«Ο Θεός να σε συγχωρέσει. Εγώ δεν πρόκειται. Κι αν υπάρχει Κόλαση, να την περπατήσεις όλη». Με αυτόν τον ψιθυριστό μονόλογο αποχαιρέτισε η Φρόσω τον Νάτση, ο οποίος την άλλαξε για πάντα στην ψυχή και το σώμα.
Η πανέξυπνη, κακοφτιαγμένη στην όψη, χρυσοχέρα στο κέντημα και παιδί στην καρδιά Φρόσω, όταν χωρίστηκε από τις αδερφές της, δεν περίμενε ποτέ πως η Ευανθία και ο Ηλίας, η οικογένεια που την καλωσόρισε, την προόριζαν για «δοχείο βίαιης αναπαραγωγής». Σαν συγκρία δηλαδή, που την προσέλαβαν αμισθί και χωρίς την άδειά της για να τους κάνει γιο. Το μοναδικό φως που βρήκε μέσα στο σκοτάδι που κάλυπτε το σπίτι των Νάτσηδων ήταν ο Μέλιος.
Η αγνότητα και η ειλικρίνειά του ήταν οι μόνες εξαιρέσεις στον κακοποιητικό κανόνα που της επέβαλαν. Όμως, μετά τον θάνατό του και τη γέννηση του γιου της όλα αλλάζουν, και η Φρόσω βλέπει τώρα καθαρά πως δεν έχει πει την τελευταία της κουβέντα. Για να πάψει να είναι θύμα, γίνεται θύτης. Σκοτώνει για πάντα μέσα της το «παιδί» που κάποτε ήταν και απαρνείται κάθε ικμάδα αθωότητας. Έπειτα από αλλεπάλληλους βιασμούς, ξύλο, εκμετάλλευση και προσβολές, αποφασίζει να ανασύρει στην επιφάνεια όλα τα ζωώδη ένστικτα, που και η ίδια αγνοούσε πως διέθετε. Η μεταμόρφωσή της ήταν ένας ακούσιος μονόδρομος. Ποτέ δεν ήθελε να σκοτώσει, να εκβιάσει, να εξαπατήσει. Το μόνο που ήθελε ήταν να επιβιώσει, εγκλωβισμένη σε ένα μέρος που κατάπιε την καλοσύνη, την ψυχή και την ελπίδα της.
Ο επίλογός της, η τελευταία πράξη στο δράμα της κρύβει αυτοθυσία και λύτρωση μαζί. Με μία σφαίρα που προορίζεται για την Βικτωρία, η Φρόσω κατακτά ταυτόχρονα την εκδίκηση και την εξιλέωση για όλες τις αδερφές Πολύζου. Και κάπως έτσι, ύστερα από τόσα εμπόδια και δυσκολίες κατάφερε να βρεθεί ξανά στο καταφύγιό της – στην αγκαλιά του Μέλιου.