Ο Sivert Hoyem, αυτός ο μοναδικός, «δικός μας» καλλιτέχνης, έρχεται στην αγαπημένη του Ελλάδα μόνο για δυο βραδιές που υπόσχεται να είναι από τις πιο προσωπικές, πιο οικείες, πιο ζεστές των τελευταίων ετών. Μόνο αυτός ξέρει και μπορεί να κάνει κάθε του εμφάνιση διαφορετική και γι’ αυτό, ανεπανάληπτη.
For two nights only, ο Hoyem θα βρεθεί πρώτα στην Αθήνα, στο Floyd, το Σάββατο 27 Απριλίου, και την επόμενη μέρα, Κυριακή 28 Απριλίου, δεύτερος σταθμός του θα είναι η Θεσσαλονίκη. Mετά από 8 ολόκληρα χρόνια, δύο σπάνια club shows για τους πολυάριθμούς πιστούς θαυμαστές του.
Γνωρίζουμε άραγε τα πάντα γι’ αυτόν τον ξεχωριστό καλλιτέχνη; Ας δοκιμάσουμε:
- Του αρέσει ο David Bowie, ο Iggy Pop, αγαπά τους Depeche Mode και βάζει τους Black Sabbath πρώτους στην κατάταξη προτίμησης του, από οποιαδήποτε άλλη heavy metal μπάντα.
- Το αγαπημένο του τραγούδι από τους Madrugada είναι το Honey Bee.
- Είναι μεγάλος θαυμαστής γυναικών μουσικών όπως η Nina Simone, η Maharishi Jackson και η Francoise Hardy.
-
Το αγαπημένο του κοινό, όπως έχει δηλώσει στην Huffington Post, είναι το ΕΛΛΗΝΙΚΟ!Το 2015, το « Black and Gold» επιλέχθηκε ως το τραγούδι των τίτλων για την πετυχημένη νορβηγική σειρά «Occupied».
-
Με αφορμή τα πρόσφατα γενέθλια του (22 Ιανουαρίου 1976), δήλωσε ότι θέλει να συνεχίσει να γράφει μουσική, να περιοδεύει και να απολαμβάνει αυτό που ξέρει να κάνει, γιατί του δίνει ζωή.Οι στίχοι στο νέο άλμπουμ του, On an Island, δεν μιλάνε μόνο για τον ίδιο και συναισθήματα του, αλλά και για ιστορίες που προκύπτουν από τις ζωές άλλων ανθρώπων.
- Eπηρεάστηκε καθοριστικά από τον Leonard Cohen. Μεγάλωσε ακούγοντας τον από τους γονείς του (ο πατέρας του ήταν δάσκαλος δασοπονίας και η μητέρα του γνωστή αριστερή πολιτικός στην Νορβηγία) και πιστεύει ότι η επιρροή του είναι ολοφάνερη τόσο στη μουσική όσο και στους στίχους του.
-
Το 1993 στην πόλη Stokmarknes της Βόρειας Νορβηγίας μια ομάδα μουσικών σχημάτισε μπάντα με το όνομα Abbeys Adoption. Τα μέλη του συγκροτήματος εκείνη την εποχή ήταν οι Jon Lauvland Pettersen (τύμπανα), Frode Jacobsen (μπάσο), Sivert Høyem (φωνητικά) και Marius ‘Wah Wah’ Johansen (κιθάρα). Το 1995, προστέθηκε ο κιθαρίστας Robert Burås και πήραν την απόφαση να μετακομίσουν στο Όσλο, τότε ο Johansen αποχώρησε. Μέχρι το 1998, η μπάντα είχε υπογράψει συμβόλαιο με την Virgin Music Norway για έξι άλμπουμ. Μετά από μια τυχαία συνάντηση με τον Νορβηγό συγγραφέα και ποιητή Øystein Wingaard Wolf σε ένα μπαρ, άλλαξαν το όνομά τους σε Madrugada.
-
«Madrugada», στα πορτογαλικά/ισπανικά, σημαίνει: αυγή, νωρίς το πρωί, χαραυγή.
-
Οι Madrugada το 1999: «τη νύχτα που οι Madrugada απογειώθηκαν», έγραψε το Aftenposten. Ο Jon Lauvland Pettersen (αριστερά) μαζί με τα υπόλοιπα μέλη του συγκροτήματος: Robert Burås (πέθανε το 2007), Sivert Høyem και Frode Jacobsen στο Gamla στο Όσλο. Η συναυλία σηματοδότησε το πάρτι κυκλοφορίας του πρώτου δίσκου του συγκροτήματος, Industrial Silence. Μετά από αυτό, η ζωή δεν ήταν ποτέ η ίδια για τα μέλη των Madrugada. Φωτογραφία: Aasen, Birgitte
-
Στις 14 Δεκεμβρίου 2005, οι Madrugada κυκλοφόρησαν το άλμπουμ Live at Tralfamadore, (που πήρε το όνομά του από τον φανταστικό πλανήτη καταγωγής των εξωγήινων από τα μυθιστορήματα του Αμερικανού συγγραφέα Kurt Vonnegut). Μέχρι το τέλος του 2005 και λιγότερο από ένα μήνα μετά την κυκλοφορία του, έγινε το άλμπουμ με τις περισσότερες πωλήσεις στη Νορβηγία για εκείνη τη χρονιά, με το The Deep Endνα βρίσκεται στη δεύτερη θέση. Η χρονιά ολοκληρώθηκε με τη βράβευση των Madrugada με τρία βραβεία στο ετήσιο Spellemannprisen – το νορβηγικό ισοδύναμο των Grammy. Κέρδισαν στις κατηγορίες “Καλύτερο ροκ άλμπουμ”, “Καλύτερο τραγούδι” και “Spellemann της χρονιάς”.
-
Για πάνω από δεκαπέντε χρόνια, ο Sivert Hoyem ονειρευόταν να πραγματοποιήσει μια συναυλία στο θρυλικό Ηρώδειο, κάτω από την Ακρόπολη της Αθήνας. Στις 29 Σεπτεμβρίου και στις 2 Οκτωβρίου 2016, αυτό το όνειρο έγινε πραγματικότητα, καθώς ο Hoyem εμφανίστηκε στον συγκεκριμένο χώρο – έκανε δύο sold out shows μπροστά σε περίπου 10.000 Έλληνες fans.
-
To 2013 o Sivert Hoyem έγραψε το τραγούδι Phoenixπου περιλήφθηκε στο όγδοο άλμπουμ των black metal Satyricon. Το τραγούδι μιλά για το θρυλικό πουλί, το οποίο όταν γερνάει, καίγεται από τον Ήλιο και στη συνέχεια αναδύεται ξανά από τις στάχτες του, συμβολίζοντας τη ζωή και την αιωνιότητα. Μία μακροχρόνια διαδικασία κάθαρσης, ανανέωση και μεταμόρφωσης. Το ενδιαφέρον είναι ότι χρησιμοποιεί θηλυκό γένος όταν αναφέρεται στον Φοίνικα (“βασίλισσα των ψυχών”) πιθανότατα ως αναφορά στις μητριαρχικές παγανιστικές κοινωνίες.