Ένα αφιέρωμα στους λιγότερο γνωστούς στιχουργούς.
Αν και οι δύο μεγάλοι μας συνθέτες έχουν δεχτεί τις τιμές που τους αξίζουν και ορισμένους στιχουργούς εξακολουθούμε να τους θυμόμαστε μέσα από αφιερώματα, αρκετοί δημιουργοί παραμένουν σε μεγάλο βαθμό άγνωστοι στο ευρύ κοινό. Έτσι κι αλλιώς, πίσω απ’ τα τραγούδια δεν κρύβονται μόνο κάποιοι συγκεκριμένοι συντελεστές που μνημονεύουμε, αλλά πολύ περισσότεροι, ορισμένοι εκ των οποίων δεν είχαν ποτέ την αναγνώριση που τους άξιζε. Κάποιοι ίσως και να θεωρούνται δικαίως «αδικημένοι», άλλοι μπορεί να είναι πράγματι «ήσσονος σημασίας» ή «ελάσσονες», τραγουδήσαμε και τραγουδάμε, πάντως, τα λόγια τους, κι αυτός είναι ένας σημαντικός λόγος για να τους θυμηθούμε.
Σαράντης Αλιβιζάτος

Κεφαλλονίτης στιχουργός, γεννήθηκε το 1951 και μπήκε στη δισκογραφία στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Μ’ ένα λόγο άμεσο, ζωντανό και αρκούντως ατακαδόρικο για να τον οδηγήσει στην επιτυχία, δόξασε τον έρωτα σε όλες του τις εκφάνσεις, αποφεύγοντας, πάντως, σε γενικές γραμμές τις ευκολίες, και όντας, σε κάποιες περιπτώσεις, λυρικός, έως και ευρηματικός. Με επιτυχία στέφθηκαν οι συνεργασίες του με το Μάριο Τόκα, («Η νύχτα μυρίζει γιασεμί»-1982, με το Θέμη Αδαμαντίδη, «Αννούλα του χιονιά»-1984, με τον Αντώνη Καλογιάννη, «Το σημάδι» και «Θάλασσες», πρώτα με την Κωνσταντίνα το 1987 κι έπειτα με το Γιάννη Πάριο το 1989 και το Δημήτρη Μητροπάνο το 1992 αντίστοιχα), και με τον Αντώνη Βαρδή, («Μ’ άφησες σαν πόλη»-1980, με τη Χάρις Αλεξίου, «Ένα γράμμα»-1981, με τον Πάριο, και «Θα ‘θελα να ήσουνα εδώ»-1995, με τη φωνή του συνθέτη). Με το Βαρδή υπέγραψε και δύο πολύ ιδιαίτερα και θεατρικά τραγούδια, τις Μοναχικές γυναίκες (1996) με τις Γλυκερία, Ελένη Δήμου και Τάνια Τσανακλίδου, και το «Στην Ελλάς του 2000» (1995) με τη φωνή του συνθέτη, του Χάρη και Πάνου Κατσιμίχα και, φυσικά, του Στέλιου Καζαντζίδη.
Αντώνης Ανδρικάκης

Γεννήθηκε στον Πειραιά το 1956 και τελείωσε τη Σχολή Πολιτικών Μηχανικών στο Μετσόβειο Πολυτεχνείο, αλλά τελικά τον κέρδισε το ραδιόφωνο, ξεκινώντας το 1979 στο Β’ Πρόγραμμα για να συνεργαστεί με όλους τους μεγάλους σταθμούς. Δύο ξεχωριστές μπαλάντες φέρουν την υπογραφή του, η εμβληματική «Έφυγες νωρίς» (1986), σε μουσική Σταμάτη Σπανουδάκη με την Ελευθερία Αρβανιτάκη, και η εξίσου πολυακουσμένη «Δε θα με ξεχάσεις» (1990), σε μουσική κι εκτέλεση Αντώνη Βαρδή. Σε αρκετά τραγούδια του κυριαρχούν οι υπαρξιακές αγωνίες, ο φόβος της μοναξιάς και ο πόνος για τους φίλους που χάθηκαν, με τρανά παραδείγματα τα «Θα εκραγώ» (1988), «Άμα δεις τα παιδιά» (1998) και «Πού να εξηγώ» (1999) με τους Αντώνη και Γιάννη Βαρδή. Ανάλογης θεματολογίας τα «Στο ίδιο έργο θεατές» (1991), σε μουσική Γιώργου Νταλάρα, με τον ίδιο και το Βασίλη Παπακωνσταντίνου, και «Τη ζωή μου καίω» (1999), σε μουσική Δήμητρας Γαλάνη με τη φωνή του Χρήστου Δάντη.
Γιάννης Γιαβάρας

Γεννημένος το 1966 στη Λαμία, εργάστηκε ως εκπαιδευτικός και από το 2008 διδάσκει στις ΗΠΑ σε σχολεία της ομογένειας. Μέσα από τα λίγα κομμάτια που έχει δισκογραφήσει είναι εμφανές πως η σχέση του με την ποίηση και το λόγο είναι βαθιά, με κάθε τραγούδι του ν’ αποτελεί μια περιπλάνηση σ’ έναν ονειρικό και ποιητικό κόσμο. Υπογράφοντας με το Δημήτρη Παπαδημητρίου το «Βραδινό σινιάλο» (2004) βάφτισε το τελευταίο album της Βίκυς Μοσχολιού, ενώ συμμετείχε και στο album της συνεργασίας του συνθέτη με το Δημήτρη Μητροπάνο, με πιο γνωστά τα «Άγγελος του νόστου» και «Θολό ποτάμι το πέρασμά σου» (2001). Η Φωτεινή Δάρρα ευτύχησε, επίσης, να ερμηνεύσει τρία άκρως ατμοσφαιρικά τραγούδια των δύο δημιουργών, το «Ρώτησα κάποτε» το 2000, και «Λόγια και φιλιά» και «Στην αγκαλιά της νύχτας το 2002. Μόλις το 2022 κυκλοφόρησε ως ανεξάρτητη παραγωγή η πρώτη του ολοκληρωμένη δουλειά, «Στις όχθες των ονείρων», ένα βιβλίο-CD με δεκαέξι τραγούδια σε μουσική Νίκου Πιτλόγλου με τις φωνές των Βασίλη Λέκκα, Μανώλη Χατζημανώλη, Εβελίνας Αγγέλου, Άννας Καραγεωργιάδου, Κωνσταντίνου Χανιά και Νίκου Αναγνωστόπουλου.
Γιώργος Κανελλόπουλος

Γεννήθηκε το 1953 και συναντήθηκε με το Γιώργο Χατζηνάσιο σε ηλικία 20 ετών, αποτελώντας έναν απ’ τους βασικούς συνοδοιπόρους του συνθέτη στα πρώτα του βήματα, με γνωστότερα κομμάτια τους τα «Με λένε Γιώργο» (1973), με το Μανώλη Μητσιά, «Συγγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ» (1973) και «Τα γαλάζια σου γράμματα» (1976), με τη Δήμητρα Γαλάνη, και «Ξενύχτησα στην πόρτα σου» (1976), με τη Βίκυ Μοσχολιού. Στα λιγότερα ακουσμένα τραγούδια τους ο στιχουργός ξεδιπλώνει τους κοινωνικούς του προβληματισμούς, («Είμαστε εμείς»-1976, με τη Μοσχολιού, «Τα παλιοτράγουδα»-1978, με το Σταμάτη Κόκοτα), και καταθέτει πολιτικούς στίχους, («Κλεισ’ το ραδιόφωνο» και «Καληνύχτα σας» το 1976 με τη Μοσχολιού και τη Γαλάνη αντίστοιχα), παραμένοντας πάντα βαθιά ευαίσθητος, («Χάρε σαν έρθεις»-1973, με το Μητσιά), κι απαισιόδοξος, («Θλιμμένα χαμόγελα»-1976, με τη Γαλάνη). Αποσύρθηκε απ’ το τραγούδι περίπου στις αρχές της δεκαετίας του ’90 για ν’ ασχοληθεί με τη διαφήμιση και τις εκδόσεις, και το 2007 έφυγε απ’ τη ζωή, χτυπημένος από την επάρατη νόσο.
Μάνος Κουφιανάκης

Άφησε την τελευταία του πνοή το 2011 σε ηλικία 65 ετών, αφήνοντας πίσω του μεγάλες επιτυχίες. Στα πρώτα του βήματα συναντήθηκε με τον Κώστα Χατζή και τη Μαρινέλλα, συμμετέχοντας στο «Ρεσιτάλ» (1976), και στην πορεία ύμνησε τους μεγάλους έρωτες και τους αγιάτρευτους χωρισμούς. Λαϊκός στιχουργός, ακόμα κι όταν οι μελωδίες δεν ήταν αμιγώς λαϊκές, με κομμάτια που θεωρούνται προ πολλού διαχρονικά. Υπέγραψε τα πιο γνωστά τραγούδια της Άντζελας Δημητρίου, («Ποια θυσία»-1985, σε μουσική Χάρη Καλούδη, «Οι χωρισμένοι»-1986, σε μουσική Χρήστου Σκαλτσουνάκη, «Φωτιά στα Σαββατόβραδα»-1988, σε μουσική Γιώργου Γεωργόπουλου, «Ουρανέ»-1990, σε μουσική Κώστα Μακρυνιώτη), κι εμπλούτισε το ρεπερτόριο της Μαρινέλλας, («Δεν είναι που φεύγεις»-1978, σε μουσική Γιώργου Χατζηνάσιου, «Ποτέ να μη χαθείς απ’ τη ζωή μου»-1979, σε μουσική Νίκου Ιγνατιάδη, «Αγέρας ήσουν»-1981, σε μουσική Αντώνη Στεφανίδη). Από τις πιο αποκαλυπτικές στιγμές του το «Αν δε σ’ αρέσει το τραγούδι μου» (1980) με το Γιώργο Χατζηνάσιο και την Τάνια Τσανακλίδου.
Κυριάκος Ντούμος

Με σπουδές σε ποικίλα πεδία (Νομική, Δραματική Σχολή και Παιδαγωγικά) και πολλές συνεργασίες, έκανε την είσοδό του στη δισκογραφία με το στοχαστικό «Σ’ ένα εξπρές» (1977) σε μουσική Γιάννη Σπανού κι ερμηνεία Βίκυς Μοσχολιού, και λίγο μετά κατάθεσε με το Γιώργο Χατζηνάσιο κομμάτια με πλούσιες εικόνες, όπως τα «Χρόνια τα φοιτητικά (1980), με τη φωνή της Τάνιας Τσανακλίδου, και το «Θεσσαλονίκη, Σαββατόβραδο κι Απρίλης» (1981), με το Δημήτρη Μητροπάνο. Γόνιμη ήταν η συνεργασία του με το Λάκη Παπαδόπουλο, με τα «Και θα χαθώ» (1981) με την Ισιδώρα Σιδέρη, «Έτσι απλά σ’ αγαπώ» (1981) με την Ελπίδα, και «Έρχεται κρύο» (1984) με την Αρλέτα, να καθρεφτίζουν την πιο ευαίσθητη πλευρά του. Απ’ τους στίχους του δεν απουσιάζει η εξωστρέφεια, («Παίζουμε για τη φανέλα»-2014, πάλι σε μουσική του Λάκη με τα Ψηλά Ρεβέρ με τον ίδιο, το Γιώργο Μαργαρίτη και το Λαυρέντη Μαχαιρίτσα), και το χιούμορ, άλλοτε πιο υποδόριο, («Για να σ’ εκδικηθώ»-1988, με το Λάκη και το Δημήτρη Μητροπάνο), άλλοτε πολύ πιο φανερό, όπως το «Αεράκι» ή αλλιώς «Το θηλυκό» (2021) με την Ελένη Φουρέιρα, σε μουσική Γιώργου Παπαδόπουλου.
Θεόδωρος Ποάλας
Απεβίωσε το 2012, χωρίς να έρθουν στη δημοσιότητα φωτογραφίες του και περαιτέρω στοιχεία για τη ζωή του, πέρα απ’ το γεγονός πως εργαζόταν ως φαρμακοποιός και πως ενίοτε υπέγραφε με το ψευδώνυμο Αλέξανδρος Αλεξάνδρου. Τα τραγούδια του αποτελούν μικρές ιστορίες με ποιητικούς στίχους και πλούσιες εικόνες και περιγραφές, διαθέτοντας μια αμεσότητα που δεν συναντάται στους περισσότερους «έντεχνους» συναδέλφους του. Έντυσε, άλλωστε, με τους στίχους του ανέκδοτες μελωδίες του Γιώργου Ζαμπέτα για τη φωνή της Βίκυς Μοσχολιού (1995) και του Μανώλη Μητσιά (2001), με χαρακτηριστικότερο το «Της αγάπης χρώματα». Kαρπούς απέδωσαν οι συναντήσεις του με το Χρήστο Νικολόπουλο, («Ξημέρωμα 1ης Ιανουαρίου 2000 μ.Χ.»-1993, με τους Μανώλη Λιδάκη κι Ελένη Τσαλιγοπούλου), το Γιάννη Σπανό, («Αχ, κυρία αμαρτία»-1995, με τη Δήμητρα Παπίου), και το Μάνο Βαφειάδη, («Λιακάδα στο χιονιά»-2000, με το Μητσιά). Κορυφαία, ίσως, εργασία του η «Τρίτη πόρτα» (2000) με τη Λένα Πλάτωνος και τη Μαρία Φαραντούρη.
Γιώργος Σαμολαδάς

Γεννήθηκε το 1922 στα Τρίκαλα, όπου εργάστηκε ως καθηγητής φυσικής αγωγής σε διάφορα σχολεία, και απεβίωσε το 1999. Λαϊκός στιχουργός με την ουσιαστική έννοια του όρου, αποτύπωσε τις ανησυχίες, τις πίκρες και τους έρωτες, συνεργαζόμενος κυρίως με τον συντοπίτη του και παιδικό του φίλο, Απόστολο Καλδάρα. Το «Ό,τι αγαπάω εγώ πεθαίνει» (1962), γνωστό και ως «Όποια και να ‘σαι», με τη φωνή του Στέλιου Καζαντζίδη ανήκει πια στο συλλογικό μας ασυνείδητο, ενώ εξίσου κλασσικά θεωρούνται τα «Άμα θες να κλάψεις κλάψε» (1962) με τον Πάνο Γαβαλά, «Περιφρόνα με γλυκιά μου» (1963) με το Μιχάλη Μενιδιάτη, «Ένας σκύλος και μια γυναίκα» (1963) με τον Καζαντζίδη και «Πετροβολούσα τη ζωή» (1971) με το Γιάννη Πάριο. Στη δισκογραφία του περιλαμβάνονται και δύο πολύ ιδιαίτερα τραγούδια, όπου καταφέρνει να κάνει ποίηση χρησιμοποιώντας τις πιο απλές λέξεις, το «Καναρίνι» (1974) με τον Πάριο και την Αλεξίου, και το «Ένα αστέρι πέφτει» (1966), μία μεγάλη στιγμή για τη Βίκυ Μοσχολιού και την ελληνική μουσική εν γένει.
Γιάννης Τσατσόπουλος

Φιλόλογος στο επάγγελμα, έκανε την είσοδό του στη δισκογραφία το 1991, συμμετέχοντας στους Αγώνες Τραγουδιού Καλαμάτας του Μάνου Χατζιδάκι, και την επόμενη χρονιά με το Σωκράτη Μάλαμα και τη Μελίνα Κανά τάραξε τα νερά της ελληνικής μουσικής με το «Να βάλω τα μεταξωτά». Η πορεία του στο ελληνικό τραγούδι υπήρξε διακριτική, καταθέτοντας μελαγχολικούς και λόγιους στίχους, μέσα από κομμάτια που πάντρευαν το λεγόμενο «έντεχνο» τραγούδι με πιο λαϊκούς ρυθμούς και ήχους. Τρανά παραδείγματα τα «Πιες» και «Αλκοολικά στιχάκια» το 1992, πάλι με το Μάλαμα και την Κανά, το «Πρόσχημα» (1996), σε μουσική Δημήτρη Μαρκατόπουλου με τη φωνή του Μανώλη Χατζημανώλη, και η «Αλκυονίδα μέρα» (1996) με τη Βούλα Σαββίδη σε μουσική δική του. Το 1999 υπέγραψε αρκετά τραγούδια στο album του Γιώργου Καζαντζή και του Ανδρέα Καρακότα «Μπάρκο ψυχής», με χαρακτηριστικότερα το «Καινούργιο πρωινό», με τη συμμετοχή της Δήμητρας Γαλάνη, και το «Μυστικό», γνωστό και απ’ την επανεκτέλεση της Φωτεινής Βελεσιώτου το 2011. Έφυγε απ’ τη ζωή το 2023 σε ηλικία 64 ετών.
Βαρβάρα Τσιμπούλη

Δημοσιογράφος και στιχουργός (1947-1992), έκανε τεράστια επιτυχία το 1974 με το «Χωρίς δεκάρα» σε μουσική Γιάννη Μέτσικα με την Ελένη Βιτάλη, για ν’ ακολουθήσουν πολλά ακόμη σουξέ με στίχους-σλόγκαν σε μουσική Νίκου Καρβέλα, όπως τα «Είναι το κάτι που μένει» και «Στις 32 του μηνός» με τον Τόλη Βοσκόπουλο, και «Στη Χονολουλού» με το Γιάννη Καλατζή, όλα γραμμένα το 1977. Σίγουρα, πάντως, η Τσιμπούλη δεν υπήρξε μόνο «σουξεδοποιός», αφού έδωσε αρκετά καλά δείγματα γραφής στο λεγόμενο «ελαφρολαϊκό» τραγούδι των 70s, αποτυπώνοντας την πιο αθώα και ρομαντική πτυχή της εποχής. Με τον Καρβέλα χάρισαν στην Άννα Βίσση το «Κρύβαμε την αγάπη μας» (1974) και στο Γιάννη Πάριο το «Για πάντα» (1975), ενώ συνεργάστηκε και με άλλους συνθέτες, με πιο αντιπροσωπευτικά τα τραγούδια που υπέγραψε το 1972 με το Δήμο Μούτση, («Σα λυγαριά σε φύτεψα» και «Σαν τι τραγούδι να σου πω» με τη Βίκυ Μοσχολιού και τον Αντώνη Καλογιάννη αντίστοιχα), το Μίμη Πλέσσα, («Ποιος δρόμος σ’ έφερε μπροστά μου» με το Φίλιππο Νικολάου), και το Γιώργο Χατζηνάσιο, («Πόσα σου πήρε ο ουρανός» με τη Δήμητρα Γαλάνη).