Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 79 ετών, τα ξημερώματα της Τετάρτης 8 Μαρτίου, ο βραβευμένος σκηνοθέτης, παραγωγός και συγγραφέας Λάκης Παπαστάθης.
Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 79 ετών, τα ξημερώματα της Τετάρτης 8 Μαρτίου, ο βραβευμένος σκηνοθέτης, παραγωγός και συγγραφέας Λάκης Παπαστάθης. Ένας πολύπλευρα δημιουργικός άνθρωπος, που άφησε τη προσωπική του σφραγίδα σε διαφορετικά μέσα έκφρασης (κινηματογράφος, τηλεόραση, λογοτεχνία, κριτική κ.α.).
Οι ταινίες του απέσπασαν πολλά κινηματογραφικά βραβεία στην Ελλάδα, μεταξύ άλλων σκηνοθεσίας και καλύτερης ταινίας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και στα Κρατικά Βραβεία Κινηματογράφου, ενώ συμμετείχαν επίσης σε διεθνή φεστιβάλ.
Ένα από τα σημαντικά κεφάλαια της καλλιτεχνικής του ζωής ήταν η πολιτιστική εκπομπή «Παρασκήνιο» την οποία δημιούργησε μαζί με το σκηνοθέτη Τάκη Χατζόπουλο και η οποία άρχισε να προβάλλεται στην ΕΡΤ το 1976 μέχρι και το 2013.
«…χωρίς πάθος, τέχνη δε γίνεται» – Λάκης Παπαστάθης
Ο Λάκης Παπαστάθης γεννήθηκε στο Βόλο το 1943. Σπούδασε στο Κέντρο Σπουδών Κινηματογράφου (1963). Το 1972 πρωτοσκηνοθετεί τη μικρού μήκους ταινία Γράμματα από την Αμερική, η οποία βραβεύεται στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
Την περίοδο 1968-1971 εργάστηκε ως βοηθός σκηνοθέτη, κυρίως στην Ευδοκία του Αλέξη Δαμιανού. Τρία χρόνια αργότερα περνά στην τηλεόραση, όπου ως σκηνοθέτης-παραγωγός, δημιουργεί με τον Τάκη Χατζόπουλο τις σειρές Παρασκήνιο και Ιστορικό Αρχείο.
Σκηνοθέτησε τις μεγάλου μήκους ταινίες: Τον καιρό των Ελλήνων (1981), Θεόφιλος (1987), Το μόνο της ζωής του ταξείδιον (2001), Ταξίδι στη Μυτιλήνη (2010).
O Λάκης Παπαστάθης είχε γράψει σε δοκίμιό του για τη «Δομή και Αφαίρεση στο σενάριο»:
«Είτε κάνω σινεμά, είτε σκηνοθετώ Παρασκήνιο, είτε γράφω, η αφαίρεση έχει τον τελικό λόγο. Θυμάμαι πάντα τα τσιτάτα δύο παλιών δασκάλων. Το ένα ήταν του Αλέξη Δαμιανού όταν γυρίζαμε την Ευδοκία: “Μη μου λες συνέχεια να αφαιρώ, να αφαιρώ, να αφαιρώ! Στο τέλος δε θα μείνει τίποτα! Η μεγάλη αφαίρεση συγγενεύει με τη μή έκφραση, με το τίποτα! Πρέπει πάντα να βρίσκεις το όριο”. Μου το είπε όταν γυρίζαμε τη σκηνή της Διμοιρίας Επιδείξεων ένα προχωρημένο απόγευμα του ’69 στο Χαϊδάρι. Εγώ επέμενα να αφαιρέσουμε την ένταση από τις εκφράσεις των φαντάρων και να μείνουν μόνο οι κινήσεις των σωμάτων σε γενικό πλάνο με έντονο ρυθμό και δυνατό ήχο. Ο ίδιος χωρίς να με απορρίψει βρήκε κάτι ενδιάμεσο, στο σωστό όριο. Θυμάμαι πως μετά το γύρισμα, όταν πήγα σπίτι, άνοιξα και διάβασα τη σκηνή στο σενάριο. Δεν περιείχε σχεδόν τίποτα από τον πλούτο που ζήσαμε στο γύρισμα. Τη δεύτερη συμβουλή που σχετίζεται με την αφαίρεση μου την είπε ο αξέχαστος Αριστείδης Καρύδης-Φουκς που είχε γυρίσει σαν οπερατέρ και είχε μοντάρει εκατοντάδες ταινίες του παλιού αλλά και του νέου κινηματογράφου. “Ξέρεις τι μου συμβαίνει όταν βλέπω στην τηλεόραση παλιές ταινίες που έχω μοντάρει; Θυμάμαι πως όταν συζητούσαμε με το σκηνοθέτη αν πρέπει να κόψουμε ή όχι μια σκηνή της ταινίας και τελικά την αφήναμε, χωρίς να την μικρύνουμε, πάντα είχαμε λάθος! Και τελικά αυτό το βλέπω τώρα, μετά σαράντα χρόνια στην τηλεόραση. Με τρώει ο πισινός μου, νιώθω άσχημα, θέλω να σηκωθώ την επόμενη και να πάω σε μια μουβιόλα να την κόψω! Όταν συνέβαινε το αντίθετο, όταν μικρύναμε δηλαδή, μετά από συζήτηση τη σκηνή, σήμερα νιώθω άνετα, ωραία, ευχαριστημένος, επιβεβαιωμένος για την τότε επιλογή!”».