Πάμε σινεμά τι λέτε; Μια λεμονάδα ή μια γκαζόζα, καλή διάθεση και …αυτά! Έχουμε ακούσει οτι φέραν και καλό έργο, ναι ναι αυτό που περιμέναμε τόσο καιρό..
Αν και τα σημαντικά κινηματογραφικά δρώμενα συμβαίνουν σχεδόν πάντα στις πρωτεύουσες, η Θεσσαλονίκη έχει το προνόμιο σε πολλές «πρωτιές», όχι μόνο σε εθνικό αλλά και παγκόσμιο επίπεδο. Και μάλιστα εν μέσω θυελλωδών κοινωνικών και πολιτικών αλλαγών .
Σίγουρα στην ιδιαιτερότητα της Θεσσαλονίκης πρέπει να προσμετρήσουμε την ξεχωριστή γεωπολιτική της θέση. Έτσι είχε το προνόμιο να γευτεί τη νέα τέχνη ελάχιστους μήνες από την πρώτη εμφάνισή, στα μέσα του 1897, αν και η καθυστέρηση έναντι των άλλων πρωτευουσών πρέπει να οφείλεται στον βραχύβιο αλλά καταστροφικό για την Ελλάδα πόλεμο με την Τουρκία αυτή τη χρονιά.
Ουσιαστικά η εξάπλωση του κινηματογράφου στην υφήλιο ξεκινά στις αρχές του 1896. Δεκάδες πλανόδιοι εφοδιασμένοι με μηχανές προβολής διατρέχουν τις χώρες και εντυπωσιάζουν το κοινό με τη νέα εφεύρεση. Εντυπωσιάζει η εκπληκτική η ταχύτητα διάδοσης της νέας τέχνης που ας σημειωθεί την περίοδο εκείνη έχει απλά τη διάσταση του αξιοπερίεργου και όχι του μεγάλου θεάματος.
Στην Αθήνα η «είσοδος» του κινηματογράφου γίνεται το Νοέμβριο του 1896 και στην Κωνσταντινούπολη τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς.
Πιθανολογούμε, ελλείψει ιστορικών πηγών, ότι από αυτή την τελευταία ήρθε ο κινηματογράφος στη Θεσσαλονίκη.
Υπολοχαγός Νατάσσα είναι ο τίτλος έγχρωμης ελληνικής δραματικής κινηματογραφικής ταινίας του Νίκου Φώσκολου με πρωταγωνιστές την Αλίκη Βουγιουκλάκη και τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ. Υπερπαραγωγή για τα δεδομένα της εποχής (με γυρίσματα και στο εξωτερικό), διαδραματίζεται κατά την περίοδο της Γερμανικής κατοχής με τους δύο πρωταγωνιστές σε ρόλους πατριωτών που λαμβάνουν μέρος στην αντίσταση. Η ταινία αποτέλεσε τη μεγαλύτερη επιτυχία στον ελληνικό κινηματογράφο με τα περισσότερα εισιτήρια που είχαν κοπεί.
Ο Γιάννος «Αστραπόγιαννος» ήταν Έλληνας αρματωλός του 18ου αιώνα, κυρίαρχος της Δωρίδας. Άκμασε για πολλά χρόνια (1760 – 1782), και έγινε αντικείμενο λατρείας από τους υπόδουλους Έλληνες ως λαϊκός ήρωας, τιμωρός των Τούρκων, και ελευθερωτής. Η λαϊκή παράδοση τον θέλει γενναιόδωρο με τους φτωχούς και ανελέητο με τους ισχυρούς. Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης έγραψε ποίημα για τον Αστραπόγιαννο, ενώ το 1970 γυρίστηκε και ταινία με τίτλο «Ο Αστραπόγιαννος», με πρωταγωνιστή τον Νίκο Κούρκουλο, η οποία είναι βασισμένη στο θρύλο του αρματωλού, αλλά διαδραματίζεται σε άλλη εποχή.
Σήμερα, «αστραπόγιαννος» αποκαλείται μεταφορικά ένας έξυπνος άνθρωπος με ηγετικά χαρίσματα, που όμως είναι αντίθετος με το κατεστημένο και την ιεραρχία.
Και στη Θεσσαλονίκη, όπως στην Κωνσταντινούπολη, η πρώτη προβολή γίνεται σε μπυραρία! Το γεγονός κατέγραψε με μια μικρή είδηση η εφημερίδα Journal de Salonique στις 4 Ιουλίου 1897:
Η μεγάλη ανταπόκριση του κόσμου στη νέα τέχνη οδηγεί πολύ γρήγορα στη ανάγκη μόνιμης στέγης πέρα από τις ευκαιριακές προβολές σε καφενεία ή άλλους χώρους θεαμάτων. Έτσι έχουμε ήδη από το 1903 τη δημιουργία της πρώτης μόνιμης κινηματογραφικής αίθουσας. Πρόκειται για το Θέατρο ποικιλιών «Ολύμπια» στην παραλιακή οδό ανάμεσα στην πλατεία Ελευθερίας και το ξενοδοχείο Σπλέντιτ.
Από το 1911 ξεκινά ο κινηματογράφος «Πατέ» στην παραλιακή οδό, που τα επόμενα χρόνια φαίνεται να κυριαρχεί έχοντας φυσικά το προνόμιο να προβάλει ταινίες της γαλλικής εταιρίας «Πατέ» που μέχρι τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο κυριαρχεί στην παγκόσμια κινηματογραφική αγορά.
Αλλά και το Ολύμπια αποκτά το 1913 την θερινή του επέκτασή στήνοντας κινηματογράφο στο παραπλεύρως του ξενοδοχείου «Σπλέντιτ» «θερινόν αμφιθέατρον».
Το «Ολύμπια» έχει απαθανατιστεί το 1916 σε δεκάδες φωτογραφίες με πλήθος μαθητών να ετοιμάζονται να μπουν μέσα για να παρακολουθήσουν μια από αυτές τις προβολές.
Τέλη Ιουνίου 1925 εμφανίζονται στις εφημερίδες της πόλης οι πρώτες διαφημίσεις για τη λειτουργία ενός μοναδικού κινηματογράφου. Το όνομά του είναι «Κουρσάλ», είναι πλωτός, φυσικά υπαίθριος και εκτός από κινηματογραφικές προβολές προσφέρει εκλεκτό φαγητό: φρέσκα ψάρια, κρύα πιάτα και δροσερή μπύρα.
Το 1926, σύμφωνα με μία επίσημη στατιστική, στην Ελλάδα υπήρχαν 71 κινηματογράφοι: 13 στην Αθήνα, 7 στη Θεσσαλονίκη, 6 στον Πειραιά. Εντυπωσιακός, αναλογικά με τον πληθυσμό, αριθμός κινηματογράφων στη Θεσσαλονίκη. Αλλά το πιο εντυπωσιακό είναι η κατασκευή πολυτελών οικοδομημάτων.
Στις 26 Νοεμβρίου 1926 γίνονται τα εγκαίνια του κινηματογράφου«Διονύσια» με την εντυπωσιακή πρόσοψη ο οποίος χαρακτηρίζεταιως «το τελειότερον οικοδόμημα του είδους εν Ανατολή και από απόψεως αρχιτεκτονικής και από απόψεως διακοσμήσεως.»Μαζί με τα θεωρεία έχει 1.000 καθίσματα.
Τέλη του 1932, για σινεμά οι θεσσαλονικείς πάνε στο ΑΛΚΑΖΑΡ
Στις 9 Απριλίου 1940 οι Γερμανοί μπαίνουν στη Θεσσαλονίκη. Μία από τις πρώτες διαταγές που εξέδωσαν ήταν να ανοίξουν οι κινηματογράφοι για να δείξουν ότι η ζωή συνεχίζεται ειρηνικά κάτω από τη δική τους υψηλή προστασία.
Η τελευταία αναλαμπή των μεγάλων κινηματογράφων της πόλης, στο κλείσιμο του πρώτου μισού του 20 αιώνα, είναι η δημιουργία του Ολύμπιον στην πλατεία Αριστοτέλους (1947-1950).
Και το 1966 το περιοδικό Εικόνες χαρακτηρίζει την Αθήνα σαν την «πιο ιδιότυπη κινηματογραφόπληκτη πρωτεύουσα της υφηλίου» με τις «50 αίθουσες πρώτης προβολής και το τακτικό επταήμερο των 12 καινούργιων ταινιών»
“Η συνολική εικόνα, πάντως, για την κατανομή των κινηματογραφικών αιθουσών στην Ελλάδα έχει ως εξής: Ο αριθμός των αιθουσών / οθονών ανέρχεται σε 443. Αυτές ανήκουν σε 382 κινηματογραφικές μονάδες / επιχειρήσεις. Από τις 443 αίθουσες, οι 203 είναι χειμερινές, οι 53 ετήσιας λειτουργίας και οι 186 θερινές. Αν και στο λεκανοπέδιο συγκεντρώνεται περίπου το 35% το συνολικού πληθυσμού της χώρας, το αντίστοιχο ποσοστό των κινηματογραφικών αιθουσών / οθονών ξεπερνά το 52%.