Ο Αμερικανός μουσικός Frank Zappa κάποτε διατράνωνε ότι η μουσική είναι η μοναδική θρησκεία που πραγματοποιεί όλα όσα υπόσχεται. Κι αν πράγματι είναι έτσι, τότε οι μελωδίες του Γιώργου Καζαντζή αποτελούν στο σύνολό τους μια ξεχωριστή θρησκεία που προσελκύει διαρκώς ευσεβείς πιστούς με πολύ σημαντική γεωμετρική πρόοδο μέσα στην πάροδο των χρόνων. Κι εγώ ομολογώ πως είμαι αδιαμφισβήτητα ένας από εκείνους. Ο ευφυής και καταξιωμένος συνθέτης παίρνοντας τις ευωδιές απ’ το “χειμωνανθό” της έμπνευσης και ξεχωρίζοντας απ’ όλες τις άλλες “μέλισσες” του καλλιτεχνικού μας κόσμου, έχει αποδείξει περίτρανα πως οι δημιουργίες του ποτέ δεν “ήτανε αέρας”, αλλά κατάφεραν και μάζεψαν κοντά του πολλούς απ’ τους μεγάλους και σημαντικούς του ελληνικού πενταγράμμου κι εμφιλοχώρησαν μέσα στους “δείκτες” των ψυχών των περισσότερων από εκείνους που σέβονται μουσικά τον εαυτό τους. Η πρώτη μας συνάντηση με τον κύριο Γιώργο έγινε τον Νοέμβριο του 2023, ένα ζεστό πρωινό σ’ ένα όμορφο καφέ στην Πλάκα. Κουβεντιάσαμε για ώρα, οι ενέργειές μας συντονίστηκαν, μου άνοιξε τα χαρτιά του γενναιόδωρα, γνωριστήκαμε, συνδεθήκαμε κι ακόμα μέρα με τη μέρα έχω την τύχη να τον γνωρίζω ακόμη περισσότερο. Η τότε πρώτη μας κουβέντα, βέβαια, δεν δημοσιεύτηκε ως τώρα. Ίσως περίμενε την ώρα της. Και πράγματι ήρθε, λίγο πριν την πολυαναμενόμενη συναυλία του στην κεντρική σκηνή του Σταυρού του Νότου την Πέμπτη 16 Μαΐου 2024, με αφορμή την παρουσίαση του νέου του δίσκου με τίτλο “Μοιραία Κοιμωμένη” και με βασική του ερμηνεύτρια την Ασπασία Στρατηγού, η οποία θα συμπράξει επί σκηνής με τον Παντελή Θαλασσινό, τον Γιώργο Μεράντζα και την Ναντίνα Κυριαζή.
Ομολογουμένως είστε άρρηκτα συνδεδεμένος με αυτό που στην Ελλάδα κατονομάζουμε «έντεχνο τραγούδι», την ίδια στιγμή βέβαια που τα σύνορα αυτά της ελληνικής μουσικής έχουν αρχίσει πια όλο και πιο έντονα να παραμερίζονται από πολλούς συναδέλφους σας. Αρχικά, εσείς άραγε αποδέχεστε αυτή την κατηγοριοποίηση και, δευτερευόντως, θεωρείτε πως εντέλει πρέπει να υπάρχουνε στην Τέχνη διαχωριστικές γραμμές που να είναι σταθερές και σεβαστές και, σε κάθε περίπτωση, γιατί;
Θα πρέπει πρώτα να αποσαφηνίσουμε τι σημαίνει «έντεχνο τραγούδι», γιατί υπάρχει μια πολεμική μεταξύ των μεν και των δε, εκείνων δηλαδή που το υπηρετούν κι εκείνων που δεν ανήκουν σε αυτό, παρότι εξανίστανται και τοποθετούν την Τέχνη τους σε αυτό το πεδίο. Το «έντεχνο τραγούδι» είναι ένας τεχνικός όρος και δεν έχει να κάνει με το αν αυτό καθ’ εαυτό το τραγούδι κάνει Τέχνη. Εγώ ως δημιουργός αναζητώ πάντα μέσα μου για να εκφράζω κάθε φορά το προσωπικό μου ύφος, γιατί αυτό έχει νόημα στη δημιουργία. Δεν έχει νόημα να γράψεις κάτι σήμερα, που να μην βάζει ένα λιθαράκι στο οικοδόμημα της μουσικής. Αυτό έχει ανάγκη ο κόσμος που αναζητά! Προκειμένου όμως να συνομιλήσω με τον εαυτό μου και να ψάξω βαθύτερα για να βγάλω κάτι εντελώς δικό μου, έχω πάντα μαζί μου την εργαλειοφόρο της έντεχνης μουσικής, δηλαδή όλα εκείνα τα τεχνικά εργαλεία που διδαχθήκαμε από την έντεχνη μουσική, τις μετατροπίες, αντιστίξεις, πολυρυθμίες, επεισόδια και άλλα. Αυτά όμως τα στοιχεία δε μπορείς να τα χρησιμοποιήσεις με τυφλοσούρτη, αλλά προϋποθέτουν γνώση, μελέτη και εσωτερική διεργασία για να σε οδηγήσουν στο χτίσιμο μιας δικιάς σου ατμόσφαιρας, με άλλα λόγια να γίνουν το δικό σου εργαλείο για να διαμορφώσεις το δικό σου δομικό υλικό. Εξάλλου, το έντεχνο προήλθε από τον Χατζιδάκι, τον Θεοδωράκη και όλους εκείνους τους προπάτορές μας που χρησιμοποιούσαν όλα αυτά τα στοιχεία. Επομένως, τεχνικός είναι ο προσδιορισμός, δεν είναι αισθητικός. Αυτό το υπερασπίζομαι λοιπόν και θεωρώ ότι όντως ανήκω σε αυτό που λέμε «έντεχνο τραγούδι», γιατί φτιάχνω τη μουσική μου αξιοποιώντας όλα αυτά που προείπα. Πολλοί είναι εκείνοι ωστόσο που οικειοποιούνται αυτόν τον όρο του έντεχνου χωρίς να τον εξυπηρετούν.
Είναι αρκετοί εκείνοι που διατείνονται πως στην Τέχνη δεν υπάρχει παρθενογένεση. Εσείς προσωπικά ως δημιουργός συμφωνείτε ή διαφωνείτε με αυτή την άποψη και, μετά από τόσα χρονιά ενεργού δράσης, ποιο είναι τελικά το ερέθισμα εκείνο που μπορεί να πυροδοτήσει τη δική σας έμπνευση;
Τα όρια είναι ασαφή. Σίγουρα όλοι είμαστε επηρεασμένοι από κάπου. Μ’ αυτή την έννοια το δέχομαι ότι δεν υπάρχει παρθενογένεση. Εγώ – ας πούμε – έχω ακούσει τόσο πολύ Χατζηδάκι και Beatles, έχω συγκινηθεί τόσο πολύ που σίγουρα με έχουν επηρεάσει. Δεν είναι λοιπόν δυνατόν στοιχεία από εκείνους τους καλλιτέχνες να μην έχουν μπει μέσα και στη δικιά μου μουσική και στο αίμα της καλλιτεχνικής μου ύπαρξης και να μην έχουν συμπαρασύρει και τη δικιά μου βαθύτερη άποψη. Από κει και πέρα είναι θέμα του κάθε δημιουργού, πώς θα αφομοιώσει όλες τις επιρροές και πόσο βαθιά μέσα του θα κολυμπήσει για να ανασύρει εντελώς προσωπικά δικά του αρχέγονα στοιχεία και να τα παραθέτει στο βωμό του καλλιτεχνικού εκθετηρίου, ας πούμε. Υπάρχει σίγουρα από το DNA ένα δώρο στον καθέναν μας, που έρχεται με τη γέννησή μας σ’ αυτόν τον κόσμο αλλά και το περιβάλλον οπωσδήποτε επηρεάζει. Αν μεγάλωνα, παραδείγματος χάριν, σε ένα περιβάλλον που οι γονείς μου δεν ήταν λάτρεις της μουσικής και δεν την έβαζαν στο σπίτι, τα πράγματα ίσως να μην κυλούσαν το ίδιο. Αυτές οι συνθήκες ήταν που καλλιέργησαν το έμφυτο μου χάρισμα. Δεν είναι κάτι που είναι μόνον επίκτητο. Είναι δώρο εκ γενετής που θέλει όμως ανακάλυψη, δουλειά, καλλιέργεια, πάθος και τα σωστά ερεθίσματα που θα κινητοποιήσουν την έμπνευση.
Ο Αυστριακός μουσικός Arnold Schoenberg διατράνωνε πως η Τέχνη δεν είναι για όλους κι αν είναι για όλους, δεν είναι Τέχνη. Ποια είναι η δικιά σας θέση ως προς αυτό και πώς προσδιορίζετε την Τέχνη γενικότερα ως συνθέτης;
Αν και ο Schoenberg μιλούσε για μια μορφή τέχνης πρωτοποριακή και ερευνητική, η παρατήρηση σήμερα θεωρείται σωστή καθώς μιλάει για μια πραγματικότητα. Δε μπορεί ένα δημιούργημα να αγγίξει ταυτόχρονα διαφορετικές κουλτούρες και ανθρώπους διαφορετικού επιπέδου και καλλιτεχνικής αισθητικής. Το ευκταίο θα ήταν να κάνει κανείς Τέχνη και αυτή να φτάνει σε όλους.
Μήπως όμως το κατά πόσο ένα δημιούργημα διασπείρεται και φτάνει στο κοινό, έχει να κάνει κατά κύριο λόγο με το επικοινωνιακό του περίβλημα, μιας που ζούμε πλέον στην εποχή του καθημερινού καταιγισμού μας από ένα πακτωλό πληροφοριών που κάνει όλο και πιο δύσκολο να συγκρατηθεί κάτι, ακόμη κι αν αξίζει; Μήπως τελικά ο κόσμος δε θέλει, δεν αντέχει ή δε μπορεί να εμβαθύνει και γι’ αυτό όσο πιο ρηχό και εύπεπτο είναι κάτι τόσο και πιο εύκολο να πετύχει;
Τι εννοούμε όμως επιτυχία; Το να γίνει απλά γνωστό και να ξεχαστεί την επόμενη και πάμε παρακάτω; Επιτυχία για μένα είναι το δημιούργημα να γίνει εργαλείο ευαισθητοποίησης, να αγγίξει ψυχές, να κάνει ανθρώπους να ερωτευτούν, να ταξιδέψουν, να αποκτήσουν όραμα, να αγαπήσουν. Η Τέχνη έχει έναν σημαντικό ρόλο, να άγει την κοινωνία και να την οδηγήσει σε διαφορετικές θεάσεις του γίγνεσθαι. Φυσικά και αποτελεί προϋπόθεση η επικοινωνία. Σήμερα όμως επιχειρείται όλη η πληροφορία να ακουμπάει μόνο στην επιδερμίδα, και έτσι η κακώς εννοούμενη “Τέχνη” εργαλειοποιείται και ικανοποιεί μόνο τις επιφανειακές ανάγκες του κόσμου. Σεξισμός, βία και όλα αυτά τα οικτρά που έχει καλλιεργήσει η κοινωνία και τα αποζητά ακόμα και σε αυτό που κάποιοι εμμένουν να το βαφτίζουν Τέχνη χωρίς να είναι, κάνοντάς την επιχείρηση και εμπόριο στο βωμό της κερδοσκοπίας, ώστε να κατακλύζει και να υπνωτίζει τον άνθρωπο, θρέφοντας τα χαμηλά του ένστικτα.
Άραγε εσείς, όταν δημιουργείτε, έχετε στο μυαλό σας την εξωστρέφεια του έργου σας προς το κοινό ή τα κίνητρα της δημιουργίας είναι καθαρά εσωτερικά στην αρχή και το όποιο μοίρασμα προκύπτει στην πορεία;
Όταν δημιουργώ σίγουρα δεν σκέφτομαι πώς θα το εκλάβει ο τελικός αποδέκτης. Μόνο αφού έχει ολοκληρωθεί το έργο, σε πολύ λίγες περιπτώσεις, προσπαθώ να το δω απ’ έξω. Και μάλιστα έχει συμβεί στις «Μέλισσες», τις οποίες τις έγραψα το 2006. Αφού τις ολοκλήρωσα αναρωτιόμουν «ποιος θα το ακούσει τώρα αυτό το τραγούδι;». Και τότε έκανα κάτι που δεν είχα και δεν έχω ξανακάνει ως τώρα. Άφησα την προηγούμενη μελωδία στην άκρη και το έκανα ζεϊμπέκικο από την αρχή μέχρι το τέλος και έφυγα διακοπές. Πήρα απόσταση και όταν γύρισα με καθαρό μυαλό και αισθητική, μόλις άκουσα και τις δύο εκδοχές, είπα «εδώ είμαστε» και κράτησα εντέλει την αρχική μου μουσική, που είχα προηγουμένως απορρίψει. Αυτή ήταν και η μοναδική περίπτωση που σκέφτηκα πώς μία δημιουργία μου θα περάσει στον κόσμο. Μπορεί να ακουστεί εγωιστικό, αλλά δεν πρέπει να βγαίνεις έξω από τον δικό σου κόσμο κατά τη στιγμή της δημιουργίας, γιατί ουσιαστικά ως δημιουργός αυτόν είναι που καταθέτεις. Δεν θα καταθέσω λοιπόν κάτι μόνον επειδή υποψιάζομαι ότι θα αρέσει στον κόσμο, δε θα καταθέσω κάτι που δε θα είμαι εγώ. Γιατί αλλιώς δε θα είναι γνήσιο, δε θα έχει τη δικιά μου προσωπικότητα, τη δικιά μου εικόνα.
Υπήρξε εκείνη η καλλιτεχνική προσωπικότητα που θα μπορούσατε ενδεχομένως να πείτε ότι σας έδωσε το εναρκτήριο λάκτισμα και έγινε αρωγός στην διαμόρφωση της δικιάς σας καλλιτεχνικής υπόστασης, δίνοντάς σας ίσως ταυτόχρονα και το βάπτισμα του πυρός στα μουσικά πράγματα;
Σίγουρα υπήρξαν φάροι στη ζωή μου, κάποιοι καλλιτέχνες που με επηρέασαν, που ζήλεψα το έργο τους. Ένας από αυτούς βέβαια ήταν ο Χατζιδάκις, όπως είπαμε προηγουμένως. Υπήρξαν ωστόσο και μεμονωμένες περιπτώσεις τραγουδιών που με επηρέασαν και βέβαια χτίσανε ένα κομμάτι της ατμόσφαιρας που κινούμαι. Αλλά δε μπορώ να πω ότι αυτό καθ’ εαυτό κάποιο καλλιτεχνικό πρόσωπο με ώθησε στο να χτίσω τον δικό μου κόσμο. Η τάση μου προς τη μουσική και τη δημιουργία ήρθε από μέσα μου. Όσο κι αν ψάξω, ναι, με επηρέασαν αρκετοί, αλλά στην απόφασή μου να γίνω δημιουργός δεν με ώθησε κάποια προσωπικότητα. Ήταν και είναι εσωτερική μου ανάγκη. Αυτόν που θα μπορούσα όμως να αναφέρω σαν κυρίαρχο παράγοντα στην μουσική μου πορεία είναι ο δάσκαλός μου, ο αείμνηστος Θεόδωρος Μιμίκος από τον οποίον έμαθα μουσική. Με ξεκίνησε από το μηδέν και με έφτασε μέχρι ειδικό αρμονίας , αντίστιξη, φούγκα, οργανολογία και στο τέλος μου έστελνε και μαθητές του.
Πέραν της πλούσιας δισκογραφίας σας, έχετε συνθέσει και μουσικά έργα τόσο για το θέατρο και για τον κινηματογράφο, όσο και για την τηλεόραση. Ποια από αυτά θα μπορούσατε να πείτε – βλέποντάς τα πια από μια χρονική απόσταση – ότι αποτελούν για εσάς τις πιο χαρακτηριστικές αναφορές σας καλλιτεχνικά και για ποιον λόγο;
Θα ξεφύγω λίγο από την ερώτησή σας λέγοντας ότι τα κομμάτια που πιστεύω ότι έχουν κάποια πιθανότητα να νικήσουν το χρόνο βρίσκονται στο χώρο της οργανικής μου μουσικής, γιατί έχει ένα πολύ ευρύ πεδίο έκφρασης. Δεν έχει τον περιορισμό του στίχου, που όσο κι αν είναι ποιητικός καθορίζει το έργο νοηματικά και μορφολογικά. Η οργανική μουσική μπορεί να έχει και πάνω από δύο θέματα, να έχει επεισόδια, να μην υπόκειται στην πίεση του χρόνου, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι μπορεί να είναι και τεράστιο το έργο σε διάρκεια. Υπάρχουν σίγουρα και μεμονωμένα τραγούδια που θεωρώ ότι πήγαν πιο πέρα από αυτό που περίμενα και άγγιξαν ουσιαστικά αυτό που θέλω να κάνω, χωρίς βέβαια να το φτάνουν ποτέ. Όπως ο «Πολεμιστής». Τα πιο γνωστά εντάξει, δε θα ήθελα να τα πω γιατί πήρανε το δικό τους δρόμο αποδεδειγμένα. Υπάρχουν ωστόσο και τραγούδια που δεν ακούστηκαν πολύ αλλά αποτελούν κατ’ εμέ τα πιο χαρακτηριστικά μου δείγματα, όπως η «Μαρμαρυγή» που έχει ερμηνεύσει ο Χρήστος Θηβαίος σε στίχους της Ελένης Φωτάκη, “Ίσαλος γραμμή” με την Μελίνα Κανά και τον Μιχάλη Παπαζήση, το «Τρένο Παλιό» με τον Γιώργο Νταλάρα σε στίχους Ναντίνας Κυριαζή και άλλα πολλά τραγούδια. Επιμένω όμως στην οργανική μου μουσική γιατί έχει μέσα της έναν πλούτο ανάπτυξης και θεωρώ ότι κάποια οργανικά μου κομμάτια θα αντέξουν στο χρόνο και μπορεί κάποιοι να τα ανακαλύψουν αφού φύγω εγώ από τη ζωή.
Αποτελεί βέβαια πια κοινή παραδοχή πως αρκετές δημιουργίες σας έχουν περάσει πλέον στη σφαίρα της διαχρονικότητας. Αποτελεί για εσάς αυτό ζητούμενο, αυτοσκοπό ή απλά προκύπτει; Και, αν κάποιος νέος δημιουργός σάς ρωτούσε πώς κατακτιέται η διάρκεια μιας μουσικής σύνθεσης μέσα στο χρόνο, ποια θα ήταν η απάντηση που θα του δίνατε;
Η διαχρονικότητα σαφώς και είναι ζητούμενο αλλά όχι στο σημείο να επηρεάσει αυτό καθ’ εαυτό το έργο, δηλαδή να σκεφτώ καθήμενος στο πιάνο πώς να χτίσω τη μελωδία που έχω στο μυαλό μου ώστε να μείνει για διακόσια χρόνια. Αυτό δε μπορεί να γίνει. Και αν μπεις σε αυτή τη διαδικασία, αυτό σου αλλάζει την κατεύθυνσή σου. Αλλά ναι, θα ήθελα η δουλειά μου να εκτιμηθεί και να αντέξει σε βάθος χρόνου. Επίσης, δεν θα μπορούσα να συμβουλέψω κάποιον νέο για την κατάκτηση της διαχρονικότητας κι αυτό επειδή οποιαδήποτε τέτοια εκ μέρους μου κατεύθυνση θα ήταν αυθαίρετη. Σήμερα η κοινωνία είναι εθισμένη στο να ακούει την σημερινή αρμονία με τα αντίστοιχα διαστήματα. Αυτή είναι η μουσική για σήμερα, που παράγει συναίσθημα σήμερα, αλλά μπορεί όχι σε διακόσια χρόνια από τώρα. Όμως τι να λέμε; Εδώ έχουμε φτάσει στο σημείο να υπάρχουν παιδιά στις μέρες μας που δεν ξέρουν ούτε καν ποιος είναι ο Χατζηδάκις ή ο Θεοδωράκης κι αυτό είναι αποκαρδιωτικό.
Βέβαια αν ορισμένοι εκπαιδευτικοί ενεργοποιούσαν ως προς αυτό και την ατομική τους ευθύνη και κινητοποιούνταν δραστικά, ίσως θα μπορούσε να σωθεί κάπως η κατάσταση.
Μα φυσικά! Πριν από πολλά χρόνια θυμάμαι, με είχαν καλέσει σε ένα νηπιαγωγείο του Χορτιάτη στο τέλος της εκπαιδευτικής σεζόν, όπου δούλευαν όλο το χειμώνα δύο νηπιαγωγοί με τα νηπιάκια τα τραγούδια και τα οργανικά μου. Πράγματι πήγα και ήταν η ωραιότερη συναυλία που έχω κάνει. Το σκέφτομαι με πολύ συγκίνηση. Ήταν 20 πιτσιρίκια που γνώριζαν για τη μουσική μου και για εμένα, μιλούσαν με τόσο σεβασμό για το έργο μου και μου ζήτησαν και παίξαμε αρκετά τραγούδια και οργανικά μου. Αυτά τα παιδάκια λοιπόν, είμαι σίγουρος ότι έχουν σήμερα άλλη οπτική στην μουσική. Πόσο σημαντικό ρόλο παίζει η παιδεία! Αν αυτό το πράγμα γινόταν σε κρατική βάση, με πρόγραμμα – ας πούμε – μελέτης Ελλήνων συνθετών, σήμερα τα πράγματα θα ήταν πολύ διαφορετικά και ελπιδοφόρα.
Η κρατική μέριμνα οπωσδήποτε θα άλλαζε το τοπίο και μακάρι να ενεργοποιηθεί άμεσα. Έχετε ωστόσο αδιαμφισβήτητα μια φαρέτρα γεμάτη αξιοσημείωτες δημιουργίες και αναρωτιέμαι αν ένας καλλιτέχνης του δικού σας βεληνεκούς έχει άραγε επιθυμίες για συνεργασίες, που θα μπορούσαν ίσως να σας βάλουν ακόμη και σε κάποιους άλλους δημιουργικούς δρόμους που κι εσείς δεν έχετε ανακαλύψει ως τώρα;
Φυσικά! Εγώ αυτή τη στιγμή νιώθω ότι βρίσκομαι σε μια δημιουργική εφηβεία. Γι’ αυτό και, όσο έχω δυνάμεις, θέλω να κάνω καινούργια πράγματα. Κι αυτή η νέα δισκογραφική συνεργασία που έκανα τώρα με τα παιδιά από το μουσικό κουτί που θα κυκλοφορήσει προσεχώς, έδωσε έναν νέο ήχο που τον είχα βέβαια στα ακούσματά μου και μου άρεσε πολύ.
Δημιουργικά απωθημένα έχετε; Συνεργασίες που ενδεχομένως ήταν να συμβούν αλλά για κάποιο λόγο πάγωσαν ή ματαιώθηκαν ή και συνεργασίες που δεν τολμήσατε να κάνετε ως τώρα αλλά θα θέλατε να συμβούν στο μέλλον;
Έχω πολλές επιθυμίες για συνεργασίες που θα ήθελα να συμβούν αλλά δεν ευοδώθηκαν ακόμα, με τραγουδιστές, στιχουργούς και με σχήματα. Το μέλλον θα δείξει ποιες και πότε θα πραγματοποιηθούν. Επιθυμία μου βέβαια ήταν και η Ελένη Τσαλιγοπούλου, με την οποία έχουμε συνεργαστεί δισκογραφικά στο παρελθόν αλλά και πρόσφατα στο τραγούδι «Γυναίκα» σε στίχους της Φωτεινής Λαμπρίδη με την οποία επίσης γνωριζόμαστε από πολύ παλιά και έχουμε συνεργαστεί ξανά. Μου έστειλε λοιπόν η Φωτεινή κάποια στιχάκια και δύο από αυτά με κινητοποίησαν έντονα. Η «Γυναίκα» αναφέρεται στη διαχρονική καταπίεση των γυναικών από την πατριαρχία, το ηχογραφήσαμε με την Ελένη πριν δύο χρόνια στα AntArtStudios και το κυκλοφορήσαμε τον περασμένο Οκτώβριο. Την Ελένη την θεωρώ πραγματικά σπουδαία τραγουδίστρια και πιστεύω ότι θα μείνει στο πάνθεον των ερμηνευτριών όπως η Νίνου, η Μπέλλου, η Μοσχολιού και η Αλεξίου. Επίσης επιθυμία μου είναι να αρχίσει να παίζεται η μουσική μου από μεγάλα σχήματα, που τελευταία σε επίπεδο τραγουδιών έχει αρχίσει και γίνεται αρκετές φορές. Η μόνη συναυλία ως τώρα, όπου έπεσε όλο το βάρος στην οργανική μου μουσική ήταν πριν από λίγο καιρό, στις 3 Νοεμβρίου, στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης με τον συμφωνική ορχήστρα του Δήμου Θεσσαλονίκης και με τίτλο «Γιώργος Καζαντζής, για Μεγάλη Ορχήστρα», μια συναυλία που πήγε εξαιρετικά καλά!
Παρουσιάσατε ουσιαστικά όλο τον ορχηστρικό σας κόσμο εκεί, ένα ανθολόγιο των ορχηστρικών σας κομματιών κινηματογραφικής ατμόσφαιρας, όπως «Το Βαλς της Ουτοπίας», «ο Σορόκος» αλλά και την ορχηστρική εκδοχή από το soundtrack της τηλεοπτικής σειράς «Άγριες Μέλισσες». Και όλα αυτά επιστεγάστηκαν με την συμμετοχή και του Βασίλη Λέκκα.
Ακριβώς! Είμαι πολύ χαρούμενος για όλο αυτό που συνέβη στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης γιατί ήρθε πάρα πολύς κόσμος και είδε την ουσιαστική – κατ’ εμέ – εικόνα του Καζαντζή, την οργανική μου προσέγγιση και μάλιστα παρουσιασμένη από ένα μεγάλο μουσικό σύνολο, το οποίο έπαιξε πάρα πολύ καλά. Ο Βασίλης ήταν και είναι εξαιρετικός μιας και φυσικά έχει μια πλούσια εμπειρία με μεγάλα σύνολα. Ερμήνευσε κάποια από τα πολύ γνωστά μου τραγούδια, τραγούδια από τον δίσκο μας «Κατάρτι κι ατμός» και πράγματι ήταν ένα πολύ ωραίο επιστέγασμα.
Πώς και προέκυψε όμως τώρα αυτή η παρουσίαση της οργανικής σας μουσικής και μάλιστα μετά από τόσα χρόνια;
Είναι ιστορία τριών χρόνων. Ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Μεγάρου Μουσικής Θεσσαλονίκης Χρίστος Γαλιλαίας μου πρότεινε να μου κάνει το μέγαρο ένα αφιέρωμα και φυσικά το εκτίμησα πάρα πολύ. Από εκεί και πέρα η πραγματοποίηση της συναυλίας τράβηξε αρκετά. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι τελικά έγινε με πολύ μεγάλη επιτυχία. Ήταν απίστευτη η προσέλευση του κόσμου, κάτι που δεν το περίμενα για να είμαι ειλικρινής, γιατί ήταν ξεκάθαρο ότι βασιζόταν στην οργανική μου μουσική, με τίμησαν όμως και ενθουσιάστηκαν μάλιστα, αν και το είδος δεν έχει πολλούς φίλους στην χώρα μας. Το ευτυχές είναι ότι έχει καταγραφεί ηχητικά και τηλεοπτικά από την τηλεόραση της ΕΡΤ 3 με ένα εξαιρετικό μοντάζ και σπουδαίο ήχο επεξεργασμένο από εμένα και τους συνεργάτες μου.
Η δική σας αρχή έγινε στη Θεσσαλονίκη, που παραμένει κιόλας η βάση σας. Πόσο σημαντικό ρόλο παίζει άραγε για έναν δημιουργού ο τοπογραφικός του προσδιορισμός και η κουλτούρα της περιοχής στην οποία προκύπτει ή έχει επιλέξει να ζει και να παράγει το έργο του;
Στο επικοινωνιακό κομμάτι έχω χάσει ομολογουμένως πάρα πολύ και συνεχίζω να χάνω. Αλλά στο κομμάτι της δημιουργίας έχω κερδίσει μένοντας στη Θεσσαλονίκη. Στην Αθήνα, επειδή το επικοινωνιακό είναι πολύ πιο εύκολο, έχεις το νου σου να μιλήσεις από δω κι από κει, να βγεις, να κυκλοφορήσεις και όλο αυτό γίνεται εις βάρος της δημιουργίας. Η δημιουργία θέλει ένα περιβάλλον αποστειρωμένο από έξωθεν επιρροές, να είσαι πολύ συχνά σε συζήτηση με τον εαυτό σου, να βουτάς μέσα σου, να ανασύρεις ιδέες, να παίζεις με το συναίσθημα. Αυτά όλα σε έναν κόσμο που είναι σειρήνα, όπως η Αθήνα που είναι γεμάτη ερεθίσματα και επικοινωνίες, δεν μπορούν να σε κρατήσουν συντονισμένο. Νομίζω ότι, αν ήμουνα στην Αθήνα, δε θα έκανα όλα αυτά που έχω κάνει. Μ’ αρέσει η Αθήνα αλλά να την ζω σαν επισκέπτης, κάνοντας τις συναυλίες μου, τις ενδεχόμενες επικοινωνίες μου και να επιστρέφω πάλι στο ορμητήριο μου.
Επομένως η Θεσσαλονίκη είναι το δημιουργικό σας κρησφύγετο. Θα ήθελα όμως να σας μεταφέρω νοητά σε δυο σταθμούς της πορείας. Διονύσης Σαββόπουλος και Μάνος Χατζιδάκις. Πέρα όμως από την καλλιτεχνική σας συναναστροφή, ποια ήταν και τι σας έχει αφήσει η επαφή σας και σε επίπεδο διαπροσωπικής σχέσης;
Με τον Μάνο Χατζιδάκι δεν υπήρξε προσωπική συναναστροφή, πρώτη φορά είχαμε καθίσει σε ένα κοινό τραπέζι και δύο μέρες ήμασταν πολύ κοντά ενόψει των Αγώνων Ελληνικού Τραγουδιού της Καλαμάτας, έτσι τον γνώρισα πολύ καλά και σε επίπεδο συμπεριφοράς και στην παρέα. Ο Χατζιδάκις είναι μια προσωπικότητα μοναδική απ’ όπου κι αν τον δεις, από τη μουσική του, από τα γραφόμενά του, από την στάση ζωής του, ακόμα κι από τον θάνατό του. Είχε την μεγαλοσύνη και συγχρόνως την ταπεινότητα να ζητήσει από τους οικείους του μια σεμνή κηδεία χωρίς κόσμο. Αυτό και μόνο για μένα σημαίνει θέωση. Πέρα από την εξαίσια μουσική του, ακόμα και τα γραφτά του αποδεικνύουν ότι ο άνθρωπος ήταν φιλόσοφος.
Υπάρχει όμως κάποια φράση του ή κάποια συμβουλή του που κρατήσατε ενδεχομένως και μπορεί σας συνοδεύει ακόμα μέχρι και σήμερα;
Από εκείνη τη συνύπαρξη διαπίστωσα ότι δεν ίσχυε τίποτα από όλα εκείνα που μας έλεγαν για τον Χατζιδάκι, αλλά αντιθέτως ήταν ένας γλυκύτατος άνθρωπος, πολύ επικοινωνιακός, που αγαπούσε τους νέους και δεν ήταν σε καμία περίπτωση σνομπ. Αγαπούσε τους ανθρώπους γύρω του, είχε τεράστιο χιούμορ. Είχε μια απλότητα και μια επαφή με την πραγματικότητα που είναι αξιοπρόσεκτες.
Ανοίγοντας το κεφάλαιο Διονύσης Σαββόπουλος;
Με το Σαββόπουλο αντιθέτως είχα πολλές σχέσεις.
Και όλα ξεκίνησαν από ένα τηλεφώνημα…
Ακριβώς. Ήμουν τότε διορισμένος στο δήμο Κατερίνης. Μόλις είχα φτιάξει τον πρώτο δίσκο μου. Τον πήρα στο τηλέφωνο και του είπα «Διονύση, είμαι ένας τραγουδοποιός από Θεσσαλονίκη και έχω κάνει έναν δίσκο», δέχτηκε αμέσως να τον ακούσει και του άρεσε. Μου είπε να κάνουμε κάτι στο «Ζήτω το ελληνικό τραγούδι» και μάλιστα ζήτησε να το κάνω στη Θεσσαλονίκη και να του το πάω να το δει. Το έκανα του άρεσε και το παίξανε το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου, πριν την Ανάσταση. Με τον Διονύση κρατήσαμε την επαφή, με είχε προτείνει μάλιστα σε έναν φορέα που του είχε ζητήσει μια μουσική για μια κοινωφελή διαφήμιση ευαισθητοποίησης, αλλά είχαμε κάνει προηγουμένως και μια συνεργασία με τον Σταύρο Κουγιουμτζή. Έπαιζα πιάνο με τον Σταύρο και είχε έρθει τότε ο Διονύσης και παίξαμε μαζί του σε τρεις συναυλίες στην Κύπρο.
Πιστεύετε σήμερα πως υπάρχουν ή μπορούν να γεννηθούν μέσα από την Τέχνη μουσικά ινδάλματα, όπως εκείνα του παρελθόντος που θα εμπνεύσουν ουσιαστικά την κοινωνία και θα εμπνέονται από εκείνη; Και ποια θεωρείτε ότι πρέπει να είναι η σχέση του καλλιτέχνη με τον μέσα και τον έξω κόσμο του; Να τον κατευθύνει ή να κατευθύνεται από εκείνον;
Η κοινωνία χρειάζεται γνήσια εμπνευσμένους καλλιτέχνες για της δίνουν ανάσες κόντρα στην ασφυξία που προκαλεί η βάρβαρη καθημερινότητα. Μεταξύ του καλλιτέχνη και την κοινωνίας γίνεται μια ανταλλαγή, γίνεται ένα κύκλος. Ο καλλιτέχνης και επηρεάζει την κοινωνία αλλά και επηρεάζεται από αυτήν. Κατά βάση τα ερεθίσματά του προέρχονται από την κοινωνία, τα μετατρέπει σε μια μορφή Τέχνης που της την επιστρέφει. Αν αυτός ο κύκλος είναι ευρύς και συχνός, τότε σίγουρα αυτό είναι προς όφελος του κοινού, καθώς το βάζει σε μια ρότα αναζήτησης και αισθητικής αντίληψης.
Μία παλαιότερη πρακτική των συνθετών ήταν να δισκογραφούνε ολοκληρωμένες δουλειές τους είτε με τον ίδιο ερμηνευτή είτε με διαφορετικούς στον ίδιο δίσκο τους. Πλέον αυτό αποτελεί σπάνιο φαινόμενο με τους περισσότερους ερμηνευτές να επιλέγουν να οργανώνουν πολυσυλλεκτικούς δίσκους από πλευράς δημιουργών. Εσείς είστε σύμφωνος με αυτή τη νέα λογική; Και κατά πόσο θεωρείτε ότι αυτή επηρεάζει ή όχι το τελικό συνολικό αποτέλεσμα;
Όχι, δεν είμαι σύμφωνος για τον εξής λόγο. Ένας δίσκος που αποτελείται από τραγούδια έχει τον ερμηνευτή που είναι το κυρίαρχο όργανο, ο πυρήνας όμως του τραγουδιού είναι η σύνθεση, είναι ο στίχος και η μουσική. Αν ένας πολυσυμμετοχικός δίσκος έχει δέκα τέτοιους πυρήνες και το στοιχείο που δίνει τη μοναδικότητα είναι ο τραγουδιστής, τότε δεν υπάρχει κοινή καταγωγή στην έμπνευση και η αίσθηση του ότι η ταυτότητα του δίσκου δίνεται από τον τραγουδιστή είναι για εμένα πολύ επιδερμική. Ο πυρήνας της ύπαρξης ενός δίσκου είναι ο δημιουργός του ή ο γάμος – αν θέλεις – της μουσικής με τον στίχο αλλιώς το κέντρο βάρους παίζει και δεν έχει μια γνήσια ταυτότητα. Αυτή είναι βέβαια η προσωπική μου άποψη και γι’ αυτό, αν και δίνω τραγούδια μεμονομένα σε συμμετοχές, προσπαθώ κυρίως να κάνω δίσκους ολοκληρωμένους που να αποτυπώνουν το προσωπικό μου ύφος.
Παρεισφρέοντας στο κομμάτι της παραγωγής ωστόσο και γνωρίζοντας πια καλά πλέον πως οι παραγωγές σήμερα στο χώρο του έντεχνου είναι σαφώς περιορισμένες και παραγκωνισμένες, με τις μεγάλες δισκογραφικές να επενδύουν περισσότερο σε τραγούδια του συρμού, όπως εκείνα της trap μουσικής που σήμερα μαστίζει ως φαινόμενο, ποια είναι η τοποθέτησή σας επ’ αυτού;
Οι δισκογραφικές εταιρείες, όπως συνέβαινε πάντα, είναι κατά βάση κερδοσκοπικές εταιρείες. Δεν έχουν ηθικούς φραγμούς στο κομμάτι της δημιουργίας. Παλαιότερα προσέφεραν στο έντεχνο γιατί αυτό απέδιδε οικονομικά. Τώρα δεν ξέρω ποια κέντρα δημιούργησαν έναν εκφυλισμό στο τραγούδι και έφτασε σήμερα να μην ακούει ο ακροατής έντεχνο τραγούδι, τραγούδι που έχει κάτι να πει. Και μοιραία, εφόσον σήμερα η νεολαία, που είναι το κυρίαρχο αγοραστικό κοινό, ακούει trap, έτσι και οι εταιρείες επενδύουν σε αυτό που αποφέρει. Αυτό όμως είναι μια παρατήρηση που ακουμπάει ευρύτερα την πορεία της κοινωνίας. Αυτό δε συμβαίνει μόνο στην μουσική και γενικότερα στην Τέχνη. Βλέπουμε – ας πούμε – ταινίες και σειρές παίζουνε τα συνδρομητικά. Προωθείται οτιδήποτε βλέπουν ότι παράγει χρήμα. Κι αυτή η μουσική σαν μόδα να παρέλθει, θα έρθει κάτι άλλο το ίδιο κακό ή και χειρότερο γιατί την τάση αυτή δεν την δίνει η μουσική αλλά αυτοί που επιθυμούν το κέρδος. Για εμένα η μάστιγα του σήμερα είναι το κέρδος είτε αυτό είναι αυτοσκοπός για να δημιουργήσει εξουσία είτε η εξουσία για να δημιουργήσει κέρδος.
Εδώ και αρκετά χρόνια, ωστόσο, εσείς διαθέτετε το δικό σας στούντιο, το «Polytropon», που αποτελεί τον προσωπικό σας χώρο δημιουργίας. Πώς προέκυψε τότε αυτή η απόφαση της δημιουργίας του; Και εντέλει σήμερα σας δικαιώνει και κατά πόσο σας δίνει αυτό το αίσθημα της ελευθερίας και της αυτονομίας σε παραγωγικό επίπεδο;
Το στούντιο δημιουργήθηκε το 1994. Είχα ανάγκη, όπως όλοι οι μουσικοί, να κάνω έναν δικό μου χώρο. Ο χρόνος έδειξε ότι ήταν μια απόλυτα σωστή η απόφαση που με βοήθησε καλλιτεχνικά γιατί είχα χώρο για τις πρόβες και τις ηχογραφήσεις μου ενώ τα κομμάτια μου είχαν μια αυτονομία και φυσικά είχα και μια άλλη δυνατότητα κινήσεων. Τώρα πλέον είναι ένα εργαλείο που διαχειρίζεται ο γιος μου. Ήταν λοιπόν μια τεράστια απόφαση με πολύ ρίσκο που όμως με δικαίωσε σε πολλά επίπεδα.
Έχει γεννηθεί ποτέ μέσα σας η ανησυχία, που γεννάται σε κάποιους καλλιτέχνες ορισμένες φορές, ότι δηλαδή μπορεί κάποια στιγμή χωρίς καμία προειδοποίηση να κλείσει η κάνουλα της έμπνευσής σας ή μήπως τελικά η έμπνευση, όταν είναι αυθεντική, πάντα βρίσκει τρόπους να ενεργοποιείται;
Εγώ την έμπνευση δεν την κυνηγάω. Έχω περάσει και διαστήματα ενός και δύο χρόνων που δεν έγραφα καθόλου. Δε με ενόχλησε. Είδα ότι επανήλθα. Η έμπνευση ουσιαστικά θέλει και έναν κόσμο εσωτερικό που να έχει συνειδητοποιήσει τη μηδαμινότητά του, να έχει πονέσει, να έχει χαρεί, να έχει ζήσει, να μαζέψει ερεθίσματα, τα οποία τη σωστή στιγμή θα αναβλύσουν. Αυτά τα έχω μέσα μου. Μπορεί στα παιδικά μου χρόνια να μην έζησα πείνα, αλλά έχω περάσει πολλά στη ζωή μου, έχω κυνηγήσει τη ζωή μου, οπότε έχω πάρει και το feedback της χαράς και της λύπης. Όμως αυτή η σκέψη του αν κάποια στιγμή θα κλείσει η στρόφιγγα δε με απασχολεί. Αν όντως συμβεί, εγώ θα περιμένω να ανοίξει πάλι κάνοντας ό,τι έκανα πάντα. Αν αργήσει να ανοίξει, έχω αποδεχτεί ότι και η ηλικία ίσως θα έχει οδηγήσει εκεί τα πράγματα, αν και στη δημιουργία δεν παίζει κάποιον ρόλο, όπως έχω αποδεχτεί και ότι κάποια στιγμή θα φύγω απ’ αυτόν τον κόσμο. Έχω συμφιλιωθεί με την ιδέα του θανάτου και αυτή η συμφιλίωση είναι και η ευχή που δίνω σε όλους τους ανθρώπους. Άμα συμφιλιωθείς με την ιδέα του τέλους και του ότι όλα κάνουν τον κύκλο τους, έχεις κερδίσει τη ζωή. Είμαι αντικειμενικός. Δισεκατομμύρια άνθρωποι στο παρελθόν γεννήθηκαν, μεγάλωσαν, είχαν προσδοκίες και αυτοί τη στιγμή δεν υπάρχουν.
Μήπως σε αυτή τη συμφιλίωσή σας έχει ασκήσει καταλυτική επίδραση και ίσως ένα αίσθημα πληρότητας για όλα όσα έχετε καταφέρει στη ζωή σας ως τώρα;
Πολύ πιθανό αν και δεν πιστεύω ότι έκανα τίποτα σπουδαίο! Νιώθω όμως ότι έχω αφήσει ένα μικρό χνάρι σε αυτή τη ζωή και αυτό ενδεχομένως βοηθάει. Κάποια στιγμή ίσως η ιστορία πει ότι υπήρξε κάποτε ένας συνθέτης ονόματι Καζαντζής και η τεχνολογία πιθανόν να βοηθήσει σε αυτό, ώστε μετά από χρόνια κάποιος ευαίσθητος ακροατής μπορεί να ακούσει ένα τραγούδι μου και να το ανασύρει.
Κάνοντας λοιπόν το επιστέγασμα αυτής της πολύ ουσιαστικής μας συζήτησης, σήμερα σας πετυχαίνουμε πάλι σε αυτή τη δημιουργική εφηβεία, όπως μου είπατε προηγουμένως, καθώς βρίσκεστε σε πολύ παραγωγικές στιγμές σας, μιας και ηχογραφείτε στα AntArtStudios έναν νέο σας δίσκο με τους μουσικούς της εκπομπής «ΜΟΥΣΙΚΟ ΚΟΥΤΙ». Πώς προέκυψε η σύμπραξή σας με τους μουσικούς του Μουσικού Κουτιού και τι θα θέλατε να μοιραστείτε μαζί μας γι’ αυτό το νέο καλλιτεχνικό σας εγχείρημα;
Αυτός ο δίσκος ήταν μια επιθυμία των παιδιών από το «Μουσικό Κουτί». Είχα πάει στην εκπομπή και μετά το τέλος, αφού περάσαν οι δύο μέρες που ήμασταν μαζί, ένιωσα τόση αγάπη, τόσο σεβασμό, τόση εκτίμηση και τόσο θαυμασμό από αυτούς τους υπέροχους μουσικούς, γνήσιους εκπρόσωπους της νέας γενιάς μουσικών, που κολακεύτηκα αλλά θεώρησα ότι ήταν ένα κομπλιμέντο της στιγμής. Μετά ήρθαν τα παιδιά σε ένα φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης στο Μπούκοβο και πάλι η ίδια ένθερμη πρόταση. Οπότε κι εγώ πήρα την απόφαση να το κάνουμε. Έκανα επτά τραγούδια με συμμετοχές πολύ καλές από τραγουδιστές. Συμμετέχουν η Νατάσα Μποφίλιου, ο Βασίλης Σκουλάς με τη Σόνια Θεοδωρίδου σε ένα κόντρα ντουέτο, ο Γιώργος Μεράντζας, η Μαρία Παπαγεωργίου, ο Λάκης ο Παπαδόπουλος, η Ναταλία Λαμπαδάκη και ο Παντελής Θεοχαρίδης. Κανονίσαμε λοιπόν τρεις μέρες lockoutstudio, κατέβηκα στην Αθήνα, γράψαμε όλον το δίσκο και είμαι ειλικρινά κατενθουσιασμένος με το αποτέλεσμα. Οι στιχουργοί του δίσκου είναι η Ναντίνα Κυριαζή, ο Ισαάκ Σούσης και ο Βαγγέλης Βελόνιας.
Μήπως όμως αυτή η σύμπραξη με τα παιδιά από το «Μουσικό Κουτί» γέννησε και κάτι ακόμα σε επίπεδο σύμπραξης το οποίο ίσως να έπεται;
Εννοείται! Πέρα από την παρουσίαση του δίσκου που θα κανονιστεί, τα παιδιά αλλά και εγώ θέλουμε να μπούμε ενδεχομένως και σε κάποια σειρά από συναυλίες. Ο καιρός θα το δείξει!
Πριν κλείσουμε όμως, ξέρω ότι υπάρχει ένας ακόμα δίσκος που είναι ήδη έτοιμος και επίκειται πολύ άμεσα και η κυκλοφορία του.
Ναι!!! Είναι όντως έτοιμος αυτός ο δίσκος εδώ και πάρα πολύ καιρό με την Ασπασία Στρατηγού και συμμετοχή από ένα τραγούδι ο Γιώργος Μεράντζας και ένα η Ναντίνα Κυριαζή, που υπογράφει στιχουργικά και πέντε από τα τραγούδια του δίσκου αυτού. Σε ένα υπογράφει τους στίχους η Σάνυ Μπαλτζή, σε άλλο ένα ο Διονύσης ο Καραντζάς και σε ακόμη ένα ο Ιωάννης Πανουτσόπουλος.
Και πράγματι, όπως τότε είχαμε πει, ο δίσκος κυκλοφόρησε, τιτλοφορήθηκε με τον πολύ ευρηματικό τίτλο «Μοιραία Κοιμωμένη» και έφτασε η στιγμή της επίσημης παρουσίασής του στο κοινό.
INFO ΔΙΣΚΟΥ & ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ – ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗΣ ΔΙΣΚΟΥ «ΜΟΙΡΑΙΑ ΚΟΙΜΩΜΕΝΗ»
ΠΕΜΠΤΗ 16 ΜΑΪΟΥ 2024 – ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ (κεντρική σκηνή)
Το νέο άλμπουμ με τίτλο “Μοιραία κοιμωμένη” σε μουσική – ενορχήστρωση του Γιώργου Καζαντζή και κύρια ερμηνεύτρια την Ασπασία Στρατηγού παρουσιάζεται σε μια ξεχωριστή συναυλία στην κεντρική σκηνή του Σταυρού του Νότου, την Πέμπτη 16 Μαΐου 2024.
Μια βραδιά με μοναδικό χαρακτήρα όπου θα παρουσιαστούν για πρώτη φορά ζωντανά τα τραγούδια αυτής της νέας δουλειάς του Γιώργου Καζαντζή.
Συμμετέχουν στον δίσκο και στην συναυλία ο Γιώργος Μεράντζας και η Ναντίνα Κυριαζή, η οποία υπογράφει στιχουργικά και τα πέντε από τα οκτώ τραγούδια, ενώ τα υπόλοιπα υπογράφουν η Σάννυ Μπαλτζή, ο Διονύσης Καρατζάς και ο Ιωάννης Πανουτσόπουλος.
Στη συναυλία θα ακουστούν – εκτός από τα τραγούδια του νέου δίσκου – και άλλα γνωστά και αγαπημένα του Γιώργου Καζαντζή, ενώ ο Παντελής Θαλασσινός θα ερμηνεύσει τραγούδια από τον κοινό τους δίσκο “Αινίγματα”, σε στίχους Κώστα Φασουλά καθώς και δικά του αγαπημένα.
Το άλμπουμ «Μοιραία Κοιμωμένη» κυκλοφορεί επίσημα σε όλες τις ψηφιακές πλατφόρμες από την FM RECORDS.
Παίζουν οι μουσικοί : ακορντεόν | Θάνος Σταυρίδης, κοντραμπάσο | Πέτρος Βαρθακούρης, τύμπανα | Θάνος Καζαντζής, κιθάρα | Βασίλης Προδρόμου, λαούτο – μπουζούκι | Νίκος Μέρμηγκας, πιάνο | Γιώργος Καζαντζής
Τοποθεσία | Σταυρός του Νότου – Κεντρική Σκηνή
Τηλ. | 210 9226975
Ώρα προσέλευσης | 21.00
Ώρα έναρξης | 21:30
Επαναφορά στο τότε. Και κάπως έτσι ολοκληρώθηκε η πρώτη μας συνάντηση…
Σας ευχαριστώ πολύ για την τόσο γεμάτη μας κουβέντα και σας εύχομαι να είστε πάντα καλά και τόσο δημιουργικός και δραστήριος!
Κι εγώ ευχαριστώ πολύ! Είσαι πραγματικά ένα πολύ φωτεινό άτομο και εύχομαι τα καλύτερα!
Ο Αμερικανός μουσικός Frank Zappa κάποτε διατράνωνε ότι η μουσική είναι η μοναδική θρησκεία που πραγματοποιεί όλα όσα υπόσχεται. Κι αν πράγματι είναι έτσι, τότε οι μελωδίες του Γιώργου Καζαντζή αποτελούν στο σύνολό τους μια ξεχωριστή θρησκεία που προσελκύει διαρκώς ευσεβείς πιστούς με πολύ σημαντική γεωμετρική πρόοδο μέσα στην πάροδο των χρόνων. Κι εγώ ομολογώ πως είμαι αδιαμφισβήτητα ένας από εκείνους. Ο ευφυής και καταξιωμένος συνθέτης παίρνοντας τις ευωδιές απ’ το “χειμωνανθό” της έμπνευσης και ξεχωρίζοντας απ’ όλες τις άλλες “μέλισσες” του καλλιτεχνικού μας κόσμου, έχει αποδείξει περίτρανα πως οι δημιουργίες του ποτέ δεν “ήτανε αέρας”, αλλά κατάφεραν και μάζεψαν κοντά του πολλούς απ’ τους μεγάλους και σημαντικούς του ελληνικού πενταγράμμου κι εμφιλοχώρησαν μέσα στους “δείκτες” των ψυχών των περισσότερων από εκείνους που σέβονται μουσικά τον εαυτό τους. Η πρώτη μας συνάντηση με τον κύριο Γιώργο έγινε τον Νοέμβριο του 2023, ένα ζεστό πρωινό σ’ ένα όμορφο καφέ στην Πλάκα. Κουβεντιάσαμε για ώρα, οι ενέργειές μας συντονίστηκαν, μου άνοιξε τα χαρτιά του γενναιόδωρα, γνωριστήκαμε, συνδεθήκαμε κι ακόμα μέρα με τη μέρα έχω την τύχη να τον γνωρίζω ακόμη περισσότερο. Η τότε πρώτη μας κουβέντα, βέβαια, δεν δημοσιεύτηκε ως τώρα. Ίσως περίμενε την ώρα της. Και πράγματι ήρθε, λίγο πριν την πολυαναμενόμενη συναυλία του στην κεντρική σκηνή του Σταυρού του Νότου την Πέμπτη 16 Μαΐου 2024, με αφορμή την παρουσίαση του νέου του δίσκου με τίτλο “Μοιραία Κοιμωμένη” και με βασική του ερμηνεύτρια την Ασπασία Στρατηγού, η οποία θα συμπράξει επί σκηνής με τον Παντελή Θαλασσινό, τον Γιώργο Μεράντζα και την Ναντίνα Κυριαζή.
Ομολογουμένως είστε άρρηκτα συνδεδεμένος με αυτό που στην Ελλάδα κατονομάζουμε «έντεχνο τραγούδι», την ίδια στιγμή βέβαια που τα σύνορα αυτά της ελληνικής μουσικής έχουν αρχίσει πια όλο και πιο έντονα να παραμερίζονται από πολλούς συναδέλφους σας. Αρχικά, εσείς άραγε αποδέχεστε αυτή την κατηγοριοποίηση και, δευτερευόντως, θεωρείτε πως εντέλει πρέπει να υπάρχουνε στην Τέχνη διαχωριστικές γραμμές που να είναι σταθερές και σεβαστές και, σε κάθε περίπτωση, γιατί;
Θα πρέπει πρώτα να αποσαφηνίσουμε τι σημαίνει «έντεχνο τραγούδι», γιατί υπάρχει μια πολεμική μεταξύ των μεν και των δε, εκείνων δηλαδή που το υπηρετούν κι εκείνων που δεν ανήκουν σε αυτό, παρότι εξανίστανται και τοποθετούν την Τέχνη τους σε αυτό το πεδίο. Το «έντεχνο τραγούδι» είναι ένας τεχνικός όρος και δεν έχει να κάνει με το αν αυτό καθ’ εαυτό το τραγούδι κάνει Τέχνη. Εγώ ως δημιουργός αναζητώ πάντα μέσα μου για να εκφράζω κάθε φορά το προσωπικό μου ύφος, γιατί αυτό έχει νόημα στη δημιουργία. Δεν έχει νόημα να γράψεις κάτι σήμερα, που να μην βάζει ένα λιθαράκι στο οικοδόμημα της μουσικής. Αυτό έχει ανάγκη ο κόσμος που αναζητά! Προκειμένου όμως να συνομιλήσω με τον εαυτό μου και να ψάξω βαθύτερα για να βγάλω κάτι εντελώς δικό μου, έχω πάντα μαζί μου την εργαλειοφόρο της έντεχνης μουσικής, δηλαδή όλα εκείνα τα τεχνικά εργαλεία που διδαχθήκαμε από την έντεχνη μουσική, τις μετατροπίες, αντιστίξεις, πολυρυθμίες, επεισόδια και άλλα. Αυτά όμως τα στοιχεία δε μπορείς να τα χρησιμοποιήσεις με τυφλοσούρτη, αλλά προϋποθέτουν γνώση, μελέτη και εσωτερική διεργασία για να σε οδηγήσουν στο χτίσιμο μιας δικιάς σου ατμόσφαιρας, με άλλα λόγια να γίνουν το δικό σου εργαλείο για να διαμορφώσεις το δικό σου δομικό υλικό. Εξάλλου, το έντεχνο προήλθε από τον Χατζιδάκι, τον Θεοδωράκη και όλους εκείνους τους προπάτορές μας που χρησιμοποιούσαν όλα αυτά τα στοιχεία. Επομένως, τεχνικός είναι ο προσδιορισμός, δεν είναι αισθητικός. Αυτό το υπερασπίζομαι λοιπόν και θεωρώ ότι όντως ανήκω σε αυτό που λέμε «έντεχνο τραγούδι», γιατί φτιάχνω τη μουσική μου αξιοποιώντας όλα αυτά που προείπα. Πολλοί είναι εκείνοι ωστόσο που οικειοποιούνται αυτόν τον όρο του έντεχνου χωρίς να τον εξυπηρετούν.
Είναι αρκετοί εκείνοι που διατείνονται πως στην Τέχνη δεν υπάρχει παρθενογένεση. Εσείς προσωπικά ως δημιουργός συμφωνείτε ή διαφωνείτε με αυτή την άποψη και, μετά από τόσα χρονιά ενεργού δράσης, ποιο είναι τελικά το ερέθισμα εκείνο που μπορεί να πυροδοτήσει τη δική σας έμπνευση;
Τα όρια είναι ασαφή. Σίγουρα όλοι είμαστε επηρεασμένοι από κάπου. Μ’ αυτή την έννοια το δέχομαι ότι δεν υπάρχει παρθενογένεση. Εγώ – ας πούμε – έχω ακούσει τόσο πολύ Χατζηδάκι και Beatles, έχω συγκινηθεί τόσο πολύ που σίγουρα με έχουν επηρεάσει. Δεν είναι λοιπόν δυνατόν στοιχεία από εκείνους τους καλλιτέχνες να μην έχουν μπει μέσα και στη δικιά μου μουσική και στο αίμα της καλλιτεχνικής μου ύπαρξης και να μην έχουν συμπαρασύρει και τη δικιά μου βαθύτερη άποψη. Από κει και πέρα είναι θέμα του κάθε δημιουργού, πώς θα αφομοιώσει όλες τις επιρροές και πόσο βαθιά μέσα του θα κολυμπήσει για να ανασύρει εντελώς προσωπικά δικά του αρχέγονα στοιχεία και να τα παραθέτει στο βωμό του καλλιτεχνικού εκθετηρίου, ας πούμε. Υπάρχει σίγουρα από το DNA ένα δώρο στον καθέναν μας, που έρχεται με τη γέννησή μας σ’ αυτόν τον κόσμο αλλά και το περιβάλλον οπωσδήποτε επηρεάζει. Αν μεγάλωνα, παραδείγματος χάριν, σε ένα περιβάλλον που οι γονείς μου δεν ήταν λάτρεις της μουσικής και δεν την έβαζαν στο σπίτι, τα πράγματα ίσως να μην κυλούσαν το ίδιο. Αυτές οι συνθήκες ήταν που καλλιέργησαν το έμφυτο μου χάρισμα. Δεν είναι κάτι που είναι μόνον επίκτητο. Είναι δώρο εκ γενετής που θέλει όμως ανακάλυψη, δουλειά, καλλιέργεια, πάθος και τα σωστά ερεθίσματα που θα κινητοποιήσουν την έμπνευση.
Ο Αυστριακός μουσικός Arnold Schoenberg διατράνωνε πως η Τέχνη δεν είναι για όλους κι αν είναι για όλους, δεν είναι Τέχνη. Ποια είναι η δικιά σας θέση ως προς αυτό και πώς προσδιορίζετε την Τέχνη γενικότερα ως συνθέτης;
Αν και ο Schoenberg μιλούσε για μια μορφή τέχνης πρωτοποριακή και ερευνητική, η παρατήρηση σήμερα θεωρείται σωστή καθώς μιλάει για μια πραγματικότητα. Δε μπορεί ένα δημιούργημα να αγγίξει ταυτόχρονα διαφορετικές κουλτούρες και ανθρώπους διαφορετικού επιπέδου και καλλιτεχνικής αισθητικής. Το ευκταίο θα ήταν να κάνει κανείς Τέχνη και αυτή να φτάνει σε όλους.
Μήπως όμως το κατά πόσο ένα δημιούργημα διασπείρεται και φτάνει στο κοινό, έχει να κάνει κατά κύριο λόγο με το επικοινωνιακό του περίβλημα, μιας που ζούμε πλέον στην εποχή του καθημερινού καταιγισμού μας από ένα πακτωλό πληροφοριών που κάνει όλο και πιο δύσκολο να συγκρατηθεί κάτι, ακόμη κι αν αξίζει; Μήπως τελικά ο κόσμος δε θέλει, δεν αντέχει ή δε μπορεί να εμβαθύνει και γι’ αυτό όσο πιο ρηχό και εύπεπτο είναι κάτι τόσο και πιο εύκολο να πετύχει;
Τι εννοούμε όμως επιτυχία; Το να γίνει απλά γνωστό και να ξεχαστεί την επόμενη και πάμε παρακάτω; Επιτυχία για μένα είναι το δημιούργημα να γίνει εργαλείο ευαισθητοποίησης, να αγγίξει ψυχές, να κάνει ανθρώπους να ερωτευτούν, να ταξιδέψουν, να αποκτήσουν όραμα, να αγαπήσουν. Η Τέχνη έχει έναν σημαντικό ρόλο, να άγει την κοινωνία και να την οδηγήσει σε διαφορετικές θεάσεις του γίγνεσθαι. Φυσικά και αποτελεί προϋπόθεση η επικοινωνία. Σήμερα όμως επιχειρείται όλη η πληροφορία να ακουμπάει μόνο στην επιδερμίδα, και έτσι η κακώς εννοούμενη “Τέχνη” εργαλειοποιείται και ικανοποιεί μόνο τις επιφανειακές ανάγκες του κόσμου. Σεξισμός, βία και όλα αυτά τα οικτρά που έχει καλλιεργήσει η κοινωνία και τα αποζητά ακόμα και σε αυτό που κάποιοι εμμένουν να το βαφτίζουν Τέχνη χωρίς να είναι, κάνοντάς την επιχείρηση και εμπόριο στο βωμό της κερδοσκοπίας, ώστε να κατακλύζει και να υπνωτίζει τον άνθρωπο, θρέφοντας τα χαμηλά του ένστικτα.
Άραγε εσείς, όταν δημιουργείτε, έχετε στο μυαλό σας την εξωστρέφεια του έργου σας προς το κοινό ή τα κίνητρα της δημιουργίας είναι καθαρά εσωτερικά στην αρχή και το όποιο μοίρασμα προκύπτει στην πορεία;
Όταν δημιουργώ σίγουρα δεν σκέφτομαι πώς θα το εκλάβει ο τελικός αποδέκτης. Μόνο αφού έχει ολοκληρωθεί το έργο, σε πολύ λίγες περιπτώσεις, προσπαθώ να το δω απ’ έξω. Και μάλιστα έχει συμβεί στις «Μέλισσες», τις οποίες τις έγραψα το 2006. Αφού τις ολοκλήρωσα αναρωτιόμουν «ποιος θα το ακούσει τώρα αυτό το τραγούδι;». Και τότε έκανα κάτι που δεν είχα και δεν έχω ξανακάνει ως τώρα. Άφησα την προηγούμενη μελωδία στην άκρη και το έκανα ζεϊμπέκικο από την αρχή μέχρι το τέλος και έφυγα διακοπές. Πήρα απόσταση και όταν γύρισα με καθαρό μυαλό και αισθητική, μόλις άκουσα και τις δύο εκδοχές, είπα «εδώ είμαστε» και κράτησα εντέλει την αρχική μου μουσική, που είχα προηγουμένως απορρίψει. Αυτή ήταν και η μοναδική περίπτωση που σκέφτηκα πώς μία δημιουργία μου θα περάσει στον κόσμο. Μπορεί να ακουστεί εγωιστικό, αλλά δεν πρέπει να βγαίνεις έξω από τον δικό σου κόσμο κατά τη στιγμή της δημιουργίας, γιατί ουσιαστικά ως δημιουργός αυτόν είναι που καταθέτεις. Δεν θα καταθέσω λοιπόν κάτι μόνον επειδή υποψιάζομαι ότι θα αρέσει στον κόσμο, δε θα καταθέσω κάτι που δε θα είμαι εγώ. Γιατί αλλιώς δε θα είναι γνήσιο, δε θα έχει τη δικιά μου προσωπικότητα, τη δικιά μου εικόνα.
Υπήρξε εκείνη η καλλιτεχνική προσωπικότητα που θα μπορούσατε ενδεχομένως να πείτε ότι σας έδωσε το εναρκτήριο λάκτισμα και έγινε αρωγός στην διαμόρφωση της δικιάς σας καλλιτεχνικής υπόστασης, δίνοντάς σας ίσως ταυτόχρονα και το βάπτισμα του πυρός στα μουσικά πράγματα;
Σίγουρα υπήρξαν φάροι στη ζωή μου, κάποιοι καλλιτέχνες που με επηρέασαν, που ζήλεψα το έργο τους. Ένας από αυτούς βέβαια ήταν ο Χατζιδάκις, όπως είπαμε προηγουμένως. Υπήρξαν ωστόσο και μεμονωμένες περιπτώσεις τραγουδιών που με επηρέασαν και βέβαια χτίσανε ένα κομμάτι της ατμόσφαιρας που κινούμαι. Αλλά δε μπορώ να πω ότι αυτό καθ’ εαυτό κάποιο καλλιτεχνικό πρόσωπο με ώθησε στο να χτίσω τον δικό μου κόσμο. Η τάση μου προς τη μουσική και τη δημιουργία ήρθε από μέσα μου. Όσο κι αν ψάξω, ναι, με επηρέασαν αρκετοί, αλλά στην απόφασή μου να γίνω δημιουργός δεν με ώθησε κάποια προσωπικότητα. Ήταν και είναι εσωτερική μου ανάγκη. Αυτόν που θα μπορούσα όμως να αναφέρω σαν κυρίαρχο παράγοντα στην μουσική μου πορεία είναι ο δάσκαλός μου, ο αείμνηστος Θεόδωρος Μιμίκος από τον οποίον έμαθα μουσική. Με ξεκίνησε από το μηδέν και με έφτασε μέχρι ειδικό αρμονίας , αντίστιξη, φούγκα, οργανολογία και στο τέλος μου έστελνε και μαθητές του.
Πέραν της πλούσιας δισκογραφίας σας, έχετε συνθέσει και μουσικά έργα τόσο για το θέατρο και για τον κινηματογράφο, όσο και για την τηλεόραση. Ποια από αυτά θα μπορούσατε να πείτε – βλέποντάς τα πια από μια χρονική απόσταση – ότι αποτελούν για εσάς τις πιο χαρακτηριστικές αναφορές σας καλλιτεχνικά και για ποιον λόγο;
Θα ξεφύγω λίγο από την ερώτησή σας λέγοντας ότι τα κομμάτια που πιστεύω ότι έχουν κάποια πιθανότητα να νικήσουν το χρόνο βρίσκονται στο χώρο της οργανικής μου μουσικής, γιατί έχει ένα πολύ ευρύ πεδίο έκφρασης. Δεν έχει τον περιορισμό του στίχου, που όσο κι αν είναι ποιητικός καθορίζει το έργο νοηματικά και μορφολογικά. Η οργανική μουσική μπορεί να έχει και πάνω από δύο θέματα, να έχει επεισόδια, να μην υπόκειται στην πίεση του χρόνου, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι μπορεί να είναι και τεράστιο το έργο σε διάρκεια. Υπάρχουν σίγουρα και μεμονωμένα τραγούδια που θεωρώ ότι πήγαν πιο πέρα από αυτό που περίμενα και άγγιξαν ουσιαστικά αυτό που θέλω να κάνω, χωρίς βέβαια να το φτάνουν ποτέ. Όπως ο «Πολεμιστής». Τα πιο γνωστά εντάξει, δε θα ήθελα να τα πω γιατί πήρανε το δικό τους δρόμο αποδεδειγμένα. Υπάρχουν ωστόσο και τραγούδια που δεν ακούστηκαν πολύ αλλά αποτελούν κατ’ εμέ τα πιο χαρακτηριστικά μου δείγματα, όπως η «Μαρμαρυγή» που έχει ερμηνεύσει ο Χρήστος Θηβαίος σε στίχους της Ελένης Φωτάκη, “Ίσαλος γραμμή” με την Μελίνα Κανά και τον Μιχάλη Παπαζήση, το «Τρένο Παλιό» με τον Γιώργο Νταλάρα σε στίχους Ναντίνας Κυριαζή και άλλα πολλά τραγούδια. Επιμένω όμως στην οργανική μου μουσική γιατί έχει μέσα της έναν πλούτο ανάπτυξης και θεωρώ ότι κάποια οργανικά μου κομμάτια θα αντέξουν στο χρόνο και μπορεί κάποιοι να τα ανακαλύψουν αφού φύγω εγώ από τη ζωή.
Αποτελεί βέβαια πια κοινή παραδοχή πως αρκετές δημιουργίες σας έχουν περάσει πλέον στη σφαίρα της διαχρονικότητας. Αποτελεί για εσάς αυτό ζητούμενο, αυτοσκοπό ή απλά προκύπτει; Και, αν κάποιος νέος δημιουργός σάς ρωτούσε πώς κατακτιέται η διάρκεια μιας μουσικής σύνθεσης μέσα στο χρόνο, ποια θα ήταν η απάντηση που θα του δίνατε;
Η διαχρονικότητα σαφώς και είναι ζητούμενο αλλά όχι στο σημείο να επηρεάσει αυτό καθ’ εαυτό το έργο, δηλαδή να σκεφτώ καθήμενος στο πιάνο πώς να χτίσω τη μελωδία που έχω στο μυαλό μου ώστε να μείνει για διακόσια χρόνια. Αυτό δε μπορεί να γίνει. Και αν μπεις σε αυτή τη διαδικασία, αυτό σου αλλάζει την κατεύθυνσή σου. Αλλά ναι, θα ήθελα η δουλειά μου να εκτιμηθεί και να αντέξει σε βάθος χρόνου. Επίσης, δεν θα μπορούσα να συμβουλέψω κάποιον νέο για την κατάκτηση της διαχρονικότητας κι αυτό επειδή οποιαδήποτε τέτοια εκ μέρους μου κατεύθυνση θα ήταν αυθαίρετη. Σήμερα η κοινωνία είναι εθισμένη στο να ακούει την σημερινή αρμονία με τα αντίστοιχα διαστήματα. Αυτή είναι η μουσική για σήμερα, που παράγει συναίσθημα σήμερα, αλλά μπορεί όχι σε διακόσια χρόνια από τώρα. Όμως τι να λέμε; Εδώ έχουμε φτάσει στο σημείο να υπάρχουν παιδιά στις μέρες μας που δεν ξέρουν ούτε καν ποιος είναι ο Χατζηδάκις ή ο Θεοδωράκης κι αυτό είναι αποκαρδιωτικό.
Βέβαια αν ορισμένοι εκπαιδευτικοί ενεργοποιούσαν ως προς αυτό και την ατομική τους ευθύνη και κινητοποιούνταν δραστικά, ίσως θα μπορούσε να σωθεί κάπως η κατάσταση.
Μα φυσικά! Πριν από πολλά χρόνια θυμάμαι, με είχαν καλέσει σε ένα νηπιαγωγείο του Χορτιάτη στο τέλος της εκπαιδευτικής σεζόν, όπου δούλευαν όλο το χειμώνα δύο νηπιαγωγοί με τα νηπιάκια τα τραγούδια και τα οργανικά μου. Πράγματι πήγα και ήταν η ωραιότερη συναυλία που έχω κάνει. Το σκέφτομαι με πολύ συγκίνηση. Ήταν 20 πιτσιρίκια που γνώριζαν για τη μουσική μου και για εμένα, μιλούσαν με τόσο σεβασμό για το έργο μου και μου ζήτησαν και παίξαμε αρκετά τραγούδια και οργανικά μου. Αυτά τα παιδάκια λοιπόν, είμαι σίγουρος ότι έχουν σήμερα άλλη οπτική στην μουσική. Πόσο σημαντικό ρόλο παίζει η παιδεία! Αν αυτό το πράγμα γινόταν σε κρατική βάση, με πρόγραμμα – ας πούμε – μελέτης Ελλήνων συνθετών, σήμερα τα πράγματα θα ήταν πολύ διαφορετικά και ελπιδοφόρα.
Η κρατική μέριμνα οπωσδήποτε θα άλλαζε το τοπίο και μακάρι να ενεργοποιηθεί άμεσα. Έχετε ωστόσο αδιαμφισβήτητα μια φαρέτρα γεμάτη αξιοσημείωτες δημιουργίες και αναρωτιέμαι αν ένας καλλιτέχνης του δικού σας βεληνεκούς έχει άραγε επιθυμίες για συνεργασίες, που θα μπορούσαν ίσως να σας βάλουν ακόμη και σε κάποιους άλλους δημιουργικούς δρόμους που κι εσείς δεν έχετε ανακαλύψει ως τώρα;
Φυσικά! Εγώ αυτή τη στιγμή νιώθω ότι βρίσκομαι σε μια δημιουργική εφηβεία. Γι’ αυτό και, όσο έχω δυνάμεις, θέλω να κάνω καινούργια πράγματα. Κι αυτή η νέα δισκογραφική συνεργασία που έκανα τώρα με τα παιδιά από το μουσικό κουτί που θα κυκλοφορήσει προσεχώς, έδωσε έναν νέο ήχο που τον είχα βέβαια στα ακούσματά μου και μου άρεσε πολύ.
Δημιουργικά απωθημένα έχετε; Συνεργασίες που ενδεχομένως ήταν να συμβούν αλλά για κάποιο λόγο πάγωσαν ή ματαιώθηκαν ή και συνεργασίες που δεν τολμήσατε να κάνετε ως τώρα αλλά θα θέλατε να συμβούν στο μέλλον;
Έχω πολλές επιθυμίες για συνεργασίες που θα ήθελα να συμβούν αλλά δεν ευοδώθηκαν ακόμα, με τραγουδιστές, στιχουργούς και με σχήματα. Το μέλλον θα δείξει ποιες και πότε θα πραγματοποιηθούν. Επιθυμία μου βέβαια ήταν και η Ελένη Τσαλιγοπούλου, με την οποία έχουμε συνεργαστεί δισκογραφικά στο παρελθόν αλλά και πρόσφατα στο τραγούδι «Γυναίκα» σε στίχους της Φωτεινής Λαμπρίδη με την οποία επίσης γνωριζόμαστε από πολύ παλιά και έχουμε συνεργαστεί ξανά. Μου έστειλε λοιπόν η Φωτεινή κάποια στιχάκια και δύο από αυτά με κινητοποίησαν έντονα. Η «Γυναίκα» αναφέρεται στη διαχρονική καταπίεση των γυναικών από την πατριαρχία, το ηχογραφήσαμε με την Ελένη πριν δύο χρόνια στα AntArtStudios και το κυκλοφορήσαμε τον περασμένο Οκτώβριο. Την Ελένη την θεωρώ πραγματικά σπουδαία τραγουδίστρια και πιστεύω ότι θα μείνει στο πάνθεον των ερμηνευτριών όπως η Νίνου, η Μπέλλου, η Μοσχολιού και η Αλεξίου. Επίσης επιθυμία μου είναι να αρχίσει να παίζεται η μουσική μου από μεγάλα σχήματα, που τελευταία σε επίπεδο τραγουδιών έχει αρχίσει και γίνεται αρκετές φορές. Η μόνη συναυλία ως τώρα, όπου έπεσε όλο το βάρος στην οργανική μου μουσική ήταν πριν από λίγο καιρό, στις 3 Νοεμβρίου, στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης με τον συμφωνική ορχήστρα του Δήμου Θεσσαλονίκης και με τίτλο «Γιώργος Καζαντζής, για Μεγάλη Ορχήστρα», μια συναυλία που πήγε εξαιρετικά καλά!
Παρουσιάσατε ουσιαστικά όλο τον ορχηστρικό σας κόσμο εκεί, ένα ανθολόγιο των ορχηστρικών σας κομματιών κινηματογραφικής ατμόσφαιρας, όπως «Το Βαλς της Ουτοπίας», «ο Σορόκος» αλλά και την ορχηστρική εκδοχή από το soundtrack της τηλεοπτικής σειράς «Άγριες Μέλισσες». Και όλα αυτά επιστεγάστηκαν με την συμμετοχή και του Βασίλη Λέκκα.
Ακριβώς! Είμαι πολύ χαρούμενος για όλο αυτό που συνέβη στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης γιατί ήρθε πάρα πολύς κόσμος και είδε την ουσιαστική – κατ’ εμέ – εικόνα του Καζαντζή, την οργανική μου προσέγγιση και μάλιστα παρουσιασμένη από ένα μεγάλο μουσικό σύνολο, το οποίο έπαιξε πάρα πολύ καλά. Ο Βασίλης ήταν και είναι εξαιρετικός μιας και φυσικά έχει μια πλούσια εμπειρία με μεγάλα σύνολα. Ερμήνευσε κάποια από τα πολύ γνωστά μου τραγούδια, τραγούδια από τον δίσκο μας «Κατάρτι κι ατμός» και πράγματι ήταν ένα πολύ ωραίο επιστέγασμα.
Πώς και προέκυψε όμως τώρα αυτή η παρουσίαση της οργανικής σας μουσικής και μάλιστα μετά από τόσα χρόνια;
Είναι ιστορία τριών χρόνων. Ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Μεγάρου Μουσικής Θεσσαλονίκης Χρίστος Γαλιλαίας μου πρότεινε να μου κάνει το μέγαρο ένα αφιέρωμα και φυσικά το εκτίμησα πάρα πολύ. Από εκεί και πέρα η πραγματοποίηση της συναυλίας τράβηξε αρκετά. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι τελικά έγινε με πολύ μεγάλη επιτυχία. Ήταν απίστευτη η προσέλευση του κόσμου, κάτι που δεν το περίμενα για να είμαι ειλικρινής, γιατί ήταν ξεκάθαρο ότι βασιζόταν στην οργανική μου μουσική, με τίμησαν όμως και ενθουσιάστηκαν μάλιστα, αν και το είδος δεν έχει πολλούς φίλους στην χώρα μας. Το ευτυχές είναι ότι έχει καταγραφεί ηχητικά και τηλεοπτικά από την τηλεόραση της ΕΡΤ 3 με ένα εξαιρετικό μοντάζ και σπουδαίο ήχο επεξεργασμένο από εμένα και τους συνεργάτες μου.
Η δική σας αρχή έγινε στη Θεσσαλονίκη, που παραμένει κιόλας η βάση σας. Πόσο σημαντικό ρόλο παίζει άραγε για έναν δημιουργού ο τοπογραφικός του προσδιορισμός και η κουλτούρα της περιοχής στην οποία προκύπτει ή έχει επιλέξει να ζει και να παράγει το έργο του;
Στο επικοινωνιακό κομμάτι έχω χάσει ομολογουμένως πάρα πολύ και συνεχίζω να χάνω. Αλλά στο κομμάτι της δημιουργίας έχω κερδίσει μένοντας στη Θεσσαλονίκη. Στην Αθήνα, επειδή το επικοινωνιακό είναι πολύ πιο εύκολο, έχεις το νου σου να μιλήσεις από δω κι από κει, να βγεις, να κυκλοφορήσεις και όλο αυτό γίνεται εις βάρος της δημιουργίας. Η δημιουργία θέλει ένα περιβάλλον αποστειρωμένο από έξωθεν επιρροές, να είσαι πολύ συχνά σε συζήτηση με τον εαυτό σου, να βουτάς μέσα σου, να ανασύρεις ιδέες, να παίζεις με το συναίσθημα. Αυτά όλα σε έναν κόσμο που είναι σειρήνα, όπως η Αθήνα που είναι γεμάτη ερεθίσματα και επικοινωνίες, δεν μπορούν να σε κρατήσουν συντονισμένο. Νομίζω ότι, αν ήμουνα στην Αθήνα, δε θα έκανα όλα αυτά που έχω κάνει. Μ’ αρέσει η Αθήνα αλλά να την ζω σαν επισκέπτης, κάνοντας τις συναυλίες μου, τις ενδεχόμενες επικοινωνίες μου και να επιστρέφω πάλι στο ορμητήριο μου.
Επομένως η Θεσσαλονίκη είναι το δημιουργικό σας κρησφύγετο. Θα ήθελα όμως να σας μεταφέρω νοητά σε δυο σταθμούς της πορείας. Διονύσης Σαββόπουλος και Μάνος Χατζιδάκις. Πέρα όμως από την καλλιτεχνική σας συναναστροφή, ποια ήταν και τι σας έχει αφήσει η επαφή σας και σε επίπεδο διαπροσωπικής σχέσης;
Με τον Μάνο Χατζιδάκι δεν υπήρξε προσωπική συναναστροφή, πρώτη φορά είχαμε καθίσει σε ένα κοινό τραπέζι και δύο μέρες ήμασταν πολύ κοντά ενόψει των Αγώνων Ελληνικού Τραγουδιού της Καλαμάτας, έτσι τον γνώρισα πολύ καλά και σε επίπεδο συμπεριφοράς και στην παρέα. Ο Χατζιδάκις είναι μια προσωπικότητα μοναδική απ’ όπου κι αν τον δεις, από τη μουσική του, από τα γραφόμενά του, από την στάση ζωής του, ακόμα κι από τον θάνατό του. Είχε την μεγαλοσύνη και συγχρόνως την ταπεινότητα να ζητήσει από τους οικείους του μια σεμνή κηδεία χωρίς κόσμο. Αυτό και μόνο για μένα σημαίνει θέωση. Πέρα από την εξαίσια μουσική του, ακόμα και τα γραφτά του αποδεικνύουν ότι ο άνθρωπος ήταν φιλόσοφος.
Υπάρχει όμως κάποια φράση του ή κάποια συμβουλή του που κρατήσατε ενδεχομένως και μπορεί σας συνοδεύει ακόμα μέχρι και σήμερα;
Από εκείνη τη συνύπαρξη διαπίστωσα ότι δεν ίσχυε τίποτα από όλα εκείνα που μας έλεγαν για τον Χατζιδάκι, αλλά αντιθέτως ήταν ένας γλυκύτατος άνθρωπος, πολύ επικοινωνιακός, που αγαπούσε τους νέους και δεν ήταν σε καμία περίπτωση σνομπ. Αγαπούσε τους ανθρώπους γύρω του, είχε τεράστιο χιούμορ. Είχε μια απλότητα και μια επαφή με την πραγματικότητα που είναι αξιοπρόσεκτες.
Ανοίγοντας το κεφάλαιο Διονύσης Σαββόπουλος;
Με το Σαββόπουλο αντιθέτως είχα πολλές σχέσεις.
Και όλα ξεκίνησαν από ένα τηλεφώνημα…
Ακριβώς. Ήμουν τότε διορισμένος στο δήμο Κατερίνης. Μόλις είχα φτιάξει τον πρώτο δίσκο μου. Τον πήρα στο τηλέφωνο και του είπα «Διονύση, είμαι ένας τραγουδοποιός από Θεσσαλονίκη και έχω κάνει έναν δίσκο», δέχτηκε αμέσως να τον ακούσει και του άρεσε. Μου είπε να κάνουμε κάτι στο «Ζήτω το ελληνικό τραγούδι» και μάλιστα ζήτησε να το κάνω στη Θεσσαλονίκη και να του το πάω να το δει. Το έκανα του άρεσε και το παίξανε το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου, πριν την Ανάσταση. Με τον Διονύση κρατήσαμε την επαφή, με είχε προτείνει μάλιστα σε έναν φορέα που του είχε ζητήσει μια μουσική για μια κοινωφελή διαφήμιση ευαισθητοποίησης, αλλά είχαμε κάνει προηγουμένως και μια συνεργασία με τον Σταύρο Κουγιουμτζή. Έπαιζα πιάνο με τον Σταύρο και είχε έρθει τότε ο Διονύσης και παίξαμε μαζί του σε τρεις συναυλίες στην Κύπρο.
Πιστεύετε σήμερα πως υπάρχουν ή μπορούν να γεννηθούν μέσα από την Τέχνη μουσικά ινδάλματα, όπως εκείνα του παρελθόντος που θα εμπνεύσουν ουσιαστικά την κοινωνία και θα εμπνέονται από εκείνη; Και ποια θεωρείτε ότι πρέπει να είναι η σχέση του καλλιτέχνη με τον μέσα και τον έξω κόσμο του; Να τον κατευθύνει ή να κατευθύνεται από εκείνον;
Η κοινωνία χρειάζεται γνήσια εμπνευσμένους καλλιτέχνες για της δίνουν ανάσες κόντρα στην ασφυξία που προκαλεί η βάρβαρη καθημερινότητα. Μεταξύ του καλλιτέχνη και την κοινωνίας γίνεται μια ανταλλαγή, γίνεται ένα κύκλος. Ο καλλιτέχνης και επηρεάζει την κοινωνία αλλά και επηρεάζεται από αυτήν. Κατά βάση τα ερεθίσματά του προέρχονται από την κοινωνία, τα μετατρέπει σε μια μορφή Τέχνης που της την επιστρέφει. Αν αυτός ο κύκλος είναι ευρύς και συχνός, τότε σίγουρα αυτό είναι προς όφελος του κοινού, καθώς το βάζει σε μια ρότα αναζήτησης και αισθητικής αντίληψης.
Μία παλαιότερη πρακτική των συνθετών ήταν να δισκογραφούνε ολοκληρωμένες δουλειές τους είτε με τον ίδιο ερμηνευτή είτε με διαφορετικούς στον ίδιο δίσκο τους. Πλέον αυτό αποτελεί σπάνιο φαινόμενο με τους περισσότερους ερμηνευτές να επιλέγουν να οργανώνουν πολυσυλλεκτικούς δίσκους από πλευράς δημιουργών. Εσείς είστε σύμφωνος με αυτή τη νέα λογική; Και κατά πόσο θεωρείτε ότι αυτή επηρεάζει ή όχι το τελικό συνολικό αποτέλεσμα;
Όχι, δεν είμαι σύμφωνος για τον εξής λόγο. Ένας δίσκος που αποτελείται από τραγούδια έχει τον ερμηνευτή που είναι το κυρίαρχο όργανο, ο πυρήνας όμως του τραγουδιού είναι η σύνθεση, είναι ο στίχος και η μουσική. Αν ένας πολυσυμμετοχικός δίσκος έχει δέκα τέτοιους πυρήνες και το στοιχείο που δίνει τη μοναδικότητα είναι ο τραγουδιστής, τότε δεν υπάρχει κοινή καταγωγή στην έμπνευση και η αίσθηση του ότι η ταυτότητα του δίσκου δίνεται από τον τραγουδιστή είναι για εμένα πολύ επιδερμική. Ο πυρήνας της ύπαρξης ενός δίσκου είναι ο δημιουργός του ή ο γάμος – αν θέλεις – της μουσικής με τον στίχο αλλιώς το κέντρο βάρους παίζει και δεν έχει μια γνήσια ταυτότητα. Αυτή είναι βέβαια η προσωπική μου άποψη και γι’ αυτό, αν και δίνω τραγούδια μεμονομένα σε συμμετοχές, προσπαθώ κυρίως να κάνω δίσκους ολοκληρωμένους που να αποτυπώνουν το προσωπικό μου ύφος.
Παρεισφρέοντας στο κομμάτι της παραγωγής ωστόσο και γνωρίζοντας πια καλά πλέον πως οι παραγωγές σήμερα στο χώρο του έντεχνου είναι σαφώς περιορισμένες και παραγκωνισμένες, με τις μεγάλες δισκογραφικές να επενδύουν περισσότερο σε τραγούδια του συρμού, όπως εκείνα της trap μουσικής που σήμερα μαστίζει ως φαινόμενο, ποια είναι η τοποθέτησή σας επ’ αυτού;
Οι δισκογραφικές εταιρείες, όπως συνέβαινε πάντα, είναι κατά βάση κερδοσκοπικές εταιρείες. Δεν έχουν ηθικούς φραγμούς στο κομμάτι της δημιουργίας. Παλαιότερα προσέφεραν στο έντεχνο γιατί αυτό απέδιδε οικονομικά. Τώρα δεν ξέρω ποια κέντρα δημιούργησαν έναν εκφυλισμό στο τραγούδι και έφτασε σήμερα να μην ακούει ο ακροατής έντεχνο τραγούδι, τραγούδι που έχει κάτι να πει. Και μοιραία, εφόσον σήμερα η νεολαία, που είναι το κυρίαρχο αγοραστικό κοινό, ακούει trap, έτσι και οι εταιρείες επενδύουν σε αυτό που αποφέρει. Αυτό όμως είναι μια παρατήρηση που ακουμπάει ευρύτερα την πορεία της κοινωνίας. Αυτό δε συμβαίνει μόνο στην μουσική και γενικότερα στην Τέχνη. Βλέπουμε – ας πούμε – ταινίες και σειρές παίζουνε τα συνδρομητικά. Προωθείται οτιδήποτε βλέπουν ότι παράγει χρήμα. Κι αυτή η μουσική σαν μόδα να παρέλθει, θα έρθει κάτι άλλο το ίδιο κακό ή και χειρότερο γιατί την τάση αυτή δεν την δίνει η μουσική αλλά αυτοί που επιθυμούν το κέρδος. Για εμένα η μάστιγα του σήμερα είναι το κέρδος είτε αυτό είναι αυτοσκοπός για να δημιουργήσει εξουσία είτε η εξουσία για να δημιουργήσει κέρδος.
Εδώ και αρκετά χρόνια, ωστόσο, εσείς διαθέτετε το δικό σας στούντιο, το «Polytropon», που αποτελεί τον προσωπικό σας χώρο δημιουργίας. Πώς προέκυψε τότε αυτή η απόφαση της δημιουργίας του; Και εντέλει σήμερα σας δικαιώνει και κατά πόσο σας δίνει αυτό το αίσθημα της ελευθερίας και της αυτονομίας σε παραγωγικό επίπεδο;
Το στούντιο δημιουργήθηκε το 1994. Είχα ανάγκη, όπως όλοι οι μουσικοί, να κάνω έναν δικό μου χώρο. Ο χρόνος έδειξε ότι ήταν μια απόλυτα σωστή η απόφαση που με βοήθησε καλλιτεχνικά γιατί είχα χώρο για τις πρόβες και τις ηχογραφήσεις μου ενώ τα κομμάτια μου είχαν μια αυτονομία και φυσικά είχα και μια άλλη δυνατότητα κινήσεων. Τώρα πλέον είναι ένα εργαλείο που διαχειρίζεται ο γιος μου. Ήταν λοιπόν μια τεράστια απόφαση με πολύ ρίσκο που όμως με δικαίωσε σε πολλά επίπεδα.
Έχει γεννηθεί ποτέ μέσα σας η ανησυχία, που γεννάται σε κάποιους καλλιτέχνες ορισμένες φορές, ότι δηλαδή μπορεί κάποια στιγμή χωρίς καμία προειδοποίηση να κλείσει η κάνουλα της έμπνευσής σας ή μήπως τελικά η έμπνευση, όταν είναι αυθεντική, πάντα βρίσκει τρόπους να ενεργοποιείται;
Εγώ την έμπνευση δεν την κυνηγάω. Έχω περάσει και διαστήματα ενός και δύο χρόνων που δεν έγραφα καθόλου. Δε με ενόχλησε. Είδα ότι επανήλθα. Η έμπνευση ουσιαστικά θέλει και έναν κόσμο εσωτερικό που να έχει συνειδητοποιήσει τη μηδαμινότητά του, να έχει πονέσει, να έχει χαρεί, να έχει ζήσει, να μαζέψει ερεθίσματα, τα οποία τη σωστή στιγμή θα αναβλύσουν. Αυτά τα έχω μέσα μου. Μπορεί στα παιδικά μου χρόνια να μην έζησα πείνα, αλλά έχω περάσει πολλά στη ζωή μου, έχω κυνηγήσει τη ζωή μου, οπότε έχω πάρει και το feedback της χαράς και της λύπης. Όμως αυτή η σκέψη του αν κάποια στιγμή θα κλείσει η στρόφιγγα δε με απασχολεί. Αν όντως συμβεί, εγώ θα περιμένω να ανοίξει πάλι κάνοντας ό,τι έκανα πάντα. Αν αργήσει να ανοίξει, έχω αποδεχτεί ότι και η ηλικία ίσως θα έχει οδηγήσει εκεί τα πράγματα, αν και στη δημιουργία δεν παίζει κάποιον ρόλο, όπως έχω αποδεχτεί και ότι κάποια στιγμή θα φύγω απ’ αυτόν τον κόσμο. Έχω συμφιλιωθεί με την ιδέα του θανάτου και αυτή η συμφιλίωση είναι και η ευχή που δίνω σε όλους τους ανθρώπους. Άμα συμφιλιωθείς με την ιδέα του τέλους και του ότι όλα κάνουν τον κύκλο τους, έχεις κερδίσει τη ζωή. Είμαι αντικειμενικός. Δισεκατομμύρια άνθρωποι στο παρελθόν γεννήθηκαν, μεγάλωσαν, είχαν προσδοκίες και αυτοί τη στιγμή δεν υπάρχουν.
Μήπως σε αυτή τη συμφιλίωσή σας έχει ασκήσει καταλυτική επίδραση και ίσως ένα αίσθημα πληρότητας για όλα όσα έχετε καταφέρει στη ζωή σας ως τώρα;
Πολύ πιθανό αν και δεν πιστεύω ότι έκανα τίποτα σπουδαίο! Νιώθω όμως ότι έχω αφήσει ένα μικρό χνάρι σε αυτή τη ζωή και αυτό ενδεχομένως βοηθάει. Κάποια στιγμή ίσως η ιστορία πει ότι υπήρξε κάποτε ένας συνθέτης ονόματι Καζαντζής και η τεχνολογία πιθανόν να βοηθήσει σε αυτό, ώστε μετά από χρόνια κάποιος ευαίσθητος ακροατής μπορεί να ακούσει ένα τραγούδι μου και να το ανασύρει.
Κάνοντας λοιπόν το επιστέγασμα αυτής της πολύ ουσιαστικής μας συζήτησης, σήμερα σας πετυχαίνουμε πάλι σε αυτή τη δημιουργική εφηβεία, όπως μου είπατε προηγουμένως, καθώς βρίσκεστε σε πολύ παραγωγικές στιγμές σας, μιας και ηχογραφείτε στα AntArtStudios έναν νέο σας δίσκο με τους μουσικούς της εκπομπής «ΜΟΥΣΙΚΟ ΚΟΥΤΙ». Πώς προέκυψε η σύμπραξή σας με τους μουσικούς του Μουσικού Κουτιού και τι θα θέλατε να μοιραστείτε μαζί μας γι’ αυτό το νέο καλλιτεχνικό σας εγχείρημα;
Αυτός ο δίσκος ήταν μια επιθυμία των παιδιών από το «Μουσικό Κουτί». Είχα πάει στην εκπομπή και μετά το τέλος, αφού περάσαν οι δύο μέρες που ήμασταν μαζί, ένιωσα τόση αγάπη, τόσο σεβασμό, τόση εκτίμηση και τόσο θαυμασμό από αυτούς τους υπέροχους μουσικούς, γνήσιους εκπρόσωπους της νέας γενιάς μουσικών, που κολακεύτηκα αλλά θεώρησα ότι ήταν ένα κομπλιμέντο της στιγμής. Μετά ήρθαν τα παιδιά σε ένα φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης στο Μπούκοβο και πάλι η ίδια ένθερμη πρόταση. Οπότε κι εγώ πήρα την απόφαση να το κάνουμε. Έκανα επτά τραγούδια με συμμετοχές πολύ καλές από τραγουδιστές. Συμμετέχουν η Νατάσα Μποφίλιου, ο Βασίλης Σκουλάς με τη Σόνια Θεοδωρίδου σε ένα κόντρα ντουέτο, ο Γιώργος Μεράντζας, η Μαρία Παπαγεωργίου, ο Λάκης ο Παπαδόπουλος, η Ναταλία Λαμπαδάκη και ο Παντελής Θεοχαρίδης. Κανονίσαμε λοιπόν τρεις μέρες lockoutstudio, κατέβηκα στην Αθήνα, γράψαμε όλον το δίσκο και είμαι ειλικρινά κατενθουσιασμένος με το αποτέλεσμα. Οι στιχουργοί του δίσκου είναι η Ναντίνα Κυριαζή, ο Ισαάκ Σούσης και ο Βαγγέλης Βελόνιας.
Μήπως όμως αυτή η σύμπραξη με τα παιδιά από το «Μουσικό Κουτί» γέννησε και κάτι ακόμα σε επίπεδο σύμπραξης το οποίο ίσως να έπεται;
Εννοείται! Πέρα από την παρουσίαση του δίσκου που θα κανονιστεί, τα παιδιά αλλά και εγώ θέλουμε να μπούμε ενδεχομένως και σε κάποια σειρά από συναυλίες. Ο καιρός θα το δείξει!
Πριν κλείσουμε όμως, ξέρω ότι υπάρχει ένας ακόμα δίσκος που είναι ήδη έτοιμος και επίκειται πολύ άμεσα και η κυκλοφορία του.
Ναι!!! Είναι όντως έτοιμος αυτός ο δίσκος εδώ και πάρα πολύ καιρό με την Ασπασία Στρατηγού και συμμετοχή από ένα τραγούδι ο Γιώργος Μεράντζας και ένα η Ναντίνα Κυριαζή, που υπογράφει στιχουργικά και πέντε από τα τραγούδια του δίσκου αυτού. Σε ένα υπογράφει τους στίχους η Σάνυ Μπαλτζή, σε άλλο ένα ο Διονύσης ο Καραντζάς και σε ακόμη ένα ο Ιωάννης Πανουτσόπουλος.
Και πράγματι, όπως τότε είχαμε πει, ο δίσκος κυκλοφόρησε, τιτλοφορήθηκε με τον πολύ ευρηματικό τίτλο «Μοιραία Κοιμωμένη» και έφτασε η στιγμή της επίσημης παρουσίασής του στο κοινό.
INFO ΔΙΣΚΟΥ & ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ – ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗΣ ΔΙΣΚΟΥ «ΜΟΙΡΑΙΑ ΚΟΙΜΩΜΕΝΗ»
ΠΕΜΠΤΗ 16 ΜΑΪΟΥ 2024 – ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ (κεντρική σκηνή)
Το νέο άλμπουμ με τίτλο “Μοιραία κοιμωμένη” σε μουσική – ενορχήστρωση του Γιώργου Καζαντζή και κύρια ερμηνεύτρια την Ασπασία Στρατηγού παρουσιάζεται σε μια ξεχωριστή συναυλία στην κεντρική σκηνή του Σταυρού του Νότου, την Πέμπτη 16 Μαΐου 2024.
Μια βραδιά με μοναδικό χαρακτήρα όπου θα παρουσιαστούν για πρώτη φορά ζωντανά τα τραγούδια αυτής της νέας δουλειάς του Γιώργου Καζαντζή.
Συμμετέχουν στον δίσκο και στην συναυλία ο Γιώργος Μεράντζας και η Ναντίνα Κυριαζή, η οποία υπογράφει στιχουργικά και τα πέντε από τα οκτώ τραγούδια, ενώ τα υπόλοιπα υπογράφουν η Σάννυ Μπαλτζή, ο Διονύσης Καρατζάς και ο Ιωάννης Πανουτσόπουλος.
Στη συναυλία θα ακουστούν – εκτός από τα τραγούδια του νέου δίσκου – και άλλα γνωστά και αγαπημένα του Γιώργου Καζαντζή, ενώ ο Παντελής Θαλασσινός θα ερμηνεύσει τραγούδια από τον κοινό τους δίσκο “Αινίγματα”, σε στίχους Κώστα Φασουλά καθώς και δικά του αγαπημένα.
Το άλμπουμ «Μοιραία Κοιμωμένη» κυκλοφορεί επίσημα σε όλες τις ψηφιακές πλατφόρμες από την FM RECORDS.
Παίζουν οι μουσικοί : ακορντεόν | Θάνος Σταυρίδης, κοντραμπάσο | Πέτρος Βαρθακούρης, τύμπανα | Θάνος Καζαντζής, κιθάρα | Βασίλης Προδρόμου, λαούτο – μπουζούκι | Νίκος Μέρμηγκας, πιάνο | Γιώργος Καζαντζής
Τοποθεσία | Σταυρός του Νότου – Κεντρική Σκηνή
Τηλ. | 210 9226975
Ώρα προσέλευσης | 21.00
Ώρα έναρξης | 21:30
Επαναφορά στο τότε. Και κάπως έτσι ολοκληρώθηκε η πρώτη μας συνάντηση…
Σας ευχαριστώ πολύ για την τόσο γεμάτη μας κουβέντα και σας εύχομαι να είστε πάντα καλά και τόσο δημιουργικός και δραστήριος!
Κι εγώ ευχαριστώ πολύ! Είσαι πραγματικά ένα πολύ φωτεινό άτομο και εύχομαι τα καλύτερα!