της Αχαΐας», δίπλα στη Μιμή Ντενίση, και κάνει ένα σύντομο πέρασμα από τους «Απαράδεκτους». Το ευρύ κοινό τον γνωρίζει μέσα απ’ το ρόλο του χαζοχαρούμενου Χριστόφορου στους «Δέκα μικρούς Μήτσους» του Λάκη Λαζόπουλου, που είχαν ήδη ξεκινήσει απ’ το 1992, και του ακόμα πιο χαζοχαρούμενου Χάρη στη δεύτερη σεζόν του «Ντόλτσε βίτα» (1996-1997), μαζί με τη μελλοντική του Μούσα, Μαρία Καβογιάννη.
Οι συμμετοχές του στην «Αναστασία» (1993-1994), στο «Άγγιγμα ψυχής» (1998-1999) και στο «Βαμμένο ήλιο» (1996-1997), όπου υποδύεται, μάλιστα, το γιο της Πέμυς Ζούνη, του δίνουν μία πρώτη γεύση για το πώς γράφονται και σκηνοθετούνται οι δραματικές σειρές. Από την πρώτη του εμφάνιση, εξάλλου, συνήθιζε να περνάει το χρόνο του δίπλα στα τηλεοπτικά συνεργεία για να μαθαίνει πώς στήνεται μία σειρά. Ωστόσο, οι «μάστερ» των ερωτικών τριγώνων στην Ελλάδα, Μιρέλλα Παπαοικονόμου και Μανούσος Μανουσάκης, δεν τον επηρεάζουν και τόσο, κι ας συνεργάζεται μαζί τους, αφού εκείνος ανέκαθεν θαύμαζε τις ξένες παραγωγές.
Έτσι, σε ηλικία εικοσιτεσσάρων ετών καταθέτει το πρώτο του σενάριο. «Η ζωή μας μια βόλτα» (1999-2000) προβάλλεται από το Mega, όπως και όλες οι επόμενες τηλεοπτικές του δουλειές, σε σκηνοθεσία Ρέινας Εσκενάζυ, με συμπρωταγωνίστρια τη Φιλαρέτη Κομνηνού. Τόσο αυτή η σειρά όσο και η επόμενη («Να με προσέχεις», 2000-2001), έχουν στο επίκεντρό τους τις ερωτικές ιστορίες μιας παρέας, με τον ίδιο, σε αρκετές περιπτώσεις, ν’ αντιγράφει εξολοκλήρου διαλόγους και υποπλοκές από τα κλασσικά πλέον «Φιλαράκια». Η παρουσία του Αλέκου Αλεξανδράκη δεν καταφέρνει να του δώσει ποιοτικό άλλοθι στους τηλε-κριτικούς, που -εν πολλοίς δικαιολογημένα- για όλα τα επόμενα χρόνια στηλιτεύουν τις αντιγραφές διαλόγους και σκηνών από ξένες ταινίες και σειρές. Το τηλεοπτικό κοινό, βέβαια, τον αποδέχεται αμέσως ως σεναριογράφο: αν μη τι άλλο, είναι, ουσιαστικά, η πρώτη φορά στην ελληνική τηλεόραση που ένας νέος γράφει μια σειρά για νέους και που ένα σενάριο, παρά τα προβλήματά του, είναι «φρέσκο» δεν μοιάζει να ‘χει δραπετεύσει από τα συρτάρια της Κλακ Φιλμ.
Με το «Κλείσε τα μάτια» (2003-2004) η καριέρα του εκτοξεύεται. Ένα γκέι φιλί, ένας παρανοϊκός κακοποιός (επική η ατάκα του Αιμίλιου Χειλάκη «Χριστίνα, τα χάπια μου»!), αμέτρητες ανεπιθύμητες εγκυμοσύνες και πολλαπλάσια ερωτικά τρίγωνα, καθηλώνουν τους τηλεθεατές. Για πρώτη φορά, αναλαμβάνει και το ρόλο του συν-σκηνοθέτη και δομεί τη σειρά του σε κύκλους, χαρίζοντάς μας στυλιζαρισμένα πλάνα και ατμοσφαιρικές σκηνές, πάντα με τη δική του μουσική επιμέλεια. Το «Κλείσε τα μάτια» φέρνει ένα νέο αέρα στην ελληνική τηλεόραση, όχι μόνο επειδή μας συστήνει μια νέα γενιά ηθοποιών (από την Ιωάννα Παππά και το Χρήστο Λούλη μέχρι το Γιάννη Στάνκγολου), αλλά επειδή είναι μια προσεγμένη παραγωγή που ακολουθεί τα διεθνή πρότυπα. Απ’ την άλλη, το σενάριο αποτελεί την αχίλλειο πτέρνα του: οι ήρωες φαίνονται μονοδιάστατοι και μη ολοκληρωμένοι, αφού όλοι επαναλαμβάνουν τις ίδιες λέξεις και φράσεις, κι αντιδρούν με τον ίδιο τρόπο, είτε είναι γονείς είτε παιδιά. Οι αρνητικές κριτικές δεν είναι περισσότερες από τις θετικές επειδή πολύ απλά δεν υπάρχουν θετικές κριτικές: όλα τα έντυπα τον κατακρίνουν για τις υπερβολές του σεναρίου και τις αντιγραφές σκηνών. Σε κάθε περίπτωση, το «Κλείσε τα μάτια» στέκεται πάνω από το μέσο όρο παρόμοιων σίριαλ της εποχής, ενώ φαίνεται κάπως εμμονικό όλοι να κατακρίνουν τον Παπακαλιάτη, απ’ τη στιγμή που εκείνα τα χρόνια τα ερωτικά τρίγωνα και οι ίντριγκες ήταν ίδιον των περισσότερων σειρών –στις περιπτώσεις, μάλιστα, σειρών πολύ κατώτερων αισθητικά.
Έχοντας την απεριόριστη στήριξη του Mega, που τον θεωρεί πια το δυνατό χαρτί του, παρουσιάζει την επόμενη δουλειά του . Η ατμόσφαιρα στο «Δυο μέρες μόνο» (2005-2006) θυμίζει νεο-νουάρ θρίλερ, αλλά το σενάριο δεν οδηγεί πουθενά. Η σειρά δεν κερδίζει την προσοχή του κοινού, μας συστήνει, πάντως, τη Βίκυ Παπαδοπούλου και τον Αντίνοο Αλμπάνη. Στους «4» (2009-2010) θα προσέξει περισσότερο το κείμενό του, με τους χαρακτήρες της μάνας (Νένα Μεντή) και των τηλεοπτικών αδερφών του, (Νίκος Κουρής, Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος, Πάνος Μουζουράκης), να φαντάζουν πιο ζωντανοί και ολοκληρωμένοι, ενώ η Κατερίνα Διδασκάλου υποδύεται έναν από τους πιο ενδιαφέροντες χαρακτήρες της τηλεοπτικής της καριέρας.
Ο ιδανικότερος χώρος για κάποιον που δημιουργεί ωραίες εικόνες είναι ο κινηματογράφος. Έτσι, σκηνοθετεί εξολοκλήρου το «Αν» (2012) και όλες τις επόμενες δουλειές του, παρότι τα προηγούμενα χρονιά έκανε τη σκηνοθεσία σε συνεργασία με άλλους, και κερδίζει, μία υποψηφιότητα ως σκηνοθέτης από την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου. Το «Αν» περιλαμβάνει τα θετικά στοιχεία των τηλεοπτικών του δουλειών χωρίς τ’ αρνητικά, αφού η δίωρη διάρκεια μιας ταινίας δεν αφήνει το σενάριο να ξεχειλώσει. Έχοντας ως αφηγητές των Αντωνάκη (Γιώργος Κωνσταντίνου) και την Ελενίτσα (Μάρω Κοντού) διαχωρίζει έξυπνα την αντιγραφή από το φόρο τιμής και μας χαρίζει ένα συγκινητικό παραμύθι, στρέφοντας, παράλληλα, το βλέμμα του στη μελαγχολική Αθήνα της κρίσης.
Την τεράστια εισπρακτική επιτυχία του «Αν» ακολουθεί η εμπορικότερη ταινία του 2015. Με το «Ένας άλλος κόσμος» σχολιάζει την άνοδο της ακροδεξιάς, την οικονομική κρίση και τις συνθήκες εργασίας στις πολυεθνικές, με συμπρωταγωνιστές τη Μαρία Καβογιάννη, το Μηνά Χατζησάββα, και το βραβευμένο με Όσκαρ Τζ. Κ. Σίμονς. Η ταινία ταξιδεύει με επιτυχία στη Νέα Υόρκη και το Λος Άντζελες, και ο σχεδόν αυτοδίδακτος Παπακαλιάτης αποδεικνύει πόσο έχει ωριμάσει κι εξελιχθεί ως δημιουργός.
Οι τηλε-κριτικοί δεν βρίσκονται πλέον απέναντί του -τα ίδια τα τηλε-περιοδικά, άλλωστε, είναι πια και ως όρος ξεπερασμένα κι ο ίδιος ασχολείται με τον κινηματογράφο- αρκετοί επικριτές του, πάντως, εξακολουθούν να «ξεσαλώνουν» σε διάφορα πιθανά κι απίθανα sites με αφορμή την επιτυχία του «Ένας άλλος κόσμος», κάνοντας αστεία με μανάδες και ποστάροντας σκηνές από το «Ντόλτσε βίτα», αναρωτώμενοι πώς γίνεται να δίνουν στο «Χάρη» λεφτά για ταινία- προφανώς, επειδή δεν έχουν την ικανότητα να διαχωρίσουν τον ηθοποιό από το ρόλο.
Κι όμως, ο κόσμος του internet θα υποδεχτεί με χαρά τη νέα του σειρά, προτού καν προβληθεί το πρώτο επεισόδιο: σε μια περίοδο που η ελληνική μυθοπλασία αγγίζει διεθνή και κινηματογραφικά στάνταρ, η τηλεοπτική δουλειά ενός δημιουργού που το έκανε αυτό απ’ το 2000 δεν μπορεί παρά να είναι καλή. Στο «Maestro» (2022) δίνει τη δυνατότητα στη Μαρία Καβογιάννη να υποδυθεί έναν ακόμη δραματικό ρόλο και στη Χάρις Αλεξίου να ξεδιπλώσει το υποκριτικό της ταλέντο, μέσα από μια ιστορία με κεντρικό θέμα την παθογένεια της ελληνικής οικογένειας. Κοινό και κριτικοί μένουν ευχαριστημένοι και το «Maestro» γίνεται η πρώτη ελληνική σειρά που θα προβληθεί στο Netflix: τόσα χρόνια ο Παπακαλιάτης έβλεπε τα ξένα σίριαλ, τώρα ήρθε η ώρα οι ξένοι να δουν Παπακαλιάτη!
Tόσα χρόνια ο Παπακαλιάτης έβλεπε ξένες σειρές, τώρα ήρθε η ώρα οι ξένοι να δουν Παπακαλιάτη!
Όταν ήταν έφηβος έκανε κοπάνες απ’ το σχολείο για να παρακολουθεί τα γυρίσματα των «Τριών Χαρίτων» και να παίρνει μέρος σε οντισιόν για παιδιά. Το όνειρό του δεν άργησε να γίνει πραγματικότητα κι έτσι στις αρχές της δεκαετίας του ’90 ο ανήλικος Χριστόφορος Παπακαλιάτης εμφανίζεται στους «Φρουρούς της Αχαΐας», δίπλα στη Μιμή Ντενίση, και κάνει ένα σύντομο πέρασμα από τους «Απαράδεκτους». Το ευρύ κοινό τον γνωρίζει μέσα απ’ το ρόλο του χαζοχαρούμενου Χριστόφορου στους «Δέκα μικρούς Μήτσους» του Λάκη Λαζόπουλου, που είχαν ήδη ξεκινήσει απ’ το 1992, και του ακόμα πιο χαζοχαρούμενου Χάρη στη δεύτερη σεζόν του «Ντόλτσε βίτα» (1996-1997), μαζί με τη μελλοντική του Μούσα, Μαρία Καβογιάννη.
Οι συμμετοχές του στην «Αναστασία» (1993-1994), στο «Άγγιγμα ψυχής» (1998-1999) και στο «Βαμμένο ήλιο» (1996-1997), όπου υποδύεται, μάλιστα, το γιο της Πέμυς Ζούνη, του δίνουν μία πρώτη γεύση για το πώς γράφονται και σκηνοθετούνται οι δραματικές σειρές. Από την πρώτη του εμφάνιση, εξάλλου, συνήθιζε να περνάει το χρόνο του δίπλα στα τηλεοπτικά συνεργεία για να μαθαίνει πώς στήνεται μία σειρά. Ωστόσο, οι «μάστερ» των ερωτικών τριγώνων στην Ελλάδα, Μιρέλλα Παπαοικονόμου και Μανούσος Μανουσάκης, δεν τον επηρεάζουν και τόσο, κι ας συνεργάζεται μαζί τους, αφού εκείνος ανέκαθεν θαύμαζε τις ξένες παραγωγές.
Έτσι, σε ηλικία εικοσιτεσσάρων ετών καταθέτει το πρώτο του σενάριο. «Η ζωή μας μια βόλτα» (1999-2000) προβάλλεται από το Mega, όπως και όλες οι επόμενες τηλεοπτικές του δουλειές, σε σκηνοθεσία Ρέινας Εσκενάζυ, με συμπρωταγωνίστρια τη Φιλαρέτη Κομνηνού. Τόσο αυτή η σειρά όσο και η επόμενη («Να με προσέχεις», 2000-2001), έχουν στο επίκεντρό τους τις ερωτικές ιστορίες μιας παρέας, με τον ίδιο, σε αρκετές περιπτώσεις, ν’ αντιγράφει εξολοκλήρου διαλόγους και υποπλοκές από τα κλασσικά πλέον «Φιλαράκια». Η παρουσία του Αλέκου Αλεξανδράκη δεν καταφέρνει να του δώσει ποιοτικό άλλοθι στους τηλε-κριτικούς, που -εν πολλοίς δικαιολογημένα- για όλα τα επόμενα χρόνια στηλιτεύουν τις αντιγραφές διαλόγους και σκηνών από ξένες ταινίες και σειρές. Το τηλεοπτικό κοινό, βέβαια, τον αποδέχεται αμέσως ως σεναριογράφο: αν μη τι άλλο, είναι, ουσιαστικά, η πρώτη φορά στην ελληνική τηλεόραση που ένας νέος γράφει μια σειρά για νέους και που ένα σενάριο, παρά τα προβλήματά του, είναι «φρέσκο» δεν μοιάζει να ‘χει δραπετεύσει από τα συρτάρια της Κλακ Φιλμ.
Με το «Κλείσε τα μάτια» (2003-2004) η καριέρα του εκτοξεύεται. Ένα γκέι φιλί, ένας παρανοϊκός κακοποιός (επική η ατάκα του Αιμίλιου Χειλάκη «Χριστίνα, τα χάπια μου»!), αμέτρητες ανεπιθύμητες εγκυμοσύνες και πολλαπλάσια ερωτικά τρίγωνα, καθηλώνουν τους τηλεθεατές. Για πρώτη φορά, αναλαμβάνει και το ρόλο του συν-σκηνοθέτη και δομεί τη σειρά του σε κύκλους, χαρίζοντάς μας στυλιζαρισμένα πλάνα και ατμοσφαιρικές σκηνές, πάντα με τη δική του μουσική επιμέλεια. Το «Κλείσε τα μάτια» φέρνει ένα νέο αέρα στην ελληνική τηλεόραση, όχι μόνο επειδή μας συστήνει μια νέα γενιά ηθοποιών (από την Ιωάννα Παππά και το Χρήστο Λούλη μέχρι το Γιάννη Στάνκγολου), αλλά επειδή είναι μια προσεγμένη παραγωγή που ακολουθεί τα διεθνή πρότυπα. Απ’ την άλλη, το σενάριο αποτελεί την αχίλλειο πτέρνα του: οι ήρωες φαίνονται μονοδιάστατοι και μη ολοκληρωμένοι, αφού όλοι επαναλαμβάνουν τις ίδιες λέξεις και φράσεις, κι αντιδρούν με τον ίδιο τρόπο, είτε είναι γονείς είτε παιδιά. Οι αρνητικές κριτικές δεν είναι περισσότερες από τις θετικές επειδή πολύ απλά δεν υπάρχουν θετικές κριτικές: όλα τα έντυπα τον κατακρίνουν για τις υπερβολές του σεναρίου και τις αντιγραφές σκηνών. Σε κάθε περίπτωση, το «Κλείσε τα μάτια» στέκεται πάνω από το μέσο όρο παρόμοιων σίριαλ της εποχής, ενώ φαίνεται κάπως εμμονικό όλοι να κατακρίνουν τον Παπακαλιάτη, απ’ τη στιγμή που εκείνα τα χρόνια τα ερωτικά τρίγωνα και οι ίντριγκες ήταν ίδιον των περισσότερων σειρών –στις περιπτώσεις, μάλιστα, σειρών πολύ κατώτερων αισθητικά.
Έχοντας την απεριόριστη στήριξη του Mega, που τον θεωρεί πια το δυνατό χαρτί του, παρουσιάζει την επόμενη δουλειά του . Η ατμόσφαιρα στο «Δυο μέρες μόνο» (2005-2006) θυμίζει νεο-νουάρ θρίλερ, αλλά το σενάριο δεν οδηγεί πουθενά. Η σειρά δεν κερδίζει την προσοχή του κοινού, μας συστήνει, πάντως, τη Βίκυ Παπαδοπούλου και τον Αντίνοο Αλμπάνη. Στους «4» (2009-2010) θα προσέξει περισσότερο το κείμενό του, με τους χαρακτήρες της μάνας (Νένα Μεντή) και των τηλεοπτικών αδερφών του, (Νίκος Κουρής, Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος, Πάνος Μουζουράκης), να φαντάζουν πιο ζωντανοί και ολοκληρωμένοι, ενώ η Κατερίνα Διδασκάλου υποδύεται έναν από τους πιο ενδιαφέροντες χαρακτήρες της τηλεοπτικής της καριέρας.
Ο ιδανικότερος χώρος για κάποιον που δημιουργεί ωραίες εικόνες είναι ο κινηματογράφος. Έτσι, σκηνοθετεί εξολοκλήρου το «Αν» (2012) και όλες τις επόμενες δουλειές του, παρότι τα προηγούμενα χρονιά έκανε τη σκηνοθεσία σε συνεργασία με άλλους, και κερδίζει, μία υποψηφιότητα ως σκηνοθέτης από την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου. Το «Αν» περιλαμβάνει τα θετικά στοιχεία των τηλεοπτικών του δουλειών χωρίς τ’ αρνητικά, αφού η δίωρη διάρκεια μιας ταινίας δεν αφήνει το σενάριο να ξεχειλώσει. Έχοντας ως αφηγητές των Αντωνάκη (Γιώργος Κωνσταντίνου) και την Ελενίτσα (Μάρω Κοντού) διαχωρίζει έξυπνα την αντιγραφή από το φόρο τιμής και μας χαρίζει ένα συγκινητικό παραμύθι, στρέφοντας, παράλληλα, το βλέμμα του στη μελαγχολική Αθήνα της κρίσης.
Την τεράστια εισπρακτική επιτυχία του «Αν» ακολουθεί η εμπορικότερη ταινία του 2015. Με το «Ένας άλλος κόσμος» σχολιάζει την άνοδο της ακροδεξιάς, την οικονομική κρίση και τις συνθήκες εργασίας στις πολυεθνικές, με συμπρωταγωνιστές τη Μαρία Καβογιάννη, το Μηνά Χατζησάββα, και το βραβευμένο με Όσκαρ Τζ. Κ. Σίμονς. Η ταινία ταξιδεύει με επιτυχία στη Νέα Υόρκη και το Λος Άντζελες, και ο σχεδόν αυτοδίδακτος Παπακαλιάτης αποδεικνύει πόσο έχει ωριμάσει κι εξελιχθεί ως δημιουργός.
Οι τηλε-κριτικοί δεν βρίσκονται πλέον απέναντί του -τα ίδια τα τηλε-περιοδικά, άλλωστε, είναι πια και ως όρος ξεπερασμένα κι ο ίδιος ασχολείται με τον κινηματογράφο- αρκετοί επικριτές του, πάντως, εξακολουθούν να «ξεσαλώνουν» σε διάφορα πιθανά κι απίθανα sites με αφορμή την επιτυχία του «Ένας άλλος κόσμος», κάνοντας αστεία με μανάδες και ποστάροντας σκηνές από το «Ντόλτσε βίτα», αναρωτώμενοι πώς γίνεται να δίνουν στο «Χάρη» λεφτά για ταινία- προφανώς, επειδή δεν έχουν την ικανότητα να διαχωρίσουν τον ηθοποιό από το ρόλο.
Κι όμως, ο κόσμος του internet θα υποδεχτεί με χαρά τη νέα του σειρά, προτού καν προβληθεί το πρώτο επεισόδιο: σε μια περίοδο που η ελληνική μυθοπλασία αγγίζει διεθνή και κινηματογραφικά στάνταρ, η τηλεοπτική δουλειά ενός δημιουργού που το έκανε αυτό απ’ το 2000 δεν μπορεί παρά να είναι καλή. Στο «Maestro» (2022) δίνει τη δυνατότητα στη Μαρία Καβογιάννη να υποδυθεί έναν ακόμη δραματικό ρόλο και στη Χάρις Αλεξίου να ξεδιπλώσει το υποκριτικό της ταλέντο, μέσα από μια ιστορία με κεντρικό θέμα την παθογένεια της ελληνικής οικογένειας. Κοινό και κριτικοί μένουν ευχαριστημένοι και το «Maestro» γίνεται η πρώτη ελληνική σειρά που θα προβληθεί στο Netflix: τόσα χρόνια ο Παπακαλιάτης έβλεπε τα ξένα σίριαλ, τώρα ήρθε η ώρα οι ξένοι να δουν Παπακαλιάτη!