Στη συνέντευξη του στο “Mega Stories”, ο Γιώργος Νταλάρας αναφέρθηκε εκτενώς στη ζωή και την καριέρα του. Ξεκινώντας από την πρώτη του γειτονιά, την Κοκκινιά, ανέφερε την εμπειρία του στο μεροκάματο και το μηχανουργείο, αλλά και τη σημαντική ευκαιρία που του έδωσε ο Μάκης Μάτσας για την πρώτη ηχογράφησή του.
Ο καλλιτέχνης ανέφερε επίσης τις συνεργασίες του με μεγάλους Έλληνες δημιουργούς όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Μάνος Λοΐζος, και ο Απόστολος Καλδάρας.
«Ο Θεοδωράκης με μάγεψε γιατί τα τραγούδια του είχαν κάτι από τον Τσιτσάνη. Ο Θεοδωράκης είχε πτυχία μουσικής, ο Τσιτσάνης δεν είχε και όμως εξύψωσε, ύμνησε τους άλλους και τιμήθηκε και εκείνος”, είπε αρχικά ο Γιώργος Νταλάρας, τονίζοντας πως δεν αισθάνεται διάσημος».
Σχολίασε τη μαγεία των τραγουδιών του Θεοδωράκη και εξέφρασε τη δική του άποψη για τη διασημότητα, δηλώνοντας ότι δεν την θέλει και πως ο καλλιτέχνης πρέπει να διατηρεί την οντότητά του.
«Μισώ τη διασημότητα, δεν τη θέλω. Γιατί ο διάσημος των καιρών μας, τη μετά τηλεόραση εποχή, είναι ένας διάσημος άνθρωπος, ο οποίος θεοποιείται ή ειδωλοποιείται με έναν τρόπο και ο κουτός το δέχεται αυτό λόγω της θεοποίησης. Αυτός έχασε την οντότητά του, δεν είναι πια ο ίδιος. Αν θέλει να κρατήσει την οντότητά του υγιή, πρέπει να είναι γνωστός και με το όνομά του. Εμένα αν με ρωτήσεις ποιος θα ήθελα να είμαι, θα σου έλεγα ο Γιώργος, ο Νταλάρας μού είναι αδιάφορος»
Αναφέρθηκε επίσης στη ζωή του στα νυχτερινά κέντρα και τον αγώνα που έκανε για να απομακρυνθεί από αυτό το περιβάλλον.
Εγώ είμαι λαϊκός, λέω πολλά λαϊκά τραγούδια, δεν είμαι αποκλεισμένος», είπε ο Γιώργος Νταλάρας μιλώντας για τον “αγώνα” που έκανε να φύγει από τα νυχτερινά κέντρα.
«Μικρό παιδί γεννήθηκα εκεί μέσα και πήγα σε μία κατηγορία που ήταν ό,τι χειρότερο. Ερχόντουσαν λεφτάδες και ματσωμένοι από τα Μέγαρα και την Ελευσίνα, μεγάλοι έμποροι, είχαν και τα πιστόλια τους μαζί, έριχναν και καμία στο τσακίρ κέφι. Το καθεστώς σε αυτά τα μαγαζιά ήταν ότι έπαιρναν μουσικούς, τραγουδιστές και 10-15 κορίτσια που κάνουν κονσομασιόν για να έχει παρέα ο πεινασμένος σεξουαλικά θαμώνας που ερχόταν για να ρίξει και μια παραγγελιά. Αυτό δεν μπορεί να αρέσει σε ένα παιδί 16 χρονών».
Με συγκίνηση περιέγραψε μια εμπειρία στον δρόμο όπου είδε ένα νεαρό παιδί να σώζει ένα σκυλάκι από κακοποίηση, εκφράζοντας τη λύπη του για τη σημερινή κατάσταση στην Ελλάδα.
«Πριν από 6-7 χρόνια, δεν θυμάμαι, είμαι στον δρόμο, γίνεται πανζουρλισμός. Ψάχνω να βρω γιατί φωνάζουν και πλησιάζω στον δρόμο και βλέπω ένα νεαρό παιδί, 20 χρονών και παίρνει ένα σκυλάκι μέσα από τη λεωφόρο που αν περνούσε από την άλλη πλευρά θα το σκότωναν. Το πήρε στην αγκαλιά του και το χάιδευε… λυπήθηκα που δεν ήμουν εγώ αυτός, λυπήθηκα πάρα πολύ. Και οι άλλοι οι κάφροι του φώναζαν: ‘φύγε, ρε μ@@@α από τη μέση’», περιέγραψε φανερά συγκινημένος
Τέλος, αναφέρθηκε σε δύο πρόσωπα που θεωρεί ήρωές του, τον Κωνσταντίνο Βαρουχάκη και τον Γιάννη Μπεχράκη, εκφράζοντας την επιθυμία για μια διαφορετική Ελλάδα και αναδεικνύοντας την αγάπη του για την εργατική τάξη και την ανάγκη να αντιμετωπιστούν τα κοινωνικά προβλήματα.
«Αυτή την Ελλάδα ονειρεύτηκα, όχι την άλλη. Είναι άλλη Ελλάδα, με άλλους Έλληνες. Δεν τη θέλω αυτή την Ελλάδα, δεν μου αρέσει. Δεν είναι χώρα αυτή έτσι όπως πάμε. Πρέπει να κοιταχτούμε στον καθρέφτη για να τα ξανακάνουμε από την αρχή. Αισθάνομαι σαν ένα παιδί εργατικής τάξης, μιας οικογένειας βιοπαλαιστών που γεννήθηκε σε μια παράγκα στην Κοκκινιά, και είναι σαν να εκπροσωπώ αυτή την τάξη. Δεν σταμάτησα ποτέ να αισθάνομαι εργάτης. Όταν έχω ζήσει όλα αυτά, δεν μπορώ να αφήσω τα πράγματα στην τύχη τους»
Στη συνέντευξη του στο “Mega Stories”, ο Γιώργος Νταλάρας αναφέρθηκε εκτενώς στη ζωή και την καριέρα του. Ξεκινώντας από την πρώτη του γειτονιά, την Κοκκινιά, ανέφερε την εμπειρία του στο μεροκάματο και το μηχανουργείο, αλλά και τη σημαντική ευκαιρία που του έδωσε ο Μάκης Μάτσας για την πρώτη ηχογράφησή του.
Ο καλλιτέχνης ανέφερε επίσης τις συνεργασίες του με μεγάλους Έλληνες δημιουργούς όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Μάνος Λοΐζος, και ο Απόστολος Καλδάρας.
«Ο Θεοδωράκης με μάγεψε γιατί τα τραγούδια του είχαν κάτι από τον Τσιτσάνη. Ο Θεοδωράκης είχε πτυχία μουσικής, ο Τσιτσάνης δεν είχε και όμως εξύψωσε, ύμνησε τους άλλους και τιμήθηκε και εκείνος”, είπε αρχικά ο Γιώργος Νταλάρας, τονίζοντας πως δεν αισθάνεται διάσημος».
Σχολίασε τη μαγεία των τραγουδιών του Θεοδωράκη και εξέφρασε τη δική του άποψη για τη διασημότητα, δηλώνοντας ότι δεν την θέλει και πως ο καλλιτέχνης πρέπει να διατηρεί την οντότητά του.
«Μισώ τη διασημότητα, δεν τη θέλω. Γιατί ο διάσημος των καιρών μας, τη μετά τηλεόραση εποχή, είναι ένας διάσημος άνθρωπος, ο οποίος θεοποιείται ή ειδωλοποιείται με έναν τρόπο και ο κουτός το δέχεται αυτό λόγω της θεοποίησης. Αυτός έχασε την οντότητά του, δεν είναι πια ο ίδιος. Αν θέλει να κρατήσει την οντότητά του υγιή, πρέπει να είναι γνωστός και με το όνομά του. Εμένα αν με ρωτήσεις ποιος θα ήθελα να είμαι, θα σου έλεγα ο Γιώργος, ο Νταλάρας μού είναι αδιάφορος»
Αναφέρθηκε επίσης στη ζωή του στα νυχτερινά κέντρα και τον αγώνα που έκανε για να απομακρυνθεί από αυτό το περιβάλλον.
Εγώ είμαι λαϊκός, λέω πολλά λαϊκά τραγούδια, δεν είμαι αποκλεισμένος», είπε ο Γιώργος Νταλάρας μιλώντας για τον “αγώνα” που έκανε να φύγει από τα νυχτερινά κέντρα.
«Μικρό παιδί γεννήθηκα εκεί μέσα και πήγα σε μία κατηγορία που ήταν ό,τι χειρότερο. Ερχόντουσαν λεφτάδες και ματσωμένοι από τα Μέγαρα και την Ελευσίνα, μεγάλοι έμποροι, είχαν και τα πιστόλια τους μαζί, έριχναν και καμία στο τσακίρ κέφι. Το καθεστώς σε αυτά τα μαγαζιά ήταν ότι έπαιρναν μουσικούς, τραγουδιστές και 10-15 κορίτσια που κάνουν κονσομασιόν για να έχει παρέα ο πεινασμένος σεξουαλικά θαμώνας που ερχόταν για να ρίξει και μια παραγγελιά. Αυτό δεν μπορεί να αρέσει σε ένα παιδί 16 χρονών».
Με συγκίνηση περιέγραψε μια εμπειρία στον δρόμο όπου είδε ένα νεαρό παιδί να σώζει ένα σκυλάκι από κακοποίηση, εκφράζοντας τη λύπη του για τη σημερινή κατάσταση στην Ελλάδα.
«Πριν από 6-7 χρόνια, δεν θυμάμαι, είμαι στον δρόμο, γίνεται πανζουρλισμός. Ψάχνω να βρω γιατί φωνάζουν και πλησιάζω στον δρόμο και βλέπω ένα νεαρό παιδί, 20 χρονών και παίρνει ένα σκυλάκι μέσα από τη λεωφόρο που αν περνούσε από την άλλη πλευρά θα το σκότωναν. Το πήρε στην αγκαλιά του και το χάιδευε… λυπήθηκα που δεν ήμουν εγώ αυτός, λυπήθηκα πάρα πολύ. Και οι άλλοι οι κάφροι του φώναζαν: ‘φύγε, ρε μ@@@α από τη μέση’», περιέγραψε φανερά συγκινημένος
Τέλος, αναφέρθηκε σε δύο πρόσωπα που θεωρεί ήρωές του, τον Κωνσταντίνο Βαρουχάκη και τον Γιάννη Μπεχράκη, εκφράζοντας την επιθυμία για μια διαφορετική Ελλάδα και αναδεικνύοντας την αγάπη του για την εργατική τάξη και την ανάγκη να αντιμετωπιστούν τα κοινωνικά προβλήματα.
«Αυτή την Ελλάδα ονειρεύτηκα, όχι την άλλη. Είναι άλλη Ελλάδα, με άλλους Έλληνες. Δεν τη θέλω αυτή την Ελλάδα, δεν μου αρέσει. Δεν είναι χώρα αυτή έτσι όπως πάμε. Πρέπει να κοιταχτούμε στον καθρέφτη για να τα ξανακάνουμε από την αρχή. Αισθάνομαι σαν ένα παιδί εργατικής τάξης, μιας οικογένειας βιοπαλαιστών που γεννήθηκε σε μια παράγκα στην Κοκκινιά, και είναι σαν να εκπροσωπώ αυτή την τάξη. Δεν σταμάτησα ποτέ να αισθάνομαι εργάτης. Όταν έχω ζήσει όλα αυτά, δεν μπορώ να αφήσω τα πράγματα στην τύχη τους»