Μια παρουσίαση των 23 έργων που καταγράφονται από το συνθέτη ως «προδομένα».
«Μήπως ζούμε σ’ άλλη χώρα;» (1991/ΣΕΙΡΙΟΣ)
Στις αρχές της νέας δεκαετίας, ο συνθέτης παρουσιάζει δώδεκα τραγούδια με τους παλιούς του γνώριμους, Μάνο Ελευθερίου και Μαρία Δημητριάδη, στην τελευταία του δισκογραφική συνάντηση μαζί της. Τα κομμάτια είναι λαϊκότροπα κι έχουν αντίστοιχες ενορχηστρώσεις, με το φλάουτο δίνει μια πιο λυρική χροιά. Ο στιχουργός καταθέτει καίριους κι αιχμηρούς στίχους, («Μήπως ζούμε σ’ άλλη χώρα;», «Σαράκι»), καθώς και ποιητικά κομμάτια, ντυμένα με μελωδίες ανάλογης ευαισθησίας κι ομορφιάς («Με τη ζυγαριά στο χέρι», «Στην άκρη του Παράδεισου). Ειδικά στη β’ πλευρά του δίσκου, όμως, ο συνθέτη φαίνεται αδύναμος ν’ αναδείξει τους δυνατούς στίχους, με τραγούδια όπως το «Μπαρ» ή το «Ζούσα μια χάρτινη ζωή», όπου τραγουδάει κι ο ίδιος μαζί με την ερμηνεύτρια, να θυμίζουν παλιότερες και όχι τόσο εμπνευσμένες στιγμές του. Εν ολίγοις, το «Μήπως ζούμε σ’ άλλη χώρα;» παραμένει απλώς «άλλος ένας κύκλος τραγουδιών του Θεοδωράκη», παρότι είχε όλα τα εχέγγυα να γίνει κάτι πολύ περισσότερο απ’ αυτό.
«Mia Thalassa» (1994/Auvidis Tempo)
Γνωστός και ως «Μια θάλασσα γεμάτη μουσική» ή απλώς «Μια θάλασσα», ο κύκλος με τα ποιήματα της Δήμητρας Μαντά κυκλοφορεί από γαλλική εταιρία, με τη φωνή της διεθνούς φήμης Αγγελικής Ιονάτου ή Angélique Ionatos, όπως αναγράφεται τ’ όνομά της στο εξώφυλλο. Την εκφραστική φωνή της συνοδεύει ένα μικρό μουσικό σύνολο, με τον Christian Boissel στις ενορχηστρώσεις και το πιάνο, το Renaud Garcia-Fons στο κοντραμπάσο, και τη Helene Dautry στο βιολοντσέλο. Βαθιά αισθαντικό και λυρικό έργο, με τα ποιήματα να περιστρέφονται γύρω από τις πιο αγνές και μελαγχολικές όψεις του έρωτα, διανθισμένες με ήλιο, κύματα και κόκκινα λουλούδια, εξακολουθεί ν’ ακούγεται σύγχρονο ως προς τον ήχο και τη γενικότερη παραγωγή του, ενώ φωνή, στίχοι και μουσική βρίσκονται σε πλήρη αρμονία και όλα τα κομμάτια αποτελούν ένα αδιάσπαστο σύνολο, με αποτέλεσμα να μην μπορεί κάποιος να παραβλέψει ή να ξεχωρίσει κάποιο. Παρουσιάστηκε και σε ορχηστρική μορφή στη Γερμανία, με τον τίτλο «East of the Aegean» (2008).
«Η Βεατρίκη στην Οδό Μηδέν» (1994/Minos-Emi)
Ένα αδιάσπαστο σύνολο αποτελούν και τραγούδια της «Βεατρίκης», που μεταμορφώνεται σε «συνηθισμένη νοικοκυρά, προσωποποίηση της Εξουσίας και σύμβολο του αιώνιου έρωτα», με δέκα ποιήματα του Διονύση Καρατζά, συν δύο του συνθέτη. Σε αντίθεση τις προηγούμενες συνεργασίες του Μ.Θ. με τον Πατρινό ποιητή, που μοιάζουν σε κάποιο βαθμό πειραματικές κι ημιτελείς, η «Βεατρίκη» ακούγεται πολύ πιο «στιβαρή» κι ολοκληρωμένη. Το έργο παρουσιάζεται σε μια εκδοχή για φωνή (Μαρία Φαραντούρη) και πιάνο (Ντόρα Μπακοπούλου), χωρίς καμία άλλη οργανική συνοδεία. Η ηχογράφηση φωνής και πιάνου έγινε, μάλιστα, συγχρόνως, υπό τη διεύθυνση του συνθέτη, δίνοντας στον ακροατή την εντύπωση πως ακούει ένα ζωντανό ρεσιτάλ με αρχή, μέση και τέλος. Η παρουσία της αναγνωρίσιμης κι αναγνωρισμένης Φαραντούρη, που γι’ ακόμη μία φορά αποδεικνύει πως δεν ήταν απλώς η Μούσα του Θεοδωράκη αλλά η φωνή της ψυχής του, δρα καταλυτικά, μεταδίδοντας την απαραίτητη ατμόσφαιρα και συγκίνηση.
«Πολιτεία Γ’» (1994/Philips)
Επιχειρώντας μία σύνδεση με το ήδη μακρινό παρελθόν του, ο Μ.Θ. παρουσιάζει τα τραγούδια του με το Μανώλη Μητσιά ως την τρίτη του «Πολιτεία». Στην πραγματικότητα, βέβαια, οι διάφορες «Πολιτείες» δεν έχουν κάποιο κοινό μεταξύ τους, πέρα από την ύπαρξη λαϊκών ρυθμών και ήχων, ενώ τον υπότιτλο «Πολιτεία Γ’» είχε ήδη δώσει στον «Οκτώβρη ’78» με το Γρηγόρη Μπιθικώτση. Η πρώτη πλευρά περιλαμβάνει πέντε κομμάτια σε στίχους Μάνου Ελευθερίου, που κινούνται σε αξιοπρεπή επίπεδα, χωρίς, πάντως, να ξεφεύγουν από τη γνωστή μανιέρα του συνθέτη. Η δεύτερη πλευρά παρουσιάζει μεγαλύτερο ενδιαφέρον, περιλαμβάνοντας δύο τραγούδια του Δημήτρη Κεσίσογλου και τρία της Λίνας Νικολακοπούλου. Το «Δεν έχει ο κόσμος γυρισμό» καταφέρνει να ξεχωρίσει λόγω των συγκινητικών στίχων του Κεσίσογλου και της ταιριαστής μελωδίας, ενώ η ευρηματική στιχουργός υπογράφει το «Αχ! έλα κι άναψε το φως» και φέρνει μια νέα πνοή με το «Πάθος που διώκεται», μακράν την πιο «τολμηρή» στιγμή του δίσκου. Σε γενικές γραμμές, πάντως, η «Πολιτεία Γ’» δεν ξεφεύγει από τα τετριμμένα, στηριζόμενη στις -δεδομένες- ικανότητες των συντελεστών της.
«Poetica & Άσματα» (1996 & 1998/Peregrina)
Ηχογραφημένο στη Γερμανία, το album με τα ποιήματα του Καρατζά και τη φωνή της Φαραντούρη μπορεί κάλλιστα να θεωρηθεί είτε συνέχεια είτε επαναπροσδιορισμός των «Προσώπων του ήλιου», αφού «ο έρωτας, η θάλασσα και ο ήλιος» κατέχουν κεντρική θέση και εδώ, ενώ, ανάμεσα στα νέα τραγούδια, ακούμε και κάποιες επανεκτελέσεις των «Προσώπων». Σε αντίθεση, βέβαια, με τα keyboards και τη συνεπακόλουθη 80s αισθητική του προαναφερθέντος δίσκου, εδώ οι ενορχηστρώσεις του Henning Schmiedt είναι κλασσικίζουσες, περιλαμβάνοντας, μεταξύ άλλων, φλάουτο, όμποε και τσέλο, με όλα τα όργανα να παίζονται από ξένους μουσικούς. Από τα πιο χαμηλόφωνα και μελωδικά έργα του συνθέτη, με κομμάτια όπως τα «Επίμονο παρόν», «Ξάστερος πόνος», «Διάλειμμα φωτός» και «Λυγμός αγγέλων» να καθρεφτίζουν την ευαίσθητη πλευρά του, που ενίοτε παραγκωνίζεται από τα πολιτικά του τραγούδια. Δύο χρονιά μετά, από την Peregrina κυκλοφορούν τα «Άσματα» με παλιότερα και νέα κομμάτια του Μ.Θ., εκτελεσμένα κι αυτά από τη Φαραντούρη με ενορχηστρώσεις του Schmiedt. Το album κλείνουν τα «Της νύχτας τ’ όνειρο» και «Αυτό το καλοκαίρι», σε στίχους Γιάννη Θεοδωράκη. Στον κατάλογο των «προδομένων έργων» τα δύο αυτά πανέμορφα κομμάτια αποτελούν τον αυτόνομο κύκλο «Λυρικώτατα».
«Ασίκικο Πουλάκη» (1996/ΑΚΤΗ)
Ο τίτλος του δίσκου της συνεργασίας του με το Μιχάλη Γκανά είναι άκρως κατατοπιστικός, τόσο για τους ασίκικους ρυθμούς των τραγουδιών όσο και για το περιεχόμενό τους, αφού Πουλάκη ήταν το επίθετο της μητέρας του, που γεννήθηκε στο Τσεσμέ της Μικρασίας. Με τη φωνή του Βασίλη Λέκκα ακούμε, λοιπόν, τραγούδια για το «Αϊβαλί» τη «φωτιά στη Σμύρνη» («Ασίκικο πουλάκι») κι εν γένει για την προσφυγιά («Σαν ορφανό») με πανέμορφες εικόνες κι έντονα συναισθήματα. Στους «Δρόμους του Αρχάγγελου» ο ερμηνευτής ταξιδεύει από το Βυζάντιο μέχρι τα Γιάννενα, την Τρίπολη και την Κρήτη, με το Γκανά να αποφεύγει επιτυχώς τη φολκλόρ αισθητική και τις εθνικιστικές κορώνες, και το Θεοδωράκη να μας χαρίζει μία από τις πιο δοξαστικές μελωδίες του. Από τα κομμάτια που ξεφεύγουν απ’ την υπόλοιπη θεματολογία ξεχωρίζει σαφώς το αβανταδόρικο «Κοίτα με στα μάτια» και το «Σημαδεμένος απ’ την αγάπη», ένα κομψοτέχνημα του κορυφαίου στιχουργού. Ο ενορχηστρωτής Γιάννης Σπάθας χειρίζεται ιδανικά τη λαϊκή ορχήστρα, ενώ ο Λέκκας επιστρατεύει όλο του το κέφι και τα εκφραστικά του μέσα, με τις όποιες ερμηνευτικές του υπερβολές («Πώς να ξεχάσω») να συγχωρούνται λόγω του γνήσιου ενθουσιασμού του. Το 2009 η Στέλλα Βλαχογιάννη υποστήριξε πως το «Ασίκικο Πουλάκη» είναι «ίσως ο καλύτερος Θεοδωράκης των τελευταίων 15 ετών». Και δεν είχε άδικο!
«Πολιτεία Δ’» (1996/ Polygram)
Μετά το Λέκκα, ο Μ.Θ. συνεργάζεται μ’ έναν ακόμα ερμηνευτή της νεότερης γενιάς. Η τρυφερή χροιά του Πέτρου Γαϊτάνου δεν τον κατατάσσει στους εκτελεστές της «θεοδωρακικής» σχολής, αυτό, ωστόσο, δίνει μεγαλύτερο ενδιαφέρον στο, ούτως ή άλλως, αξιόλογο υλικό. Ο Μ.Θ. καταθέτει μελωδικά λαϊκά κομμάτια και όμορφες μπαλάντες, που αναδεικνύονται μέσα από τις ενορχηστρώσεις του Γιάννη Κ. Ιωάννου και τα θαυμάσια φωνητικά της Καλλιόπης Βέττα. Τους στίχους υπογράφουν ο Μάνος Ελευθερίου και ο Σπύρος Τουπογιάννης. Αμφότεροι καταθέτουν συγκινητικά και διεισδυτικά κομμάτια, ερωτικού κι υπαρξιακού περιεχομένου, με τους στίχους του «άγνωστου», όπως τον χαρακτηρίζει ο συνθέτης, Τουπογιάννη να στέκονται επάξια δίπλα σ’ αυτούς του Ελευθερίου. Ειδικά το «Κορίτσι του Οκτώβρη» αποτελεί ένα ατόφιο ποίημα, καθιστώντας απορίας άξιο γιατί η παρουσία του Τουπογιάννη στο ελληνικό τραγούδι περιορίζεται στην «Πολιτεία Δ’». Ο Ελευθερίου υπογράφει, μεταξύ άλλων, το εξίσου ποιητικό «Με τις χαμένες τις ψυχές» και το πιο ρυθμικό «Νύχτες φωτογράφοι». Τόσο ο τίτλος του δίσκου όσο και η επανεκτέλεση της θρυλικής «Δραπετσώνας» του Τάσου Λειβαδίτη στο τέλος του, αποδεικνύουν πως ο Μ.Θ. προσπάθησε να «φωτίσει» τα τραγούδια μέσα από το παρελθόν του, παρότι τα κομμάτια της τέταρτης «Πολιτείας» είναι και αυτόφωτα και αυτοδύναμα.
«Σερενάτες» (1998/MINOS-EMI)
Η πιο ολοκληρωμένη δουλειά του Μ.Θ. με το Λευτέρη Παπαδόπουλο, αλλά και μία από τις καλύτερες δουλειές αμφοτέρων, ευτύχησε να έχει για ερμηνεύτρια τη Φαραντούρη και για ενορχηστρωτή το Σπάθα. Τραγούδια λυρικά, μελωδικά, αλλά ταυτοχρόνως άμεσα και με ρυθμούς που «μένουν» στο αυτί του ακροατή, σε αντίθεση π.χ. με τα τραγούδια στο «Poetica», σχεδόν αποκλειστικά ερωτικής θεματολογίας, με τις ενορχηστρώσεις να στρέφονται προς ένα «λόγιο» δρόμο, περιλαμβάνοντας, μεταξύ άλλων, βιολί, βιόλα, τσέλο και φλάουτο. Τα «Μάγια» και του «Σιφνιού το μπαρ» ξετυλίγονται σαν παραμύθια, το «Ήσουνα παράπονο» είναι άκρως συγκινητικό, στο «Ένα τραγούδι αλλιώτικο» η ερμηνεύτρια σπαράζει για τον έρωτα τιμώντας την παραδοσιακή μουσική, ενώ λίγο μετά λυτρώνεται, αναφωνώντας «Τέρμα η μιζέρια». Στις «Σερενάτες» συναντάμε και το «Κάποτε θα ‘ρθουν να σου πουν», που είχε πρωτοτραγουδήσει ο Παύλος Σιδηρόπουλος στην ταινία «Ο ασυμβίβαστος» (1979). Αν και η εκτέλεση του «πρίγκηπα» παραμένει κλασσική και το εν λόγω κομμάτι δεν ταιριάζει με την θεματολογία των υπόλοιπων, μέσα από τη δυναμική ενορχήστρωση και την ταιριαστή ερμηνεία το «Κάποτε θα ‘ρθουν» εντάσσεται αρμονικά στο album.
«Ερημιά» (2006/Legend)
Στο ένθετο του album ο Λευτέρης Παπαδόπουλος χαρακτηρίζει τους συντελεστές του «εθνική ομάδα». Δικαιολογημένα, εφόσον ο ίδιος γράφει τους στίχους, ο Θεοδωράκης τη μουσική, τραγουδούν η Φαραντούρη και ο Μητσιάς και τις ενορχηστρώσεις υπογράφει ο Σταύρος Ξαρχάκος, που με τη σειρά του εύχεται «η ΕΡΗΜΙΑ να γίνει μια ΟΑΣΗ στη δισκογραφική έρημη χώρα όπου ζούμε». Τα τραγούδια, πάντως, δεν τον δικαιώνουν. Έτσι κι αλλιώς, δεν πρόκειται για ένα υλικό εξολοκλήρου καινούριο, αφού οι μελωδίες τριών κομματιών («Βάρδια», «Γεράκι», «Στο ζεϊμπέκικο Γρηγόρη») είχαν ξανακουστεί στο «Ασίκικο Πουλάκη». Μάλιστα, στο «Ζεϊμπέκικο Γρηγόρη» ο Παπαδόπουλος χρησιμοποιεί τους ίδιους στίχους που είχε τραγουδήσει ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ στη «Νεράιδα και το παληκάρι» το 1969! Το «Κι αν θα γυρίσεις» είχε, επίσης, ξανακουστεί το 1985 από το Σταμάτη Κόκοτα με τον τίτλο «Κι αν θα μου φύγεις». Η εκτέλεση της Φαραντούρη ακούγεται, πάντως, αρτιότερη, σε μεγάλο βαθμό χάρη στην ενορχήστρωση, αποτελώντας μαζί με το «Κάνε κουράγιο μη μου πεις» ίσως τις δύο καλύτερες στιγμές του album. Για την ιστορία, την «Ερημιά» είχε αρχίσει να ηχογραφεί ο Αντώνης Ρέμος, αλλά μετά από παρέμβαση της SONY το σχέδιο αυτό δεν προχώρησε. Ενδεχομένως τα κομμάτια να ταίριαζαν περισσότερο στη δική του ερμηνευτική περσόνα, αφού στην πλειονότητά τους είναι απλά λαϊκά τραγούδια, που θα αναδεικνύονταν περισσότερο από έναν νεαρό ερμηνευτή. Στην προκειμένη περίπτωση όμως, το μέγεθος της Φαραντούρη και του Μητσιά κάνει τα τραγούδια να φαίνονται ακόμα πιο μικρά.
«Οδύσσεια» (2007/Legend)
Το τελευταίο album του Μ.Θ. με καινούριο υλικό απεικονίζει τον ίδιο στο εξώφυλλο σε ηλικία 12 χρονών και χαρακτηρίζεται «επιστροφή στην παιδική ηλικία και στις πρώτες συνθετικές του απόπειρες». Τα δεκατέσσερα ποιήματα του Κώστα Καρτελιά με σημείο εκκίνησης την «Οδύσσεια» δεν είναι παρά η αφορμή για να τεθούν οικουμενικά ζητήματα, όπως τα υπαρξιακά αδιέξοδα, η αγωνία του κάθε ανθρώπου, και -φυσικά- ο έρωτας. Άλλωστε, η σειρά των τραγουδιών δεν ακολουθεί τη σειρά των ιστοριών που αφηγήθηκε ο Όμηρος, ενώ τα κομμάτια μπορούν ν’ ακουστούν κι αυτοτελώς, αποδεσμευμένα από τα πλαίσια του album κι εν γένει της ιστορίας του Οδυσσέα-ενδεικτικά, αναφέρονται τα «Στην Καλυψώ» «Θάλασσα μάγισσα», «Χωρίς ταυτότητα» και «Το τραγούδι των συντρόφων». Οι ενορχηστρώσεις της Ιρίνα Βαλεντίνοβα περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, πιάνο, βιολί, τσέλο, μαντολίνο και σαξόφωνο, με τις μελωδίες να στηρίζονται στην κλασσική μουσική, έχοντας, πάντως, πολλά στοιχεία από τους λαϊκούς κι απ’ τους δημοτικούς μουσικούς δρόμους. Η Φαραντούρη ερμηνεύει για τελευταία φορά καινούριο υλικό του Μ.Θ., αποδεικνύοντας ξανά αυτό που της είχε πει στην πρώτη τους συνάντηση το 1963, πως έχει γεννηθεί για να τραγουδά τα τραγούδια του! Όσο για τον ίδιο το Μίκη, σε ηλικία 82 ετών δοκιμάζει ξανά τις δυνάμεις του μπροστά στο μικρόφωνο, πραγματοποιώντας μια κατάβαση «Στον κάτω κόσμο».
Η «Οδύσσεια» αποτελεί τον τελευταίο κύκλο τραγουδιών του. Ακολουθεί η «Ραψωδία για βαρύτονο και ορχήστρα», το «κύκνειο άσμα του», όπως χαρακτηρίζεται κι απ’ τον ίδιο, με διασκευασμένα κομμάτια του από τις συνεργασίες του με τον Καρατζά, που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά ζωντανά το 2013, χωρίς να έχει ηχογραφηθεί μέχρι σήμερα. Στις 2 Σεπτεμβρίου του 2021 ο Μίκης Θεοδωράκης φεύγει απ’ τη ζωή σε ηλικία 96 ετών. Πίσω του αφήνει από μυθικούς δίσκους και τραγούδια που ανήκουν στο συλλογικό μας ασυνείδητο, μέχρι «προδομένα έργα», αλλά και κομμάτια που ίσως και να τον εκθέτουν. Σε κάθε περίπτωση, το έργο του είναι τόσο μεγάλο και πολύπλευρο, που ακόμα και ο ακροατής που θεωρεί πως το γνωρίζει σε βάθος όλο και κάποιο άγνωστο διαμάντι θα βρει που δεν το είχε εντοπίσει ακόμα…
Μια παρουσίαση των 23 έργων που καταγράφονται από το συνθέτη ως «προδομένα».
«Μήπως ζούμε σ’ άλλη χώρα;» (1991/ΣΕΙΡΙΟΣ)
Στις αρχές της νέας δεκαετίας, ο συνθέτης παρουσιάζει δώδεκα τραγούδια με τους παλιούς του γνώριμους, Μάνο Ελευθερίου και Μαρία Δημητριάδη, στην τελευταία του δισκογραφική συνάντηση μαζί της. Τα κομμάτια είναι λαϊκότροπα κι έχουν αντίστοιχες ενορχηστρώσεις, με το φλάουτο δίνει μια πιο λυρική χροιά. Ο στιχουργός καταθέτει καίριους κι αιχμηρούς στίχους, («Μήπως ζούμε σ’ άλλη χώρα;», «Σαράκι»), καθώς και ποιητικά κομμάτια, ντυμένα με μελωδίες ανάλογης ευαισθησίας κι ομορφιάς («Με τη ζυγαριά στο χέρι», «Στην άκρη του Παράδεισου). Ειδικά στη β’ πλευρά του δίσκου, όμως, ο συνθέτη φαίνεται αδύναμος ν’ αναδείξει τους δυνατούς στίχους, με τραγούδια όπως το «Μπαρ» ή το «Ζούσα μια χάρτινη ζωή», όπου τραγουδάει κι ο ίδιος μαζί με την ερμηνεύτρια, να θυμίζουν παλιότερες και όχι τόσο εμπνευσμένες στιγμές του. Εν ολίγοις, το «Μήπως ζούμε σ’ άλλη χώρα;» παραμένει απλώς «άλλος ένας κύκλος τραγουδιών του Θεοδωράκη», παρότι είχε όλα τα εχέγγυα να γίνει κάτι πολύ περισσότερο απ’ αυτό.
«Mia Thalassa» (1994/Auvidis Tempo)
Γνωστός και ως «Μια θάλασσα γεμάτη μουσική» ή απλώς «Μια θάλασσα», ο κύκλος με τα ποιήματα της Δήμητρας Μαντά κυκλοφορεί από γαλλική εταιρία, με τη φωνή της διεθνούς φήμης Αγγελικής Ιονάτου ή Angélique Ionatos, όπως αναγράφεται τ’ όνομά της στο εξώφυλλο. Την εκφραστική φωνή της συνοδεύει ένα μικρό μουσικό σύνολο, με τον Christian Boissel στις ενορχηστρώσεις και το πιάνο, το Renaud Garcia-Fons στο κοντραμπάσο, και τη Helene Dautry στο βιολοντσέλο. Βαθιά αισθαντικό και λυρικό έργο, με τα ποιήματα να περιστρέφονται γύρω από τις πιο αγνές και μελαγχολικές όψεις του έρωτα, διανθισμένες με ήλιο, κύματα και κόκκινα λουλούδια, εξακολουθεί ν’ ακούγεται σύγχρονο ως προς τον ήχο και τη γενικότερη παραγωγή του, ενώ φωνή, στίχοι και μουσική βρίσκονται σε πλήρη αρμονία και όλα τα κομμάτια αποτελούν ένα αδιάσπαστο σύνολο, με αποτέλεσμα να μην μπορεί κάποιος να παραβλέψει ή να ξεχωρίσει κάποιο. Παρουσιάστηκε και σε ορχηστρική μορφή στη Γερμανία, με τον τίτλο «East of the Aegean» (2008).
«Η Βεατρίκη στην Οδό Μηδέν» (1994/Minos-Emi)
Ένα αδιάσπαστο σύνολο αποτελούν και τραγούδια της «Βεατρίκης», που μεταμορφώνεται σε «συνηθισμένη νοικοκυρά, προσωποποίηση της Εξουσίας και σύμβολο του αιώνιου έρωτα», με δέκα ποιήματα του Διονύση Καρατζά, συν δύο του συνθέτη. Σε αντίθεση τις προηγούμενες συνεργασίες του Μ.Θ. με τον Πατρινό ποιητή, που μοιάζουν σε κάποιο βαθμό πειραματικές κι ημιτελείς, η «Βεατρίκη» ακούγεται πολύ πιο «στιβαρή» κι ολοκληρωμένη. Το έργο παρουσιάζεται σε μια εκδοχή για φωνή (Μαρία Φαραντούρη) και πιάνο (Ντόρα Μπακοπούλου), χωρίς καμία άλλη οργανική συνοδεία. Η ηχογράφηση φωνής και πιάνου έγινε, μάλιστα, συγχρόνως, υπό τη διεύθυνση του συνθέτη, δίνοντας στον ακροατή την εντύπωση πως ακούει ένα ζωντανό ρεσιτάλ με αρχή, μέση και τέλος. Η παρουσία της αναγνωρίσιμης κι αναγνωρισμένης Φαραντούρη, που γι’ ακόμη μία φορά αποδεικνύει πως δεν ήταν απλώς η Μούσα του Θεοδωράκη αλλά η φωνή της ψυχής του, δρα καταλυτικά, μεταδίδοντας την απαραίτητη ατμόσφαιρα και συγκίνηση.
«Πολιτεία Γ’» (1994/Philips)
Επιχειρώντας μία σύνδεση με το ήδη μακρινό παρελθόν του, ο Μ.Θ. παρουσιάζει τα τραγούδια του με το Μανώλη Μητσιά ως την τρίτη του «Πολιτεία». Στην πραγματικότητα, βέβαια, οι διάφορες «Πολιτείες» δεν έχουν κάποιο κοινό μεταξύ τους, πέρα από την ύπαρξη λαϊκών ρυθμών και ήχων, ενώ τον υπότιτλο «Πολιτεία Γ’» είχε ήδη δώσει στον «Οκτώβρη ’78» με το Γρηγόρη Μπιθικώτση. Η πρώτη πλευρά περιλαμβάνει πέντε κομμάτια σε στίχους Μάνου Ελευθερίου, που κινούνται σε αξιοπρεπή επίπεδα, χωρίς, πάντως, να ξεφεύγουν από τη γνωστή μανιέρα του συνθέτη. Η δεύτερη πλευρά παρουσιάζει μεγαλύτερο ενδιαφέρον, περιλαμβάνοντας δύο τραγούδια του Δημήτρη Κεσίσογλου και τρία της Λίνας Νικολακοπούλου. Το «Δεν έχει ο κόσμος γυρισμό» καταφέρνει να ξεχωρίσει λόγω των συγκινητικών στίχων του Κεσίσογλου και της ταιριαστής μελωδίας, ενώ η ευρηματική στιχουργός υπογράφει το «Αχ! έλα κι άναψε το φως» και φέρνει μια νέα πνοή με το «Πάθος που διώκεται», μακράν την πιο «τολμηρή» στιγμή του δίσκου. Σε γενικές γραμμές, πάντως, η «Πολιτεία Γ’» δεν ξεφεύγει από τα τετριμμένα, στηριζόμενη στις -δεδομένες- ικανότητες των συντελεστών της.
«Poetica & Άσματα» (1996 & 1998/Peregrina)
Ηχογραφημένο στη Γερμανία, το album με τα ποιήματα του Καρατζά και τη φωνή της Φαραντούρη μπορεί κάλλιστα να θεωρηθεί είτε συνέχεια είτε επαναπροσδιορισμός των «Προσώπων του ήλιου», αφού «ο έρωτας, η θάλασσα και ο ήλιος» κατέχουν κεντρική θέση και εδώ, ενώ, ανάμεσα στα νέα τραγούδια, ακούμε και κάποιες επανεκτελέσεις των «Προσώπων». Σε αντίθεση, βέβαια, με τα keyboards και τη συνεπακόλουθη 80s αισθητική του προαναφερθέντος δίσκου, εδώ οι ενορχηστρώσεις του Henning Schmiedt είναι κλασσικίζουσες, περιλαμβάνοντας, μεταξύ άλλων, φλάουτο, όμποε και τσέλο, με όλα τα όργανα να παίζονται από ξένους μουσικούς. Από τα πιο χαμηλόφωνα και μελωδικά έργα του συνθέτη, με κομμάτια όπως τα «Επίμονο παρόν», «Ξάστερος πόνος», «Διάλειμμα φωτός» και «Λυγμός αγγέλων» να καθρεφτίζουν την ευαίσθητη πλευρά του, που ενίοτε παραγκωνίζεται από τα πολιτικά του τραγούδια. Δύο χρονιά μετά, από την Peregrina κυκλοφορούν τα «Άσματα» με παλιότερα και νέα κομμάτια του Μ.Θ., εκτελεσμένα κι αυτά από τη Φαραντούρη με ενορχηστρώσεις του Schmiedt. Το album κλείνουν τα «Της νύχτας τ’ όνειρο» και «Αυτό το καλοκαίρι», σε στίχους Γιάννη Θεοδωράκη. Στον κατάλογο των «προδομένων έργων» τα δύο αυτά πανέμορφα κομμάτια αποτελούν τον αυτόνομο κύκλο «Λυρικώτατα».
«Ασίκικο Πουλάκη» (1996/ΑΚΤΗ)
Ο τίτλος του δίσκου της συνεργασίας του με το Μιχάλη Γκανά είναι άκρως κατατοπιστικός, τόσο για τους ασίκικους ρυθμούς των τραγουδιών όσο και για το περιεχόμενό τους, αφού Πουλάκη ήταν το επίθετο της μητέρας του, που γεννήθηκε στο Τσεσμέ της Μικρασίας. Με τη φωνή του Βασίλη Λέκκα ακούμε, λοιπόν, τραγούδια για το «Αϊβαλί» τη «φωτιά στη Σμύρνη» («Ασίκικο πουλάκι») κι εν γένει για την προσφυγιά («Σαν ορφανό») με πανέμορφες εικόνες κι έντονα συναισθήματα. Στους «Δρόμους του Αρχάγγελου» ο ερμηνευτής ταξιδεύει από το Βυζάντιο μέχρι τα Γιάννενα, την Τρίπολη και την Κρήτη, με το Γκανά να αποφεύγει επιτυχώς τη φολκλόρ αισθητική και τις εθνικιστικές κορώνες, και το Θεοδωράκη να μας χαρίζει μία από τις πιο δοξαστικές μελωδίες του. Από τα κομμάτια που ξεφεύγουν απ’ την υπόλοιπη θεματολογία ξεχωρίζει σαφώς το αβανταδόρικο «Κοίτα με στα μάτια» και το «Σημαδεμένος απ’ την αγάπη», ένα κομψοτέχνημα του κορυφαίου στιχουργού. Ο ενορχηστρωτής Γιάννης Σπάθας χειρίζεται ιδανικά τη λαϊκή ορχήστρα, ενώ ο Λέκκας επιστρατεύει όλο του το κέφι και τα εκφραστικά του μέσα, με τις όποιες ερμηνευτικές του υπερβολές («Πώς να ξεχάσω») να συγχωρούνται λόγω του γνήσιου ενθουσιασμού του. Το 2009 η Στέλλα Βλαχογιάννη υποστήριξε πως το «Ασίκικο Πουλάκη» είναι «ίσως ο καλύτερος Θεοδωράκης των τελευταίων 15 ετών». Και δεν είχε άδικο!
«Πολιτεία Δ’» (1996/ Polygram)
Μετά το Λέκκα, ο Μ.Θ. συνεργάζεται μ’ έναν ακόμα ερμηνευτή της νεότερης γενιάς. Η τρυφερή χροιά του Πέτρου Γαϊτάνου δεν τον κατατάσσει στους εκτελεστές της «θεοδωρακικής» σχολής, αυτό, ωστόσο, δίνει μεγαλύτερο ενδιαφέρον στο, ούτως ή άλλως, αξιόλογο υλικό. Ο Μ.Θ. καταθέτει μελωδικά λαϊκά κομμάτια και όμορφες μπαλάντες, που αναδεικνύονται μέσα από τις ενορχηστρώσεις του Γιάννη Κ. Ιωάννου και τα θαυμάσια φωνητικά της Καλλιόπης Βέττα. Τους στίχους υπογράφουν ο Μάνος Ελευθερίου και ο Σπύρος Τουπογιάννης. Αμφότεροι καταθέτουν συγκινητικά και διεισδυτικά κομμάτια, ερωτικού κι υπαρξιακού περιεχομένου, με τους στίχους του «άγνωστου», όπως τον χαρακτηρίζει ο συνθέτης, Τουπογιάννη να στέκονται επάξια δίπλα σ’ αυτούς του Ελευθερίου. Ειδικά το «Κορίτσι του Οκτώβρη» αποτελεί ένα ατόφιο ποίημα, καθιστώντας απορίας άξιο γιατί η παρουσία του Τουπογιάννη στο ελληνικό τραγούδι περιορίζεται στην «Πολιτεία Δ’». Ο Ελευθερίου υπογράφει, μεταξύ άλλων, το εξίσου ποιητικό «Με τις χαμένες τις ψυχές» και το πιο ρυθμικό «Νύχτες φωτογράφοι». Τόσο ο τίτλος του δίσκου όσο και η επανεκτέλεση της θρυλικής «Δραπετσώνας» του Τάσου Λειβαδίτη στο τέλος του, αποδεικνύουν πως ο Μ.Θ. προσπάθησε να «φωτίσει» τα τραγούδια μέσα από το παρελθόν του, παρότι τα κομμάτια της τέταρτης «Πολιτείας» είναι και αυτόφωτα και αυτοδύναμα.
«Σερενάτες» (1998/MINOS-EMI)
Η πιο ολοκληρωμένη δουλειά του Μ.Θ. με το Λευτέρη Παπαδόπουλο, αλλά και μία από τις καλύτερες δουλειές αμφοτέρων, ευτύχησε να έχει για ερμηνεύτρια τη Φαραντούρη και για ενορχηστρωτή το Σπάθα. Τραγούδια λυρικά, μελωδικά, αλλά ταυτοχρόνως άμεσα και με ρυθμούς που «μένουν» στο αυτί του ακροατή, σε αντίθεση π.χ. με τα τραγούδια στο «Poetica», σχεδόν αποκλειστικά ερωτικής θεματολογίας, με τις ενορχηστρώσεις να στρέφονται προς ένα «λόγιο» δρόμο, περιλαμβάνοντας, μεταξύ άλλων, βιολί, βιόλα, τσέλο και φλάουτο. Τα «Μάγια» και του «Σιφνιού το μπαρ» ξετυλίγονται σαν παραμύθια, το «Ήσουνα παράπονο» είναι άκρως συγκινητικό, στο «Ένα τραγούδι αλλιώτικο» η ερμηνεύτρια σπαράζει για τον έρωτα τιμώντας την παραδοσιακή μουσική, ενώ λίγο μετά λυτρώνεται, αναφωνώντας «Τέρμα η μιζέρια». Στις «Σερενάτες» συναντάμε και το «Κάποτε θα ‘ρθουν να σου πουν», που είχε πρωτοτραγουδήσει ο Παύλος Σιδηρόπουλος στην ταινία «Ο ασυμβίβαστος» (1979). Αν και η εκτέλεση του «πρίγκηπα» παραμένει κλασσική και το εν λόγω κομμάτι δεν ταιριάζει με την θεματολογία των υπόλοιπων, μέσα από τη δυναμική ενορχήστρωση και την ταιριαστή ερμηνεία το «Κάποτε θα ‘ρθουν» εντάσσεται αρμονικά στο album.
«Ερημιά» (2006/Legend)
Στο ένθετο του album ο Λευτέρης Παπαδόπουλος χαρακτηρίζει τους συντελεστές του «εθνική ομάδα». Δικαιολογημένα, εφόσον ο ίδιος γράφει τους στίχους, ο Θεοδωράκης τη μουσική, τραγουδούν η Φαραντούρη και ο Μητσιάς και τις ενορχηστρώσεις υπογράφει ο Σταύρος Ξαρχάκος, που με τη σειρά του εύχεται «η ΕΡΗΜΙΑ να γίνει μια ΟΑΣΗ στη δισκογραφική έρημη χώρα όπου ζούμε». Τα τραγούδια, πάντως, δεν τον δικαιώνουν. Έτσι κι αλλιώς, δεν πρόκειται για ένα υλικό εξολοκλήρου καινούριο, αφού οι μελωδίες τριών κομματιών («Βάρδια», «Γεράκι», «Στο ζεϊμπέκικο Γρηγόρη») είχαν ξανακουστεί στο «Ασίκικο Πουλάκη». Μάλιστα, στο «Ζεϊμπέκικο Γρηγόρη» ο Παπαδόπουλος χρησιμοποιεί τους ίδιους στίχους που είχε τραγουδήσει ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ στη «Νεράιδα και το παληκάρι» το 1969! Το «Κι αν θα γυρίσεις» είχε, επίσης, ξανακουστεί το 1985 από το Σταμάτη Κόκοτα με τον τίτλο «Κι αν θα μου φύγεις». Η εκτέλεση της Φαραντούρη ακούγεται, πάντως, αρτιότερη, σε μεγάλο βαθμό χάρη στην ενορχήστρωση, αποτελώντας μαζί με το «Κάνε κουράγιο μη μου πεις» ίσως τις δύο καλύτερες στιγμές του album. Για την ιστορία, την «Ερημιά» είχε αρχίσει να ηχογραφεί ο Αντώνης Ρέμος, αλλά μετά από παρέμβαση της SONY το σχέδιο αυτό δεν προχώρησε. Ενδεχομένως τα κομμάτια να ταίριαζαν περισσότερο στη δική του ερμηνευτική περσόνα, αφού στην πλειονότητά τους είναι απλά λαϊκά τραγούδια, που θα αναδεικνύονταν περισσότερο από έναν νεαρό ερμηνευτή. Στην προκειμένη περίπτωση όμως, το μέγεθος της Φαραντούρη και του Μητσιά κάνει τα τραγούδια να φαίνονται ακόμα πιο μικρά.
«Οδύσσεια» (2007/Legend)
Το τελευταίο album του Μ.Θ. με καινούριο υλικό απεικονίζει τον ίδιο στο εξώφυλλο σε ηλικία 12 χρονών και χαρακτηρίζεται «επιστροφή στην παιδική ηλικία και στις πρώτες συνθετικές του απόπειρες». Τα δεκατέσσερα ποιήματα του Κώστα Καρτελιά με σημείο εκκίνησης την «Οδύσσεια» δεν είναι παρά η αφορμή για να τεθούν οικουμενικά ζητήματα, όπως τα υπαρξιακά αδιέξοδα, η αγωνία του κάθε ανθρώπου, και -φυσικά- ο έρωτας. Άλλωστε, η σειρά των τραγουδιών δεν ακολουθεί τη σειρά των ιστοριών που αφηγήθηκε ο Όμηρος, ενώ τα κομμάτια μπορούν ν’ ακουστούν κι αυτοτελώς, αποδεσμευμένα από τα πλαίσια του album κι εν γένει της ιστορίας του Οδυσσέα-ενδεικτικά, αναφέρονται τα «Στην Καλυψώ» «Θάλασσα μάγισσα», «Χωρίς ταυτότητα» και «Το τραγούδι των συντρόφων». Οι ενορχηστρώσεις της Ιρίνα Βαλεντίνοβα περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, πιάνο, βιολί, τσέλο, μαντολίνο και σαξόφωνο, με τις μελωδίες να στηρίζονται στην κλασσική μουσική, έχοντας, πάντως, πολλά στοιχεία από τους λαϊκούς κι απ’ τους δημοτικούς μουσικούς δρόμους. Η Φαραντούρη ερμηνεύει για τελευταία φορά καινούριο υλικό του Μ.Θ., αποδεικνύοντας ξανά αυτό που της είχε πει στην πρώτη τους συνάντηση το 1963, πως έχει γεννηθεί για να τραγουδά τα τραγούδια του! Όσο για τον ίδιο το Μίκη, σε ηλικία 82 ετών δοκιμάζει ξανά τις δυνάμεις του μπροστά στο μικρόφωνο, πραγματοποιώντας μια κατάβαση «Στον κάτω κόσμο».
Η «Οδύσσεια» αποτελεί τον τελευταίο κύκλο τραγουδιών του. Ακολουθεί η «Ραψωδία για βαρύτονο και ορχήστρα», το «κύκνειο άσμα του», όπως χαρακτηρίζεται κι απ’ τον ίδιο, με διασκευασμένα κομμάτια του από τις συνεργασίες του με τον Καρατζά, που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά ζωντανά το 2013, χωρίς να έχει ηχογραφηθεί μέχρι σήμερα. Στις 2 Σεπτεμβρίου του 2021 ο Μίκης Θεοδωράκης φεύγει απ’ τη ζωή σε ηλικία 96 ετών. Πίσω του αφήνει από μυθικούς δίσκους και τραγούδια που ανήκουν στο συλλογικό μας ασυνείδητο, μέχρι «προδομένα έργα», αλλά και κομμάτια που ίσως και να τον εκθέτουν. Σε κάθε περίπτωση, το έργο του είναι τόσο μεγάλο και πολύπλευρο, που ακόμα και ο ακροατής που θεωρεί πως το γνωρίζει σε βάθος όλο και κάποιο άγνωστο διαμάντι θα βρει που δεν το είχε εντοπίσει ακόμα…