Η διαδρομή του Νίκου Καρβέλα στην κλασσική μουσική κορυφώνεται με το τελευταίο του έργο.
Υπήρξε για τουλάχιστον δύο δεκαετίες ο απόλυτος «σουξεδοποιός», απασχολούσε τον τύπο και την τηλεόραση με την προσωπική του ζωή και τις συγκρούσεις του με σταρ και ανθυπο-σταρ, ενώ τα τραγούδια που εκτελούσε ο ίδιος τον έκαναν να φαντάζει ένα αρνητικό πρότυπο για τους νέους, πολλά χρόνια προτού εμφανιστούν οι τράπερς. Τώρα όλα αυτά ανήκουν στο παρελθόν, όχι μόνο επειδή οι σημερινοί νέοι δεν γνωρίζουν καν ποιος είναι ο Νίκος Καρβέλας και η προσωπική του ζωή έχει σταματήσει πια να «πουλάει», αλλά κυρίως επειδή ο ίδιος δείχνει περισσότερο από ποτέ την αδιαφορία του για ό,τι ονομάζεται showbusiness. Αποτραβηγμένος τα τελευταία χρόνια στο χωριό του πατέρα του, την Ασέα Αρκαδίας, έχει καταστήσει σαφές περίπου από τα τέλη της πρώτης δεκαετίας του 2000 πως δεν ενδιαφέρεται για το επόμενο σουξέ, απασχολούμενος με διαφορετικά projects και γράφοντας πλέον τραγούδια σχεδόν αποκλειστικά για την Άννα Βίσση, με τη συνεργασία τους να θυμίζει πια φιλική παραγγελιά-αγγαρεία.
Κι όμως, την άνοιξη του 2024 ο αμφιλεγόμενος δημιουργός θα ξαναγίνει viral. Αφορμή δεν στάθηκαν ούτε το βιβλίο του ούτε το μουσικό του έργο που κυκλοφόρησαν στις αρχές του ίδιου έτους, αλλά η πρώτη του συνέντευξη μετά από 25 χρόνια. Μία ακόμα συνέντευξη, σχεδόν αμέσως μετά, θα κάνει το ελληνικό internet και τα τηλεοπτικά κανάλια ν’ ασχοληθούν ακόμα μία φορά με τις απόψεις του και την αισθητική του και τον ίδιο να πρωταγωνιστήσει εν αγνοία του σε memes και σατιρικές εκπομπές. Κι αν ήταν σχεδόν αναμενόμενο πως μια συνέντευξη του Νίκου Καρβέλα θα συζητηθεί υπέρ το δέον, ακόμα κι εν έτει 2024, η κυκλοφορία του ορχηστρικού του έργου «Μουσική για μία ακρωτηριασμένη μπαλαρίνα», με τον ίδιο στο πιάνο και τον Αλέξανδρο Μποτίνη στο τσέλο, ήταν κάθε άλλο παρά αναμενόμενη. Κι ας μην είναι η πρώτη φορά που ο Νίκος Καρβέλας γράφει κλασικίζουσα μουσική.
Ήδη απ’ τη δεκαετία του ’80 είχε δώσει κάποια δείγματα, με το τραγούδι «Σοπέν» (1985) να έχει μεν σατιρικό προσανατολισμό, αλλά να περιλαμβάνει μία πολύ όμορφη πιανιστική εισαγωγή, ενώ κλασικίζουσα μπορεί να θεωρηθεί και η μουσική γέφυρα «Στα 79» (1991), με τα keyboards του Γιώργου Μπουσούνη να θυμίζουν μεγάλη ορχήστρα. Το 1990 ο Καρβέλας ενσωματώνει στοιχεία κλασσικής μουσικής στην ενορχήστρωση του δίσκου του με την Άννα Βίσση «Είμαι», με τρανό παράδειγμα το «Ένα σου λέω», ένα ζεϊμπέκικο με ήχο συμφωνικής ορχήστρας, έστω κι αν αυτός προέρχεται από συνθεσάιζερ και όχι από φυσικά όργανα, και δυο χρόνια μετά, η «Ελλάδα», πάλι με τη φωνή της αιώνιας Μούσας του, θυμίζει αρκετά την «Carmina Burana» του Carl Orff. Αίγλη συμφωνικής μουσικής δίνει και η ενορχήστρωση του Joey Balin στο τραγούδι του με το Σάκη Ρουβά «Δε θα σε ξεχάσω» (1996).
Οι κλασικίζουσες μελωδίες συνυπάρχουν με ροκ και ποπ ήχους στη ροκ όπερα «Δαίμονες» (1991), και κυριαρχούν στα επόμενα μουσικά θεατρικά του έργα, «Μάλα: Η μουσική του ανέμου» (2002) και «Οι Καμπάνες του Edelweiss» (2015). Ανάλογου ύφους και τα έξι ορχηστρικά κομμάτια που έγραψε για τη θεατρική παράσταση «Bryan» (2005), το μοναδικό θεατρικό του έργο μέχρι στιγμής που δεν είναι μιούζικαλ, και τα οποία συνόδευαν το πρόγραμμα της παράστασης, χωρίς ποτέ να κυκλοφορήσουν επίσημα. Μία ακόμα όπερα φέρει την υπογραφή του Καρβέλα, ο «Ιοσολβάδ», που δεν παίχτηκε ποτέ στο θέατρο και φαίνεται να παρουσιάστηκε ζωντανά μία και μοναδική φορά το 2010 σε μορφή lied, με τον ίδιο στο πιάνο και τη φωνή του Πάνου Λαζαράτου.
Παρότι, λοιπόν, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, η κλασσική μουσική τον απασχολούσε ήδη από τη δεκαετία του ’80, η «Μουσική για μία ακρωτηριασμένη μπαλαρίνα» ξαφνιάζει ευχάριστα, ακριβώς επειδή πρόκειται για ένα ορχηστρικό έργο και όχι για ένα μιούζικαλ, όπως η «Μάλα», το οποίο, μάλιστα, ηχογραφείται και κυκλοφορεί επίσημα από την Panik Gold, σε αντίθεση με τον «Bryan»,. Σύμφωνα με το δελτίο τύπου, το έργο είναι εμπνευσμένο από εναλλασσόμενα νοοσοφικά ρεύματα, παραπέμποντας στον τίτλο του φιλοσοφικού δοκιμίου του συνθέτη «Νοοσοφία», που κυκλοφόρησε λίγο πριν το εν λόγω album, ενώ ο δημιουργός στις συνεντεύξεις του εξήγησε τον τίτλο με το δικό του τρόπο. «Ακρωτηριασμένη» αποκαλεί τη γυναίκα, επειδή ζει σ’ έναν κόσμο φτιαγμένο από άντρες, οι οποίοι είναι εξίσου ακρωτηριασμένοι μ’ αυτήν, ακριβώς επειδή δεν την έχουν αφήσει να συμμετάσχει στη δημιουργία του, με αποτέλεσμα αυτός ο κόσμος να είναι ατελής και «κουτσός». Σε κάθε περίπτωση, η μουσική μιλάει από μόνη της, και, ειδικά στην προκειμένη περίπτωση, ο κάθε ακροατής μπορεί να δώσει τις δικές του ερμηνείες.
Πρόκειται για ένα αρκετά απαιτητικό έργο, με 9 κομμάτια μεγάλης διάρκειας -τα περισσότερα ξεπερνούν τα 8 λεπτά- και τα οποία, αποτελώντας μέρος ενός συνόλου, δεν φέρουν ξεχωριστούς τίτλους. Όλο το έργο χαρακτηρίζεται από μία διάχυτη μελαγχολία, με συνθέσεις απίστευτης ομορφιάς κι ευαισθησίας, που είναι άλλοτε πιο χαμηλόφωνες και άλλοτε λίγο πιο δυναμικές, σε ρυθμούς βαλς ή ακόμα και εμβατηρίων. Ο συνθέτης που φαίνεται να έχει επηρεάσει περισσότερο τον Καρβέλα είναι ο Frédéric Chopin (το σχόλιο «ΣοπεΝίκος» στο YouTube παρά την υπερβολή του δεν είναι και τόσο άστοχο), όχι μόνο στη σύνθεση αυτή καθ’ αυτή, αλλά και στο παίξιμό του. Το κλίμα αλλάζει αρκετά στο 5ο κομμάτι, με την ατμόσφαιρα να γίνεται ακόμα πιο σκοτεινή και τη μελωδία ν’ ακούγεται κάπως πιο «σύγχρονη», θυμίζοντας θρίλερ-η ομοιότητα της σύνθεσης, άλλωστε, με το «Tubular Bells» του Mike Oldfield από τον «Εξορκιστή» είναι τουλάχιστον ύποπτη. Κατά τ’ άλλα, στα υπόλοιπα κομμάτια μπορούμε να μιλήσουμε περισσότερο για αναφορές και όχι γι’ αντιγραφές, ενώ το 5ο κομμάτι, αν και οπτικοποιήθηκε από το Bodega και συγκεντρώνει στο YouTube τα περισσότερα σχόλια, είναι κι αυτό που φαντάζει κάπως παράταιρο σε σχέση με τα υπόλοιπα.
Στην «Ακρωτηριασμένη μπαλαρίνα» δεν αξιολογείται, βέβαια, ο Καρβέλας μόνο ως συνθέτης, αλλά και ως μουσικός, και, καθώς η ικανότητα στη σύνθεση δεν προϋποθέτει και δεξιοτεχνία στο πιάνο -ειδικά στην Ελλάδα είναι αρκετά τα παραδείγματα δημιουργών που αναθέτουν σε άλλους τις ενορχηστρώσεις και τα σόλο, ακριβώς επειδή δεν αποτελούν τα δυνατά τους σημεία- το παίξιμο του Καρβέλα είναι αυτό που εδώ μαγεύει κι εντυπωσιάζει, περισσότερο ίσως κι απ’ τις ίδιες τις μελωδίες. Παρά την έλλειψη θεωρητικών γνώσεων, το παίξιμό του θυμίζει δεξιοτέχνη πιανίστα, καταφέρνοντας να σταθεί επάξια δίπλα στον έμπειρο Αλέξανδρο Μποτίνη. Η συνύπαρξη του τσέλου και του πιάνου παραμένει αρμονικότατη καθ’ όλη τη διάρκεια της ακρόασης, με το πιάνο να δίνει, σε αρκετές περιπτώσεις, ένα πιο λυπητερό τόνο και το τσέλο, σε άλλες, να θυμίζει ολόκληρη ορχήστρα.
Πολλοί θα πουν, κι ίσως όχι άδικα, πως ο Καρβέλας κατέθεσε την «Ακρωτηριασμένη μπαλαρίνα» σ’ αυτήν την ηλικία και σ’ αυτή την περίοδο της ζωής του εκ του ασφαλούς, αφού όταν ήταν νεότερος κι είχε πραγματική ανάγκη για επιτυχία ακολουθούσε έναν εντελώς διαφορετικό δρόμο. Παρόλα αυτά, το εν λόγω έργο μοιάζει περισσότερο ως ένα δώρο σε όσους γνώριζαν τις κλασικίζουσες δουλειές του και περίμεναν από χρόνια ένα ορχηστρικό album, παρά ως μια απάντηση στους επικριτές τους. Κι ας είναι βέβαιο πως ελάχιστοι θ’ ακούσουν όλα τα κομμάτια…