Την Πέμπτη 19 Ιανουαρίου πήραμε μια πρώτη γεύση από την νέα θεατρική παράσταση του Σωτήρη Τσαφούλια, «Επισκέπτης».
Ένα χρόνο μετά τις πολύ επιτυχημένες “Αινιγματικές παραλλαγές” του Ερικ Εμμάνουελ Σμιτ, ο Σωτήρης Τσαφούλιας επιστρέφει στην θεατρική σκηνή του Ιδρύματος Μιχάλης Κακογιάννης με τον «Επισκέπτη» του ίδιου συγγραφέα. Μάλιστα, ο ίδιος αποκάλυψε πως θα ανεβάσει και 3ο έργο του μέσα στο 2023. Τον επιλέγει εκ νέου για τους πανανθρώπινους προβληματισμούς του και την προσιτή του γλώσσα, καθώς είναι έργα που απευθύνονται στο ευρύ κοινό χωρίς διακρίσεις.
Η υπόθεση του έργου είναι ότι στη Βιέννη της Αυστρίας το 1938 μόλις έχουν εισβάλει οι Ναζί. Παίρνουν την κόρη του Φρόυντ, στη γκεστάπο για ανάκριση. Ο Φρόυντ μέσα στην απόγνωση του, μη ξέροντας τι να κάνει και περιμένοντας, βλέπει να μπαίνει από το παράθυρό του ένας επισκέπτης που στη συνέχεια αντιλαμβάνεται στα 5 πρώτα λεπτά της συζήτησης ότι μάλλον αυτός ο επισκέπτης είναι ο ίδιος ο Θεός. Ξεκινάει μια στιχομυθία μεταξύ Θεού και ανθρώπου. Αυτό που είναι σημαντικό, είναι ότι το έργο δεν είναι ένα έργο που αφορά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο ή την εισβολή των Ναζί, δεν έχει να κάνει σε τίποτα με αυτό. Είναι ένα φιλοσοφικό έργο που έχει να κάνει με την πίστη του κάθε ανθρώπου σ’ αυτό που ονομάζει θείο και ο Σμιτ στην προσπάθεια του να συνομιλήσει με το Θεό ως το απόλυτο σύμβολο της πίστης. Ψάχνοντας έναν συνομιλητή γι’ αυτόν βάζει σε επίπεδο μυθοπλασίας σαν συνομιλητή του Θεού τον μεγαλύτερο υποστηρικτή του αθεϊσμού και τους βάζει να συζητήσουν. Προσεγγίζει στο πρόσωπο των Ναζί οποιοδήποτε είδος ολοκληρωτισμού ή φασισμού και στο πρόσωπο των Εβραίων έχουμε όλες τις ομάδες ανθρώπων που βάλλονται τα τελευταία χρόνια, τους ομοφυλόφιλους, τους Ρoμά, τις γυναίκες, όλους τους αδύναμους ανθρώπους, κάθε τι δηλαδή που οι άνθρωποι που έχουν λίγο ολοκληρωτικό και απόλυτο μυαλό, βλέπουν ως αντίπαλο, το δαιμονοποιούν και το κυνηγούν.
Από την πρώτη συνάντηση της παράστασης με το κοινό, αντιληφθήκαμε πως πρόκειται για μια προσεκτική επιλογή έργου, που πραγματεύεται διαχρονικά θέματα. Όπως δήλωσε και ο ίδιος ο κύριος Τσαφούλιας, αρχικά όλα ξεκίνησαν από την επιθυμία να δουλέψουν μαζί με το Μάνο Βακούση και πέρα από το κινηματογραφικό κομμάτι και της σειράς οπότε ήταν στο πλαίσιο της αναζήτησης ενός έργου, μεταφράζοντας το συγκεκριμένο μαζί με τον Αντώνη Γαλέο, το πρότεινε και βρήκε σύμφωνη και την υπόλοιπη ομάδα. Ενώ συμπλήρωσε πως πάντα όταν έχεις την τύχη να συνεργάζεσαι με τόσο ταλαντούχους ηθοποιούς η απόκρισή τους στο έργο είναι το πρώτο καλό δείγμα για το αν το έργο έχει κάτι να πει ή όχι. Η γραφή του συγγραφέα, τα θέματα που τον απασχολούν, άσχετα από την γεωγραφική τους τοποθέτηση ή το χρονικό πλαίσιο, είναι θέματα διαχρονικά και απασχολούν τον άνθρωπο Οπότε ο τρόπος που γράφει ο συγγραφέας ή το χρονικό τους πλαίσιο, τα θέματα που τον απασχολούν είναι θέματα διαχρονικά και γι’ αυτό θέλησαν να το μοιραστούν με τον κόσμο σε μια άλλη κατεύθυνση. Ακόμη, το έργο περιέχει ανατροπές, που προτιμά στο θέατρο και στην ζωή, αναφέροντας μια πρόταση από άλλο έργο του Σμιτ «πόσο ωραίο είναι όταν μία βεβαιότητα τσακίζεται πάνω σε μια καινούρια».
Ο «επισκέπτης» Μάνος Βακούσης, είπε για τον ρόλο του «Νιώθω ότι ο άνθρωπος μέσα απ’ αυτό το έργο και τη σκηνοθετική ματιά του Σωτήρη, μπορεί να ξανανιώσει και να ξαναγίνει άνθρωπος. Αυτό ακούγεται λίγο περίεργο ίσως αλλά το έργο αυτό μας μιλάει για την αμφιβολία. Γι’ αυτή την φυσική κατάρα που φέρει ο άνθρωπος, γι’ αυτό το παράξενο φαινόμενο που είναι η απιστία, που είναι ότι κατά βάθος δεν πιστεύουμε τίποτα, είμαστε ανελεύθεροι και πράττουμε λοιπόν όλα τα αίσχη, τους περίεργους δογματισμούς, τις περίεργες ας πούμε πολεμικές εμμονές που έχει ο καθένας μας και σε ατομικό επίπεδο και σε κοινωνικό. Ο επισκέπτης, που έχω την τύχη να υποδυθώ εγώ, είναι ένα πλάσμα το οποίο λέει ναι στη χαρά της στιγμής, ναι στο παιχνίδι της ζωής, ναι στο σεβασμό και στην αγάπη, στη φύση. Ένα έργο ψυχαγωγικό, ένα έργο θρίλερ για το εσωτερικό τοπίο του ανθρώπου.»
Από την άλλη, το αντίπαλο δέος του επισκέπτη, ο Φρόυντ ή αλλιώς Φώτης Θωμαϊδης «Το να σε ονομάζουνε Φρόυντ και να σε φωνάζουνε Φρόυντ, δεν είναι κάτι καθημερινό, δεν είναι κάτι συνηθισμένο. Ναι μεν το έργο δεν είναι το τρίτο Ράιχ, δεν είναι ο πόλεμος, παρόλα αυτά το πλαίσιο είναι και το πλαίσιο είναι το τρίτο Ράιχ, το πλαίσιο είναι ο εγκλωβισμός του Φρόυντ σε ένα πεδίο ιστορικό και κοινωνικό και προσωπικό, είναι το τρίτο Ράιχ που εισβάλει στην αγαπημένη του Βιέννη, είναι η κόρη του που την παίρνουν στην γκεστάπο για να την ανακρίνουνε, είναι το προσωπικό στοιχείο του εγκλωβισμού του σε θέματα ακραίας υγείας, ακραίας αρρώστιας για να είμαι ακριβής. Λοιπόν αυτό είναι το πλαίσιο που εντάσσεται ο ρόλος. Βεβαίως δε φιλοδόξησα να κάνω το Φρόυντ αυτόν καθ’ αυτόν. Γράφτηκαν και γράφτηκαν, θα δείτε ότι πρόκειται για μία προσωπικότητα η οποία κρίθηκε σε ακραίες μεταβολές, σε ακραίες καταστάσεις. Εν πάση περιπτώσει η προσπάθεια ήταν να εντάξω αυτή την προσωπικότητα, κάποια στοιχεία της προσωπικότητας, σ’ αυτό το πλαίσιο και βέβαια στη δραματουργία του συγγραφέα. Να εξυπηρετήσουμε λοιπόν το ίδιο το έργο.»
Ο Δημήτρης Παπαδάτος δήλωσε για τον ρόλο του «Εγώ είμαι το κακό στοιχείο της παρέας, εδώ στην ομάδα αυτή. Κι εμένα με είχε πάρει τηλέφωνο ο Σωτήρης μου λέει «Έλα θα κάνεις ένα γκεσταπίτη, μπορείς;» του λέω «Τι;» . Κάπως έτσι ξεκίνησε η έρευνά μου, να δω αρχικά τι είναι ο φασισμός, δεν τον έχω ζήσει. Έπρεπε να μάθω, να διαβάσω. Σε συνεργασία με τον Σωτήρη είδαμε κι άλλα πράγματα, μου πρότεινε πράγματα κι έτσι σιγά σιγά εξελιχθήκαμε και φτιάξαμε το κομμάτι του ρόλου αυτού. Εκπροσωπώ ό,τι κακό, ό,τι μας φοβίζει, ό,τι μας τρομάζει, σκεφτείτε ότι όλα αυτά είναι πέτρες μαύρες και δημιουργούν έναν άνθρωπο. Αυτός ο άνθρωπος έρχεται στη ζωή κάποιων άλλων ανθρώπων, αλλά κατά βάθος το κακό και το μαύρο έχει και κάτι λευκό μέσα του, κάτι που μπορεί να αμφιβάλλει ο ίδιος ο εαυτός. Και θα το δείτε στην παράσταση αυτό το πράγμα πως μπορεί να συμβεί σε έναν τέτοιο άνθρωπο. Θα μου πείτε, ότι τόσο κακό πως μπορείς να το διαλύσεις; Κι όμως μπορείς, μπορείς με πολλούς τρόπους, δεν θα τους πω αυτή τη στιγμή αλλά στην προκειμένη περίπτωση για το έργο μας, με μία αμφιβολία μπορείς να κάνεις τα πάντα.»
Η Μαρία Παπαλάμπρου αναφερόμενη στον χαρακτήρα που υποδύεται «Δε θέλησα να προσεγγίσω ιστορικά αυτό το ρόλο αλλά μέσα απ’ αυτό που λέει το έργο και τη συνθήκη που έχει δώσει ο συγγραφέας και στη συνέχεια ο σκηνοθέτης μας. Σε αντίθεση με το ρόλο του Δημήτρη ο δικός μου ο ρόλος είναι ο ρόλος του καλού θα έλεγε κανείς ή του όσο μπορεί να πει κανείς του αγνού ανθρώπου, του ανθρώπου που του.. είναι μια ελεύθερη γυναίκα, μια γυναίκα που αγωνίζεται γι’ αυτά που πιστεύει και είναι έτοιμη να πεθάνει γι’ αυτά. Αυτό είναι η πιο δύσκολη συνθήκη. Είναι κάτι που συνέβη ιστορικά πάρα πολλές φορές, υπήρξαν άνθρωποι που πέθαναν γι’ αυτό που πίστευαν. Πολύ δύσκολο να το σκεφτείς ή να το νιώσεις εάν δεν το ζήσεις. Όμως και ταυτόχρονα πολύ γοητευτικό. Και για μένα είναι κι ένας ρόλος έτσι, κόντρα σ’ αυτά που έχω παίξει συνήθως, οπότε ήταν μια πολύ ωραία ευκαιρία να μελετήσω κάτι άλλο.»
Σε ερώτηση για την διαφορά μεταξύ κινηματογράφου, απ΄όπου και τον γνωρίσαμε, και θεάτρου, ο Σωτήρης Τσαφούλιας τοποθετήθηκε ως εξής;
«Σε ένα θέατρο οι κάμερες είναι τα κεφάλια των θεατών. Άρα δεν μπορώ να πάω την κάμερα εκεί που θέλω πρέπει να κάνω αντιστροφή της σκηνής. Αλλά το πιο σημαντικό για μένα, είναι ότι η σκηνοθεσία στον κινηματογράφο είναι σαν να κάνεις ένα γλυπτό στο μάρμαρο. Η σκηνοθεσία στο θέατρο είναι σαν να κάνεις ένα γλυπτό στον πάγο. Θα λιώσει και θα φύγει. Το καλό λοιπόν με το θέατρο είναι ότι χτυπά τη ματαιοδοξία σου γιατί σου θυμίζει ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος να ασχολείσαι με μια έννοια που δεν υπάρχει και που ο άνθρωπος την ονομάζει μέλλον. Στο θέατρο πρέπει να είσαι παρών στο τώρα, δεν έχει ούτε pause ούτε rewind, αν περάσει η στιγμή, χάθηκε, όπως ακριβώς περνάει και χάνεται η ζωή όταν δεν είμαστε παρόντες. Γιατί το παρόν είναι ο πιο μακρύς χρόνος .Ένα κοινό που έχουμε εμείς που είμαστε σήμερα εδώ με έναν άνθρωπο που αυτή τη στιγμή είναι 95 χρονών σε ένα νοσοκομείο κι ένα παιδί που μόλις τώρα γεννήθηκε, είναι ότι σε 100 χρόνια από σήμερα θα είμαστε όλοι μας νεκροί. 100 χρόνια στον συμπαντικό χρόνο είναι ένα κλείσιμο ματιού. Άρα λοιπόν αυτό το έργο που εμείς θα κουβαλάμε μαζί μας για τα επόμενα 100 χρόνια, τα επόμενα 100 δεν θα υπάρχει, εννοώ εκτός αν βιντεοσκοπηθεί, σαν συνθήκη, Όταν λέω λοιπόν παρών στη στιγμή, σημαίνει αν την ώρα που ο Μάνος λέει το μονόλογο, βγάλετε το κινητό, τη χάσατε την ατάκα, πέρασε και δε γυρνάει πίσω, αυτό είναι ο χρόνος, με αυτή την έννοια ότι είναι ζωντανό.»
Από το πρώτο δείγμα της δουλειάς τους, οι συντελεστές μας προκάλεσαν αδημονία για την παρακολούθηση του πλήρες έργου, που μπορούμε να το απολαύσουμε από 1η Φεβρουαρίου.
Κείμενο – ρεπορτάζ: Λένια Παλαιολόγλου – Κώστας Ντούμας
Φωτογραφίες: Thomas Daskalakis (ndpphotos.gr)
Την Πέμπτη 19 Ιανουαρίου πήραμε μια πρώτη γεύση από την νέα θεατρική παράσταση του Σωτήρη Τσαφούλια, «Επισκέπτης».
Ένα χρόνο μετά τις πολύ επιτυχημένες “Αινιγματικές παραλλαγές” του Ερικ Εμμάνουελ Σμιτ, ο Σωτήρης Τσαφούλιας επιστρέφει στην θεατρική σκηνή του Ιδρύματος Μιχάλης Κακογιάννης με τον «Επισκέπτη» του ίδιου συγγραφέα. Μάλιστα, ο ίδιος αποκάλυψε πως θα ανεβάσει και 3ο έργο του μέσα στο 2023. Τον επιλέγει εκ νέου για τους πανανθρώπινους προβληματισμούς του και την προσιτή του γλώσσα, καθώς είναι έργα που απευθύνονται στο ευρύ κοινό χωρίς διακρίσεις.
Η υπόθεση του έργου είναι ότι στη Βιέννη της Αυστρίας το 1938 μόλις έχουν εισβάλει οι Ναζί. Παίρνουν την κόρη του Φρόυντ, στη γκεστάπο για ανάκριση. Ο Φρόυντ μέσα στην απόγνωση του, μη ξέροντας τι να κάνει και περιμένοντας, βλέπει να μπαίνει από το παράθυρό του ένας επισκέπτης που στη συνέχεια αντιλαμβάνεται στα 5 πρώτα λεπτά της συζήτησης ότι μάλλον αυτός ο επισκέπτης είναι ο ίδιος ο Θεός. Ξεκινάει μια στιχομυθία μεταξύ Θεού και ανθρώπου. Αυτό που είναι σημαντικό, είναι ότι το έργο δεν είναι ένα έργο που αφορά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο ή την εισβολή των Ναζί, δεν έχει να κάνει σε τίποτα με αυτό. Είναι ένα φιλοσοφικό έργο που έχει να κάνει με την πίστη του κάθε ανθρώπου σ’ αυτό που ονομάζει θείο και ο Σμιτ στην προσπάθεια του να συνομιλήσει με το Θεό ως το απόλυτο σύμβολο της πίστης. Ψάχνοντας έναν συνομιλητή γι’ αυτόν βάζει σε επίπεδο μυθοπλασίας σαν συνομιλητή του Θεού τον μεγαλύτερο υποστηρικτή του αθεϊσμού και τους βάζει να συζητήσουν. Προσεγγίζει στο πρόσωπο των Ναζί οποιοδήποτε είδος ολοκληρωτισμού ή φασισμού και στο πρόσωπο των Εβραίων έχουμε όλες τις ομάδες ανθρώπων που βάλλονται τα τελευταία χρόνια, τους ομοφυλόφιλους, τους Ρoμά, τις γυναίκες, όλους τους αδύναμους ανθρώπους, κάθε τι δηλαδή που οι άνθρωποι που έχουν λίγο ολοκληρωτικό και απόλυτο μυαλό, βλέπουν ως αντίπαλο, το δαιμονοποιούν και το κυνηγούν.
Από την πρώτη συνάντηση της παράστασης με το κοινό, αντιληφθήκαμε πως πρόκειται για μια προσεκτική επιλογή έργου, που πραγματεύεται διαχρονικά θέματα. Όπως δήλωσε και ο ίδιος ο κύριος Τσαφούλιας, αρχικά όλα ξεκίνησαν από την επιθυμία να δουλέψουν μαζί με το Μάνο Βακούση και πέρα από το κινηματογραφικό κομμάτι και της σειράς οπότε ήταν στο πλαίσιο της αναζήτησης ενός έργου, μεταφράζοντας το συγκεκριμένο μαζί με τον Αντώνη Γαλέο, το πρότεινε και βρήκε σύμφωνη και την υπόλοιπη ομάδα. Ενώ συμπλήρωσε πως πάντα όταν έχεις την τύχη να συνεργάζεσαι με τόσο ταλαντούχους ηθοποιούς η απόκρισή τους στο έργο είναι το πρώτο καλό δείγμα για το αν το έργο έχει κάτι να πει ή όχι. Η γραφή του συγγραφέα, τα θέματα που τον απασχολούν, άσχετα από την γεωγραφική τους τοποθέτηση ή το χρονικό πλαίσιο, είναι θέματα διαχρονικά και απασχολούν τον άνθρωπο Οπότε ο τρόπος που γράφει ο συγγραφέας ή το χρονικό τους πλαίσιο, τα θέματα που τον απασχολούν είναι θέματα διαχρονικά και γι’ αυτό θέλησαν να το μοιραστούν με τον κόσμο σε μια άλλη κατεύθυνση. Ακόμη, το έργο περιέχει ανατροπές, που προτιμά στο θέατρο και στην ζωή, αναφέροντας μια πρόταση από άλλο έργο του Σμιτ «πόσο ωραίο είναι όταν μία βεβαιότητα τσακίζεται πάνω σε μια καινούρια».
Ο «επισκέπτης» Μάνος Βακούσης, είπε για τον ρόλο του «Νιώθω ότι ο άνθρωπος μέσα απ’ αυτό το έργο και τη σκηνοθετική ματιά του Σωτήρη, μπορεί να ξανανιώσει και να ξαναγίνει άνθρωπος. Αυτό ακούγεται λίγο περίεργο ίσως αλλά το έργο αυτό μας μιλάει για την αμφιβολία. Γι’ αυτή την φυσική κατάρα που φέρει ο άνθρωπος, γι’ αυτό το παράξενο φαινόμενο που είναι η απιστία, που είναι ότι κατά βάθος δεν πιστεύουμε τίποτα, είμαστε ανελεύθεροι και πράττουμε λοιπόν όλα τα αίσχη, τους περίεργους δογματισμούς, τις περίεργες ας πούμε πολεμικές εμμονές που έχει ο καθένας μας και σε ατομικό επίπεδο και σε κοινωνικό. Ο επισκέπτης, που έχω την τύχη να υποδυθώ εγώ, είναι ένα πλάσμα το οποίο λέει ναι στη χαρά της στιγμής, ναι στο παιχνίδι της ζωής, ναι στο σεβασμό και στην αγάπη, στη φύση. Ένα έργο ψυχαγωγικό, ένα έργο θρίλερ για το εσωτερικό τοπίο του ανθρώπου.»
Από την άλλη, το αντίπαλο δέος του επισκέπτη, ο Φρόυντ ή αλλιώς Φώτης Θωμαϊδης «Το να σε ονομάζουνε Φρόυντ και να σε φωνάζουνε Φρόυντ, δεν είναι κάτι καθημερινό, δεν είναι κάτι συνηθισμένο. Ναι μεν το έργο δεν είναι το τρίτο Ράιχ, δεν είναι ο πόλεμος, παρόλα αυτά το πλαίσιο είναι και το πλαίσιο είναι το τρίτο Ράιχ, το πλαίσιο είναι ο εγκλωβισμός του Φρόυντ σε ένα πεδίο ιστορικό και κοινωνικό και προσωπικό, είναι το τρίτο Ράιχ που εισβάλει στην αγαπημένη του Βιέννη, είναι η κόρη του που την παίρνουν στην γκεστάπο για να την ανακρίνουνε, είναι το προσωπικό στοιχείο του εγκλωβισμού του σε θέματα ακραίας υγείας, ακραίας αρρώστιας για να είμαι ακριβής. Λοιπόν αυτό είναι το πλαίσιο που εντάσσεται ο ρόλος. Βεβαίως δε φιλοδόξησα να κάνω το Φρόυντ αυτόν καθ’ αυτόν. Γράφτηκαν και γράφτηκαν, θα δείτε ότι πρόκειται για μία προσωπικότητα η οποία κρίθηκε σε ακραίες μεταβολές, σε ακραίες καταστάσεις. Εν πάση περιπτώσει η προσπάθεια ήταν να εντάξω αυτή την προσωπικότητα, κάποια στοιχεία της προσωπικότητας, σ’ αυτό το πλαίσιο και βέβαια στη δραματουργία του συγγραφέα. Να εξυπηρετήσουμε λοιπόν το ίδιο το έργο.»
Ο Δημήτρης Παπαδάτος δήλωσε για τον ρόλο του «Εγώ είμαι το κακό στοιχείο της παρέας, εδώ στην ομάδα αυτή. Κι εμένα με είχε πάρει τηλέφωνο ο Σωτήρης μου λέει «Έλα θα κάνεις ένα γκεσταπίτη, μπορείς;» του λέω «Τι;» . Κάπως έτσι ξεκίνησε η έρευνά μου, να δω αρχικά τι είναι ο φασισμός, δεν τον έχω ζήσει. Έπρεπε να μάθω, να διαβάσω. Σε συνεργασία με τον Σωτήρη είδαμε κι άλλα πράγματα, μου πρότεινε πράγματα κι έτσι σιγά σιγά εξελιχθήκαμε και φτιάξαμε το κομμάτι του ρόλου αυτού. Εκπροσωπώ ό,τι κακό, ό,τι μας φοβίζει, ό,τι μας τρομάζει, σκεφτείτε ότι όλα αυτά είναι πέτρες μαύρες και δημιουργούν έναν άνθρωπο. Αυτός ο άνθρωπος έρχεται στη ζωή κάποιων άλλων ανθρώπων, αλλά κατά βάθος το κακό και το μαύρο έχει και κάτι λευκό μέσα του, κάτι που μπορεί να αμφιβάλλει ο ίδιος ο εαυτός. Και θα το δείτε στην παράσταση αυτό το πράγμα πως μπορεί να συμβεί σε έναν τέτοιο άνθρωπο. Θα μου πείτε, ότι τόσο κακό πως μπορείς να το διαλύσεις; Κι όμως μπορείς, μπορείς με πολλούς τρόπους, δεν θα τους πω αυτή τη στιγμή αλλά στην προκειμένη περίπτωση για το έργο μας, με μία αμφιβολία μπορείς να κάνεις τα πάντα.»
Η Μαρία Παπαλάμπρου αναφερόμενη στον χαρακτήρα που υποδύεται «Δε θέλησα να προσεγγίσω ιστορικά αυτό το ρόλο αλλά μέσα απ’ αυτό που λέει το έργο και τη συνθήκη που έχει δώσει ο συγγραφέας και στη συνέχεια ο σκηνοθέτης μας. Σε αντίθεση με το ρόλο του Δημήτρη ο δικός μου ο ρόλος είναι ο ρόλος του καλού θα έλεγε κανείς ή του όσο μπορεί να πει κανείς του αγνού ανθρώπου, του ανθρώπου που του.. είναι μια ελεύθερη γυναίκα, μια γυναίκα που αγωνίζεται γι’ αυτά που πιστεύει και είναι έτοιμη να πεθάνει γι’ αυτά. Αυτό είναι η πιο δύσκολη συνθήκη. Είναι κάτι που συνέβη ιστορικά πάρα πολλές φορές, υπήρξαν άνθρωποι που πέθαναν γι’ αυτό που πίστευαν. Πολύ δύσκολο να το σκεφτείς ή να το νιώσεις εάν δεν το ζήσεις. Όμως και ταυτόχρονα πολύ γοητευτικό. Και για μένα είναι κι ένας ρόλος έτσι, κόντρα σ’ αυτά που έχω παίξει συνήθως, οπότε ήταν μια πολύ ωραία ευκαιρία να μελετήσω κάτι άλλο.»
Σε ερώτηση για την διαφορά μεταξύ κινηματογράφου, απ΄όπου και τον γνωρίσαμε, και θεάτρου, ο Σωτήρης Τσαφούλιας τοποθετήθηκε ως εξής;
«Σε ένα θέατρο οι κάμερες είναι τα κεφάλια των θεατών. Άρα δεν μπορώ να πάω την κάμερα εκεί που θέλω πρέπει να κάνω αντιστροφή της σκηνής. Αλλά το πιο σημαντικό για μένα, είναι ότι η σκηνοθεσία στον κινηματογράφο είναι σαν να κάνεις ένα γλυπτό στο μάρμαρο. Η σκηνοθεσία στο θέατρο είναι σαν να κάνεις ένα γλυπτό στον πάγο. Θα λιώσει και θα φύγει. Το καλό λοιπόν με το θέατρο είναι ότι χτυπά τη ματαιοδοξία σου γιατί σου θυμίζει ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος να ασχολείσαι με μια έννοια που δεν υπάρχει και που ο άνθρωπος την ονομάζει μέλλον. Στο θέατρο πρέπει να είσαι παρών στο τώρα, δεν έχει ούτε pause ούτε rewind, αν περάσει η στιγμή, χάθηκε, όπως ακριβώς περνάει και χάνεται η ζωή όταν δεν είμαστε παρόντες. Γιατί το παρόν είναι ο πιο μακρύς χρόνος .Ένα κοινό που έχουμε εμείς που είμαστε σήμερα εδώ με έναν άνθρωπο που αυτή τη στιγμή είναι 95 χρονών σε ένα νοσοκομείο κι ένα παιδί που μόλις τώρα γεννήθηκε, είναι ότι σε 100 χρόνια από σήμερα θα είμαστε όλοι μας νεκροί. 100 χρόνια στον συμπαντικό χρόνο είναι ένα κλείσιμο ματιού. Άρα λοιπόν αυτό το έργο που εμείς θα κουβαλάμε μαζί μας για τα επόμενα 100 χρόνια, τα επόμενα 100 δεν θα υπάρχει, εννοώ εκτός αν βιντεοσκοπηθεί, σαν συνθήκη, Όταν λέω λοιπόν παρών στη στιγμή, σημαίνει αν την ώρα που ο Μάνος λέει το μονόλογο, βγάλετε το κινητό, τη χάσατε την ατάκα, πέρασε και δε γυρνάει πίσω, αυτό είναι ο χρόνος, με αυτή την έννοια ότι είναι ζωντανό.»
Από το πρώτο δείγμα της δουλειάς τους, οι συντελεστές μας προκάλεσαν αδημονία για την παρακολούθηση του πλήρες έργου, που μπορούμε να το απολαύσουμε από 1η Φεβρουαρίου.
Κείμενο – ρεπορτάζ: Λένια Παλαιολόγλου – Κώστας Ντούμας
Φωτογραφίες: Thomas Daskalakis (ndpphotos.gr)