«Αν δεν γίνεται και τα δύο, είναι καλύτερο να σε φοβούνται παρά να σε αγαπούν.» Σε μια παράφραση των λεγομένων του Μακιαβέλι μπορούμε αμέσως να εντοπίσουμε τη νοοτροπία με την οποία έζησε, πορεύτηκε και μεγαλούργησε ο Ευάγγελος Αρδίτης.
Ένας άντρας που με μοναδική μακιαβελική μαεστρία χάραζε τη γραμμή της ζωής των μελών της οικογένειάς του, όριζε την τύχη ανθρώπων που βρέθηκαν στον δρόμο του και κατάφερνε να καθορίζει το κοινωνικοπολιτικό τοπίο στη μεταπολεμική και μετεμφυλιακή Ελλάδα με μία του κουβέντα. Σκιώδης αριστοκράτης, αμοραλιστής και διαπλεκόμενος μέχρι το κόκαλο, ο Αρδίτης με κάθε του κίνηση έραβε στα μέτρα του το κοστούμι της εξουσίας και έβρισκε τρόπο να είναι πάντα ένα βήμα μπροστά από τις εξελίξεις. Στο αξιακό του σύστημα επιτρεπόταν η άρση κάθε ηθικού φραγμού, αρκεί να ικανοποιούσε το προσωπικό του συμφέρον. Δύο πράγματα τον ενδιέφεραν πάντα: η «ευτυχία» της κόρης του και η δύναμη της κυριαρχίας, θεωρώντας πως με το δεύτερο θα μπορούσε να πετύχει το πρώτο. Επεδίωκε οι γύρω του να συμμετέχουν ως μαριονέτες σε μια παράσταση που εκείνος κινούσε τα νήματα, αφαιρώντας τους έντεχνα κάθε έννοια ελευθερίας και αυτοδιάθεσης. Για τη Μάγια λειτουργούσε ως ατζέντης, για τον εγγονό του ως φόβητρο και για τον Παύλο ως τύραννος. Το ειρωνικό του χιούμορ, οι εκλεπτυσμένοι, αλλά ταυτόχρονα βιτριολικοί του σχολιασμοί, και οι διπλωματικές, μα και χειριστικές του προσεγγίσεις ήταν τα χαρακτηριστικά που συνέθεταν το προσωπείο ενός ανθρώπου που τίποτα δεν μπορούσε να τον σταματήσει. Μέχρι τη στιγμή που μια σφαίρα, έτσι ξαφνικά, μπήκε ανάμεσα σε εκείνον και τις βλέψεις του, σταματώντας μια για πάντα τις επόμενες καλοσχεδιασμένες κινήσεις του.