Συγγραφέας, ιστορικός και αρθρογράφος, η Σώτη Τριανταφύλλου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1957 κι έζησε μία σχεδόν μυθιστορηματική ζωή: σπούδασε Φαρμακευτική και Γαλλική Φιλολογία στην Αθήνα, έκανε διδακτορικές σπουδές στην Αμερικανική Ιστορία στο Παρίσι (ΕΗΕSS) και στην Ιστορία της Αμερικανικής Πόλης στη Νέα Υόρκη (NYU), ειδικεύτηκε στην ιστορία του Ψυχρού Πολέμου, και καταπιάστηκε με τα περισσότερα είδη του γραπτού λόγου, καταθέτοντας μυθιστορήματα, νουβέλες παραμύθια και δοκίμια. Το 2023 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Πατάκη» η συλλογή πολιτικών άρθρων της «Καρχαρίες και κοριοί. Σημειώσεις για την τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα» και το μυθιστόρημα «Άκου το λιοντάρι», ένα πορτρέτο της αθηναϊκής οικογένειας Λεοντάρη.
Ο τίτλος «Άκου το λιοντάρι» με παραπέμπει στο βρυχηθμό του λιονταριού κι εν γένει σε όσα έχουν να μας πουν τα άγρια ένστικτά μας, μιας και η ενδοοικογενειακή βία είναι ένα ζήτημα που θίγεται στο μυθιστόρημα. Την ίδια στιγμή, δεν μπορώ να παραβλέψω το τραγούδι του Van Morrison «Listen to the Lion». Μήπως, εντέλει, όλα αυτά αποτελούν πρωτίστως ένα παιχνίδι πάνω στο όνομα της οικογένειας Λεοντάρη;
Eίναι όλα αυτά μαζί. Πρόκειται για μια συνηθισμένη οικογένεια, αρκετά απογοητευτική —όπως τα λιοντάρια, που, αν τα παρατηρήσει κανείς στη ζούγκλα, χασμουριούνται στον ήλιο, οκνηρά και αδρανή.
Στο εξώφυλλο βλέπουμε έναν κατεστραμμένο πολυέλαιο, έργο των Ilya & Emilia Kabakov («The Fallen Chandelier», 1997). Ο πολυέλαιος —σύμβολο των μεσοαστικών σπιτιών των προηγούμενων δεκαετιών— και τα σπασμένα γυαλιά, με κάνουν να σκεφτώ την κατάρρευση των πεποιθήσεων, των προσδοκιών και των αξιών των παλιότερων γενεών. Εσείς, με ποια κριτήρια επιλέξατε το συγκεκριμένο εξώφυλλο;
Ναι, κάπως έτσι. Όλα είναι τσακισμένα, κατεστραμμένα. Και παρ’ όλ’ αυτά, αστράφτουν. Βαδίζουμε πάνω σε εξαίσια ερείπια. Τα μέλη της οικογένειας Λεοντάρη, και όλοι εμείς, έχουμε για μια σύντομη στιγμή την εμπειρία όπου είμαστε, κατά κάποιον τρόπο, gorgeous— και ύστερα δεν είμαστε πια. Η οικογένεια Λεοντάρη παρακμάζει μαζί με τη συνοικία.
Η οικογένεια Λεοντάρη κινείται στη Φωκίωνος Νέγρη, κέντρο των εξελίξεων της δεκαετίας του ’60 και του ’70. Τι συμβολίζει για εσάς η άλλοτε «Βία Βένετο» της Αθήνας;
Εκτός του ότι έχω προσωπικές εμπειρίες —γεννήθηκα στην οδό Πατησίων και πέρασα τα παιδικά μου χρόνια στη Φωκίωνος Νέγρη— η εν λόγω συνοικία υπήρξε μια από τις λιγοστές περιοχές της Αθήνας με μητροπολιτική ατμόσφαιρα. Και με ενδιαφέρουσα μουσική υπόκρουση, με πολλαπλές διασταυρώσεις και πειραματισμούς στον τρόπο ζωής.
Ένας από τους κεντρικούς χαρακτήρες του μυθιστορήματος είναι η θεία Καρολίνα, παιδί των λουλουδιών στα 60s, που συμμετείχε σε όλα τα ροκ μουσικά φεστιβάλ της εποχής κι έπαιξε μέχρι και «τον ρόλο του πτώματος» σε b-movie. Από τον σαρκασμό και τη —διάχυτη σε όλο το βιβλίο— ειρωνεία, δεν γλιτώνει ούτε η περιβόητη θεία. Τελικά, ποιον κόσμο εκπροσωπεί η Καρολίνα και πόσο σημαντικά ήταν τα 60s στην Ελλάδα;
Πάντοτε στην Ελλάδα, υπήρχαν ομάδες, παρέες και υποκουλτούρες τις οποίες δεν γνώριζε, ούτε μπορούσε να φανταστεί, το κοινωνικό mainstream. Δεν είμαι σίγουρη για την ειρωνεία —ίσως δεν ήταν η πρόθεσή μου. Συμπαθώ πολύ όλους τους χαρακτήρες στο «Άκου το λιοντάρι»· δεν ήθελα να ασκήσω κριτική σε κανέναν… Όλοι έχουν τα δίκια τους.
Στο μυθιστόρημα περιγράφετε τους εφήβους να κυκλοφορούν στο σπίτι με γυαλιά ηλίου, να κάνουν χρήση ουσιών και ν’ αλλάζουν το όνομά τους σε «Αμπντουλλάχ», ενώ οι λίγο μεγαλύτεροι μένουν ακόμα με τη γιαγιά τους και δυσκολεύονται να συνάψουν ερωτικές σχέσεις. Κάπως έτσι βλέπετε τη νέα γενιά;
Κάπως έτσι είναι η κάθε νέα γενιά καθώς ψάχνει να βρει τον δρόμο της και τη θέση της μέσα στον κόσμο. Στην Ελλάδα, όπου η οικογένεια βαραίνει υπερβολικά πάνω στους ανθρώπους, η διαδικασία αυτή καθυστερεί… Χωρίς αυτό να αφαιρεί από την αξία και τη γοητεία της κάθε νέας γενιάς. Ο Αρίστος μένει ακόμα με τη γιαγιά του, αλλά είναι αξιολάτρευτος ο καημένος… Αγωνίζεται σε όλα τα μέτωπα… Όσο για τους εφήβους, τους βλέπω μέσα από τα μάτια των τρομοκρατημένων γονιών τους: λίγο καιρό νωρίτερα, είχαν μπροστά τους χαριτωμένα παιδάκια με τριανταφυλλί μαγουλάκια· τώρα, βλέπουν τα πρώην χαριτωμένα παιδάκια να μεταμορφώνονται σε παράξενα όντα, σε δηλητηριώδη φυτά. Η εφηβεία είναι μια τερατώδης κατάσταση στα μάτια των γονιών.
Στη σελίδα 175 διαβάζουμε: «Αν και τα οικογενειακά τραπέζια και τα πάρτι των Λεοντάρηδων τέλειωναν με τσακωμούς, καμιά φορά με δάκρυα, επέμεναν να τα επαναλαμβάνουν με την ελπίδα ότι την επόμενη φορά τα πράγματα θα πήγαιναν καλύτερα. (…) Καθώς στην οικογένεια της Μάντυς δεν συνέβαιναν δράματα, τον πρώτο καιρό είχε κατατρομάξει: πως ήταν δυνατό ένα πάρτι γενεθλίων, μια Παραμονή Πρωτοχρονιάς να καταλήγουν σε βρισιές και σε επικλήσεις του Κυρίου επί ματαίω;» Οι τσακωμοί στα τραπέζια είναι ένα σημάδι δυσλειτουργίας των οικογενειών ή μήπως ένας τρόπος επικοινωνίας μεταξύ των μελών τους;
Και τα δύο. Αλλά και η δυσλειτουργία έχει τα όριά της: πέρα από αυτή υπάρχει, όπως είπατε στην αρχή, η κακοποίηση — την οποία στην Ελλάδα αργήσαμε να αναγνωρίσουμε, να ονοματίσουμε και να αρχίσουμε να διαπαιδαγωγούμε τους ανθρώπους ως προς την κοινωνική τους συμπεριφορά.
Η «Αγάπη της γεωμετρίας» εκτυλίσσεται, επίσης, στην Αθήνα τις ίδιες περίπου δεκαετίες. Αν και το «πικρότατο χρονικό της νιότης», όπως περιγράφεται στο εξώφυλλο, χαρακτηρίζεται από μια διάχυτη μελαγχολία, σε αντίθεση με το «Άκου το λιοντάρι», η απαισιοδοξία είναι έκδηλη και στα δύο μυθιστορήματα. Ποιες είναι, λοιπόν, οι ομοιότητες και οι διαφορές των δύο βιβλίων;
Είναι θέμα ανάγνωσης και πρόσληψης του κειμένου. Η ιστορία στο «Άκου το λιοντάρι» εκτυλίσσεται το 2017-2023, δηλαδή στο σήμερα…Οι αναφορές στο παρελθόν είναι flashbacks. To «Για την αγάπη της γεωμετρίας» είναι όντως ένα «χρονικό» της δεκαετίας του 1970, μια εποχή από την οποία επιζήσαμε όσοι επιζήσαμε. Η επιβίωση από τα βάθη του πολιτισμού ήταν ζήτημα καθαρής τύχης.
Σε αντίθεση, πάντως, με την Ανατολή και τη θεία Καρολίνα, οι περισσότεροι ήρωές σας δεν είναι Έλληνες και δεν ζουν καν στην εποχή μας. Τα μυθιστορήματά σας εκτυλίσσονται, μεταξύ άλλων, στο Λονδίνο του 1880, στην Ανατολική Αφρική του 1930 και στη Σικελία του 1950. Ποιο ήταν το ωραιότερο ταξίδι σας;
Στη νουβέλα «Μηχανικοί καταρράκτες» ο Σαλ-Σάλλυ διασχίζει τις ΗΠΑ από το Μέιν στην Τιχουάνα. Το οδικό ταξίδι στις ΗΠΑ είναι μέρος της ζωής μου: μια εσωτερική περιπλάνηση, κάτι που επαναλαμβάνεται με διαφορετικά συναισθήματα κάθε φορά, με διαφορετικά ψυχικά ευρήματα. Οδηγώντας οδηγώ τη ζωή μου προς έναν ορίζοντα που όλο απομακρύνεται.
Πόσο εύκολο είναι για μια Ελληνίδα να περιγράψει τα συναισθήματα ενός κλόουν που ζει στη βορειοδυτική Ρωσία επί Στάλιν ή ενός ράφτη που βιώνει τον εμφύλιο πόλεμο στην Αγγλία στο δεύτερο μισό του 17ου αιώνα; Μια μερίδα του αναγνωστικού κοινού δεν θα εμπιστευόταν περισσότερο έναν ξένο συγγραφέα;
Ας τον εμπιστευτεί κι ας κάνει τη σύγκριση. Είμαι αυτή που είμαι.
Μνημόνια, «Αγανακτισμένοι», άνοδος ακροδεξιάς, δολοφονία Φύσσα, δημοψήφισμα, αλλεπάλληλες εκλογές, είναι μόνο μερικά από τα γεγονότα της «σύντομης δεκαετίας», όπως την έχετε χαρακτηρίσει. Θα μπορούσαν όλα αυτά ν’ αποτελέσουν το υλικό ενός νέου μυθιστορήματος;
Δεν ήταν μόνον αυτά τα γεγονότα της «σύντομης δεκαετίας» και ίσως δεν ήταν καν τα σημαντικότερα. Συνέβησαν πολλά θετικά, συνέβησαν και μερικά θαύματα. Η χώρα μας διένυσε μια μακρά διαδρομή προς την κατεύθυνση της Ευρώπης. Γίναμε καλύτεροι ατομικά και συλλογικά.
Στις τελευταίες εκλογές είδαμε μια ξεκάθαρη στροφή των ψηφοφόρων προς τη δεξιά. Πώς ερμηνεύετε αυτό το γεγονός;
Η «δεξιά» όπως λέτε, δεν είναι η δεξιά του σκοταδιστικού μας παρελθόντος. Η στροφή, αν μπορούμε να μιλήσουμε για «στροφή», είναι μια επιλογή φιλοευρωπαϊσμού και κανονικότητας, όχι απαραιτήτως συντηρητισμού με την έννοια που είχε ο όρος στον 20ό αιώνα.
Συγγραφέας, ιστορικός, αρθρογράφος… Με ποια σας ιδιότητα θα θέλατε να σας θυμούνται;
Δεν δίνω δεκάρα για το αν θα με θυμάται ο οποιοσδήποτε. Θα γίνω στάχτη.
Τέλος, θα ήθελα να σας ρωτήσω ποιοι είναι οι μελλοντικοί σας στόχοι κι αν αυτό το διάστημα γράφετε κάποιο μυθιστόρημα.
Γράφω ένα μυθιστόρημα με τίτλο «Το τυφλό γουρούνι στη δεύτερη Οδό». Καρχαρίες, κοριοί, λιοντάρια, γουρούνια. Ένα ακόμα ζώο στον τίτλο.
Συγγραφέας, ιστορικός και αρθρογράφος, η Σώτη Τριανταφύλλου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1957 κι έζησε μία σχεδόν μυθιστορηματική ζωή: σπούδασε Φαρμακευτική και Γαλλική Φιλολογία στην Αθήνα, έκανε διδακτορικές σπουδές στην Αμερικανική Ιστορία στο Παρίσι (ΕΗΕSS) και στην Ιστορία της Αμερικανικής Πόλης στη Νέα Υόρκη (NYU), ειδικεύτηκε στην ιστορία του Ψυχρού Πολέμου, και καταπιάστηκε με τα περισσότερα είδη του γραπτού λόγου, καταθέτοντας μυθιστορήματα, νουβέλες παραμύθια και δοκίμια. Το 2023 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Πατάκη» η συλλογή πολιτικών άρθρων της «Καρχαρίες και κοριοί. Σημειώσεις για την τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα» και το μυθιστόρημα «Άκου το λιοντάρι», ένα πορτρέτο της αθηναϊκής οικογένειας Λεοντάρη.
Ο τίτλος «Άκου το λιοντάρι» με παραπέμπει στο βρυχηθμό του λιονταριού κι εν γένει σε όσα έχουν να μας πουν τα άγρια ένστικτά μας, μιας και η ενδοοικογενειακή βία είναι ένα ζήτημα που θίγεται στο μυθιστόρημα. Την ίδια στιγμή, δεν μπορώ να παραβλέψω το τραγούδι του Van Morrison «Listen to the Lion». Μήπως, εντέλει, όλα αυτά αποτελούν πρωτίστως ένα παιχνίδι πάνω στο όνομα της οικογένειας Λεοντάρη;
Eίναι όλα αυτά μαζί. Πρόκειται για μια συνηθισμένη οικογένεια, αρκετά απογοητευτική —όπως τα λιοντάρια, που, αν τα παρατηρήσει κανείς στη ζούγκλα, χασμουριούνται στον ήλιο, οκνηρά και αδρανή.
Στο εξώφυλλο βλέπουμε έναν κατεστραμμένο πολυέλαιο, έργο των Ilya & Emilia Kabakov («The Fallen Chandelier», 1997). Ο πολυέλαιος —σύμβολο των μεσοαστικών σπιτιών των προηγούμενων δεκαετιών— και τα σπασμένα γυαλιά, με κάνουν να σκεφτώ την κατάρρευση των πεποιθήσεων, των προσδοκιών και των αξιών των παλιότερων γενεών. Εσείς, με ποια κριτήρια επιλέξατε το συγκεκριμένο εξώφυλλο;
Ναι, κάπως έτσι. Όλα είναι τσακισμένα, κατεστραμμένα. Και παρ’ όλ’ αυτά, αστράφτουν. Βαδίζουμε πάνω σε εξαίσια ερείπια. Τα μέλη της οικογένειας Λεοντάρη, και όλοι εμείς, έχουμε για μια σύντομη στιγμή την εμπειρία όπου είμαστε, κατά κάποιον τρόπο, gorgeous— και ύστερα δεν είμαστε πια. Η οικογένεια Λεοντάρη παρακμάζει μαζί με τη συνοικία.
Η οικογένεια Λεοντάρη κινείται στη Φωκίωνος Νέγρη, κέντρο των εξελίξεων της δεκαετίας του ’60 και του ’70. Τι συμβολίζει για εσάς η άλλοτε «Βία Βένετο» της Αθήνας;
Εκτός του ότι έχω προσωπικές εμπειρίες —γεννήθηκα στην οδό Πατησίων και πέρασα τα παιδικά μου χρόνια στη Φωκίωνος Νέγρη— η εν λόγω συνοικία υπήρξε μια από τις λιγοστές περιοχές της Αθήνας με μητροπολιτική ατμόσφαιρα. Και με ενδιαφέρουσα μουσική υπόκρουση, με πολλαπλές διασταυρώσεις και πειραματισμούς στον τρόπο ζωής.
Ένας από τους κεντρικούς χαρακτήρες του μυθιστορήματος είναι η θεία Καρολίνα, παιδί των λουλουδιών στα 60s, που συμμετείχε σε όλα τα ροκ μουσικά φεστιβάλ της εποχής κι έπαιξε μέχρι και «τον ρόλο του πτώματος» σε b-movie. Από τον σαρκασμό και τη —διάχυτη σε όλο το βιβλίο— ειρωνεία, δεν γλιτώνει ούτε η περιβόητη θεία. Τελικά, ποιον κόσμο εκπροσωπεί η Καρολίνα και πόσο σημαντικά ήταν τα 60s στην Ελλάδα;
Πάντοτε στην Ελλάδα, υπήρχαν ομάδες, παρέες και υποκουλτούρες τις οποίες δεν γνώριζε, ούτε μπορούσε να φανταστεί, το κοινωνικό mainstream. Δεν είμαι σίγουρη για την ειρωνεία —ίσως δεν ήταν η πρόθεσή μου. Συμπαθώ πολύ όλους τους χαρακτήρες στο «Άκου το λιοντάρι»· δεν ήθελα να ασκήσω κριτική σε κανέναν… Όλοι έχουν τα δίκια τους.
Στο μυθιστόρημα περιγράφετε τους εφήβους να κυκλοφορούν στο σπίτι με γυαλιά ηλίου, να κάνουν χρήση ουσιών και ν’ αλλάζουν το όνομά τους σε «Αμπντουλλάχ», ενώ οι λίγο μεγαλύτεροι μένουν ακόμα με τη γιαγιά τους και δυσκολεύονται να συνάψουν ερωτικές σχέσεις. Κάπως έτσι βλέπετε τη νέα γενιά;
Κάπως έτσι είναι η κάθε νέα γενιά καθώς ψάχνει να βρει τον δρόμο της και τη θέση της μέσα στον κόσμο. Στην Ελλάδα, όπου η οικογένεια βαραίνει υπερβολικά πάνω στους ανθρώπους, η διαδικασία αυτή καθυστερεί… Χωρίς αυτό να αφαιρεί από την αξία και τη γοητεία της κάθε νέας γενιάς. Ο Αρίστος μένει ακόμα με τη γιαγιά του, αλλά είναι αξιολάτρευτος ο καημένος… Αγωνίζεται σε όλα τα μέτωπα… Όσο για τους εφήβους, τους βλέπω μέσα από τα μάτια των τρομοκρατημένων γονιών τους: λίγο καιρό νωρίτερα, είχαν μπροστά τους χαριτωμένα παιδάκια με τριανταφυλλί μαγουλάκια· τώρα, βλέπουν τα πρώην χαριτωμένα παιδάκια να μεταμορφώνονται σε παράξενα όντα, σε δηλητηριώδη φυτά. Η εφηβεία είναι μια τερατώδης κατάσταση στα μάτια των γονιών.
Στη σελίδα 175 διαβάζουμε: «Αν και τα οικογενειακά τραπέζια και τα πάρτι των Λεοντάρηδων τέλειωναν με τσακωμούς, καμιά φορά με δάκρυα, επέμεναν να τα επαναλαμβάνουν με την ελπίδα ότι την επόμενη φορά τα πράγματα θα πήγαιναν καλύτερα. (…) Καθώς στην οικογένεια της Μάντυς δεν συνέβαιναν δράματα, τον πρώτο καιρό είχε κατατρομάξει: πως ήταν δυνατό ένα πάρτι γενεθλίων, μια Παραμονή Πρωτοχρονιάς να καταλήγουν σε βρισιές και σε επικλήσεις του Κυρίου επί ματαίω;» Οι τσακωμοί στα τραπέζια είναι ένα σημάδι δυσλειτουργίας των οικογενειών ή μήπως ένας τρόπος επικοινωνίας μεταξύ των μελών τους;
Και τα δύο. Αλλά και η δυσλειτουργία έχει τα όριά της: πέρα από αυτή υπάρχει, όπως είπατε στην αρχή, η κακοποίηση — την οποία στην Ελλάδα αργήσαμε να αναγνωρίσουμε, να ονοματίσουμε και να αρχίσουμε να διαπαιδαγωγούμε τους ανθρώπους ως προς την κοινωνική τους συμπεριφορά.
Η «Αγάπη της γεωμετρίας» εκτυλίσσεται, επίσης, στην Αθήνα τις ίδιες περίπου δεκαετίες. Αν και το «πικρότατο χρονικό της νιότης», όπως περιγράφεται στο εξώφυλλο, χαρακτηρίζεται από μια διάχυτη μελαγχολία, σε αντίθεση με το «Άκου το λιοντάρι», η απαισιοδοξία είναι έκδηλη και στα δύο μυθιστορήματα. Ποιες είναι, λοιπόν, οι ομοιότητες και οι διαφορές των δύο βιβλίων;
Είναι θέμα ανάγνωσης και πρόσληψης του κειμένου. Η ιστορία στο «Άκου το λιοντάρι» εκτυλίσσεται το 2017-2023, δηλαδή στο σήμερα…Οι αναφορές στο παρελθόν είναι flashbacks. To «Για την αγάπη της γεωμετρίας» είναι όντως ένα «χρονικό» της δεκαετίας του 1970, μια εποχή από την οποία επιζήσαμε όσοι επιζήσαμε. Η επιβίωση από τα βάθη του πολιτισμού ήταν ζήτημα καθαρής τύχης.
Σε αντίθεση, πάντως, με την Ανατολή και τη θεία Καρολίνα, οι περισσότεροι ήρωές σας δεν είναι Έλληνες και δεν ζουν καν στην εποχή μας. Τα μυθιστορήματά σας εκτυλίσσονται, μεταξύ άλλων, στο Λονδίνο του 1880, στην Ανατολική Αφρική του 1930 και στη Σικελία του 1950. Ποιο ήταν το ωραιότερο ταξίδι σας;
Στη νουβέλα «Μηχανικοί καταρράκτες» ο Σαλ-Σάλλυ διασχίζει τις ΗΠΑ από το Μέιν στην Τιχουάνα. Το οδικό ταξίδι στις ΗΠΑ είναι μέρος της ζωής μου: μια εσωτερική περιπλάνηση, κάτι που επαναλαμβάνεται με διαφορετικά συναισθήματα κάθε φορά, με διαφορετικά ψυχικά ευρήματα. Οδηγώντας οδηγώ τη ζωή μου προς έναν ορίζοντα που όλο απομακρύνεται.
Πόσο εύκολο είναι για μια Ελληνίδα να περιγράψει τα συναισθήματα ενός κλόουν που ζει στη βορειοδυτική Ρωσία επί Στάλιν ή ενός ράφτη που βιώνει τον εμφύλιο πόλεμο στην Αγγλία στο δεύτερο μισό του 17ου αιώνα; Μια μερίδα του αναγνωστικού κοινού δεν θα εμπιστευόταν περισσότερο έναν ξένο συγγραφέα;
Ας τον εμπιστευτεί κι ας κάνει τη σύγκριση. Είμαι αυτή που είμαι.
Μνημόνια, «Αγανακτισμένοι», άνοδος ακροδεξιάς, δολοφονία Φύσσα, δημοψήφισμα, αλλεπάλληλες εκλογές, είναι μόνο μερικά από τα γεγονότα της «σύντομης δεκαετίας», όπως την έχετε χαρακτηρίσει. Θα μπορούσαν όλα αυτά ν’ αποτελέσουν το υλικό ενός νέου μυθιστορήματος;
Δεν ήταν μόνον αυτά τα γεγονότα της «σύντομης δεκαετίας» και ίσως δεν ήταν καν τα σημαντικότερα. Συνέβησαν πολλά θετικά, συνέβησαν και μερικά θαύματα. Η χώρα μας διένυσε μια μακρά διαδρομή προς την κατεύθυνση της Ευρώπης. Γίναμε καλύτεροι ατομικά και συλλογικά.
Στις τελευταίες εκλογές είδαμε μια ξεκάθαρη στροφή των ψηφοφόρων προς τη δεξιά. Πώς ερμηνεύετε αυτό το γεγονός;
Η «δεξιά» όπως λέτε, δεν είναι η δεξιά του σκοταδιστικού μας παρελθόντος. Η στροφή, αν μπορούμε να μιλήσουμε για «στροφή», είναι μια επιλογή φιλοευρωπαϊσμού και κανονικότητας, όχι απαραιτήτως συντηρητισμού με την έννοια που είχε ο όρος στον 20ό αιώνα.
Συγγραφέας, ιστορικός, αρθρογράφος… Με ποια σας ιδιότητα θα θέλατε να σας θυμούνται;
Δεν δίνω δεκάρα για το αν θα με θυμάται ο οποιοσδήποτε. Θα γίνω στάχτη.
Τέλος, θα ήθελα να σας ρωτήσω ποιοι είναι οι μελλοντικοί σας στόχοι κι αν αυτό το διάστημα γράφετε κάποιο μυθιστόρημα.
Γράφω ένα μυθιστόρημα με τίτλο «Το τυφλό γουρούνι στη δεύτερη Οδό». Καρχαρίες, κοριοί, λιοντάρια, γουρούνια. Ένα ακόμα ζώο στον τίτλο.