Η «απαγορευμένη ταινία», οι Κάννες και το εξώφυλλο βρετανικού βιβλίου.
Μπορεί να άφησε την τελευταία της πνοή στις 23 Ιουλίου του 1996, αλλά η Αλίκη Βουγιουκλάκη δεν σταμάτησε ποτέ να βρίσκεται στην επικαιρότητα. Οι ταινίες της παίζονται κάθε εβδομάδα στην τηλεόραση, γνωστές και άγνωστες πληροφορίες για τη ζωή της δημοσιεύονται συνεχώς στα μέσα, ενώ δεν υπάρχει περίπτωση να δώσει συνέντευξη κάποιος συνεργάτης της και να μην ερωτηθεί για εκείνη. Για τους Έλληνες, παραμένει η «Εθνική Σταρ», ακόμα και 28 χρόνια μετά το θάνατό της, την παγκόσμια αναγνώριση, όμως, δεν κατάφερε να την αποκτήσει ποτέ. Κι ας έκανε κάποιες προσπάθειες για διεθνή καριέρα, με συμπαθητικά, ενίοτε, αποτελέσματα.
Η αρχή έγινε με τη «Μανταλένα» (1960), σε σκηνοθεσία Ντίνου Δημόπουλου και σενάριο Γεωργίου Ρούσσου, για την οποία κέρδισε το Βραβείο Α’ Γυναικείου Ρόλου στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, το μοναδικό βραβείο που έχει κερδίσει στην καριέρα της. Στο ίδιο Φεστιβάλ ο Ρούσσος κερδίζει το Βραβείο Καλύτερου Σεναρίου και ο Παντελής Ζερβός το Βραβείο Β’ Ανδρικού Ρόλου, οι διακρίσεις, όμως, για τη «Μανταλένα» δεν σταματούν εκεί, αφού προβάλλεται στο Φεστιβάλ Καννών, διεκδικώντας το Χρυσό Φοίνικα. Το υψηλότερο Βραβείο στις Κάννες κερδίζουν τελικά από κοινού το «Όσα έσβησε ο άνεμος» και η «Βιριδιάνα», η υποψηφιότητα της «Μανταλένας», όμως, αποτελεί μία σημαντική διάκριση για την Ελλάδα, ωθώντας την Αλίκη να δοκιμάσει τις δυνάμεις της εκτός συνόρων. Έτσι, πείθει το Φιλοποίμενα Φίνο να γυρίσει μία αγγλόφωνη ταινία.
Η «Aliki my love» προβάλλεται στο Λονδίνο και στη Νέα Υόρκη το 1963, ενώ στην Αθήνα έρχεται ένα χρόνο μετά. Πρόκειται για μία αισθηματική κωμωδία ελληνικής και βρετανικής συμπαραγωγής, για την οποία η Φίνος Φιλμ ενώνει τις δυνάμεις της με την Aquarius Film, ξοδεύοντας αστρονομικά για την εποχή ποσά. Η σκηνοθεσία ανήκει στο Ρούντολφ Ματέ, γνωστός για τις νουάρ ταινίες του τη δεκαετία του ’40 και του ’50 και για τη διεύθυνση φωτογραφίας στη «Τζίλντα», το σενάριο στον Τζωρτζ Σαιντ Τζωρτζ, και συμπρωταγωνιστής της Αλίκης είναι ο Τζες Κόνραντ. Η ταινία γυρίζεται στην Ίο και οι διαφημίσεις της εποχής επιχειρούν να τη συνδέσουν με τη «Μανταλένα», αν και τόσο το ύφος όσο και το θέμα της «Αλίκης», όπως προβάλλεται στη χώρα μας, δεν έχουν καμία σχέση με την προαναφερθείσα ταινία. Τα τραγούδια των Μάνου Χατζιδάκι-Νίκου Γκάτσου, «Θαλασσοπούλια μου», «Με τ’ άσπρο μου μαντήλι (Το τραγούδι της Σειρήνας») και «Νάνι του Ρήγα το παιδί», έχουν απήχηση και παραμένουν γνωστά μέχρι και σήμερα, η ταινία αυτή καθ’ αυτή, όμως, δεν θα γνωρίσει εμπορική επιτυχία, με αποτέλεσμα ο Φίνος να τη «θάψει» στο αρχείο του.
Για δεκαετίες, η «Aliki my love» αναφέρεται ως η «απαγορευμένη ταινία της Βουγιουκλάκη», με την καλοκαιρινή φωτογραφία της πρωταγωνίστριας στην αφίσα να κάνει πολλούς να υποστηρίξουν πως η ταινία περιλαμβάνει γυμνές σκηνές της και πως γι’ αυτό αποσύρθηκε. Στα μέσα περίπου της πρώτης δεκαετίας του 2000 οι ταινίες της Φίνος Φιλμ θ’ αρχίσουν να κυκλοφορούν σε DVD και πολλοί θεατές θα ελπίσουν πως -επιτέλους- θα δουν και την «Αλίκη», κάτι που δεν θα γίνει. Στο YouTube κάποια στιγμή θα διαρρεύσουν ορισμένες σκηνές, με πολύ κακή ποιότητα εικόνας και ήχου, ενώ σε ανύποπτο χρόνο θα ανέβει και ολόκληρη η ταινία, σε τόσο κακή κόπια, όμως, που κανείς δεν θα μπορέσει να καταλάβει περί τίνος πρόκειται. Έτσι, ο μύθος της «απαγορευμένης ταινίας» θα συντηρηθεί, με διάφορα sites και τα blogs να αναρτούν κατά καιρούς φωτογραφίες και σκόρπιες σκηνές, απαριθμώντας τους πιθανούς λόγους που κανένας δεν θέλησε ποτέ να ξαναπαιχτεί η ταινία.
Το «μυστήριο» θα λυθεί τελικά την Πρωτοχρονιά του 2023, όπου το Star αποφασίζει να την προβάλλει στην τηλεόραση για πρώτη φορά. Η υπόθεση απλή: ο Μπάρι, ένας ευειδής πλην άφραγκος νεαρός, επισκέπτεται με το δικηγόρο του ένα ιδιόκτητο νησάκι στο Αιγαίο, κληρονομιά του αποβιώσαντα θείου του, με σκοπό να το πουλήσει σε μια εταιρεία τουριστικής ανάπτυξης. Η δασκάλα του νησιού, Αλίκη, και η μητέρα της, Άννα, αποφασίζουν να παρατείνουν τη διαμονή των δύο ξένων στο νησί για να τους αλλάξουν γνώμη. Η Αλίκη θα προσπαθήσει να ξελογιάσει τον Μπάρι με την ομορφιά της, και η Άννα το δικηγόρο με τη μαγειρική της… Η «Aliki my love» δεν περιλαμβάνει, φυσικά, γυμνές σκηνές της Βουγιουκλάκη, ούτε είναι τόσο κακή που έκανε το Φίνο να ντρέπεται γι’ αυτήν, όπως προσπάθησαν να μας πείσουν τα διάφορα sites. Δεν στέκεται κάτω απ’ το μέσο όρο παρόμοιων κωμωδιών της εποχής και σίγουρα δεν είναι χειρότερη από τις ταινίες της Βουγιουκλάκη στην Καραγιάννης-Καρατζόπουλος. Η πρωταγωνίστρια μιλάει, μάλιστα, με αρκετή άνεση τ’ αγγλικά, και η Κατρίν Κατ είναι συμπαθέστατη ως μητέρα της. Ορισμένες σκηνές θυμίζουν, όμως, αφελείς φάρσες -με αποκορύφωμα τη σκηνή που ο δικηγόρος χρησιμοποιεί καλάμι ψαρέματος για να κλέψει το φαγητό της Άννας απ’ την κουζίνα!-, η Βουγιουκλάκη δεν ταιριάζει με τον Κόνραντ, ενώ ακόμα και τα τραγούδια δεν αξιοποιούνται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Για παράδειγμα, η Αλίκη ερμηνεύει το «Τραγούδι της Σειρήνας» μισο-κρυμμένη και σκυμμένη πίσω από ένα βράχο, και δεν καταφέρνει να το αναδείξει. Σε αντίθεση, λοιπόν, με άλλες κωμωδίες της εποχής, που προβάλλονται ξανά και ξανά και θεωρούνται επιτυχημένες, η «Αλίκη» γέννησε στους θεατές πολύ υψηλές προσδοκίες που δεν κατάφερε επ’ ουδενί να καλύψει, και το γεγονός αυτό, σε συνάρτηση με το αστρονομικό budget, ήταν που οδήγησε το Φίνο στην απόφαση να «θάψει» την ταινία.
Κι όμως, το 1963 η Βουγιουκλάκη θα δοκιμάσει ξανά της δυνάμεις της εκτός Ελλάδας. Στην Τουρκία εκείνη την περίοδο «οι ταινίες της χαλάγανε κόσμο», όπως αναφέρει ο Αλέκος Σακελλάριος, που θα δεχτεί πρόταση από τον Οζντεμίρ Μπιρσέλ να γυρίσει μία τούρκικη ταινία με τη Μούσα του. Έτσι, τα «Χτυποκάρδια στο θρανίο» θα γυριστούν ταυτόχρονα από τη Δαμασκηνός-Μιχαηλίδης και από την Μπιρσέλ Φιλμ με τον τίτλο «Siralardaki Heyecanlar». Στη μεν παίζουν Έλληνες ηθοποιοί με πρωταγωνιστή το Δημήτρη Παπαμιχαήλ, στη δε Τούρκοι, με πρωταγωνιστή τον Ορχάν Γκιουνσεράι. Η Βουγιουκλάκη πρωταγωνιστεί και στις δύο, μόνο που στην τουρκική εκδοχή η φωνή της είναι ντουμπλαρισμένη. Λόγω των έκρυθμων πολιτικών καταστάσεων η προβολή της ταινίας στην Τουρκία θα καθυστερήσει, εν τέλει, όμως, θα προβληθεί με μεγάλη επιτυχία.
Έκτοτε, η Βουγιουκλάκη δεν θα επιδιώξει ξανά τη διεθνή καριέρα άμεσα. Πάντως, οι «Διπλοπεννιές» (1966), σε σκηνοθεσία Γιώργου Σκαλενάκη και σενάριο του Σακελλάριου, θα προωθηθούν ως «τουριστική ταινία» και, ποντάροντας στα μπουζούκια, στον Πειραιά και στη συνεπακόλουθη φολκλόρ αισθητική, θα κυκλοφορήσουν σε διεθνή διανομή με το χαρακτηριστικό τίτλο «Dancing the Sirtaki» και θα προβληθούν και στις Κάννες, χωρίς, βέβαια, να διεκδικήσουν κάποιο βραβείο. Τέσσερα χρόνια μετά, η «Υπολοχαγός Νατάσσα» του Νίκου Φώσκολου θα προβληθεί στο εξωτερικό ως «Lt. Natassa», ταξιδεύοντας μέχρι και στην Κίνα. Λέγεται, μάλιστα, πως όταν η Βουγιουκλάκη βρέθηκε στη Σιγκαπούρη κατά τη διάρκεια μιας περιοδείας πολλά παιδιά την αναγνώρισαν κι άρχισαν να τη φωνάζουν «Νατάσσα», και πως η προβολή της από το BBC2 έπεισε τους παραγωγούς της ροκ όπερας «Evita» να της δώσουν τα δικαιώματα του έργου.
Μ’ έναν πολύ απροσδόκητο τρόπο η Βουγιουκλάκη θα έρθει ξανά ενώπιον του ξένου κοινού. Το 2012 η Σκωτσέζα συγγραφέας Άλι Σμιθ την επιλέγει για το εξώφυλλο του βιβλίου της «Artful». Η βραβευμένη συγγραφέας, δημοσιογράφος κι ακαδημαϊκός γνώρισε την «Εθνική Σταρ» κατά τη διάρκεια των διακοπών της στην Κρήτη, παρακολουθώντας τυχαία την «Αλίκη στο Ναυτικό» στην τηλεόραση. Παρότι δεν καταλάβαινε τη γλώσσα, μαγεύτηκε από τη φωτεινή της παρουσία με αποτέλεσμα να ψάξει στο διαδίκτυο περισσότερα για εκείνη, καταφέρνοντας να βρει και να παρακολουθήσει αρκετές ταινίες της με αγγλικούς υπότιτλους. Σύμφωνα με τη Σμιθ αυτό το φωτεινό, χαρούμενο και γεμάτο θέληση για ζωή κορίτσι, τη βοήθησε σε μεγάλο βαθμό να ξεπεράσει την κατάθλιψή της για το θάνατο του πατέρα της. Ο θαυμασμός της γι’ αυτήν εκφράστηκε μέσα από ένα άρθρο στο The Guardian (2011), καθώς κι από ένα εκτενές αφιέρωμα στο Port το 2014 με τίτλο «Greek Legend: Aliki Vougiouklaki». Στο συγκεκριμένο κείμενο αναφέρει πως η Βουγιουκλάκη από τα μέσα του ’50 μέχρι το ’90 ήταν για την Ελλάδα τα πάντα. Αν και για το εξωτερικό δεν ισχύει το ίδιο, είναι σίγουρο πως η Αλίκη κατάφερε να συγκινήσει, έστω και πρόσκαιρα, και το ξένο κοινό…
Η «απαγορευμένη ταινία», οι Κάννες και το εξώφυλλο βρετανικού βιβλίου.
Μπορεί να άφησε την τελευταία της πνοή στις 23 Ιουλίου του 1996, αλλά η Αλίκη Βουγιουκλάκη δεν σταμάτησε ποτέ να βρίσκεται στην επικαιρότητα. Οι ταινίες της παίζονται κάθε εβδομάδα στην τηλεόραση, γνωστές και άγνωστες πληροφορίες για τη ζωή της δημοσιεύονται συνεχώς στα μέσα, ενώ δεν υπάρχει περίπτωση να δώσει συνέντευξη κάποιος συνεργάτης της και να μην ερωτηθεί για εκείνη. Για τους Έλληνες, παραμένει η «Εθνική Σταρ», ακόμα και 28 χρόνια μετά το θάνατό της, την παγκόσμια αναγνώριση, όμως, δεν κατάφερε να την αποκτήσει ποτέ. Κι ας έκανε κάποιες προσπάθειες για διεθνή καριέρα, με συμπαθητικά, ενίοτε, αποτελέσματα.
Η αρχή έγινε με τη «Μανταλένα» (1960), σε σκηνοθεσία Ντίνου Δημόπουλου και σενάριο Γεωργίου Ρούσσου, για την οποία κέρδισε το Βραβείο Α’ Γυναικείου Ρόλου στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, το μοναδικό βραβείο που έχει κερδίσει στην καριέρα της. Στο ίδιο Φεστιβάλ ο Ρούσσος κερδίζει το Βραβείο Καλύτερου Σεναρίου και ο Παντελής Ζερβός το Βραβείο Β’ Ανδρικού Ρόλου, οι διακρίσεις, όμως, για τη «Μανταλένα» δεν σταματούν εκεί, αφού προβάλλεται στο Φεστιβάλ Καννών, διεκδικώντας το Χρυσό Φοίνικα. Το υψηλότερο Βραβείο στις Κάννες κερδίζουν τελικά από κοινού το «Όσα έσβησε ο άνεμος» και η «Βιριδιάνα», η υποψηφιότητα της «Μανταλένας», όμως, αποτελεί μία σημαντική διάκριση για την Ελλάδα, ωθώντας την Αλίκη να δοκιμάσει τις δυνάμεις της εκτός συνόρων. Έτσι, πείθει το Φιλοποίμενα Φίνο να γυρίσει μία αγγλόφωνη ταινία.
Η «Aliki my love» προβάλλεται στο Λονδίνο και στη Νέα Υόρκη το 1963, ενώ στην Αθήνα έρχεται ένα χρόνο μετά. Πρόκειται για μία αισθηματική κωμωδία ελληνικής και βρετανικής συμπαραγωγής, για την οποία η Φίνος Φιλμ ενώνει τις δυνάμεις της με την Aquarius Film, ξοδεύοντας αστρονομικά για την εποχή ποσά. Η σκηνοθεσία ανήκει στο Ρούντολφ Ματέ, γνωστός για τις νουάρ ταινίες του τη δεκαετία του ’40 και του ’50 και για τη διεύθυνση φωτογραφίας στη «Τζίλντα», το σενάριο στον Τζωρτζ Σαιντ Τζωρτζ, και συμπρωταγωνιστής της Αλίκης είναι ο Τζες Κόνραντ. Η ταινία γυρίζεται στην Ίο και οι διαφημίσεις της εποχής επιχειρούν να τη συνδέσουν με τη «Μανταλένα», αν και τόσο το ύφος όσο και το θέμα της «Αλίκης», όπως προβάλλεται στη χώρα μας, δεν έχουν καμία σχέση με την προαναφερθείσα ταινία. Τα τραγούδια των Μάνου Χατζιδάκι-Νίκου Γκάτσου, «Θαλασσοπούλια μου», «Με τ’ άσπρο μου μαντήλι (Το τραγούδι της Σειρήνας») και «Νάνι του Ρήγα το παιδί», έχουν απήχηση και παραμένουν γνωστά μέχρι και σήμερα, η ταινία αυτή καθ’ αυτή, όμως, δεν θα γνωρίσει εμπορική επιτυχία, με αποτέλεσμα ο Φίνος να τη «θάψει» στο αρχείο του.
Για δεκαετίες, η «Aliki my love» αναφέρεται ως η «απαγορευμένη ταινία της Βουγιουκλάκη», με την καλοκαιρινή φωτογραφία της πρωταγωνίστριας στην αφίσα να κάνει πολλούς να υποστηρίξουν πως η ταινία περιλαμβάνει γυμνές σκηνές της και πως γι’ αυτό αποσύρθηκε. Στα μέσα περίπου της πρώτης δεκαετίας του 2000 οι ταινίες της Φίνος Φιλμ θ’ αρχίσουν να κυκλοφορούν σε DVD και πολλοί θεατές θα ελπίσουν πως -επιτέλους- θα δουν και την «Αλίκη», κάτι που δεν θα γίνει. Στο YouTube κάποια στιγμή θα διαρρεύσουν ορισμένες σκηνές, με πολύ κακή ποιότητα εικόνας και ήχου, ενώ σε ανύποπτο χρόνο θα ανέβει και ολόκληρη η ταινία, σε τόσο κακή κόπια, όμως, που κανείς δεν θα μπορέσει να καταλάβει περί τίνος πρόκειται. Έτσι, ο μύθος της «απαγορευμένης ταινίας» θα συντηρηθεί, με διάφορα sites και τα blogs να αναρτούν κατά καιρούς φωτογραφίες και σκόρπιες σκηνές, απαριθμώντας τους πιθανούς λόγους που κανένας δεν θέλησε ποτέ να ξαναπαιχτεί η ταινία.
Το «μυστήριο» θα λυθεί τελικά την Πρωτοχρονιά του 2023, όπου το Star αποφασίζει να την προβάλλει στην τηλεόραση για πρώτη φορά. Η υπόθεση απλή: ο Μπάρι, ένας ευειδής πλην άφραγκος νεαρός, επισκέπτεται με το δικηγόρο του ένα ιδιόκτητο νησάκι στο Αιγαίο, κληρονομιά του αποβιώσαντα θείου του, με σκοπό να το πουλήσει σε μια εταιρεία τουριστικής ανάπτυξης. Η δασκάλα του νησιού, Αλίκη, και η μητέρα της, Άννα, αποφασίζουν να παρατείνουν τη διαμονή των δύο ξένων στο νησί για να τους αλλάξουν γνώμη. Η Αλίκη θα προσπαθήσει να ξελογιάσει τον Μπάρι με την ομορφιά της, και η Άννα το δικηγόρο με τη μαγειρική της… Η «Aliki my love» δεν περιλαμβάνει, φυσικά, γυμνές σκηνές της Βουγιουκλάκη, ούτε είναι τόσο κακή που έκανε το Φίνο να ντρέπεται γι’ αυτήν, όπως προσπάθησαν να μας πείσουν τα διάφορα sites. Δεν στέκεται κάτω απ’ το μέσο όρο παρόμοιων κωμωδιών της εποχής και σίγουρα δεν είναι χειρότερη από τις ταινίες της Βουγιουκλάκη στην Καραγιάννης-Καρατζόπουλος. Η πρωταγωνίστρια μιλάει, μάλιστα, με αρκετή άνεση τ’ αγγλικά, και η Κατρίν Κατ είναι συμπαθέστατη ως μητέρα της. Ορισμένες σκηνές θυμίζουν, όμως, αφελείς φάρσες -με αποκορύφωμα τη σκηνή που ο δικηγόρος χρησιμοποιεί καλάμι ψαρέματος για να κλέψει το φαγητό της Άννας απ’ την κουζίνα!-, η Βουγιουκλάκη δεν ταιριάζει με τον Κόνραντ, ενώ ακόμα και τα τραγούδια δεν αξιοποιούνται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Για παράδειγμα, η Αλίκη ερμηνεύει το «Τραγούδι της Σειρήνας» μισο-κρυμμένη και σκυμμένη πίσω από ένα βράχο, και δεν καταφέρνει να το αναδείξει. Σε αντίθεση, λοιπόν, με άλλες κωμωδίες της εποχής, που προβάλλονται ξανά και ξανά και θεωρούνται επιτυχημένες, η «Αλίκη» γέννησε στους θεατές πολύ υψηλές προσδοκίες που δεν κατάφερε επ’ ουδενί να καλύψει, και το γεγονός αυτό, σε συνάρτηση με το αστρονομικό budget, ήταν που οδήγησε το Φίνο στην απόφαση να «θάψει» την ταινία.
Κι όμως, το 1963 η Βουγιουκλάκη θα δοκιμάσει ξανά της δυνάμεις της εκτός Ελλάδας. Στην Τουρκία εκείνη την περίοδο «οι ταινίες της χαλάγανε κόσμο», όπως αναφέρει ο Αλέκος Σακελλάριος, που θα δεχτεί πρόταση από τον Οζντεμίρ Μπιρσέλ να γυρίσει μία τούρκικη ταινία με τη Μούσα του. Έτσι, τα «Χτυποκάρδια στο θρανίο» θα γυριστούν ταυτόχρονα από τη Δαμασκηνός-Μιχαηλίδης και από την Μπιρσέλ Φιλμ με τον τίτλο «Siralardaki Heyecanlar». Στη μεν παίζουν Έλληνες ηθοποιοί με πρωταγωνιστή το Δημήτρη Παπαμιχαήλ, στη δε Τούρκοι, με πρωταγωνιστή τον Ορχάν Γκιουνσεράι. Η Βουγιουκλάκη πρωταγωνιστεί και στις δύο, μόνο που στην τουρκική εκδοχή η φωνή της είναι ντουμπλαρισμένη. Λόγω των έκρυθμων πολιτικών καταστάσεων η προβολή της ταινίας στην Τουρκία θα καθυστερήσει, εν τέλει, όμως, θα προβληθεί με μεγάλη επιτυχία.
Έκτοτε, η Βουγιουκλάκη δεν θα επιδιώξει ξανά τη διεθνή καριέρα άμεσα. Πάντως, οι «Διπλοπεννιές» (1966), σε σκηνοθεσία Γιώργου Σκαλενάκη και σενάριο του Σακελλάριου, θα προωθηθούν ως «τουριστική ταινία» και, ποντάροντας στα μπουζούκια, στον Πειραιά και στη συνεπακόλουθη φολκλόρ αισθητική, θα κυκλοφορήσουν σε διεθνή διανομή με το χαρακτηριστικό τίτλο «Dancing the Sirtaki» και θα προβληθούν και στις Κάννες, χωρίς, βέβαια, να διεκδικήσουν κάποιο βραβείο. Τέσσερα χρόνια μετά, η «Υπολοχαγός Νατάσσα» του Νίκου Φώσκολου θα προβληθεί στο εξωτερικό ως «Lt. Natassa», ταξιδεύοντας μέχρι και στην Κίνα. Λέγεται, μάλιστα, πως όταν η Βουγιουκλάκη βρέθηκε στη Σιγκαπούρη κατά τη διάρκεια μιας περιοδείας πολλά παιδιά την αναγνώρισαν κι άρχισαν να τη φωνάζουν «Νατάσσα», και πως η προβολή της από το BBC2 έπεισε τους παραγωγούς της ροκ όπερας «Evita» να της δώσουν τα δικαιώματα του έργου.
Μ’ έναν πολύ απροσδόκητο τρόπο η Βουγιουκλάκη θα έρθει ξανά ενώπιον του ξένου κοινού. Το 2012 η Σκωτσέζα συγγραφέας Άλι Σμιθ την επιλέγει για το εξώφυλλο του βιβλίου της «Artful». Η βραβευμένη συγγραφέας, δημοσιογράφος κι ακαδημαϊκός γνώρισε την «Εθνική Σταρ» κατά τη διάρκεια των διακοπών της στην Κρήτη, παρακολουθώντας τυχαία την «Αλίκη στο Ναυτικό» στην τηλεόραση. Παρότι δεν καταλάβαινε τη γλώσσα, μαγεύτηκε από τη φωτεινή της παρουσία με αποτέλεσμα να ψάξει στο διαδίκτυο περισσότερα για εκείνη, καταφέρνοντας να βρει και να παρακολουθήσει αρκετές ταινίες της με αγγλικούς υπότιτλους. Σύμφωνα με τη Σμιθ αυτό το φωτεινό, χαρούμενο και γεμάτο θέληση για ζωή κορίτσι, τη βοήθησε σε μεγάλο βαθμό να ξεπεράσει την κατάθλιψή της για το θάνατο του πατέρα της. Ο θαυμασμός της γι’ αυτήν εκφράστηκε μέσα από ένα άρθρο στο The Guardian (2011), καθώς κι από ένα εκτενές αφιέρωμα στο Port το 2014 με τίτλο «Greek Legend: Aliki Vougiouklaki». Στο συγκεκριμένο κείμενο αναφέρει πως η Βουγιουκλάκη από τα μέσα του ’50 μέχρι το ’90 ήταν για την Ελλάδα τα πάντα. Αν και για το εξωτερικό δεν ισχύει το ίδιο, είναι σίγουρο πως η Αλίκη κατάφερε να συγκινήσει, έστω και πρόσκαιρα, και το ξένο κοινό…