Μια παρουσίαση των 23 έργων που καταγράφονται από το συνθέτη ως «προδομένα».
Αν ο Μίκης Θεοδωράκης τη δεκαετία του ’60 ήταν ο δημιουργός που έβαλε τα λόγια των μεγάλων μας ποιητών στα χείλη όλου του κόσμου και τη δεκαετία του ’70 ο άνθρωπος που ενσάρκωνε τις ελπίδες και τους αγώνες ενός ολόκληρου λαού, τότε ποια ήταν, ακριβώς, η θέση του τα επόμενα χρόνια; Τη δεκαετία του ’80 είναι άκρως παραγωγικός, συνεργαζόμενες με «λαοφιλείς» -όπως τους χαρακτηρίζει ο ίδιος- τραγουδιστές, χωρίς, όμως, τα έργα του να έχουν απήχηση, ενώ τις επόμενες δεκαετίες μπορεί να θεωρείται ένας «ζωντανός μύθος» και τα κλασσικά του έργα να ηχογραφούνται και να παρουσιάζονται ξανά και ξανά, τα καινούρια του τραγούδια, όμως, περνούν σχεδόν απαρατήρητα.
Η πίκρα κι η απογοήτευσή του για την αδιαφορία του κοινού και των media εκφράζεται μέσα από μία σειρά εκπομπών στην ΕΡΑ το 1987, ενώ το 2014 δημοσιεύεται στον ιστότοπο theodorakism.blogspot.gr. μια επιστολή του, όπου αναφέρεται σε «μποϊκοτάζ», «φίμωση του έργου του», και κλείνει με τη χαρακτηριστική φράση «Με πλήγωσαν»! Στην ίδια επιστολή καταγράφει τα 23 «προδομένα» έργα του. Αυτά τα έργα θα εξετάσουμε, ακολουθώντας τους τίτλους και τη χρονολογία έκδοσης των δίσκων:
«Επιβάτης» (1981/Lyra-Minos)
Μπαίνοντας ορμητικά στην ελληνική δισκογραφία, ο Κώστας Τριπολίτης παρουσιάζει με το Μ.Θ. ένα έργο που κυκλοφορεί σχεδόν ταυτόχρονα σε δύο διαφορετικές εκδοχές. Η πρώτη κυκλοφορεί από τη Lyra με τη φωνή της Μαργαρίτας Ζορμπαλά και τη συμμετοχή του Γιάννη Μπογδάνου. Τις προσεγμένες ενορχηστρώσεις υπογράφει ο Τάσος Καρατσάνης. Η δεύτερη κυκλοφορεί από τη Minos με τη φωνή της Μαρίας Φαραντούρη και λαϊκή ορχήστρα, μ’ ενορχηστρωτή το συνθέτη. Στις συνθέσεις είναι έκδηλη η χαρακτηριστική επαναστατική γραφή του Μ.Θ., αφού κι οι στίχοι του Τριπολίτη είναι βαθιά πολιτικοί, αναφερόμενοι στη σύγκρουση του ανθρώπου με την εξουσία («Επιβάτης», «Όλοι») και στην αδυναμία του να ενταχθεί σ’ ένα ανοίκειο περιβάλλον («Σα να μην έζησα ποτέ», «80»). Η Φαραντούρη βρίσκεται απολύτως στα νερά της, η φτωχή ενορχήστρωση, όμως, δεν αναδεικνύει τα κομμάτια. Αντιθέτως, ο Καρακατσάνης φωτίζει όλες τις πτυχές τους, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το «Τώρα», όπου αποδίδεται όλη η μελαγχολία του κομματιού. Σε κάθε περίπτωση, και οι δύο προσεγγίσεις έχουν το δικό τους ενδιαφέρον.
«Ραντάρ» (1981/Minos)
Δεύτερη συνάντηση του Τριπολίτη με το Μ.Θ. την ίδια χρονιά, αυτή τη φορά με εκτελεστή το Γιώργο Νταλάρα. Το έργο παραπέμπει ευθέως στον «Επιβάτη» της Minos, τόσο απ’ το εξώφυλλο και τις ενορχηστρώσεις, όπου και πάλι η ορχήστρα είναι λαϊκή και κεντρικοί μουσικοί ο Κώστας Παπαδόπουλος και ο Λάκης Καρνέζης, όσο και απ’ το υλικό αυτό καθ’ αυτό. Ο πήχης, πάντως, δεν είναι τόσο ψηλά αυτή τη φορά. Ο Νταλάρας μπορεί να βρίσκεται στην πλήρη καλλιτεχνική του ακμή και να ερμηνεύει με περισσή άνεση, αλλά με τραγούδια όπως «Ξένος» και «Χειρολαβή» ο στιχουργός μοιάζει να επαναλαμβάνεται, ενώ ο συνθέτης φαίνεται επαναπαυμένος στην εμπειρία του («Εφαρμογή») και στους μουσικούς, παρότι οι αιχμηροί στίχοι του Τριπολίτη σχεδόν επιβάλουν μια ανανέωση του ύφους του. Αυτό επιτυγχάνεται κάπως στην εισαγωγή της «Σύνοψης», όπου τραγουδάει και ο ίδιος ο Μίκης για την ιστορία της αριστεράς «από το ’49 ως εδώ». Ειδική μνεία πρέπει να γίνει και στα «Αγάπη» και «Ξημερώνει», με το δεύτερο κυρίως ν’ αποτυπώνει την αισθαντική πλευρά του συνθέτη, περιλαμβάνοντας λυρικές κορυφώσεις που δεν συναντάμε ούτε σε συμφωνικά και κλασσικίζοντα έργα του.
«Χαιρετισμοί» (1982/Minos)
Η μοναδική δισκογραφική συνάντηση της Δήμητρας Γαλάνη με το συνθέτη -εξαιρούνται τα φωνητικά της στην «Πολιτεία Γ’» (1994)- περιλαμβάνει δέκα τραγούδια με συμφωνικές ενορχηστρώσεις, φωνητικά από τη χορωδία της Τερψιχόρης Παπαστεφάνου, και κλασσικίζουσες μελωδίες. Το στιχουργικό βάρος επωμίζονται ο Γιάννης Θεοδωράκης και η Αγγελική Ελευθερίου. Ο αδερφός του συνθέτη, χάρη στα «Νύχτα μαγικιά», «Η αγάπη ζει με τ’ όνειρο» και «Χωρίσαμε» δίνει τη δυνατότητα στη Γαλάνη να ερμηνεύσει τρία πανέμορφα ερωτικά τραγούδια, ενώ η Αγγελική Ελευθερίου εμπνέει το συνθέτη να γράψει συγκλονιστικές μελωδίες, μεστές από πάθος και λυρική ένταση, με κορυφαία «Τα μονοπάτια της φωνής σου», ένα υπόδειγμα λυρικού τραγουδιού. Ο δίσκος κλείνει με το «Χαίρε», έναν μικρό ύμνο στη χαρά, σε στίχους του συνθέτη. Το ύφος των κομματιών προεξοφλούσε τη μη απήχησή τους, με εξαίρεση το «Νύχτα μαγικιά», γνωστό και ως «Ποτέ ποτέ μαζί», που γνώρισε πολλές επανεκτελέσεις και είχε ήδη ηχογραφήσει η Μαρία Δημητριάδη (1980).
«Καρυωτάκης» (1984/Minos)
Με φορέα τη φωνή του Βασίλη Παπακωνσταντίνου, ο Μ.Θ. επιχειρεί μια αναμέτρηση με τα ποιήματα του Κώστα Καρυωτάκη. Υπεύθυνος για το ηχητικό αποτέλεσμα ο Κώστας Γανωσέλης, κάνοντας την ενορχήστρωση και παίζοντας τα συνθεσάιζερ, με μοναδικούς συνοδοιπόρους το μπάσο (Γιώργος Ζηκογιάννης) και τα ντραμς (Γιώργος Τσουπάκης). Ο κατά τ’ άλλα άξιος ενορχηστρωτής εγκλωβίζεται εδώ στον ήχο των keyboards, παράγοντας έναν περιοριστικό και παντελώς παρωχημένο για τα σημερινά δεδομένα ήχο. Κι οι ίδιες οι συνθέσεις, πάντως, δεν βοηθούν: όλα δείχνουν πως ο Μ.Θ. πασχίζει ν’ αποδώσει τη ζοφερή ατμόσφαιρα των στίχων, και στις περισσότερες περιπτώσεις τα καταφέρνει -σαφώς συμβάλλουν σ’ αυτό κι οι ερμηνείες του Παπακωνσταντίνου- μένει, όμως, στην επιφάνεια, αδιαφορώντας για τα βαθύτερα νοήματα των ποιημάτων. Μόλις στο τελευταίο κομμάτι («Όλα τα πράγματά μου»), φαίνεται να επιτυγχάνεται μια πιο ουσιαστική προσέγγιση στο έργο και στη ζωή του αυτόχειρα ποιητή.
«Τα Πικροσάββατα» (1984/Phillips)
Στα μέσα περίπου της δεκαετίας του ’80 ο Μ.Θ. γράφει με το Λευτέρη Παπαδόπουλο μια σειρά τραγουδιών που αρχίζουν να δισκογραφούνται σιγά-σιγά. Δώδεκα από αυτά ηχογραφούνται από το Δημήτρη Μητροπάνο με λαϊκή ορχήστρα. Κατεξοχήν λαϊκός δίσκος -στο οπισθόφυλλο αναγράφονται σε παρένθεση οι ρυθμοί των κομματιών (τσιφτετέλι, χασαποσέρβικο, ζεϊμπέκικο κλπ), δίπλα στους τίτλους τους- σίγουρα δεν εντάσσεται στους σημαντικούς και χαρακτηριστικούς των δημιουργών του, ούτε προωθήθηκε ιδιαίτερα από τον ερμηνευτή. Δεν λείπουν, φυσικά, οι καλές στιγμές, όπως η «Λυπημένη», τα «Ναύλα», το «Χατήρι», με τη συμμετοχή της Χάρις Αλεξίου στα φωνητικά, και το «Κουτούκι», γνωστό και με τον τίτλο «Άγγελος δραπέτης», ούτε, όμως, και οι «παραφωνίες» («Το βρακί», «Εργένης). Την ίδια χρονιά τα «Πικροσάββατα» κυκλοφορούν και σε ορχηστρική εκδοχή, όπου αντί για τη φωνή του τραγουδιστή ακούγονται τα μπουζούκια των Κώστα Παπαδόπουλου και Χρήστου Ψαρρού.
«Διόνυσος» (1985/ΣΕΙΡΙΟΣ)
Με μια «σύγχρονη όπερα», ένα «λαϊκό ορατόριο» ή ένα «σύγχρονο μουσικό θρησκευτικό δράμα» -όπως περιγράφεται από τον ίδιο- με σημείο εκκίνησης το Δεκέμβρη του ’44, ο Μ.Θ. επιστρέφει σ’ ένα γνώριμο και γόνιμο γι’ αυτόν πεδίο, γράφοντας και τους στίχους. Οι περισσότερες συνθέσεις στηρίζονται σε ασίκικους ρυθμούς, παιγμένες από λαϊκή ορχήστρα με προεξάρχοντες τους Παπαδόπουλο και ο Καρνέζη, ενώ το φλάουτο της Στέλλας Γαδέλη και το όμποε του Κλωντ Σιλιέ δίνουν στο εγχείρημα μια χατζιδακική χροιά. Η αναφορά στο μεγάλο δημιουργό δεν είναι τυχαία, αφού ο δίσκος κυκλοφορεί από το νεοσύστατο Σείριο του Μάνου Χατζιδάκι, που στηρίζει το έργο με κάθε τρόπο, αποδεικνύοντας πως οι δύο μεγάλοι συνθέτες ήταν συναγωνιστές, όπως αναφέρει κι ο ίδιος ο Μ.Χ. στο ένθετο, και όχι ανταγωνιστές, όπως τους ήθελε το κοινό. Μπροστά στο μικρόφωνο ο νέος τραγουδιστής Θανάσης Μωραϊτης, διαθέτοντας μία λαϊκή και, ταυτοχρόνως, δωρική φωνή, και χορωδία, υπό τη διεύθυνση του Αντώνη Κοντογεωργίου. Μεγαλειώδης και φιλόδοξος, ο «Διόνυσος» εντάσσεται, οπωσδήποτε, στα πιο εμπνευσμένα έργα του συνθέτη.
«Φαίδρα, τραγούδια αγάπης» (1985/ΣΕΙΡΙΟΣ)
Στη δεύτερη συνάντησή του με τα ποιήματα της Αγγελικής Ελευθερίου, ο Μ.Θ. καταθέτει έναν κύκλο δώδεκα τραγουδιών, με τον τίτλο του να παραπέμπει τόσο στο μύθο της Φαίδρας όσο και στο πασίγνωστο τραγούδι του «Αγάπη μου» ή «Αστέρι μου, φεγγάρι μου», σε στίχους Γιάννη Θεοδωράκη, από την ομώνυμη ταινία (1962), το οποίο ακούγεται ως επίλογος, μαζί με το ποίημα της Ελευθερίου «Νυχτώνει». Το έργο είναι άκρως ατμοσφαιρικό, με λυρικές μελωδίες, ευαίσθητους στίχους κι αισθαντικές ερμηνείες από την Αλίκη Καγιαλόγλου και τον Πέτρο Πανδή, ενώ η μεγαλύτερη έκπληξη έρχεται από τις ενορχηστρώσεις: στη «Φαίδρα» ο συνθέτης χρησιμοποιεί ετερόκλητα όργανα, όπως μπουζούκι, φλάουτο, όμποε και ηλεκτρική κιθάρα, σε σωστές, όμως, αναλογίες, δημιουργώντας ένα μοναδικό ηχητικό κλίμα -χαρακτηριστικό παράδειγμα το «Όταν σε βρήκα». Στη «Φαίδρα» περιλαμβάνεται και το «Σαν καφενείο», ένα από τα πιο συγκινητικά κομμάτια της ελληνικής δισκογραφίας, με την Καγιαλόγλου να επιδίδεται σε μια ερμηνεία ικανή να την τοποθετήσει στο πάνθεον των μεγαλύτερων Ελληνίδων τραγουδιστριών.
«Τσιτσάνης-Θεοδωράκης-Κόκοτας: Ανέκδοτα τραγούδια» (1985/Minos)
Όπως αποκαλύπτει και ο τίτλος, ο δίσκος περιλαμβάνει πέντε ανέκδοτα μέχρι τότε τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη κι έξι τραγούδια του Μ.Θ., τα πέντε σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου, κι ένα της Αγγελικής Ελευθερίου, από την πρόσφατη «Φαίδρα», εκτελεσμένα από το Σταμάτη Κόκοτα. Τα επόμενα χρόνια επανεκδόθηκε με τον τίτλο «Συνάντηση», ενώ σύμφωνα με την εργογραφία του Μίκη τα πέντε τραγούδια του αποτελούν τον αυτόνομο κύκλο «Το παλιό τελωνείο». Ο Παπαδόπουλος καταθέτει ποιητικούς στίχους –τρανό παράδειγμα το «Φύτεψα δυο φιλιά»– οι λαϊκότροπες μελωδίες, όμως, ακούγονται διεκπεραιωτικές, θυμίζοντας το ελαφρολαϊκό κλίμα των ’70s. Ακόμα και το ποίημα της Ελευθερίου «Δάκρυσαν τα σεντόνια μου» στην παρούσα εκτέλεση ακούγεται απογυμνωμένο από συναίσθημα, θυμίζοντας demo ή ανεπίσημη ηχογράφηση συναυλίας.
«Τα πρόσωπα του ήλιου» (1987/Ιουλιανός)
Όσο η δεκαετία του ’80 φτάνει προς το τέλος της, ο συνθέτης νιώθει όλο και μεγαλύτερη απογοήτευση από τις μεγάλες εταιρίες και τα media. Το 1986 κάνει την περιβόητη δήλωση «αισθάνομαι σαν ένα τάνκερ μέσα στη λίμνη των Ιωαννίνων» και, προσπαθώντας να «ξεγλιστρήσει και να πάει στον ωκεανό», ιδρύει τη δική του ανεξάρτητη εταιρία. Ο πρώτος δίσκος του βραχύβιου Ιουλιανού περιλαμβάνει δεκαεφτά ποιήματα του Διονύση Καρατζά για «τον έρωτα, τη θάλασσα και τον ήλιο», όπως γράφει κι ο ίδιος ο συνθέτης στο ένθετο, εκτελεσμένα από μια ομάδα νέων ερμηνευτών (Βάνα Βερούτη, Θανάσης Μωραΐτης, Βίκυ Σίμου) κι απ’ τον παλιό του γνώριμο, Πέτρο Πανδή. Στα ονόματα των μουσικών συναντάμε τους βασικούς συνεργάτες του, (Κώστας Γανωσέλης-συνθεσάιζερ, Γιάννης Σπάθας-ηλεκτρική κιθάρα, Αντώνης Τουρκογιώργης-ηλεκτρικό μπάσο, Νίκος Αντύπας-κρουστά), στους οποίους δίνεται ο απαραίτητος χώρος να παράξουν ένα σύγχρονο -για τα τότε δεδομένα- ηλεκτρικό και ροκ ήχο. Με τα «Πρόσωπα του ήλιου» ο συνθέτης ανανεώνει το ύφος του («Της φωτιάς η εποχή») χωρίς να χάνει την ταυτότητά του («Με μισό φεγγάρι»). Το κοινό, πάντως, δεν φαίνεται πρόθυμο να τον ακολουθήσει…
«Μνήμη της πέτρας» (1987/Ιουλιανός)
Με τη φωνή του Θανάση Μωραΐτη και τους στίχους του Μιχάλη Μπουρμπούλη ο Μ.Θ. επιστρέφει στο «έντεχνο-λαϊκό». Ο σημαντικός στιχουργός αντιπαραβάλλει το ένδοξο κι ελπιδοφόρο παρελθόν με το απαισιόδοξο και σκοτεινό παρόν μέσα από προφητικά κομμάτια, όπως τη «Χαμένη αποστολή», το «Δεν ησυχάζουν οι νεκροί» και την «Πατρίδα μου», με την οποία κλείνει ιδανικά ο δίσκος, δίνοντας στον εκτελεστή τη δυνατότητα να καταθέσει μία μεγάλη ερμηνεία. Ο συνθέτης εκτελεί τον «Πρόσφυγα», περιγράφοντας, όπως φαίνεται, τα συναισθήματα και την απογοήτευσή του, ενώ ξεχωρίζει και η χαμηλόφωνη «Τρίπολη». Την ίδια περίοδο ο Μπουρμπούλης διασκευάζει στα ελληνικά το ποίημα του F. G. Lorca «Σαντιάγο», που κυκλοφορεί με τη μουσική του Μίκη και τη φωνή του Ζωρζ Μουστακί στη διεθνή συλλογή «Poetas en Nueva York» (1986). Στη λίστα των «Προδομένων έργων» ο συνθέτης καταγράφει το γλυκόπικρο «Σαντάγιο» ως αυτόνομο έργο, καταχωρώντας το, μάλιστα, με την ερμηνεία της Καγιαλόγλου (1992).
«Ως αρχαίος άνεμος» (1987/Ιουλιανός)
Η επόμενη συνάντησή του με τον Καρατζά αποτελεί μία «ραψωδία για δύο φωνές και κουιντέτο», όπου ο έρωτας περιγράφεται ως «αρχαίος άνεμος». Η συνολική διάρκεια του δίσκου δεν ξεπερνά τα τριάντα λεπτά και περιλαμβάνει δώδεκα μουσικά μέρη, εκτελεσμένα από το συνθέτη και τη Σοφία Μιχαηλίδη. Τους λυρικούς στίχους ντύνουν χαμηλόφωνες και κλασσικίζουσες μελωδίες, παιγμένες από αντίστοιχα όργανα (αγγλικό κόρνο, όμποε, βιολοντσέλο, κιθάρα, κοντραμπάσο και πιάνο), αν και οι άτσαλες εκτελέσεις του συνθέτη δεν συντελούν στο να δημιουργηθεί η κατάλληλη ατμόσφαιρα. Με αφορμή την επανεκτέλεσή του από τον Μπάμπη Τσέρτο και την Ειρήνη Καραγιάννη το 2018, ο συνθέτης χαρακτήρισε τον «Αρχαίο άνεμο» ως το πιο αδικημένο έργο απ’ όσα έγραψε τη δεκαετία του ’80. Χωρίς, να υποτιμάται, πάντως, η αξία του, κατά καιρούς ο Μ.Θ. είχε παρουσιάσει πολύ πιο ολοκληρωμένα συμφωνικά και λυρικά έργα.
Μια παρουσίαση των 23 έργων που καταγράφονται από το συνθέτη ως «προδομένα».
Αν ο Μίκης Θεοδωράκης τη δεκαετία του ’60 ήταν ο δημιουργός που έβαλε τα λόγια των μεγάλων μας ποιητών στα χείλη όλου του κόσμου και τη δεκαετία του ’70 ο άνθρωπος που ενσάρκωνε τις ελπίδες και τους αγώνες ενός ολόκληρου λαού, τότε ποια ήταν, ακριβώς, η θέση του τα επόμενα χρόνια; Τη δεκαετία του ’80 είναι άκρως παραγωγικός, συνεργαζόμενες με «λαοφιλείς» -όπως τους χαρακτηρίζει ο ίδιος- τραγουδιστές, χωρίς, όμως, τα έργα του να έχουν απήχηση, ενώ τις επόμενες δεκαετίες μπορεί να θεωρείται ένας «ζωντανός μύθος» και τα κλασσικά του έργα να ηχογραφούνται και να παρουσιάζονται ξανά και ξανά, τα καινούρια του τραγούδια, όμως, περνούν σχεδόν απαρατήρητα.
Η πίκρα κι η απογοήτευσή του για την αδιαφορία του κοινού και των media εκφράζεται μέσα από μία σειρά εκπομπών στην ΕΡΑ το 1987, ενώ το 2014 δημοσιεύεται στον ιστότοπο theodorakism.blogspot.gr. μια επιστολή του, όπου αναφέρεται σε «μποϊκοτάζ», «φίμωση του έργου του», και κλείνει με τη χαρακτηριστική φράση «Με πλήγωσαν»! Στην ίδια επιστολή καταγράφει τα 23 «προδομένα» έργα του. Αυτά τα έργα θα εξετάσουμε, ακολουθώντας τους τίτλους και τη χρονολογία έκδοσης των δίσκων:
«Επιβάτης» (1981/Lyra-Minos)
Μπαίνοντας ορμητικά στην ελληνική δισκογραφία, ο Κώστας Τριπολίτης παρουσιάζει με το Μ.Θ. ένα έργο που κυκλοφορεί σχεδόν ταυτόχρονα σε δύο διαφορετικές εκδοχές. Η πρώτη κυκλοφορεί από τη Lyra με τη φωνή της Μαργαρίτας Ζορμπαλά και τη συμμετοχή του Γιάννη Μπογδάνου. Τις προσεγμένες ενορχηστρώσεις υπογράφει ο Τάσος Καρατσάνης. Η δεύτερη κυκλοφορεί από τη Minos με τη φωνή της Μαρίας Φαραντούρη και λαϊκή ορχήστρα, μ’ ενορχηστρωτή το συνθέτη. Στις συνθέσεις είναι έκδηλη η χαρακτηριστική επαναστατική γραφή του Μ.Θ., αφού κι οι στίχοι του Τριπολίτη είναι βαθιά πολιτικοί, αναφερόμενοι στη σύγκρουση του ανθρώπου με την εξουσία («Επιβάτης», «Όλοι») και στην αδυναμία του να ενταχθεί σ’ ένα ανοίκειο περιβάλλον («Σα να μην έζησα ποτέ», «80»). Η Φαραντούρη βρίσκεται απολύτως στα νερά της, η φτωχή ενορχήστρωση, όμως, δεν αναδεικνύει τα κομμάτια. Αντιθέτως, ο Καρακατσάνης φωτίζει όλες τις πτυχές τους, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το «Τώρα», όπου αποδίδεται όλη η μελαγχολία του κομματιού. Σε κάθε περίπτωση, και οι δύο προσεγγίσεις έχουν το δικό τους ενδιαφέρον.
«Ραντάρ» (1981/Minos)
Δεύτερη συνάντηση του Τριπολίτη με το Μ.Θ. την ίδια χρονιά, αυτή τη φορά με εκτελεστή το Γιώργο Νταλάρα. Το έργο παραπέμπει ευθέως στον «Επιβάτη» της Minos, τόσο απ’ το εξώφυλλο και τις ενορχηστρώσεις, όπου και πάλι η ορχήστρα είναι λαϊκή και κεντρικοί μουσικοί ο Κώστας Παπαδόπουλος και ο Λάκης Καρνέζης, όσο και απ’ το υλικό αυτό καθ’ αυτό. Ο πήχης, πάντως, δεν είναι τόσο ψηλά αυτή τη φορά. Ο Νταλάρας μπορεί να βρίσκεται στην πλήρη καλλιτεχνική του ακμή και να ερμηνεύει με περισσή άνεση, αλλά με τραγούδια όπως «Ξένος» και «Χειρολαβή» ο στιχουργός μοιάζει να επαναλαμβάνεται, ενώ ο συνθέτης φαίνεται επαναπαυμένος στην εμπειρία του («Εφαρμογή») και στους μουσικούς, παρότι οι αιχμηροί στίχοι του Τριπολίτη σχεδόν επιβάλουν μια ανανέωση του ύφους του. Αυτό επιτυγχάνεται κάπως στην εισαγωγή της «Σύνοψης», όπου τραγουδάει και ο ίδιος ο Μίκης για την ιστορία της αριστεράς «από το ’49 ως εδώ». Ειδική μνεία πρέπει να γίνει και στα «Αγάπη» και «Ξημερώνει», με το δεύτερο κυρίως ν’ αποτυπώνει την αισθαντική πλευρά του συνθέτη, περιλαμβάνοντας λυρικές κορυφώσεις που δεν συναντάμε ούτε σε συμφωνικά και κλασσικίζοντα έργα του.
«Χαιρετισμοί» (1982/Minos)
Η μοναδική δισκογραφική συνάντηση της Δήμητρας Γαλάνη με το συνθέτη -εξαιρούνται τα φωνητικά της στην «Πολιτεία Γ’» (1994)- περιλαμβάνει δέκα τραγούδια με συμφωνικές ενορχηστρώσεις, φωνητικά από τη χορωδία της Τερψιχόρης Παπαστεφάνου, και κλασσικίζουσες μελωδίες. Το στιχουργικό βάρος επωμίζονται ο Γιάννης Θεοδωράκης και η Αγγελική Ελευθερίου. Ο αδερφός του συνθέτη, χάρη στα «Νύχτα μαγικιά», «Η αγάπη ζει με τ’ όνειρο» και «Χωρίσαμε» δίνει τη δυνατότητα στη Γαλάνη να ερμηνεύσει τρία πανέμορφα ερωτικά τραγούδια, ενώ η Αγγελική Ελευθερίου εμπνέει το συνθέτη να γράψει συγκλονιστικές μελωδίες, μεστές από πάθος και λυρική ένταση, με κορυφαία «Τα μονοπάτια της φωνής σου», ένα υπόδειγμα λυρικού τραγουδιού. Ο δίσκος κλείνει με το «Χαίρε», έναν μικρό ύμνο στη χαρά, σε στίχους του συνθέτη. Το ύφος των κομματιών προεξοφλούσε τη μη απήχησή τους, με εξαίρεση το «Νύχτα μαγικιά», γνωστό και ως «Ποτέ ποτέ μαζί», που γνώρισε πολλές επανεκτελέσεις και είχε ήδη ηχογραφήσει η Μαρία Δημητριάδη (1980).
«Καρυωτάκης» (1984/Minos)
Με φορέα τη φωνή του Βασίλη Παπακωνσταντίνου, ο Μ.Θ. επιχειρεί μια αναμέτρηση με τα ποιήματα του Κώστα Καρυωτάκη. Υπεύθυνος για το ηχητικό αποτέλεσμα ο Κώστας Γανωσέλης, κάνοντας την ενορχήστρωση και παίζοντας τα συνθεσάιζερ, με μοναδικούς συνοδοιπόρους το μπάσο (Γιώργος Ζηκογιάννης) και τα ντραμς (Γιώργος Τσουπάκης). Ο κατά τ’ άλλα άξιος ενορχηστρωτής εγκλωβίζεται εδώ στον ήχο των keyboards, παράγοντας έναν περιοριστικό και παντελώς παρωχημένο για τα σημερινά δεδομένα ήχο. Κι οι ίδιες οι συνθέσεις, πάντως, δεν βοηθούν: όλα δείχνουν πως ο Μ.Θ. πασχίζει ν’ αποδώσει τη ζοφερή ατμόσφαιρα των στίχων, και στις περισσότερες περιπτώσεις τα καταφέρνει -σαφώς συμβάλλουν σ’ αυτό κι οι ερμηνείες του Παπακωνσταντίνου- μένει, όμως, στην επιφάνεια, αδιαφορώντας για τα βαθύτερα νοήματα των ποιημάτων. Μόλις στο τελευταίο κομμάτι («Όλα τα πράγματά μου»), φαίνεται να επιτυγχάνεται μια πιο ουσιαστική προσέγγιση στο έργο και στη ζωή του αυτόχειρα ποιητή.
«Τα Πικροσάββατα» (1984/Phillips)
Στα μέσα περίπου της δεκαετίας του ’80 ο Μ.Θ. γράφει με το Λευτέρη Παπαδόπουλο μια σειρά τραγουδιών που αρχίζουν να δισκογραφούνται σιγά-σιγά. Δώδεκα από αυτά ηχογραφούνται από το Δημήτρη Μητροπάνο με λαϊκή ορχήστρα. Κατεξοχήν λαϊκός δίσκος -στο οπισθόφυλλο αναγράφονται σε παρένθεση οι ρυθμοί των κομματιών (τσιφτετέλι, χασαποσέρβικο, ζεϊμπέκικο κλπ), δίπλα στους τίτλους τους- σίγουρα δεν εντάσσεται στους σημαντικούς και χαρακτηριστικούς των δημιουργών του, ούτε προωθήθηκε ιδιαίτερα από τον ερμηνευτή. Δεν λείπουν, φυσικά, οι καλές στιγμές, όπως η «Λυπημένη», τα «Ναύλα», το «Χατήρι», με τη συμμετοχή της Χάρις Αλεξίου στα φωνητικά, και το «Κουτούκι», γνωστό και με τον τίτλο «Άγγελος δραπέτης», ούτε, όμως, και οι «παραφωνίες» («Το βρακί», «Εργένης). Την ίδια χρονιά τα «Πικροσάββατα» κυκλοφορούν και σε ορχηστρική εκδοχή, όπου αντί για τη φωνή του τραγουδιστή ακούγονται τα μπουζούκια των Κώστα Παπαδόπουλου και Χρήστου Ψαρρού.
«Διόνυσος» (1985/ΣΕΙΡΙΟΣ)
Με μια «σύγχρονη όπερα», ένα «λαϊκό ορατόριο» ή ένα «σύγχρονο μουσικό θρησκευτικό δράμα» -όπως περιγράφεται από τον ίδιο- με σημείο εκκίνησης το Δεκέμβρη του ’44, ο Μ.Θ. επιστρέφει σ’ ένα γνώριμο και γόνιμο γι’ αυτόν πεδίο, γράφοντας και τους στίχους. Οι περισσότερες συνθέσεις στηρίζονται σε ασίκικους ρυθμούς, παιγμένες από λαϊκή ορχήστρα με προεξάρχοντες τους Παπαδόπουλο και ο Καρνέζη, ενώ το φλάουτο της Στέλλας Γαδέλη και το όμποε του Κλωντ Σιλιέ δίνουν στο εγχείρημα μια χατζιδακική χροιά. Η αναφορά στο μεγάλο δημιουργό δεν είναι τυχαία, αφού ο δίσκος κυκλοφορεί από το νεοσύστατο Σείριο του Μάνου Χατζιδάκι, που στηρίζει το έργο με κάθε τρόπο, αποδεικνύοντας πως οι δύο μεγάλοι συνθέτες ήταν συναγωνιστές, όπως αναφέρει κι ο ίδιος ο Μ.Χ. στο ένθετο, και όχι ανταγωνιστές, όπως τους ήθελε το κοινό. Μπροστά στο μικρόφωνο ο νέος τραγουδιστής Θανάσης Μωραϊτης, διαθέτοντας μία λαϊκή και, ταυτοχρόνως, δωρική φωνή, και χορωδία, υπό τη διεύθυνση του Αντώνη Κοντογεωργίου. Μεγαλειώδης και φιλόδοξος, ο «Διόνυσος» εντάσσεται, οπωσδήποτε, στα πιο εμπνευσμένα έργα του συνθέτη.
«Φαίδρα, τραγούδια αγάπης» (1985/ΣΕΙΡΙΟΣ)
Στη δεύτερη συνάντησή του με τα ποιήματα της Αγγελικής Ελευθερίου, ο Μ.Θ. καταθέτει έναν κύκλο δώδεκα τραγουδιών, με τον τίτλο του να παραπέμπει τόσο στο μύθο της Φαίδρας όσο και στο πασίγνωστο τραγούδι του «Αγάπη μου» ή «Αστέρι μου, φεγγάρι μου», σε στίχους Γιάννη Θεοδωράκη, από την ομώνυμη ταινία (1962), το οποίο ακούγεται ως επίλογος, μαζί με το ποίημα της Ελευθερίου «Νυχτώνει». Το έργο είναι άκρως ατμοσφαιρικό, με λυρικές μελωδίες, ευαίσθητους στίχους κι αισθαντικές ερμηνείες από την Αλίκη Καγιαλόγλου και τον Πέτρο Πανδή, ενώ η μεγαλύτερη έκπληξη έρχεται από τις ενορχηστρώσεις: στη «Φαίδρα» ο συνθέτης χρησιμοποιεί ετερόκλητα όργανα, όπως μπουζούκι, φλάουτο, όμποε και ηλεκτρική κιθάρα, σε σωστές, όμως, αναλογίες, δημιουργώντας ένα μοναδικό ηχητικό κλίμα -χαρακτηριστικό παράδειγμα το «Όταν σε βρήκα». Στη «Φαίδρα» περιλαμβάνεται και το «Σαν καφενείο», ένα από τα πιο συγκινητικά κομμάτια της ελληνικής δισκογραφίας, με την Καγιαλόγλου να επιδίδεται σε μια ερμηνεία ικανή να την τοποθετήσει στο πάνθεον των μεγαλύτερων Ελληνίδων τραγουδιστριών.
«Τσιτσάνης-Θεοδωράκης-Κόκοτας: Ανέκδοτα τραγούδια» (1985/Minos)
Όπως αποκαλύπτει και ο τίτλος, ο δίσκος περιλαμβάνει πέντε ανέκδοτα μέχρι τότε τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη κι έξι τραγούδια του Μ.Θ., τα πέντε σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου, κι ένα της Αγγελικής Ελευθερίου, από την πρόσφατη «Φαίδρα», εκτελεσμένα από το Σταμάτη Κόκοτα. Τα επόμενα χρόνια επανεκδόθηκε με τον τίτλο «Συνάντηση», ενώ σύμφωνα με την εργογραφία του Μίκη τα πέντε τραγούδια του αποτελούν τον αυτόνομο κύκλο «Το παλιό τελωνείο». Ο Παπαδόπουλος καταθέτει ποιητικούς στίχους –τρανό παράδειγμα το «Φύτεψα δυο φιλιά»– οι λαϊκότροπες μελωδίες, όμως, ακούγονται διεκπεραιωτικές, θυμίζοντας το ελαφρολαϊκό κλίμα των ’70s. Ακόμα και το ποίημα της Ελευθερίου «Δάκρυσαν τα σεντόνια μου» στην παρούσα εκτέλεση ακούγεται απογυμνωμένο από συναίσθημα, θυμίζοντας demo ή ανεπίσημη ηχογράφηση συναυλίας.
«Τα πρόσωπα του ήλιου» (1987/Ιουλιανός)
Όσο η δεκαετία του ’80 φτάνει προς το τέλος της, ο συνθέτης νιώθει όλο και μεγαλύτερη απογοήτευση από τις μεγάλες εταιρίες και τα media. Το 1986 κάνει την περιβόητη δήλωση «αισθάνομαι σαν ένα τάνκερ μέσα στη λίμνη των Ιωαννίνων» και, προσπαθώντας να «ξεγλιστρήσει και να πάει στον ωκεανό», ιδρύει τη δική του ανεξάρτητη εταιρία. Ο πρώτος δίσκος του βραχύβιου Ιουλιανού περιλαμβάνει δεκαεφτά ποιήματα του Διονύση Καρατζά για «τον έρωτα, τη θάλασσα και τον ήλιο», όπως γράφει κι ο ίδιος ο συνθέτης στο ένθετο, εκτελεσμένα από μια ομάδα νέων ερμηνευτών (Βάνα Βερούτη, Θανάσης Μωραΐτης, Βίκυ Σίμου) κι απ’ τον παλιό του γνώριμο, Πέτρο Πανδή. Στα ονόματα των μουσικών συναντάμε τους βασικούς συνεργάτες του, (Κώστας Γανωσέλης-συνθεσάιζερ, Γιάννης Σπάθας-ηλεκτρική κιθάρα, Αντώνης Τουρκογιώργης-ηλεκτρικό μπάσο, Νίκος Αντύπας-κρουστά), στους οποίους δίνεται ο απαραίτητος χώρος να παράξουν ένα σύγχρονο -για τα τότε δεδομένα- ηλεκτρικό και ροκ ήχο. Με τα «Πρόσωπα του ήλιου» ο συνθέτης ανανεώνει το ύφος του («Της φωτιάς η εποχή») χωρίς να χάνει την ταυτότητά του («Με μισό φεγγάρι»). Το κοινό, πάντως, δεν φαίνεται πρόθυμο να τον ακολουθήσει…
«Μνήμη της πέτρας» (1987/Ιουλιανός)
Με τη φωνή του Θανάση Μωραΐτη και τους στίχους του Μιχάλη Μπουρμπούλη ο Μ.Θ. επιστρέφει στο «έντεχνο-λαϊκό». Ο σημαντικός στιχουργός αντιπαραβάλλει το ένδοξο κι ελπιδοφόρο παρελθόν με το απαισιόδοξο και σκοτεινό παρόν μέσα από προφητικά κομμάτια, όπως τη «Χαμένη αποστολή», το «Δεν ησυχάζουν οι νεκροί» και την «Πατρίδα μου», με την οποία κλείνει ιδανικά ο δίσκος, δίνοντας στον εκτελεστή τη δυνατότητα να καταθέσει μία μεγάλη ερμηνεία. Ο συνθέτης εκτελεί τον «Πρόσφυγα», περιγράφοντας, όπως φαίνεται, τα συναισθήματα και την απογοήτευσή του, ενώ ξεχωρίζει και η χαμηλόφωνη «Τρίπολη». Την ίδια περίοδο ο Μπουρμπούλης διασκευάζει στα ελληνικά το ποίημα του F. G. Lorca «Σαντιάγο», που κυκλοφορεί με τη μουσική του Μίκη και τη φωνή του Ζωρζ Μουστακί στη διεθνή συλλογή «Poetas en Nueva York» (1986). Στη λίστα των «Προδομένων έργων» ο συνθέτης καταγράφει το γλυκόπικρο «Σαντάγιο» ως αυτόνομο έργο, καταχωρώντας το, μάλιστα, με την ερμηνεία της Καγιαλόγλου (1992).
«Ως αρχαίος άνεμος» (1987/Ιουλιανός)
Η επόμενη συνάντησή του με τον Καρατζά αποτελεί μία «ραψωδία για δύο φωνές και κουιντέτο», όπου ο έρωτας περιγράφεται ως «αρχαίος άνεμος». Η συνολική διάρκεια του δίσκου δεν ξεπερνά τα τριάντα λεπτά και περιλαμβάνει δώδεκα μουσικά μέρη, εκτελεσμένα από το συνθέτη και τη Σοφία Μιχαηλίδη. Τους λυρικούς στίχους ντύνουν χαμηλόφωνες και κλασσικίζουσες μελωδίες, παιγμένες από αντίστοιχα όργανα (αγγλικό κόρνο, όμποε, βιολοντσέλο, κιθάρα, κοντραμπάσο και πιάνο), αν και οι άτσαλες εκτελέσεις του συνθέτη δεν συντελούν στο να δημιουργηθεί η κατάλληλη ατμόσφαιρα. Με αφορμή την επανεκτέλεσή του από τον Μπάμπη Τσέρτο και την Ειρήνη Καραγιάννη το 2018, ο συνθέτης χαρακτήρισε τον «Αρχαίο άνεμο» ως το πιο αδικημένο έργο απ’ όσα έγραψε τη δεκαετία του ’80. Χωρίς, να υποτιμάται, πάντως, η αξία του, κατά καιρούς ο Μ.Θ. είχε παρουσιάσει πολύ πιο ολοκληρωμένα συμφωνικά και λυρικά έργα.