Για δεύτερη χρονιά και για περιορισμένο αριθμό παραστάσεων ανεβαίνει και πάλι το έργο του Αμερικανού συγγραφέα Άρθουρ Μίλλερ στο φιλόξενο θέατρο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας σε σκηνοθεσία Γιώργου Νανούρη.
Το πολυβραβευμένο με Pulitzer έργο «Ο θάνατος του Εμποράκου» συνεχίζει για δεύτερο χρόνο τον επιτυχημένο κύκλο των παραστάσεων του, σε παραγωγή των θεατρικών επιχειρήσεων Τάγαρη και σκηνοθεσία του Γιώργου Νανούρη, στο θέατρο Ζίνα με πρωταγωνιστή τον Βλαδίμηρο Κυριακίδη. Μαζί του επί σκηνής συμπρωταγωνιστούν η Έφη Μουρίκη, ο Ρένος Ρώτας, ο Γιώργος Κοσκορέλλος, ο Δημήτρης Γεροδήμος, η Κατερίνα Μάντζιου, ο Παναγιώτης Παπαδούλης, και ο Σωκράτης Αγγελής.
Το κορυφαίο έργο του Αμερικανού συγγραφέα, πραγματεύεται το προσωπικό και επαγγελματικό αδιέξοδο ενός πλανόδιου πωλητή, ο οποίος μετά από έναν πολυετή αγώνα επιβίωσης και λίγο πριν το τέλος της καριέρας του, διαπιστώνει πως το κυνήγι της ευτυχίας, στο πλαίσιο του καπιταλιστικού προτύπου ευδαιμονίας που επιτάσσει η αμερικανική κοινωνία, αποδεικνύεται μάταιο και ανούσιο ενώ οι ελπίδες για ένα καλύτερο μέλλον καταλήγουν φρούδες.
Αν και το έργο είναι γραμμένο το 1949 από τον Άρθουρ Μίλλερ, ο κεντρικός άξονας του έργου εμφανίζεται πιο επίκαιρος από ποτέ. Η κοινωνική οργή που εκφράζει το έργο απέναντι στην κοινωνικά επιβεβλημένη επιτυχία σηματοδοτεί την ανάγκη να καταρριφθούν όλα τα στερεότυπα. Το «αμερικανικό όνειρο» αποδεικνύεται κάλπικο και αποδομείται πλήρως στα μάτια των ηρώων αλλά και των θεατών. Οι δύσκολες -οικονομικές και διαπροσωπικές- συνθήκες διαβίωσης της οικογένειας του ήρωα, καθώς και η τραγική του κατάληξη του ιδίου, συνθέτουν το ψυχογράφημα του ανθρώπου που έρχεται αντιμέτωπος με την αμφισβήτηση και τη διάψευση των προσδοκιών του για ένα καλύτερο μέλλον. Το παραλήρημα φαίνεται μονόδρομος.
Ο Γιώργος Νανούρης, αμέσως μετά την παράσταση «Ψηλά από τη Γέφυρα», σκηνοθετεί για άλλη μία φορά έργο του Αμερικανού συγγραφέα Άρθουρ Μίλλερ. Η μίνιμαλ αισθητική του και η απλή και λιτή σκηνοθετική του ματιά αποσκοπεί να εστιάσει τα βλέμματα των θεατών αποκλειστικά στις ερμηνείες των ηθοποιών. Με τον τρόπο αυτό πετυχαίνει να αποδώσει ρεαλιστικά την πλήρη αποδόμηση του ήρωα και το υπαρξιακό του αδιέξοδο εν μέσω της μεταπολεμικής περιόδου.
Στο ίδιο πνεύμα λειτουργούν και οι φωτισμοί σε επιμέλεια επίσης του σκηνοθέτη Γιώργου Νανούρη. Οι φωτισμοί προβάλλουν με επιτυχία τον εκάστοτε ήρωα, εκφράζοντας στο έπακρο τη συναισθηματική φόρτιση που απαιτεί η κάθε σκηνή, ενώ ο συνδυασμός τους με το απλό σκηνικό με μαύρο φόντο, με την υπογραφή του σκηνογράφου Γιώργου Γαβαλά, δρα καταλυτικά στη δημιουργία της υποβλητικής ατμόσφαιρας που απαιτείται ώστε να αποκαλυφθεί ο εσωτερικός κόσμος και η ψυχοσύνθεση των ηρώων, δίχως να αποσπάται η προσοχή του θεατή από περίτεχνες και περιττές λεπτομέρειες.
Σε αντίθεση με την σκηνοθεσία και την σκηνογραφία, η ερμηνείες των ηθοποιών διεκδικούν επιβλητικά την προσοχή του κοινού. Ο Βλαδίμηρος Κυριακίδης ενσαρκώνοντας τον ρόλο του Γουίλι Λούμαν αποδεικνύει πως ο ηθοποιός δεν μπορεί να περιοριστεί σε ένα είδος ερμηνείας. Έπειτα από 12 χρόνια κωμωδίας στην τηλεόραση και πολλούς κωμικούς θεατρικούς ρόλους, βρίσκεται στο απόγειο της θεατρικής του καριέρας με έναν ρόλο δραματικό, γερά μελετημένο από πλευράς του, ιδιαίτερα ως προς τα εκφραστικά μέσα που χρησιμοποιεί, καταδεικνύοντας την ικανότητα του ηθοποιού να ερμηνεύει τον ρόλο του ψυχή τε και σώματι, να οικειοποιείται το δράμα του ήρωά του και να το μεταφέρει στους θεατές. Δίχως αμφιβολία ο κύριος Κυριακίδης είναι αξιέπαινος και του αξίζει το χειροκρότημα από το κοινό, το οποίο είχε σηκωθεί όρθιο και υποκλινόταν στο ταλέντο του. Ο ρόλος του αυτός είναι εμβληματικός, και σηματοδοτεί κατά γενική ομολογία μία ερμηνεία ορόσημο για την μετέπειτα θεατρική του πορεία.
Εξετάζοντας τις υπόλοιπες ερμηνείες της παράστασης, η προσοχή μας θα εστιάσει σε μία γυναικεία ερμηνεία . Κατά κοινή παραδοχή, αν απένεμαν στην Ελλάδα γυναικείο βραβείο Όσκαρ, θα το είχε μετά πάσης βεβαιότητας κερδίσει. Ο λόγος για την κυρία Έφη Μουρίκη, η οποία υποδύεται τον ρόλο της Λίντα, της συζύγου του Γουίλι Λόμαν. Αν και δεν την βλέπουμε συχνά στους τηλεοπτικούς μας δέκτες, η μεγάλη αυτή ηθοποιός προκαλεί ρίγη συγκίνησης στους θεατές, μεταδίδοντας στο έπακρο το συναίσθημα της απελπισίας που βιώνει συνειδητοποιώντας το τέλμα που έχει περιέλθει ο σύζυγός της, ενώ λαμβάνουμε από εκείνη μία κατάθεση ψυχής για την επερχόμενη διάλυση της οικογένειάς της. Καταφέρνει να τσαλακωθεί επί σκηνής και να είναι τόσο ανεπιτήδευτη εμφανησιακά, ενώ το σώμα της και ειδικά το πρόσωπό της συσπάται ολόκληρο από τον σπαραγμό που βιώνει η οικογένειά της. Της αξίζουν συγχαρητήρια που καταφέρνει να κλάψει φυσικά επί σκηνής, μαρτυρώντας έτσι την μεγάλη της αγάπη για το θέατρο.
Αξιόλογες είναι και υπόλοιπες ερμηνείες της παράστασης. Ο Ρένος Ρώτας στο ρόλο του Χάπι, εμφανίζεται πολύ βελτιωμένος υποκριτικά, φέρνοντας εις πέρας αξιοπρεπώς την αποστολή του. Το δίδυμο που δημιουργεί με τον Γιώργο Κοσκορέλλο στο ρόλο των παιδιών του Γουίλι Λούμαν έχει την φρεσκάδα και τη νεανικότητα που χρειάζεται και καταφέρνουν μία αρμονική συνύπαρξη επί σκηνής, με κορυφαίες στιγμές τον τσακωμό πατέρα και υιού μετά χειροδικίας, αλλά και τη σκηνή που ο γιος «πιάνει επ’αυτοφώρω» τον πατέρα του με άλλη γυναίκα.
Εξίσου δυνατή υποκριτικά και Κατερίνα Μάντζιου στο ρόλο της ερωμένης του Γουίλι, ενώ άρτιοι και διεκπεραιωτικοί υποκριτικά είναι ο Γιάννης Βαρβαρέσος στο ρόλο του αφεντικού, ο Παναγιώτης Παπαδούλης στο ρόλο του Χάουαρτ και ο Σωκράτης Αγγελής στο ρόλο του σερβιτόρου.
Συνοπτικά, πρόκειται για μία εξαιρετική θεατρική παράσταση, γερά δουλεμένη από όλους τους συντελεστές με πρώτη ύλη το σπουδαίο έργο του Άρθουρ Μίλλερ. Οι εξαιρετικές ερμηνείες των πρωταγωνιστών αξίζουν το πιο δυνατό χειροκρότημα και του κοινού. Η παράσταση είναι χαρακτηριστικό δείγμα της ιερής αποστολής των ηθοποιών που «ποιούν ήθος». Οι θεατές κατά τη διάρκεια του έργου είναι καθηλωμένοι και παρασύρονται στο δυνατό συναίσθημα του δράματος που εκτυλίσσεται ενώπιόν τους και το τέλος τους βρίσκει προβληματισμένους με τα μάτια βουρκωμένα.
Εν κατακλείδι, πρόκειται για παράσταση που διακρίνεται για την ποιότητά της σε όλα τα επίπεδα, και αξίζει να την δείτε, είτε είστε θεατρόφιλοι, είτε όχι, αφού στο τέλος σίγουρα θα βγείτε πλουσιότεροι.
Περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση ΕΔΩ!
Για δεύτερη χρονιά και για περιορισμένο αριθμό παραστάσεων ανεβαίνει και πάλι το έργο του Αμερικανού συγγραφέα Άρθουρ Μίλλερ στο φιλόξενο θέατρο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας σε σκηνοθεσία Γιώργου Νανούρη.
Το πολυβραβευμένο με Pulitzer έργο «Ο θάνατος του Εμποράκου» συνεχίζει για δεύτερο χρόνο τον επιτυχημένο κύκλο των παραστάσεων του, σε παραγωγή των θεατρικών επιχειρήσεων Τάγαρη και σκηνοθεσία του Γιώργου Νανούρη, στο θέατρο Ζίνα με πρωταγωνιστή τον Βλαδίμηρο Κυριακίδη. Μαζί του επί σκηνής συμπρωταγωνιστούν η Έφη Μουρίκη, ο Ρένος Ρώτας, ο Γιώργος Κοσκορέλλος, ο Δημήτρης Γεροδήμος, η Κατερίνα Μάντζιου, ο Παναγιώτης Παπαδούλης, και ο Σωκράτης Αγγελής.
Το κορυφαίο έργο του Αμερικανού συγγραφέα, πραγματεύεται το προσωπικό και επαγγελματικό αδιέξοδο ενός πλανόδιου πωλητή, ο οποίος μετά από έναν πολυετή αγώνα επιβίωσης και λίγο πριν το τέλος της καριέρας του, διαπιστώνει πως το κυνήγι της ευτυχίας, στο πλαίσιο του καπιταλιστικού προτύπου ευδαιμονίας που επιτάσσει η αμερικανική κοινωνία, αποδεικνύεται μάταιο και ανούσιο ενώ οι ελπίδες για ένα καλύτερο μέλλον καταλήγουν φρούδες.
Αν και το έργο είναι γραμμένο το 1949 από τον Άρθουρ Μίλλερ, ο κεντρικός άξονας του έργου εμφανίζεται πιο επίκαιρος από ποτέ. Η κοινωνική οργή που εκφράζει το έργο απέναντι στην κοινωνικά επιβεβλημένη επιτυχία σηματοδοτεί την ανάγκη να καταρριφθούν όλα τα στερεότυπα. Το «αμερικανικό όνειρο» αποδεικνύεται κάλπικο και αποδομείται πλήρως στα μάτια των ηρώων αλλά και των θεατών. Οι δύσκολες -οικονομικές και διαπροσωπικές- συνθήκες διαβίωσης της οικογένειας του ήρωα, καθώς και η τραγική του κατάληξη του ιδίου, συνθέτουν το ψυχογράφημα του ανθρώπου που έρχεται αντιμέτωπος με την αμφισβήτηση και τη διάψευση των προσδοκιών του για ένα καλύτερο μέλλον. Το παραλήρημα φαίνεται μονόδρομος.
Ο Γιώργος Νανούρης, αμέσως μετά την παράσταση «Ψηλά από τη Γέφυρα», σκηνοθετεί για άλλη μία φορά έργο του Αμερικανού συγγραφέα Άρθουρ Μίλλερ. Η μίνιμαλ αισθητική του και η απλή και λιτή σκηνοθετική του ματιά αποσκοπεί να εστιάσει τα βλέμματα των θεατών αποκλειστικά στις ερμηνείες των ηθοποιών. Με τον τρόπο αυτό πετυχαίνει να αποδώσει ρεαλιστικά την πλήρη αποδόμηση του ήρωα και το υπαρξιακό του αδιέξοδο εν μέσω της μεταπολεμικής περιόδου.
Στο ίδιο πνεύμα λειτουργούν και οι φωτισμοί σε επιμέλεια επίσης του σκηνοθέτη Γιώργου Νανούρη. Οι φωτισμοί προβάλλουν με επιτυχία τον εκάστοτε ήρωα, εκφράζοντας στο έπακρο τη συναισθηματική φόρτιση που απαιτεί η κάθε σκηνή, ενώ ο συνδυασμός τους με το απλό σκηνικό με μαύρο φόντο, με την υπογραφή του σκηνογράφου Γιώργου Γαβαλά, δρα καταλυτικά στη δημιουργία της υποβλητικής ατμόσφαιρας που απαιτείται ώστε να αποκαλυφθεί ο εσωτερικός κόσμος και η ψυχοσύνθεση των ηρώων, δίχως να αποσπάται η προσοχή του θεατή από περίτεχνες και περιττές λεπτομέρειες.
Σε αντίθεση με την σκηνοθεσία και την σκηνογραφία, η ερμηνείες των ηθοποιών διεκδικούν επιβλητικά την προσοχή του κοινού. Ο Βλαδίμηρος Κυριακίδης ενσαρκώνοντας τον ρόλο του Γουίλι Λούμαν αποδεικνύει πως ο ηθοποιός δεν μπορεί να περιοριστεί σε ένα είδος ερμηνείας. Έπειτα από 12 χρόνια κωμωδίας στην τηλεόραση και πολλούς κωμικούς θεατρικούς ρόλους, βρίσκεται στο απόγειο της θεατρικής του καριέρας με έναν ρόλο δραματικό, γερά μελετημένο από πλευράς του, ιδιαίτερα ως προς τα εκφραστικά μέσα που χρησιμοποιεί, καταδεικνύοντας την ικανότητα του ηθοποιού να ερμηνεύει τον ρόλο του ψυχή τε και σώματι, να οικειοποιείται το δράμα του ήρωά του και να το μεταφέρει στους θεατές. Δίχως αμφιβολία ο κύριος Κυριακίδης είναι αξιέπαινος και του αξίζει το χειροκρότημα από το κοινό, το οποίο είχε σηκωθεί όρθιο και υποκλινόταν στο ταλέντο του. Ο ρόλος του αυτός είναι εμβληματικός, και σηματοδοτεί κατά γενική ομολογία μία ερμηνεία ορόσημο για την μετέπειτα θεατρική του πορεία.
Εξετάζοντας τις υπόλοιπες ερμηνείες της παράστασης, η προσοχή μας θα εστιάσει σε μία γυναικεία ερμηνεία . Κατά κοινή παραδοχή, αν απένεμαν στην Ελλάδα γυναικείο βραβείο Όσκαρ, θα το είχε μετά πάσης βεβαιότητας κερδίσει. Ο λόγος για την κυρία Έφη Μουρίκη, η οποία υποδύεται τον ρόλο της Λίντα, της συζύγου του Γουίλι Λόμαν. Αν και δεν την βλέπουμε συχνά στους τηλεοπτικούς μας δέκτες, η μεγάλη αυτή ηθοποιός προκαλεί ρίγη συγκίνησης στους θεατές, μεταδίδοντας στο έπακρο το συναίσθημα της απελπισίας που βιώνει συνειδητοποιώντας το τέλμα που έχει περιέλθει ο σύζυγός της, ενώ λαμβάνουμε από εκείνη μία κατάθεση ψυχής για την επερχόμενη διάλυση της οικογένειάς της. Καταφέρνει να τσαλακωθεί επί σκηνής και να είναι τόσο ανεπιτήδευτη εμφανησιακά, ενώ το σώμα της και ειδικά το πρόσωπό της συσπάται ολόκληρο από τον σπαραγμό που βιώνει η οικογένειά της. Της αξίζουν συγχαρητήρια που καταφέρνει να κλάψει φυσικά επί σκηνής, μαρτυρώντας έτσι την μεγάλη της αγάπη για το θέατρο.
Αξιόλογες είναι και υπόλοιπες ερμηνείες της παράστασης. Ο Ρένος Ρώτας στο ρόλο του Χάπι, εμφανίζεται πολύ βελτιωμένος υποκριτικά, φέρνοντας εις πέρας αξιοπρεπώς την αποστολή του. Το δίδυμο που δημιουργεί με τον Γιώργο Κοσκορέλλο στο ρόλο των παιδιών του Γουίλι Λούμαν έχει την φρεσκάδα και τη νεανικότητα που χρειάζεται και καταφέρνουν μία αρμονική συνύπαρξη επί σκηνής, με κορυφαίες στιγμές τον τσακωμό πατέρα και υιού μετά χειροδικίας, αλλά και τη σκηνή που ο γιος «πιάνει επ’αυτοφώρω» τον πατέρα του με άλλη γυναίκα.
Εξίσου δυνατή υποκριτικά και Κατερίνα Μάντζιου στο ρόλο της ερωμένης του Γουίλι, ενώ άρτιοι και διεκπεραιωτικοί υποκριτικά είναι ο Γιάννης Βαρβαρέσος στο ρόλο του αφεντικού, ο Παναγιώτης Παπαδούλης στο ρόλο του Χάουαρτ και ο Σωκράτης Αγγελής στο ρόλο του σερβιτόρου.
Συνοπτικά, πρόκειται για μία εξαιρετική θεατρική παράσταση, γερά δουλεμένη από όλους τους συντελεστές με πρώτη ύλη το σπουδαίο έργο του Άρθουρ Μίλλερ. Οι εξαιρετικές ερμηνείες των πρωταγωνιστών αξίζουν το πιο δυνατό χειροκρότημα και του κοινού. Η παράσταση είναι χαρακτηριστικό δείγμα της ιερής αποστολής των ηθοποιών που «ποιούν ήθος». Οι θεατές κατά τη διάρκεια του έργου είναι καθηλωμένοι και παρασύρονται στο δυνατό συναίσθημα του δράματος που εκτυλίσσεται ενώπιόν τους και το τέλος τους βρίσκει προβληματισμένους με τα μάτια βουρκωμένα.
Εν κατακλείδι, πρόκειται για παράσταση που διακρίνεται για την ποιότητά της σε όλα τα επίπεδα, και αξίζει να την δείτε, είτε είστε θεατρόφιλοι, είτε όχι, αφού στο τέλος σίγουρα θα βγείτε πλουσιότεροι.