Είναι φορές που στη ζωή έχεις την τύχη να διασταυρωθούν οι δρόμοι σου με ανθρώπους μοναδικούς που σε μαγεύουν για πάντα με όσα σου λένε. Ένας από αυτούς τους ανθρώπους είναι η Γιοβάννα. Ποιήτρια, συγγραφέας, τραγουδίστρια, μα πάνω απ’ όλα μια προσωπικότητα γεμάτη αγάπη, σοφία και αλήθεια. Η Γιοβάννα είναι ο ζωντανός-θρύλος της μουσικής, που με την κρυστάλλινη φωνή της έκανε γνωστές στα πέρατα του κόσμου μελωδίες όπως το “Αν θυμηθείς τ’ όνειρό μου” και τη “Μυρτιά” του Μίκη Θεοδωράκη, το σπαρακτικό “Τι κρίμα” του Μίμη Πλέσσα, το αισιόδοξο “Καλοκαιράκι” του Σπήλιου Μεντή, το “Χόρεψαν τ’ άσπρα πουλιά” του Σταύρου Ξαρχάκου και αναρίθμητες άλλες επιτυχίες. Η ίδια κατέχει πολλές πρωτιές. Τα βραβεία στα εγχώρια και διεθνή μουσικά φεστιβάλ όπου συμμετείχε, διαδέχονταν το ένα το άλλο. Όταν το μακρινό 1966 πρωτοεμφανίστηκε η τηλεόραση την Ελλάδα με το κανάλι της ΕΙΡ (σημερινή ΕΡΤ), η Γιοβάννα ήταν η πρώτη μορφή που είδαμε στη μικρή οθόνη. Μερικά χρόνια αργότερα παρουσίαζε τις δικές τις εκπομπές στην τηλεόραση. Το “Καλησπέρα με τη Γιοβάννα” και λίγα χρόνια μετά, την εκπομπή “Μουσικές Περιπλανήσεις”. Η καριέρα της δεν περιορίστηκε στην Ελλάδα. Αγαπήθηκε στην Ευρώπη και στην Σοβιετική Ένωση όπου χιλιάδες κόσμου παραληρούσαν από θαυμασμό σε κάθε της εμφάνιση. Τα κοντσέρτα της μεταδίδονταν ζωντανά σ’ όλη τη Σοβιετική Ένωση και οι δίσκοι της πωλούνταν κατά εκατομμύρια. Η Γιοβάννα όμως αποτραβήχθηκε. Δεν κυνήγησε τη μεγάλη καριέρα και στράφηκε σε πιο εσωτερικά μονοπάτια. Με την καθοδήγηση του Γιάννη Ρίτσου, κατέκτησε άλλη μια κορυφή. Αυτή της ποίησης. Το 1976 εξέδωσε το «Να προλάβω», την πρώτη της ποιητική συλλογή που τον τίτλο τον επέλεξε ο ίδιος ο Γιάννης Ρίτσος. Έδωσε όλο της το είναι στις λέξεις που με μεγάλη μαεστρία τις χειρίζεται και μας χάρισε ποιήματα που αγγίζουν τα μύχια της ψυχής. Μαζί με την ποίηση, ήρθε και η συγγραφή λογοτεχνικών βιβλίων. Το πρώτο της μυθιστόρημα ήταν το “Άντε Γειά” που το 1986 συμμετείχε σε λογοτεχνικό διαγωνισμό και βγήκε πρώτο μεταξύ 100 άλλων βιβλίων. Μια αντισυμβατική ιστορία αγάπης που έμελλε να τη λατρέψει το κοινό και να μεταφερθεί με μεγάλη επιτυχία και στον κινηματογράφο. Και αυτό ήταν μόνο η αρχή. Ακολούθησαν άλλα 14 λογοτεχνικά βιβλία που αγαπήθηκαν πολύ από το αναγνωστικό κοινό. Η Γιοβάννα φαίνεται ότι καταφέρνει να κάνει καλά οτιδήποτε βάλει στο μυαλό της. Εν έτει 2022 είναι ακόμη μάχιμη και πολυγραφότατη. Μόλις πριν λίγο καιρό εκδόθηκε από τον Μετρονόμο η καινούρια της ποιητική συλλογή με τίτλο “φως, φως, φως” και παράλληλα γράφει το νέο της μυθιστόρημα. Κάνει επιλεγμένες εμφανίσεις σε μικρές σκηνές τραγουδώντας δικές της επιτυχίες, αλλά και τραγούδια άλλων καλλιτεχνών που αγάπησε σαν δικά της. Μας άνοιξε το φιλόξενο και φωτεινό σπίτι της στην Κηφισιά που είναι διακοσμημένο με πίνακες του πατέρα της και μας κέρασε σοκολατάκια που της τα έστειλε ένας θαυμαστής της από την μακρινή Ελβετία. Μιλώντας για τη ζωή της, μας άνοιξε τα φύλλα της καρδιάς της εκπέμποντας αγάπη με τα λόγια και το βλέμμα. Την ευχαριστούμε για αυτό που είναι και μέσω αυτής της συνέντευξης ελπίζουμε να γνωρίσουν το έργο της ακόμα περισσότεροι και να την αγαπήσουν όπως κι εμείς.
Πότε μπήκε τα τραγούδι στη ζωή σας;
Δε θυμάμαι πότε άρχισα να τραγουδάω. Ήδη από δύο χρόνων κατάλαβαν ότι κάτι γίνεται με τη φωνή μου. Η μάνα μου που της άρεσε η μουσική και πήγαινε και στην όπερα με το πατέρα μου, κατάλαβε από νωρίς ότι θα γίνω τραγουδίστρια. Οκτώ χρόνων μπήκα σε παιδική χορωδία. Έκανα επίσης και μπαλέτο. Μετά μπήκα στο Ελληνικό ωδείο. Ύστερα έδωσα εξετάσεις στα 14 και πέρασα στο Ωδείο Αθηνών όπου είχα δάσκαλο τον αδερφό του Αττίκ, τον κύριο Κίμων Τριανταφυλλίδη. Από ‘κει πήρα ένα δίπλωμα και ένα βραβείο. Δώσαμε 13 κοπέλες εξετάσεις για να λάβουμε υποτροφία από το ίδρυμα κρατικών υποτροφιών. Θα δίνονταν δύο υποτροφίες στις δυο πρώτες. Περιέργως συμμετείχε κι ένας άνδρας, ενώ ήταν χρονιά που διαγωνίζονταν μόνο κοπέλες. Τελικά από αυτό το διαγωνισμό κέρδισα την υποτροφία μαζί με την Κική Μορφονιού η οποία έγινε σπουδαία μεσόφωνος. Αυτό έγινε Σάββατο. Έδωσαν συγχαρητήρια στον πατέρα μου και μέχρι τη Δευτέρα, μου πήραν πίσω την υποτροφία και μου είπαν ότι έχω έρθει στην τρίτη θέση! Έδωσαν τη θέση μου σε εκείνο τον άνδρα που συμμετείχε εμβόλιμα. Τι θέση είχε ανάμεσα στις κοπέλες ένας άνδρας; Τα γνωστά τώρα… Τι ψάχνεις… Το αποτέλεσμα ήταν εφόσον ο πατέρας μου δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να με σπουδάσει έξω και έχασα την υποτροφία, να παρατήσω την όπερα. Είχε όμως ανοίξει η επαφή μου με τον ραδιοφωνικό σταθμό κι έτσι ασχολήθηκα με το ελαφρό τραγούδι και δεν το μετάνιωσα ποτέ. Έκλεισε η πόρτα από την όπερα και άνοιξε στο ελαφρό και μετά στράφηκα στο γράψιμο που με έφτασε ως εδώ. Έχω 22 τίτλους και μόλις εκδόθηκαν τα καινούρια ποιήματά μου και γράφω τώρα κι ένα μυθιστόρημα. Το 23ο
Πότε ηχογραφήσατε πρώτη φορά στο στούντιο;
Το πρώτο τραγούδι που ηχογράφησα νομίζω ήταν όταν ήμουν δεκατεσσάρων. Έκανα δεύτερες στον Τζώνη Κατσούρη. Ένα τραγουδιστή που ήταν πολλά χρόνια μεγαλύτερος από ‘μένα. Μετά έκανα μουσικές εκπομπές με τη μεγάλη ορχήστρα του ραδιοφωνικού σταθμού και άρχισα σιγά-σιγά να μπαίνω στο πνεύμα όλης αυτής της δημιουργίας -γιατί το τραγούδι δημιουργία είναι-. Έτσι μπήκα στο ελαφρό τραγούδι το οποίο για μένα όμως δεν ήταν ελαφρό, γιατί είχα βάλει μέσα όλη την τέχνη του τραγουδιού που είχα μάθει τραγουδώντας όπερα. Βέβαια χρειάστηκε ένας κάποιος χρόνος προσαρμογής της φωνής από το στιλ της κλασικής τραγουδίστριας στην τραγουδίστρια του ελαφρού. Μετά το ένα φέρνει τ’ άλλο και ανοίχτηκαν οι δρόμοι. Ο καθένας μας συναντάει δρόμους και θα πρέπει να δει αν θα τους ακολουθήσει ή όχι, ή μάλλον σπρώχνεται από το μεγάλο Κλειδούχο να πάει προς τα εκεί. Έτσι έφτασα μέχρι εδώ. Είναι μία ολόκληρη πορεία την οποία αν το πιστέψεις, τώρα έχω αρχίσει και αποσαφηνίζω τις αιτιολογίες της. Τότε λειτουργούσα εντελώς ενστικτωδώς. Δεν το ζούσα γιατί δεν είχα βρει τον εαυτό μου. Τον εαυτό μου τον βρήκα από το γράψιμο. Έρχονται πολλά στη ζωή του κάθε ανθρώπου. Έρχονται πολλά που όλα μαζί συνιστούν ένα δρόμο. Εγώ χρειάστηκε πρώτα να συνειδητοποιηθώ. Να βρω τον εαυτό μου, να βγάλω τους φόβους μου, να με γνωρίσω, να δω τι κρύβει ο άνθρωπος μέσα του. Κρύβουμε πάρα πολλά. Κρύβουμε ων ούκ έστιν αριθμός και περιμένουμε να τα βγάλουμε έξω κι αυτό και έκανα. Τράβηξα το μύτο του γραψίματος. Είμαι πανευτυχής και ευχαριστώ το Θεό που με έσπρωξε προς τα ‘κει γιατί είναι ένας ολόκληρος κόσμος. Ένας κόσμος ο οποίος δεν μετριέται. Ο λόγος είναι ωκεανός και κάθε φορά που θα κερδίσεις κάτι, δεν είναι παρά μία σταγόνα. Δηλαδή να βρεις την προσωπικότητά σου και τι μπορείς να υποπτευθείς. Το εργαστήρι που έχουμε όλοι μέσα μας εργάζεται ερήμην μας και όταν του τεθεί κάτι σαν ερωτηματικό ή σαν πρόβλημα ή σαν δυσκολία, νομίζεις ότι σε ξέχασε αλλά όταν περάσει λίγος καιρός, σου φέρνει αυτό που ζήτησες.
Με τις περιγραφές σας καταλαβαίνω οτι η συγγραφή σας γεμίζει περισσότερο από το τραγούδι. Σαν να βρήκατε εκεί τον εαυτό σας.
Η συγγραφή δεν συγκρίνεται με το τραγούδι παρά μονάχα με την μελωδία του, με το ρυθμό την αρμονία… Όλα είναι ένα. Κοίταξε, μη γελιόμαστε. Στο τραγούδι σου δίνει κάποιος την δημιουργία του και ο ερμηνευτής κάνει μία καινούργια δημιουργία πάνω της. Το γράψιμο όμως είναι σύλληψη, κυοφορία, γέννηση, ένας! Και αυτό είναι το σπουδαίο.
Ήσασταν η πρώτη που ερμήνευσε το εμβληματικό τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη «Αν Θυμηθείς τ’ Όνειρό μου». Πώς έφτασε στα χέρια σας και τι νιώσατε με το πρώτο άκουσμα;
Ήμουν στη Lyra τότε. Εκείνη την εποχή μου έδωσαν αυτό το τραγούδι και το είπα όπως μου έλεγε το ένστικτό μου. Εγώ αγαπώ πολύ τις μελωδίες, αλλά αυτή η μελωδία ήταν λίγο ξένη από τα δικά μου ακούσματα. Ήταν λίγο έξω από μένα και δεν είχα καταλάβει αμέσως την αξία της. Την έμαθα μετά. Τότε δεν είχα τη γνώση που έχω σήμερα.
Ο πατέρας σας ήταν και αυτός καλλιτέχνης. Ζωγράφος. Τι εφόδια έχετε πάρει από αυτόν;
Έχω τη ψυχή του πατέρα μου από πάνω μέχρι κάτω. Το συναίσθημα και την αγάπη για την αγάπη. Αν δεις τα έργα του, είναι γεμάτα αγάπη και φως. Το χειρίζεται με έναν τρόπο που δεν σε κουράζει. Μπορεί να βλέπεις ένα πίνακά του και να μην τον χορταίνεις. Είναι αληθινή η αγάπη. Αυτό το πράγμα το έχω κι εγώ και τον ευχαριστώ πολύ που μου το κληροδότησε.
Συμμετείχατε στη Eurovision του 1965 εκπροσωπώντας την Ελβετία. Πώς προέκυψε;
Είχα πάει σε ένα διαγωνισμό τραγουδιού στην Πολωνία με το τραγούδι του Πλέσσα “Τι Κρίμα”. Στην επιτροπή ήταν και ο Λουί Ρε που ήταν ο διευθυντής του ραδιοφωνικού σταθμού Γενεύης, ο οποίος με φώναξε και μου ανέθεσε να τραγουδάω για το ραδιοφωνικό σταθμό Γενεύης σε όλη την Ευρώπη με το Musique aux Champs Elysées (σ.σ. Μουσική στα Ηλύσια Πεδία). Έκανα κάθε μήνα εμφανίσεις. Μου έδωσε και την ευκαιρία να διαγωνιστώ με άλλες πέντε κοπέλες -δύο από κάθε καντόνι- για να εκπροσωπήσω την Ελβετία στη Eurovision. Και κέρδισα.
Πως ήταν σαν εμπειρία; Τι θυμάστε από τη βραδιά εκείνη;
Από τη βραδιά της Eurovision δε θυμάμαι τίποτα παρά μονάχα έναν τραγικό πονοκέφαλο που είχα. Κάναμε κάθε μέρα εξαντλητικές πρόβες ακόμα και δυο ώρες πριν το διαγωνισμό. Δεν ξεκουράστηκα καθόλου. Δε χαλάρωσα. Δεν είχα ποτέ τέτοιο πονοκέφαλο στη ζωή μου. Ακόμη δεν ξέρω πως τα κατάφερα και βγήκα. Μη μου πεις πώς ανέβηκα στη σκηνή να τραγουδήσω! Δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Έπρεπε να τραγουδήσω.
Τι διαφορά έχει ο διαγωνισμός σήμερα;
Αλλάζει ο καιρός, αλλάζουν οι τρόποι… Αλλάζει αυτό που θέλουμε να ακούσουμε ή μας επιβάλλουν να συνηθίσουμε. Τότε είχαμε ζωντανές ορχήστρες. Αν μπεις στο YouTube θα δεις πως τραγούδησα εκείνη τη βραδιά. Ήταν πιο μουσικός ο διαγωνισμός απ’ ότι σήμερα. Δεν πήγαινες να δεις. Πήγαινες να ακούσεις. Αυτή είναι η διαφορά. Tώρα περισσότερο βλέπεις και λιγότερο ακούς. Εάν όμως παρακολουθήσετε το προπέρσινο φεστιβάλ, νίκησε το τραγούδι της Πορτογαλίας. Ξεχώρισε από όλα τα άλλα για τη μελωδία του και για την κλίμακα πάνω στην οποία ήταν στηριγμένο. Ήταν συναισθηματικό, βαθύ και ανθρώπινο και παρότι ο ερμηνευτής ήταν μόνος του με έναν προβολέα πάνω στη σκηνή, ήρθε πρώτο. Όλα τα άλλα με τα χορευτικά και τα εφέ ήρθαν μετά. Εγώ δεν τα καταργώ. Και αυτά έχουν το χώρο τους και τη στιγμή τους.
Έχετε τραγουδήσει σε Γερμανία, Ισραήλ, Γαλλία, Ιταλία, Ελβετία, Βέλγιο, Βραζιλία, Πολωνία, Γεωργία… Διέφερε σε κάτι το κοινό της Ελλάδας με αυτό του εξωτερικού;
Το κοινό είναι πάντα κοινό. Οπωσδήποτε διαφέρει στην κουλτούρα καμιά φορά, αλλά ήταν το ίδιο. Η σάλα η σκοτεινή και οι άνθρωποι από κάτω. Στη Ρωσία έχω κάνει 150 κονσέρτα. Ήταν ο κόσμος πολύ πιο κοντά συναισθηματικά με εμάς. Δηλαδή η ψυχή του λαού ταιριάζει με τη δικιά μας. Και λόγω θρησκείας υπάρχει μία συγγένεια… Στο αίμα μας ίσως. Δεν ξέρω…
Περιγράψτε μου την ατμόσφαιρα στις μεγαλειώδεις συναυλίες που πραγματοποιήσατε στο εξωτερικό.
Στη Μόσχα και στη Γεωργία κυρίως είχα 10.000 θεατές κάθε βράδυ. Μιά φορά ο άντρας μου είχε έρθει να με δει στη Γεωργία. Ήταν στο δρόμο και είδε μία ουρά να ξεκινάει από το στάδιο και να φτάνει πολλά μέτρα μακριά και να στρίβει στο τετράγωνο. Ρωτάει: “Τι είναι όλος αυτός ο κόσμος;” Και του απαντάνε: “Είναι για να βγάλουν εισιτήρια να ακούσουν τη Γιοβάννα!” Στη Γεωργία τη δεύτερη φορά που πήγα στο Palais De Sport, πριν εμφανιστώ, κρυφοκοίταξα από τα ριντό για να δω τον κόσμο και από το δέος οπισθοχώρησα! Ήταν κατάμεστο το θέατρο μέχρι πάνω! Να φανταστείς απ’ έξω υπήρχαν δυνάμεις του ιππικού που συγκρατούσαν το πλήθος που δεν είχε εισιτήριο. Ο κόσμος διέκοπτε τις διακοπές του για να έρθει να με ακούσει. Όταν τελείωνε η συναυλία και κατάφερνα με δυσκολία να μπω στο ταξί, οι άνθρωποι κρατούσαν τον προφυλακτήρα για να μη φύγει το αυτοκίνητο! Άνοιξα μια φορά την πόρτα για να τους πώ κάτι και κάποιος πέταξε μέσα ένα κολιέ απο κεχριμπάρι το οποίο το έχω ακόμα. Την τρίτη φορά που πήγα, ο κόσμος μου έφερνε τα βιβλιάρια υγείας των παιδιών του για να μου δείξουν ότι βάφτισαν τις κόρες τους “Γιοβάννα”! Έτσι έμαθα πως είναι να είσαι είδωλο. Κι όμως! Δεν το συνειδητοποίησα. Δεν χάρηκα όπως έπρεπε να χαρώ. Δε με είχα βρει. Γιατί ήταν πολύ δύσκολη η ανατροφή μου, το πώς μεγάλωσα… Δεν είχα ούτε αυτοπεποίθηση, ούτε εμπιστοσύνη σε αυτό που ήμουν. Δεν ήξερα καν τι ήμουν. Απλώς άνοιγα το στόμα και τραγουδούσα. Τώρα ξέρω τι είμαι. Αλλά βέβαια έρχεται ο χρόνος και οπωσδήποτε ακουμπάει τα πατήματά του επάνω στον ήχο μιας φωνής. Σηκώθηκε και μια παλινδρόμηση που έχω η οποία με βραχνιάζει και μέσα από αυτό το βράχνιασμα προσπαθώ να βρω τον ήχο της φωνής μου. Όταν δεν έχω παλινδρόμηση ξαναβρίσκω αυτή τη λαμπερή φωνή που χαλάει ο κόσμος!
Έχετε εμφανιστεί ποτέ σε χώρους που δεν ήταν κατάλληλοι για το ρεπερτόριο που υπηρετούσατε;
Ναι. Κάποια στιγμή για τέσσερα χρόνια μόνο -ευτυχώς- έκανα επάγγελμα. Τραγουδούσα στα καλύτερα και πιο λουξ κέντρα της Ελλάδας. Όμως για να βγούμε στη σκηνή περνούσαμε μπροστά από ξαπλωτές μπριζόλες, φαγητά, ψυγεία… Δεν ήταν το περιβάλλον που μπορούσα να εκφραστώ. Φασαρία, φωνές, ο κόσμος να καπνίζει ακατάπαυτα… Ένας χαμός. Συλλογιέμαι όμως -το ‘χω σκεφτεί- ότι τους ίδιους ανθρώπους μπορεί να τους έβλεπες σε ένα θέατρο να κάθονται ήσυχα να βλέπουν ένα έργο. Στο κέντρο όμως θέλανε να πιούνε, θέλανε να φάνε… Θα πάρεις ένα μεζέ και θα χτυπήσει το μαχαίρι στο πιάτο, θα σου πεί κάτι ο διπλανός σου και θα γελάσεις… Δεν είναι μέρος που θα πεις ότι τραγουδάς και εκφράζεσαι. Όχι. Είναι κέντρο διασκέδασης. Η διασκέδαση θέλει σαματά και θόρυβο. Θυμάμαι όμως μιά μέρα είχα πάει σε μια βάπτιση και μας είχαν κεράσει λικέρ. Επειδή εγώ δεν πίνω, με ζάλισε. Πήγα μετά στο κεντρο να τραγουδήσω. Όλοι οι συνάδελφοι στα καμαρίνια έλεγαν ότι ο κόσμος ήταν χάλια απόψε. Έκαναν τρομερή φασαρία και κανείς δεν έδινε σημασία στα τραγούδια. Εγώ ανέβηκα στη σκηνή μισοζαλισμένη και είπα ένα τραγούδι μέσα σε αυτές τις συνθήκες. Έκλεισα τα μάτια και τραγούδησα και όταν τελείωσα το τραγούδι δεν ακουγόταν άχνα! Επειδή βγήκε από την ψυχή μου, ήρθε και ακούμπησε τη δικιά τους ψυχή.
Πάψατε από τότε να το βλέπετε σαν επάγγελμα;
Όταν με κάλεσαν πρόσφατα στη Γεωργία να τραγουδήσω, τους είπα ότι δεν θέλω λεφτά. Το τραγούδι το θεωρώ ιερό. Δεν θέλω να το βρομίσω. Με τα λεφτά παίρνει χαρακτήρα επαγγέλματος. Πρότεινα τα έσοδα να πάνε στα άπορα παιδιά της Τιφλίδας ή να μεταφράσουν κάποιο βιβλίο μου και τα έσοδα να τα διαθέσουν εκεί. Έτσι σκέφτομαι. Μπορεί να με πουν αφελή, αλλά εγώ δε θέλω να αλλάξω. Αυτή είμαι Βίκτωρ.
Γιατί αποτραβηχθήκατε από το τραγούδι;
Κλείστηκα σε αυτό το σπίτι αφού εκπροσώπησα την Ελβετία στη Eurovision. Κλείστηκαν πόρτες διάφορες εδώ και στο εξωτερικό γιατί δεν ήμουν τόσο δυνατή. Ήμουν πολύ ευσυγκίνητη, ήμουν ανασφαλής, είχα πολλά κόμπλεξ… Η σκέψη ότι θα πάω στο εξωτερικό να αρχίσω να παλεύω για την καταξίωσή μου, μου φαινόταν βουνό. Χρειαζόταν τεράστια δύναμη και ειδικός τρόπος σκέψης για να πεις ότι θα πετύχεις. Μία από τις σύγχρονές μου, η Νάνα Μούσχουρη είχε όλα αυτά και τα κατάφερε. Και τον χαρακτήρα τον ανάλογο. Έκανε σχέδια και είχε πάθος για αυτό που έκανε. Σαν εκδικητικό πάθος θα έλεγα. Ήθελε να είναι άλλη και τελικά το κατάφερε να γίνει αυτή η άλλη. Και τη συγχαίρω για αυτό. Άν όμως με ρωτήσεις άν θα ήθελα να είχα τον χαρακτήρα της, νομίζω όχι. Δεν θα ήθελα… Προτιμώ τον χαρακτήρα που έχω και διένυσα αυτή τη διαδρομή που με έφτασε ως εδώ.
Σε προσωπικό επίπεδο λάβατε την αγάπη που θα θέλατε;
Όχι. Καθόλου. Πρώτα αγαπούσαν τους εαυτούς τους και μετά εμένα. Δε με ρώτησαν ποτέ τι είχα ανάγκη. Τι θέλω. Ο καθένας έχει τις δικές του αλυσίδες και μέσα από τη δική του φυλακή κοιτάζει τον άλλον. Τους δικαιολογώ γιατί γεννήθηκαν με αυτές τις αλυσίδες ή τους τις φόρτωσαν άλλοι. Εγώ χαρά πήρα μόνο απο τα δώρα του Θεού.
Πιστεύετε;
Πολύ. Εγώ έχω και δείγματα. Δεν μπορώ να σου πω τι, αλλά έχω ενδείξεις και αποδείξεις ότι δεν είμαστε μόνοι μας.
Είστε ένας σκεπτόμενος άνθρωπος που κάνετε αναζητήσεις στον ψυχισμό και εμβαθύνετε σε κάθε πτυχή της ζωής. Τί έχετε αποκομίσει από όλους αυτούς τους προβληματισμούς σας;
Αυτή την όποια σοφία και γνώση μπόρεσα. Μια συμβουλή που θα έδινα είναι να γνωρίζετε τον εαυτό σας. “Γνωθι σαυτον” όπως έλεγαν και οι αρχαίοι. Να του δίνετε την ανάσα που πρέπει να έχει για να είναι ελεύθερος. Ελευθερία. Όχι ασυδοσία. Ελεύθεροι και όχι καταπιεσμένοι. Και στις δυσκολίες θα παλέψουμε. Πρέπει να παλεύει ο άνθρωπος. Ο διαβάς της ζωής δεν είναι εύκολος. Έχει πάρα πολλά εμπόδια μπροστά. Και για αυτό πρέπει να στηρίζεσαι στα ίδια σου τα πόδια. Στο δικό σου βήμα. Ποτέ σε άλλους. Ένα μικρό στήριγμα, ναι. Αλλά τη δύναμη θα τη βρεις σε εσένα.
Τι σας κάνει χαρούμενη και τι σας στεναχωρεί στην καθημερινότητά σας;
Με στενοχωρεί που ο κόσμος αμφιρρέπει, παραπαίει. Με στενοχωρεί που δεν υπάρχει το “αγαπάτε αλλήλους” Του Κυρίου. Γιατί αν το μεγάλο κλειδί που μας έδωσε -της αγάπης- το χειριζόμαστε, τότε δεν θα υπήρχαν οι πόλεμοι. Ο κορωνοϊός μας έμαθε κάτι. Ότι μπορούμε να ζήσουμε με πολύ λιγότερα. Και αυτό μην το ξεχάσετε ποτέ. Γιατί μέσα σε ένα σπίτι να έχω τρείς τηλεοράσεις; Μπορώ να έχω μία. Να έχω ένα βιβλίο στο κομοδίνο μου που να με πάει σε κόσμους πολύ βαθύτερους απ’ ότι μπορεί να με πάει ένα εύκολο θέαμα. Τη μέρα μου τη φτιάχνουν τα δέντρα που έχω έξω στο μπαλκόνι όταν βλέπω ότι πάνε να βγουν τα καινούρια φύλλα. Μου φτιάχνει τη μέρα η σκυλίτσα μου που βάζει το κεφαλάκι της δίπλα στο δικό μου για να κοιμηθούμε μαζί. Και η χαρά όταν καταλαβαίνω ότι έρχονται νέα παιδιά με σεβασμό κοντά μου για να μάθουν κάτι από μένα.
Το “Άντε Γειά” ήταν το πρώτο μυθιστόρημα που γράψατε. Σημείωσε μεγάλη επιτυχία και μεταφέρθηκε στο θέατρο και στον κινηματογράφο με την εξαιρετική ταινία του Γιώργου Τσεμπερόπουλου.
Η ταινία δεν ήταν το βιβλίο μου. Εγώ είχα ρίξει το βάρος σε αυτή τη γυναίκα. Ο Τσεμπερόπουλος δεν έριξε το βάρος στο δικαίωμα που έχει η μεγάλη αυτή γυναίκα να ερωτευθεί και να δει τον πόνο και την ανάγκη της.
Αγαπήθηκε πολύ όμως αυτή η ταινία.
Αγαπήθηκε αλλά δεν ήταν βαθιά. Εκείνος ο οποίος έκανε θαυμάσιο ανέβασμα έχοντας κάνει ελάχιστες παρασπονδίες ήταν ο Θανάσης Παπαγεωργίου στο Θέατρο Στοά και είχα την τύχη να το παίξει η Λήδα Πρωτοψάλτη. Ήταν καταπληκτική στο ρόλο της γυναίκας που πονάει και λέει: “Γιατί μωρέ να μη με θέλει; Γιατί;” Και μετά να δεις αυτό το αγόρι να αγαπάει την κόρη σου.
https://www.youtube.com/watch?v=vxTu8pB_A0M
Πως προέκυψε αυτή η ιστορία;
Σε αυτή την πολυκατοικία που βρισκόμαστε τώρα, στο ισόγειο, ζούσε μια κυρία σεβαστών διαστάσεων, γύρω στα 60, με παιδιά και εγγόνια. Στην πλατεία της Κηφισιάς, στο μαγαζί που τώρα είναι ζαχαροπλαστείο, εκείνη είχε εκεί ένα λουκουματζίδικο. Μέσα στο μαγαζί είχε έναν νεαρό υπάλληλο 18 χρονών τον οποίο ερωτεύθηκε παράφορα. Πήγαινε σε καφετζούδες, σε χαρτορίχτρες… Ανέβαινε στο 2ο όροφο όπου είχαμε μια κοινή φίλη και τις άνοιγε το στήθος της και της έλεγε “Κοίτα μωρέ! Ποια εικοσάρα έχει τέτοιο στήθος; Γιατί να μη με θέλει;” (γέλια). Πολύ μεγάλος έρωτας. Αλλά τι γίνεται: Εγώ το πήρα όπως έπρεπε να το δω. Ότι είναι μια γυναίκα που έζησε με έναν άντρα που πιθανόν δεν αγαπούσε. Ήταν σκλαβωμένη στο γάμο της κι όταν εκείνος πέθανε, ήθελε να ζήσει έναν έρωτα. Και επειδή η ενέργεια των παιδιών είναι μεγάλη, θα την ξαναζωντάνευε και θα ζούσε τον έρωτα εκείνον που δεν είχε ζήσει ποτέ. Εγώ την πόνεσα αυτή τη γυναίκα. Δεν την κορόϊδεψα.
Στην πραγματική ζωή, ο έρωτας αυτός εκπληρώθηκε;
Όχι βέβαια! Πως να εκπληρωθεί; 18 εκείνος, αμούστακος ακόμα κι εκείνη με εγγόνια. Είχε όμως δικαίωμα να ερωτευθεί.
Το έμαθε ποτέ ότι σας ενέπνευσε να γράψετε βιβλίο;
Δεν το έμαθε ποτέ και φαντάζομαι δεν θα ζει πιά. Αυτή η ιστορία έγινε το 1980 και το βιβλίο το έγραψα το 1986
Πείτε μου για το καινούριο μυθιστόρημα που ετοιμάζετε.
Ακόμα το γράφω. Μέσα στην οικογένεια, δυο από τα ξαδέλφια μου δυστυχώς κύλησαν στα ναρκωτικά. Πήρα στοιχεία από αυτό το γεγονός. Από ένα σημείο και μετά δεν σχηματοποιείς τους ήρωές σου. Σε παίρνουν εκείνοι και σε πάνε. Η συγγραφή είναι ένα οικοδόμημα που γίνεται για να καταλήξεις στο δια ταύτα του τέλους που υπάρχει σε κάθε βιβλίο. Αυτό θέλει πάρα πολύ προσοχή και ισορροπία. Το μυθιστόρημα δεν είναι να μιλάς ακατάπαυστα. Είναι αφαίρεση την οποία χρησιμοποιώ και στην αφήγησή μου και μέσα στο μυθιστόρημα βάζω και τη φιλοσοφία μου. Αναλύω πράγματα.
Μόλις εκδόθηκε η καινούρια σας ποιητική συλλογή. Πείτε μου για αυτή.
Έχει εκδοθεί πριν λίγες μέρες από τον Μετρονόμο. Το εξώφυλλο το έχει ζωγραφίσει η Καίτη Μαυρομάτη που είναι φίλη μου και πολύ καταξιωμένη ζωγράφος. Λέγεται “Φως, φως, φως”. Η εισαγωγή λέει: “Αν χωρέσεις τη δημιουργία σε μια ανάσα, αξίζει να πεθάνεις με την εκπνοή”. Η ποίηση θέλει πάρα πολύ μελέτη. Πρέπει να έχεις ένα καμπανάκι μέσα σου που να σου λέει “Αυτή η λέξη πετάει το ποίημα έξω. Δεν είναι σωστή”. Θα βγάλεις τη λέξη. Να έχει μια αρμονία μέσα. Να υπάρχει ρυθμός.
Το ποίημα το πρώτο είναι επηρεασμένο από τον πόλεμο Ρωσίας-Ουκρανίας.
“Με βάζουν να περπατήσω ανάμεσα. Προσπαθώ να βρω τόπο να χωρέσει το πέλμα μου. Δεν είναι εύκολο. Πιο καλά να βγάλω τα παπούτσια. Η σόλα απαιτεί περισσότερο χώρο. Να αισθανθώ τα αποκαΐδια θέλω. Να στηριχτώ σε ξύλα σπασμένα, κατάμαυρα πια μήπως και καταλάβω. Άραγε άν με διαπεράσει η στάχτη, αν με κυκλώσει ως απάνω, τα μαλλιά μου θα πάρουν το χρώμα της; Η καρδιά μου, το αίμα μου; Το γυαλί μπάζει μικρογραφίες. Όλα δείγματα άνευ πιά τόσης αξίας μπορείς να πεις. Η καρέκλα μου πάντως στο δωμάτιο μου είναι όπως τα ξέρω. Ησυχάζω έτσι. Ησυχάζω. Ανασκουμπώνομαι. Μαζεύω με τη σφουγγαρίστρα τα ξεχειλισμένα γυάλινα δάκρυα και σε δύο λεπτά το πάτωμά μου είναι στεγνό, πεντακάθαρο. Η χλωρίνη άλλωστε απολυμαίνει, αποχρωματίζει. Ήσυχη τώρα πολύ, μπορώ να ψάξω. Θα το βρω. Δε γίνεται! Κάπου θα έχει παραπέσει το πράσινο της ειρήνης.”
Η συμβολή του Γιάννη Ρίτσου στην πορεία σας ως ποιήτρια ήταν καθοριστική. Ποια ήταν η πιο πολύτιμη συμβουλή που σας έχει δώσει;
Η αφαίρεση. Η αφαίρεση είναι το Α και το Ω. Αφαίρεση σημαίνει συμπύκνωση. Κάποτε του είχα πάει ένα δείγμα ποιήματος που έλεγε “Μαύρα πουλιά κολυμπούν στην γκρίζα θάλασσα του ουρανού” Μου λέει ότι αυτό δεν είναι ποίημα, αλλά εδώ μέσα υπάρχει ο ποιητής. Και έκανε της εξής αλλαγή: “Μαύρα πουλιά κολυμπούν στον ουρανό”. Αυτομάτως ο ουρανός γίνεται θάλασσα. Τέλειωσε. Έρχεται μετά η φαντασία του αναγνώστη και το συμπληρώνει. Μου είπε “Γιατί να μην έχεις μέσα σου χιλιάδες άλλα τέτοια που περιμένουν να τα πάρεις και να τα βγάλεις έξω;” Ύστερα από τρείς μήνες που πήγαινα και του έδειχνα δουλειά μου, με δίδαξε πώς να γράφω.
Τί άνθρωπος ήταν ο Γιάννης Ρίτσος;
Πολύ δοτικός, πολύ καθημερινός, πολύ δίκαιος, πολύ πονούσε την Ελλάδα, πολύ αγαπούσε αυτό που αγαπούσε. Επίσης ήτανε πολυσχιδής. Ζωγράφιζε πολύ ωραία, αφαιρετικά. Έβρισκε πέτρες οι οποίες είχαν διάφορα εξογκώματα ή κοίλα και σε αυτές έβλεπε πρόσωπα. Έπαιρνε ένα πινέλο και σχημάτιζε πάνω πρόσωπο. Έχω και εδώ μια από αυτές.
Πώς τον γνωρίσατε;
Ο φίλος μου ο Σπήλιος Μεντής κάθε Σάββατο συγκέντρωνε λόγιους ανθρώπους στο σπίτι του. Συγγραφείς, ποιητές, επιστήμονες… Καμιά εικοσαριά βρισκόμασταν εκεί. Είχε πάρει τους “Καημούς της γειτονιάς” του Ρίτσου και κάθε βδομάδα μελοποιούσε από ένα ποίημα το οποίο τους το τραγουδούσα. Κάθε Σάββατο τους παρουσιάζαμε από ένα καινούριο τραγούδι και το έκριναν σε σύγκριση με τα προηγούμενα. Έτσι γνώρισα τον Ρίτσο.
Τί ήταν για εσάς ο Σπήλιος Μεντής;
Ήταν ο μόνος μου φίλος και μου ‘φυγε στα 56. Είχε πάει στη Θεσσαλονίκη να δει κάποιους συγγενείς με τη γυναίκα του και εκεί πέθανε. Μου λείπει γιατί τώρα θα μπορούσα να συζητήσω τόσα πράγματα μαζί του. Να ανταποκριθώ. Να μιλήσουμε την ίδια γλώσσα. Ξέρεις πόσο σπουδαίο είναι αυτό;
Κυκλοφορήσατε ένα πολύ όμορφο κομμάτι φέτος. Το «Μονάχα Φίλη Σου» Πείτε μου για αυτό.
Είναι επανεκτέλεση. Το είχε πει μια κοπέλα και όταν το άκουσα μου άρεσε τόσο πολύ που άρχισα να το λέω όπου εμφανιζόμουν. Άρεσε πολύ στον κόσμο και το “ντύθηκα”. Όταν είναι ένα κορίτσι τόσο νεαρής ηλικίας όπως η κοπέλα, δεν μπορεί να έχει τα βιώματα τα φυτεμένα μέσα σου. Το είπα με τον τρόπο μου και άρεσε και πάει καλά στα views στο YouTube.
Κάνοντας αναδρομή στη ζωή σας, υπάρχει κάτι που θα αλλάζατε;
Έχω να διαλέξω ανάμεσα από πολλά και δεν ξέρω τι! Θα ήθελα να είχα πιο νωρίς βρει τον εαυτό μου. Επίσης θα ήθελα να είχα “εγώ”. Ο πατέρας μου πάντα ήταν χαμηλών τόνων και υποχωρούσε. Μαζί με την καλλιτεχνική του έφεση μου κληροδότησε και αυτό. Ο εαυτός μας από εμάς περιμένει να τον στηρίξουμε. Πρέπει να έχουμε το αναγκαίο “εγώ”. Δε σου λέω το υπερφίαλο -γιατί εκεί πας χαμένος- αλλά το αναγκαίο. Το “υπάρχω κι εγώ” Δεν το είχα αυτό. Γι αυτό ήταν πάντα όλοι ανώτεροι από μένα. Μπορώ επίσης να πω ότι θα ήθελα να ήμουν πιο συνειδητοποιημένη για να μπορώ να κάνω περισσότερα πράγματα και να εξαντλήσω τις δυνατότητες της φωνής μου. Γιατί δεν τις έχω εξαντλήσει. Μακάρι να μπορούσα να έχω παιδιά και να τους λέω αυτό που αποθησαύρισα. Να τους το μεταδίδω. Ξέρεις πόσο θέλω; Μου αρέσει να δίνω. Ιδίως στα παιδιά. Δε θέλω να κρατάω τίποτα για ‘μένα. Με ενδιαφέρουν τα μάτια των παιδιών να πάρουν αυτά που με τόσο κόπο και πόνο μάζεψα εγώ.
Τι έχετε να πείτε στους νέους ανθρώπους που θα διαβάσουν αυτή τη συνέντευξη;
Σας βλέπω με πάρα πολλή αγάπη. Σας βλέπω με πολύ ελπίδα. Εμείς οι μεγάλοι περιμένουμε πολλά από τα παιδιά. Τα παιδιά τα οποία δεν αρκούνται από αυτά που βλέπουν, αλλά ψάχνουν και αλλού και κάτω από αυτά και λαχταράνε ένα κόσμο καλύτερο. Με όλη την ενέργεια που έχετε και με όλη την αισιοδοξία και την έλλειψη της αίσθησης του τέλους που είναι πάρα πολύ μακριά σας. Αυτό παίζει τεράστιο ρόλο. Είσαστε μέσα στη ζωή. Είσαστε η ζωή και αυτό πρέπει να το συνειδητοποιήσετε. Να ξέρετε βέβαια ότι η ζωή είναι τεντωμένο σκοινί που πρέπει να το διασχίσεις. Είναι πάρα πολύ δύσκολο. Δεν αστειεύεται η ζωή. Ποτέ μην πιστέψετε ότι κάτι το οποίο κάνατε και δε σας άρεσε, δε θα έρθει να σας βρει. Γι αυτό να έχετε μέσα σας πολύ αγάπη για αυτό που κάνετε. Να ξέρετε ότι είμαστε όλοι ένα. Προχωράμε κάτω από τον ίδιο αστερισμό. Δεμένοι όλοι μεταξύ μας. Αν πονάς εσύ, πονάω κι εγώ.
Μακάρι να το σκέπτονταν όλοι έτσι συλλογικά…
Αυτά είναι πορίσματα της ζωής και εγώ αλλοίμονό μου αν δεν τα είχα σε αυτή την ηλικία.
Άν βάζατε ένα τίτλο στη ζωή σας, ποιος θα ήταν αυτός;
“Πάλεψα”. Αυτό θα πω και στο Θεό αν με ρωτήσει.
Κυρία Γιοβάννα ήταν πολύ όμορφη η κουβέντα που είχαμε. Όλα αυτά που ακούσαμε θα τα φυλάμε σαν θησαυρό μέσα μας. Είναι πράγματα που δεν ακούμε κάθε μέρα και σας ευχαριστούμε για αυτό.
Είναι βαθιά σκέψη. Βυθιστείτε μέσα σας. Είμαστε κόκκος άμμου στο σύμπαν. Και από εκεί και πέρα καταλήξτε ότι δεν υπάρχει χρόνος και δεν υπάρχει και μέγεθος. Τα κύτταρα μέσα μας είναι από μόνα τους ένα ολόκληρο σύμπαν που παλεύουν για την υπόστασή τους. Να’ σαι καλά Βίκτωρ, να ‘σαι καλα Μαρία. Το χαμόγελό σας και η ωραία ατμόσφαιρα που δημιουργήθηκε δεν ήταν μόνο απο μένα, ήταν και από ‘σας._
Φωτογραφίες: Μαρία Καρακάση