Ο Αδάμ Μπουσδούκος, ο πολυβραβευμένος ηθοποιός με τη σπουδαία διεθνή καριέρα (Locarno International Film Festival, Adolf Grimme Award, Premio Sergio Amidei, German Screen Actors Awards), συμμετέχει για πρώτη φορά σε ελληνική σειρά και όπως λέει ήταν πάντα όνειρό του να δουλέψει στην Ελλάδα.
Γιος Ελλήνων μεταναστών, γεννημένος και μεγαλωμένος στο Αμβούργο «αλλά δεν ένιωσα ποτέ Γερμανός. Η γενιά των γονιών μου πέρασε δύσκολα. Στην αρχή δεν έγιναν δεκτοί. Αντιμετωπίζονταν σαν καλεσμένοι που κάποιος θέλει να στείλει μακριά κάποια στιγμή. Αυτό μετά μας το μετέδωσαν. Στη μουσική, ειδικά στα ρεμπέτικα ένιωσα κατανοητός. Έχουν αλλάξει πολλά από τότε, αλλά το συναίσθημα έχει παραμείνει, ειδικά στις σημερινές εποχές που όλος ο κόσμος βρίσκεται σε κίνηση. Η Ελλάδα είναι πάντα μια επιλογή και ένα σπίτι για μένα. Μου αρέσει να βρίσκομαι εδώ και νιώθω σπίτι μου. Το πιο σημαντικό είναι ότι οι άνθρωποι εδώ στην Ελλάδα μπορούν να προφέρουν σωστά το όνομά μου και όχι απλώς να μου δίνουν ρόλους που είναι στερεότυπα».
Στο «Προξενιό της Ιουλίας» υποδύεται τον Στράτο Ραζίνη, ένα γαιοκτήμονα με πολλά στρέμματα στην κατοχή του, που ανέλαβε τα κτήματα μετά τον θάνατο του πατέρα του και το ίδιο θέλει για τον γιο του τον Γρηγόρη. Είναι δυναμικός, έχει κύρος και όλοι τον σέβονται αλλά και τον φοβούνται.
Τι λέει ο ίδιος για το ρόλο του: «Μέχρι στιγμής δεν έχω παίξει έναν χαρακτήρα σαν αυτόν του Στράτου. Ενός μεγαλογαιοκτήμονα για τον οποίο τίποτα δεν είναι πιο σημαντικό από την οικογένειά του εκτός από τις αρχές του, που τον φέρνουν σε απελπιστική κατάσταση. Παρά το σκληρό του κέλυφος, υπάρχει ένας μαλακός πυρήνας μέσα του. Προσπαθεί να ξεφύγει από τη θηλιά γύρω από το λαιμό του αλλά δεν παρατηρεί πώς σφίγγει».
Ο Αδάμ ήθελε πάντα να δουλέψει στην Ελλάδα «ήταν πάντα όνειρο να βρίσκομαι στην Ελλάδα για να δουλέψω. Είχα γυρίσει μια ταινία του Αλέξη Αλεξίου, “Τετάρτη 04:45” και μια ταινία του Μάριου Πιπερίδη, “Smuggling Hendrix” που γυρίστηκε στην Κύπρο, αλλά δεν είχα κάνει ποτέ σειρά και το βρήκα συναρπαστικό. Όταν ο Νίκος Απειρανθίτης, που έγραψε το σενάριο, με κάλεσε για να μου εξηγήσει την ιστορία του, μπόρεσε να με πείσει με την αγάπη του για το έργο και το υπέροχα γραμμένο σενάριο. Δεν μπορούσα να πω όχι. Ένιωσα κατευθείαν πού μπορεί να ταξιδέψει αυτή η σειρά. Μου φάνηκε ενδιαφέρον ότι η ιστορία διαδραματίζεται σε μια εποχή που η Ελλάδα περνούσε πολύ δύσκολες στιγμές. Μετά τη γερμανική κατοχή, την πείνα και τον εμφύλιο πολέμου. Εκείνη την εποχή οι γονείς μου μετανάστευσαν από την πατρίδα τους για να κερδίσουν χρήματα στη Γερμανία, να επιστρέψουν και να χτίσουμε ένα μέλλον».
Η καριέρα του έχει συνδεθεί με αυτή του μεγάλου σκηνοθέτη Φατίχ Ακίν, ο οποίος έχει τουρκική καταγωγή. «Γνωριστήκαμε τότε και μοιραστήκαμε τα ίδια πάθη. Ειδικά ταινίες. Κάποια στιγμή τα όνειρα έγιναν πραγματικότητα και κάναμε μερικές ταινίες μαζί και η φιλία μας παραμένει η πρώτη μας προτεραιότητα μέχρι σήμερα. Είμαι νονός του παιδιού του και τα παιδιά μας μεγαλώνουν μαζί. Η αγάπη για τον κινηματογράφο και την κουλτούρα μας είναι αυτό που μας ενώνει, και φυσικά και η Γερμανία Που είναι Ένα κομμάτι μας. Ποτέ όμως δεν ξεχάσαμε πού βρίσκονται οι ρίζες μας. Η μεγαλύτερη κοινή μας επιτυχία ήταν η ταινία “Soul Kitchen”, η οποία είχε μεγάλη επιτυχία σε όλη την Ευρώπη και ιδιαίτερα στην Ελλάδα. Την γυρίσαμε το 2009. Από το 2000 μέχρι το 2009 είχα μια ελληνική ταβέρνα, παράλληλα με την υποκριτική. Η ταβέρνα ήταν ένα χωνευτήρι, ένα σημείο συνάντησης πολιτισμών, γενεών και τέχνης. Υπήρχε τραγούδι, χορός, φαγητό και αγάπη. Εκείνη η εποχή μάς ενέπνευσε να κάνουμε μια κωμωδία για αυτό».