Η εμβληματική όπερα του 20ού αιώνα επιστρέφει στην Εθνική Λυρική Σκηνή.
Μια από τις πιο επιτυχημένες παραγωγές της των τελευταίων ετών αναβιώνει η Εθνική Λυρική Σκηνή. Η Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ, η εμβληματική όπερα του 20ού αιώνα, το συγκλονιστικό αριστούργημα του Ντμίτρι Σοστακόβιτς, ύστερα από την υποδοχή που της επεφύλαξε το αθηναϊκό κοινό το 2019, επιστρέφει στην Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος της ΕΛΣ, στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, στις 21, 24, 27, 31 Οκτωβρίου και 5, 9 Νοεμβρίου.
Διευθύνει ο Φαμπρίτσιο Βεντούρα, ενώ τη σκηνοθεσία υπογράφει η Φανί Αρντάν με τη συνεργασία μιας δημιουργικής ομάδας διεθνούς ακτινοβολίας. Η παραγωγή υλοποιείται με τη στήριξη της δωρεάς του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος (ΙΣΝ) για την ενίσχυση της καλλιτεχνικής εξωστρέφειας της Εθνικής Λυρικής Σκηνής.
Η υπόθεση, η οποία βασίζεται σε νουβέλα του Νικολάι Λεσκόφ, αφορά την Κατερίνα Ισμαήλοβα, σύζυγο ευκατάστατου εμπόρου, η οποία νιώθει παραμελημένη και εγκλωβισμένη στο γάμο της. Ερωτεύεται έναν από τους εργάτες του αγροκτήματός της και για χάρη του φτάνει ως τον φόνο του πεθερού και του συζύγου της. Η Κατερίνα παντρεύεται τον αγαπημένο της, όμως οι φόνοι αποκαλύπτονται και το ζευγάρι συλλαμβάνεται. Στο δρόμο για τη Σιβηρία η Κατερίνα αρπάζεται με μια νέα υποψήφια ερωμένη του συζύγου της και μαζί της παρασύρεται από τα παγωμένα νερά του ποταμού. Ο Ντμίτρι Σοστακόβιτς εκκινεί από το ζήτημα της θέσης της γυναίκας στην επαρχιακή προεπαναστατική Ρωσία και επιλέγει να σατιρίσει με μεγάλη οξυδέρκεια θεσμούς της ίδιας εποχής, όπως η εκκλησία και η τσαρική αστυνομία.
Ο Σοστακόβιτς γεννήθηκε το 1906 στην Αγία Πετρούπολη και αναδείχτηκε σε έναν από τους σημαντικότερους συνθέτες του 20ού αιώνα. Η σχέση του με το σοβιετικό καθεστώς, ιδιαίτερα κατά τη σταλινική περίοδο, δεν υπήρξε εύκολη καθώς το ύφος του δε συμβάδιζε με τις ντιρεκτίβες περί τέχνης και δύο φορές κατηγορήθηκε επίσημα για φορμαλισμό. Επηρεάστηκε από τα νεοκλασικά έργα του Ίγκορ Στραβίνσκι και στα συμφωνικά του έργα από τη γλώσσα του Γκούσταφ Μάλερ, διαμόρφωσε όμως ένα απολύτως αναγνωρίσιμο προσωπικό πολυστιλιστικό ιδίωμα. Συνέθεσε έργα κάθε είδους, ανάμεσα στα οποία 15 συμφωνίες, 6 κοντσέρτα, 15 κουαρτέτα εγχόρδων, χορωδιακά έργα, μουσική για μπαλέτο και για τον κινηματογράφο, έργα για πιάνο, κύκλους τραγουδιών και οπερέτες. Ολοκλήρωσε δύο όπερες, τη Μύτη (1930) και τη Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ (1934, β’ γραφή ως Κατερίνα Ισμαήλοβα, 1962) ενώ άφησε προσχέδια για αρκετές ακόμα. Πέθανε το 1975 από καρκίνο του πνεύμονα.
Πριν φθάσει να θεωρείται ένα από τα δημοφιλέστερα έργα του 20ού αιώνα, η Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ λογοκρίθηκε από το σταλινικό καθεστώς. Όταν πρωτοπαρουσιάστηκε το 1934 σε ένα από τα παλαιότερα λυρικά θέατρα της Ρωσίας, το Μιχαηλόφσκι, και λίγο αργότερα στο Θέατρο Τέχνης Στανισλάφσκι της Μόσχας έγινε αμέσως δεκτή με ενθουσιασμό και καταγράφηκε ως η σημαντικότερη όπερα της σοβιετικής περιόδου. Λίγους μήνες αργότερα, στις 26 Δεκεμβρίου 1935, ανέβηκε στο Μπολσόι της Μόσχας – εκεί όπου λίγες μέρες αργότερα την παρακολούθησε ο Ιωσήφ Στάλιν, ο οποίος όμως αποχώρησε πριν το τέλος του έργου. Σε ένα από τα επόμενα φύλλα της η εφημερίδα Πράβντα – το επίσημο όργανο του Κομμουνιστικού Κόμματος – δημοσίευσε άρθρο με τίτλο «Σύγχυση αντί για μουσική: Σχετικά με την όπερα Λαίδη Μάκβεθ της περιοχής Μτσενσκ». Μετά από αυτό ο συνθέτης έλαβε τεράστιο πλήγμα με αποτέλεσμα να μην ολοκληρώσει καμία άλλη όπερα μέχρι το θάνατό του, παρότι άφησε προσχέδια για αρκετές.
Αν και μετά το θάνατο του Στάλιν ο Σοστακόβιτς επέφερε τροποποιήσεις στην παρτιτούρα, πάλι δεν του επετράπη η παρουσίαση της όπερας. Το πολυπόθητο πράσινο φως δόθηκε τη δεκαετία του ’60, με αποτέλεσμα η ανανεωμένη εκδοχή του έργου να κάνει εκ νέου το γύρο του κόσμου, ως μια από τις σημαντικότερες όπερες του 20ού αιώνα. Σημαντικό μέρος της δύναμης της όπερας οφείλεται στη μεγάλη ποικιλία της μουσικής, η οποία είναι έντονα ποιητική. Το έργο δεν ξεχωρίζει μονάχα για την ωμότητα και τη σκληρότητά του, αλλά είναι εξίσου βαθιά συγκινητικό, όχι μόνο στην τελική σκηνή του, η οποία συνοψίζει αιώνες πόνου και στέρησης στη Ρωσία.
Τη σκηνοθεσία του έργου υπέγραψε το 2019 η Φανί Αρντάν, μια σπουδαία μορφή του γαλλικού σινεμά και του θεάτρου. Η σταρ των δεκάδων ταινιών και θεατρικών, η μούσα του Τρυφώ, η πρωταγωνίστρια του Τζεφιρέλλι και του Πολάνσκι, η μοναδική «γυναίκα της διπλανής πόρτας» με το Ντεπαρτιέ, δοκιμάστηκε με μεγάλη επιτυχία για πρώτη φορά στην όπερα με την Εθνική Λυρική Σκηνή, μετά τις δύο σκηνοθεσίες μουσικού θεάτρου που είχε υπογράψει στο Θέατρο Σατλέ στο Παρίσι (τη Βερονίκη του Μεσσαζέ το 2008 και το Passion του Ζόντχαϊμ το 2016). Η τολμηρή και αιχμηρή της σκηνοθεσία φωτίζει ζητήματα όπως η ατομική ελευθερία, η τόλμη, τα πυρακτωμένα όρια.
Η σκηνοθέτρια σημειώνει: «Η Λαίδη Μάκβεθ μάς προτάσσει ένα καθρέφτη. Και κοιταζόμαστε. Η Λαίδη Μάκβεθ είναι το άγριο είδωλό μας, ατίθασο και ελεύθερο. Πώς ζει το κομμάτι του εαυτού μας που αντιστέκεται στους νόμους, μέσα σε μια κοινωνία συμβατική και ομοιόμορφη; Το να αγαπάς τους εγκληματίες είναι ένα ρίσκο. Κι εγώ το παίρνω. Αγαπώ την Κατερίνα Ισμαήλοβα. Δεν είναι μόνο ένας χαρακτήρας του Λεσκόφ, σε μια όπερα του Σοστακόβιτς, αλλά είναι επίσης και ένα πρόσωπο πάντοτε παρόν, ακόμα και στη δική μας εποχή, και, όντας προσεκτικοί, μπορούμε να το συναντήσουμε. Αγαπώ αυτούς που δε φοβούνται την ετυμηγορία, τις κυρώσεις της κοινωνίας, τα κόμματα, τις ομάδες, τη συλλογική σκέψη. Τους κοιτάζω που ζουν σε ένα τεντωμένο σύρμα, εύθραυστο ίσως, αλλά δονούμενο και πυρακτωμένο. Τρέμω τη στιγμή που θα πέσουν. Καταλαβαίνω ότι προτιμούν να πεθάνουν από το να καταστρέψουν το όνειρό τους. Δέχομαι ότι αποτελούν κίνδυνο για την κοινωνία των εμπόρων και των κερδών. Θαυμάζω το κόστος που είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν για να μείνουν ελεύθεροι και να ακολουθήσουν το πάθος τους. Το να λογοδοτούν αποτελεί μέρος του δικού τους κανόνα του παιχνιδιού. Χαίρομαι που έχουν διατρέξει τη ζωή τους σαν αστέρια σε ένα ηλιακό σύστημα με μαύρο ήλιο. Λατρεύω την ιστορία της Κατερίνας, της Λαίδης Μάκβεθ από την επαρχία του Μτσενσκ. Για μένα είναι σαν μια εικόνα. Την πήρα σαν ένα δώρο που θα ήθελα να σας προσφέρω. Είπα στον εαυτό μου: Δεν έχει σημασία η εποχή, η πολιτική. Δεν έχουν σημασία οι περιστάσεις, το πλαίσιο. Δεν έχουν σημασία οι νόμοι. Θα υπάρχουν πάντοτε αυτοί που υπακούουν και εκείνοι που διατάζουν, αυτός που ακολουθεί και εκείνος που οδηγεί, αυτός που μπαίνει στη σειρά και εκείνος που την αφήνει έτσι, μια μέρα ή μιαν άλλη, μετά από πολύν καιρό αναμονής της αληθινής και βίαιης χαράς, γιατί το κάλεσμα της ζωής είναι ισχυρότερο από οτιδήποτε άλλο. Κι έτσι, κρατώ τη Λαίδη Μάκβεθ στην περιοχή του Μτσενσκ, στην επαρχία της, στην αυτοκρατορία των τσάρων, στο περιβάλλον της, αυτό των εμπόρων. Η μουσική του Σοστακόβιτς, με ακόμη περισσότερο πλούτο και πιο έντονη αντίθεση από το ίδιο το κείμενο, μας εξιστορεί την περιπλοκότητα της Κατερίνας και των αντιπάλων της, το πώς η μελαγχολία της νικήθηκε από τον θυμό, τη βλασφημία και την πράξη χωρίς επιστροφή, το πώς αυτή η αντιφατική και σκανδαλώδης ηρωίδα μάς κάνει να θέλουμε να ζήσουμε, ακόμα και ως επί το πλείστον με κίνδυνο. Και αφού οι ελληνικές ακτές με καλωσόρισαν, είθε και οι θεοί του Ολύμπου, αν καταδεχτούν να με κοιτάξουν, να με καθοδηγήσουν και να με προστατέψουν».
Η παραγωγή αποτελεί τον καρπό μιας σπουδαίας δημιουργικής ομάδας, υπό την καθοδήγηση της Αρντάν, η οποία αποτελείται από τον Τομπίας Χόαϊζελ, τη Μιλένα Κανονέρο και την Πέτρα Ράινχαρτ, το Λούκα Μπιγκάτσι και την κολεκτίβα (ΛΑ)ΟΡΝΤ.
Τα πολυλειτουργικά σκηνικά υπογράφει ο βραβευμένος Γερμανός σκηνογράφος Τομπίας Χόαϊζελ. O Χόαϊζελ έχει υπογράψει ιδιαιτέρως επιτυχημένες θεατρικές παραγωγές, μεταξύ άλλων στο Εθνικό Θέατρο Αγγλίας, τη Βασιλική Εταιρεία Σαίξπηρ, το Θέατρο Αλμέιντα (Λονδίνο), το Θέατρο Βασιλικής Αυλής (Λονδίνο), τη Σαουμπύνε του Βερολίνου, το Εθνικό Θέατρο Αυστρίας, το Διεθνές Φεστιβάλ Εδιμβούργου κ.α. Παράλληλα, διακρίθηκε στο λυρικό θέατρο, σχεδιάζοντας σκηνικά για παραγωγές για τα μεγαλύτερα λυρικά θέατρα Ευρώπης και Αμερικής, όπως, μεταξύ άλλων, την Εθνική Όπερα Αγγλίας, τη Βασιλική Όπερα Λονδίνου, την Κρατική Όπερα Βιέννης, την Κρατική Όπερα Βερολίνου, τη Γερμανική Όπερα Βερολίνου, την Όπερα του Παρισιού, το Λισέου της Βαρκελώνης, τη Σκάλα του Μιλάνου, την Όπερα της Λυόν, το Λα Μονναί των Βρυξελλών αλλά και την Όπερα του Σικάγου, του Σαν Φρανσίσκο και τη New York City Opera.
Τα κοστούμια συνυπογράφουν δύο σπουδαίες ενδυματολόγοι: η πολλάκις βραβευμένη με Όσκαρ Μιλένα Κανονέρο και η Πέτρα Ράινχαρτ, γνωστή για τις συνεργασίες της με τον Ρόμπερτ Κάρσεν.
Η διάσημη ενδυματολόγος Μιλένα Κανονέρο έχει κερδίσει τέσσερα Όσκαρ για τα κοστούμια των ταινιών Μπάρι Λίντον του Στάνλεϋ Κιούμπρικ, Δρόμοι της φωτιάς του Χιου Χάντσον, Μαρία Αντουανέτα της Σοφίας Κόπολα και Ξενοδοχείο Grand Budapest του Γουές Άντερσον και έχει υπογράψει κοστούμια για διάσημες ταινίες (μεταξύ άλλων, Κουρδιστό πορτοκάλι, 2001: Η Οδύσσεια του Διαστήματος, Εξπρές του μεσονυκτίου, Πέρα από την Αφρική κ.ά.) Παράλληλα με τον κινηματογράφο, όπου θεωρείται ιδιαιτέρως περιζήτητη και εξαιρετικά επιλεκτική σε συνεργασίες, έχει υπογράψει συγκλονιστικά κοστούμια και για σπουδαίες παραγωγές όπερας σε κορυφαία λυρικά θέατρα και φεστιβάλ, όπως Μετροπόλιταν Όπερα, Όπερα του Παρισιού, Σκάλα του Μιλάνου, Φεστιβάλ του Ζάλτσμπουργκ, Κρατική Όπερα Βιέννης κ.α.
Η Πέτρα Ράινχαρτ είναι Γερμανίδα ενδυματολόγος του θεάτρου και της όπερας. Βασική της επιθυμία είναι να μεταφέρει την αφήγηση του έργου μέσα από τα κοστούμια, αλλά και να συμπορεύεται με την επιθυμία του σκηνοθέτη και του δημιουργικού τιμ και να δίνει φωνή σε όλους όσους φορούν τα κοστούμια της: φωνή για να μιλήσουν στους άλλους ρόλους, αλλά και κυρίως στον θεατή. Μετά την πορεία της στη Γερμανία, η Ράινχαρτ έχει παρουσιάσει δουλειές της σε όλη την Ευρώπη, αλλά και την Κίνα. Τα τελευταία χρόνια συνεργάζεται πολύ στενά με τον σπουδαίο σκηνοθέτη της όπερας Ρόμπερτ Κάρσεν σε λυρικά θέατρα, όπως η Όπερα της Λωζάννης, η Σκάλα του Μιλάνου, η Οπερά Κομίκ του Παρισιού, η Κόμισε Όπερ του Βερολίνου, το Φεστιβάλ του Μπάντεν Μπάντεν κ.ά.
Για την κινησιολογία της παραγωγής η Αρντάν επέλεξε την κολεκτίβα των Γάλλων καλλιτεχνών (ΛΑ)ΟΡΝΤ (Μαρίν Μπρυττί, Ζονατάν Ντεμπρουέρ, Αρτύρ Αρέλ). Οι (ΛΑ)ΟΡΝΤ δημιουργήθηκαν το 2014 στο Παρίσι και έγιναν γνωστοί για τις χορογραφίες που έκαναν με κοινότητες μη επαγγελματιών μέσω του διαδικτύου. Συνεργάζονται με ανθρώπους στις παρυφές της κυρίαρχης κουλτούρας, χωρίς να τους ενδιαφέρουν οι ιεραρχίες, όπως με άτομα άνω των 65, τυφλούς, εφήβους κ.ά. Σύμφωνα με το περιοδικό Le Nouvel Observateur, οι (ΛΑ)ΟΡΝΤ κινούνται στο ζωτικό χώρο ανάμεσα στο χορό, τα εικαστικά και την περφόρμανς και εμπνέονται από τα θεάματα, τις ταινίες και τα βιβλία. Από το 2019 βρίσκονται στο τιμόνι της CCN Ballet national της Μασσαλίας.
Τους φωτισμούς της παραγωγής υπογράφει ο διεθνώς αναγνωρισμένος και πολυβραβευμένος Ιταλός διευθυντής φωτογραφίας Λούκα Μπιγκάτσι, γνωστός από τις πολυβραβευμένες ταινίες του Πάολο Σορρεντίνο, αλλά και από τη συνεργασία του με τον Αμπάς Κιαροστάμι.
Τη μουσική διεύθυνση της παραγωγής υπογράφει o Ιταλός, γεννημένος στη Ρώμη, Φαμπρίτσιο Βεντούρα στην πρώτη του συνεργασία με την Εθνική Λυρική Σκηνή. Ύστερα από μια πολυετή εμφάνιση σε μερικές από τις μεγαλύτερες ανά τον κόσμο σκηνές, όπως στη Στοκχόλμη, την Κοπεγχάγη, το Όσλο, την Πράγα, το Λονδίνο, τη Ρώμη, το Τορίνο, τη Βερόνα, τη Νίκαια, το Έσσεν, το Σύδνεϋ, το Μόντρεαλ κ.ά., σειρά έχει για τον ταλαντούχο μαέστρο η Αθήνα και η γνωριμία του με το κοινό της ΕΛΣ.
Στο ρόλο του τίτλου, η διακεκριμένη Ρωσίδα υψίφωνος, με την ιδιαίτερη φωνητική και σκηνική παρουσία που εντυπωσίασε κοινό και κριτικούς στην πρώτη παρουσίαση το 2019, Σβετλάνα Σοζντάτελεβα, η οποία έχει ερμηνεύσει με μεγάλη επιτυχία την Κατερίνα Ισμαήλοβα, μεταξύ άλλων, σε Μόσχα, Όσλο, Ελσίνκι, ενώ έχει εμφανιστεί σε κορυφαία λυρικά θέατρα, στις Βρυξέλλες, το Βερολίνο, την Μπολόνια, το Μόναχο, την Αγία Πετρούπολη κ.α. Μετά την ερμηνεία της στην παραγωγή της ΕΛΣ το 2019 ερμήνευσε το ρόλο στη Μετροπόλιταν της Νέας Υόρκης λαμβάνοντας ιδιαιτέρως θετικές κριτικές.
Το ρόλο του Σεργκέι θα ερμηνεύσει ο τενόρος Σεργκέι Σεμισκούρ, σολίστ του Θεάτρου Μαριίνσκι της Αγίας Πετρούπολης, μετά την εξαιρετική του ερμηνεία το 2019. Το ρεπερτόριό του περιλαμβάνει ρόλους της ιταλικής όπερας, όλη τη ρωσική σχολή, αλλά και γαλλική όπερα έως και τις όπερες του Γιάνατσεκ. Έχει συνεργαστεί με σημαντικούς σκηνοθέτες όπως ο Γκρέιαμ Βικ, ο Ντμίτρι Τσερνιακόφ κ.ά. και με κορυφαίους αρχιμουσικούς όπως ο Βαλέρι Γκεργκίεφ, ο Φιλίπ Ωγκέν, ο Πλάθιντο Ντομίνγκο, ο Τζιαναντρέα Νοσέντα κ.ά. Έχει τραγουδήσει στη Μετροπόλιταν, το Κάρνεγκι Χολ, το Μπάρμπικαν, το Ζάλτσμπουργκ, το Βερολίνο κ.α.
Το ρόλο του Μπορίς κρατάει ο διακεκριμένος Έλληνας μπασοβαρύτονος Γιάννης Γιαννίσης, ο οποίος το 2019 είχε αποσπάσει εξαιρετικές κριτικές. Παράλληλα με την καριέρα του στην Ελλάδα, έχει εμφανιστεί στις μεγαλύτερες όπερες του κόσμου, όπως, μεταξύ άλλων, σε Μετροπόλιταν, Λα Μονναί, Σκοτία, Φρανκφούρτη κ.α.
Μαζί τους οι καταξιωμένοι και νεότεροι μονωδοί της Εθνικής Λυρικής Σκηνής Γιάννης Χριστόπουλος, Σοφία Κυανίδου, Μαξίμ Κλονόφσκι, Γιώργος Ματθαιακάκης, Νίκος Κατσιγιάννης, Χαράλαμπος Βελισσάριος, Παναγιώτης Πρίφτης, Νίκος Στεφάνου, Ανδρέας Καραούλης, Βαγγέλης Μανιάτης, Τάσος Αποστόλου, Πέτρος Μαγουλάς, Μαρισία Παπαλεξίου και Μαρία Μητσοπούλου. Τη Χορωδία της ΕΛΣ διευθύνει ο Αγαθάγγελος Γεωργακάτος.
Συντελεστές:
Μουσική διεύθυνση: Φαμπρίτσιο Βεντούρα
Σκηνοθεσία: Φανί Αρντάν
Αναβίωση σκηνοθεσίας: Ίων Κεσούλης
Σκηνικά: Τομπίας Χόαϊζελ
Κοστούμια: Μιλένα Κανονέρο, Πέτρα Ράινχαρτ
Κινησιολογία: Κολεκτίβα (ΛΑ)ΟΡΝΤ – Μαρίν Μπρυττί, Ζονατάν Ντεμπρουέρ, Αρτύρ Αρέλ / Αναβίωση κινησιολογίας: Νάνσυ Νεραντζή, Γιάννης Τσιγκρής
Φωτισμοί: Λούκα Μπιγκάτσι / Αναβίωση φωτισμών: Δημήτρης Κουτάς
Διεύθυνση χορωδίας: Αγαθάγγελος Γεωργακάτος
Μπορίς Τιμοφέγεβιτς Ισμαήλοφ: Γιάννης Γιαννίσης
Zινόβι Μπορίσοβιτς Ισμαήλοφ: Γιάννης Χριστόπουλος
Κατερίνα Ισμαήλοβα: Σβετλάνα Σοζντάτελεβα
Σεργκέι: Σεργκέι Σεμισκούρ
Ακσίνια: Σοφία Κυανίδου
Επιστάτης / Αστυνόμος / Λοχίας: Μαξίμ Κλονόφσκι
Αχθοφόρος / Φύλακας: Γιώργος Ματθαιακάκης
Α’ Αρχιεργάτης / Μεθυσμένος καλεσμένος: Νίκος Κατσιγιάννης
Β’ Αρχιεργάτης: Χαράλαμπος Βελισσάριος
Γ’ Αρχιεργάτης: Παναγιώτης Πρίφτης
Εξαθλιωμένος χωρικός: Νίκος Στεφάνου
Αμαξάς / Δάσκαλος: Ανδρέας Καραούλης
Αγγελιαφόρος / Αρχιφύλακας: Βαγγέλης Μανιάτης
Παπάς: Τάσος Αποστόλου
Γέρος κατάδικος: Πέτρος Μαγουλάς
Σονιέτκα: Μαρισία Παπαλεξίου
Μια κατάδικη: Μαρία Μητσοπούλου
Με την Ορχήστρα και τη Χορωδία της ΕΛΣ
* Στην παράσταση εμφανίζονται γυμνά σώματα.
Πληροφορίες:
Όπερα • Αναβίωση
Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ
Ντμίτρι Σοστακόβιτς
21, 24, 27, 31 Οκτωβρίου & 5, 9 Νοεμβρίου 2023 / Ώρα έναρξης: 19:30 (Κυριακή: 18:30)
Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος Εθνικής Λυρικής Σκηνής
Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος
Τιμές εισιτηρίων: 15€, 20€, 35€, 40€, 50€, 55€, 60€, 90€ | Φοιτητικό, παιδικό: 15€ | Περιορισμένης ορατότητας: 10€
Προπώληση: Ταμεία της ΕΛΣ (καθημερινά 9:00-21:00 | 213 0885700) και www.ticketservices.gr
Απομένουν λίγα εισιτήρια για όλες τις παραστάσεις.