Μια από τις πιο σπουδαιότερες ηθοποιούς και τραγουδίστριες της χρυσής εποχής των δεκαετιών ’50, ’60 και ’70, η Ζωή Φυτούση, άφησε την τελευταία της πνοή, την Κυριακή 23 Ιουλίου. Τα τελευταία 4 χρόνια αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας μετά από ένα σοβαρό εγκεφαλικό που υπέστη και που την είχε αφήσει καθηλωμένη στο κρεβάτι ενός ιδιωτικού θεραπευτηρίου.
Η Ζωή Φυτούση γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα στις 4/9/1933 και είχε καταγωγή από τη Χίο. Έχει παίξει όλα τα είδη του θεάτρου, από τραγωδία μέχρι επιθεώρηση, κοντά σε όλους τους μεγάλους Έλληνες ηθοποιούς και σκηνοθέτες. Έχει τραγουδήσει όλους τους μεγάλους Έλληνες συνθέτες, μέσα από θεατρικές παραστάσεις, τα δε τραγούδια της κυκλοφόρησαν σε δίσκους, κασέτες και CD.
Από την ηλικία των 11 χρόνων είχε ασχοληθεί με την λογοτεχνία και συνεργάστηκε με περιοδικά και τοπικές εφημερίδες. Είχε γράψει τα βιβλία “Το μαγικό βιβλίο” παιδικό θεατρικό, “Παρ’ εκτός” ποίηση, “Τάφος Εδώ Δεν Είναι” λυρικό, “Μια Σφαίρα” μυθιστόρημα, “Βοήθεια Θέλω Να Ζήσω” μυθιστόρημα. Το ποίημά της “Κανείς, Μα Κανείς” βραβεύτηκε και περιελήφθη στην “Anthologia Di Poeti Italiani E Greci”, “Academia Internationale Di Propaganda Culturale”, 1996. Συνεργάστηκε με την “Ελληνική Αγωγή” για την έκδοση του βιβλίου “Εργασίαι Σπουδαστών”. Το 2008 από τις εκδόσεις “Ερωδιός” εκδόθηκε το βιβλίο της “Μένανδρος, Γνώμαι Μονόστιχοι”.
Είχε αναπτύξει και πλούσια συνδικαλιστική δραστηριότητα και συμμετείχε στους αγώνες για τα επαγγελματικά προβλήματα των ηθοποιών, όπως και για το “Σπίτι του Ηθοποιού”. Τιμήθηκε από τον Ερυθρό Σταυρό και από το Γενικό Επιτελείο Στρατού αλλά και από τις αρμόδιες κυπριακές αρχές για τη Ψυχαγωγία των Ενόπλων Δυνάμεων και για το σύνολο της καλλιτεχνικής της προσφοράς.
Η μεγάλη της επιτυχία ήταν το τραγούδι του Μάνου Χατζιδάκι «Φέρτε μου ένα μαντολίνο» που είχε ερμηνεύει για πρώτη φορά στην ιστορική παράσταση του «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε» του Πιραντέλο, το 1961. Εκτός από τον Χατζιδάκι είχε ερμηνεύσει τραγούδια των Ξαρχάκου, Κατσαρού και Απόστολου Καλδάρα.
Είχε παίξει όλα τα είδη του θεάτρου από τραγωδία μέχρι επιθεώρηση κοντά σε μεγάλους σκηνοθέτες και ηθοποιούς, ενώ είχε συμμετάσχει τουλάχιστον σε εβδομήντα ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου (Λατέρνα φτώχεια και γαρύφαλλο, Φτωχαδάκια και λεφτάδες, Η Αθήνα τη νύχτα, Ταξίδι, Η ψεύτρα, Ο Ηλίας του 16ου κ.ά.) καθώς και στην τηλεόραση (Το προξενιό της Βιολέττας, Καζίνο η Ελλάς, X-Σκηνής: Αυτά που κάψαν το σανίδι, Ματωμένος γάμος).
Χαρακτηριστικές ήταν οι ερμηνείες της σε κομμάτια θρυλικών θεατρικών παραστάσεων, που δισκογραφήθηκαν, όπως η «Οδός Ονείρων» και το «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε», “Ο φαύλος κύκλος“, “Τζώνηδες και καουμπόυ“. Ελληνικές τηλεοπτικές σειρές στις οποίες έχει παίξει: Λωξάντρα, Το ξενοδοχείο, Ο ονειροπαρμένος, Τ’ ανάποδα, Εκείνες κι εγώ, Ιστορίες της ζωής, Το κεφάλι της Μέδουσας, Η πολυκατοικία: Ήταν μια φορά ένα τρακάρισμα…
Πώς έγινε η γνωριμία με τον Χατζιδάκι από δική της αφήγηση: «Τον Μυράτ (Δημήτρη) τον είχα καθηγητή, επομένως του τηλεφώνησα αμέσως. Μου είπε να πάω να συναντήσω τον Χατζιδάκι στα στούντιο της Finos, στη Χίου, όπου έκανε οντισιόν, αλλά αυτό δεν γινόταν, μια και τότε εργαζόμουν στο θέατρο Βέμπο. Τελικά, ο Μυράτ μου έκλεισε ραντεβού στο σπίτι του Χατζιδάκι, δύο το μεσημέρι! Πόσες φορές πήγα; Τέσσερις! Ο Χατζιδάκις δεν έλεγε να εμφανιστεί, κοιμόταν εκείνη την ώρα. Όταν όμως εμφανίστηκε την τέταρτη φορά, κόντευα να λιποθυμήσω! Μου φάνηκε πιο ψηλός, πιο παχύς, πιο ωραίος, άντε τώρα εγώ να τραγουδήσω μπροστά του. Τον ρώτησα ποιο τραγούδι ήθελε να πω και για να μην πέσω στη σύγκριση με τη Μούσχουρη, πρότεινα ένα λαϊκό ελληνικό κι ένα ξένο.
“Προτιμώ ένα ξένο” μου απάντησε, κι έτσι είπα ένα ιταλικό σουξέ της εποχής που έσκιζε στην Ελλάδα. “Μη χειρότερα!” αναφώνησε ο Μάνος, κάθισε στο πιάνο και βρήκε τον τόνο μου. Αμέσως τηλεφώνησε στις εφημερίδες: “Βρήκα μια υγρή, ζεστή φωνή”! Την επόμενη μέρα πήγα στην πρόβα!».
https://youtu.be/JF19v7C0dLg
Σε μια από τις τελευταίες της συνεντεύξεις είχε πει: «Δεν θέλω να ζήσω άλλο. Κουράστηκα. Και προδόθηκα. Πολλοί ευεργετήθηκαν από εμένα. Δεν ήρθαν όμως ποτέ να με δουν μέσα στο ίδρυμα», λέει η Ζωή Φυτούση στην εφημερίδα Freddo και τον Νίκο Νικόλιζα. Τα λόγια της μεγάλης ερμηνεύτριας και ηθοποιού με δυσκολία βγαίνουν από το στόμα της. Το γεγονός ότι θυμήθηκαν τα γενέθλιά της στις 3 Δεκεμβρίου οι επιστήθιοι φίλοι της, Γιώργος Γεωργίου, Κώστας Βενετσάνος, Δημήτρης Ιατρόπουλος, καθώς και οι πολυαγαπημένες της ανιψιές πλημμύρισε τα μάτια της με δάκρυα χαράς και της έδωσε κουράγιο. Έστω και για λίγα λεπτά της ώρας.
«Γιώργο μου, είμαι εδώ πάνω από τρία χρόνια. Εκτός από εσάς, δεν με θυμήθηκαν άλλοι όλα αυτά τα χρόνια. Η Αννούλα η Φόνσου δεν έπρεπε να έρθει να με δει; Δεν ήρθε ποτέ. Δεν πειράζει, να είναι καλά», λέει συγκινημένη και ο επιστήθιος φίλος της, Γιώργος Γεωργίου, πέφτει στην αγκαλιά της βουρκωμένος.
«Κάθομαι μόνη μου, θυμάμαι τα παλιά και κλαίω. Ο άνθρωπος πρέπει να φεύγει όρθιος. Όχι καθηλωμένος. Τι να την κάνω τέτοια ζωή;», εκμυστηρεύεται στο αυτί του καλού της συναδέλφου, Γιώργου Γεωργίου και συνεχίζει: «Όταν θα κλείσει αυτή η πόρτα, θα είμαι εγώ και οι αναμνήσεις μου εδώ μέσα. Και οι ανιψιές μου. Αν δεν ήταν αυτές, θα είχα πεθάνει από καιρό. Ίσως να ήταν καλύτερα».
Μια από τις πιο σπουδαιότερες ηθοποιούς και τραγουδίστριες της χρυσής εποχής των δεκαετιών ’50, ’60 και ’70, η Ζωή Φυτούση, άφησε την τελευταία της πνοή, την Κυριακή 23 Ιουλίου. Τα τελευταία 4 χρόνια αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας μετά από ένα σοβαρό εγκεφαλικό που υπέστη και που την είχε αφήσει καθηλωμένη στο κρεβάτι ενός ιδιωτικού θεραπευτηρίου.
Η Ζωή Φυτούση γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα στις 4/9/1933 και είχε καταγωγή από τη Χίο. Έχει παίξει όλα τα είδη του θεάτρου, από τραγωδία μέχρι επιθεώρηση, κοντά σε όλους τους μεγάλους Έλληνες ηθοποιούς και σκηνοθέτες. Έχει τραγουδήσει όλους τους μεγάλους Έλληνες συνθέτες, μέσα από θεατρικές παραστάσεις, τα δε τραγούδια της κυκλοφόρησαν σε δίσκους, κασέτες και CD.
Από την ηλικία των 11 χρόνων είχε ασχοληθεί με την λογοτεχνία και συνεργάστηκε με περιοδικά και τοπικές εφημερίδες. Είχε γράψει τα βιβλία “Το μαγικό βιβλίο” παιδικό θεατρικό, “Παρ’ εκτός” ποίηση, “Τάφος Εδώ Δεν Είναι” λυρικό, “Μια Σφαίρα” μυθιστόρημα, “Βοήθεια Θέλω Να Ζήσω” μυθιστόρημα. Το ποίημά της “Κανείς, Μα Κανείς” βραβεύτηκε και περιελήφθη στην “Anthologia Di Poeti Italiani E Greci”, “Academia Internationale Di Propaganda Culturale”, 1996. Συνεργάστηκε με την “Ελληνική Αγωγή” για την έκδοση του βιβλίου “Εργασίαι Σπουδαστών”. Το 2008 από τις εκδόσεις “Ερωδιός” εκδόθηκε το βιβλίο της “Μένανδρος, Γνώμαι Μονόστιχοι”.
Είχε αναπτύξει και πλούσια συνδικαλιστική δραστηριότητα και συμμετείχε στους αγώνες για τα επαγγελματικά προβλήματα των ηθοποιών, όπως και για το “Σπίτι του Ηθοποιού”. Τιμήθηκε από τον Ερυθρό Σταυρό και από το Γενικό Επιτελείο Στρατού αλλά και από τις αρμόδιες κυπριακές αρχές για τη Ψυχαγωγία των Ενόπλων Δυνάμεων και για το σύνολο της καλλιτεχνικής της προσφοράς.
Η μεγάλη της επιτυχία ήταν το τραγούδι του Μάνου Χατζιδάκι «Φέρτε μου ένα μαντολίνο» που είχε ερμηνεύει για πρώτη φορά στην ιστορική παράσταση του «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε» του Πιραντέλο, το 1961. Εκτός από τον Χατζιδάκι είχε ερμηνεύσει τραγούδια των Ξαρχάκου, Κατσαρού και Απόστολου Καλδάρα.
Είχε παίξει όλα τα είδη του θεάτρου από τραγωδία μέχρι επιθεώρηση κοντά σε μεγάλους σκηνοθέτες και ηθοποιούς, ενώ είχε συμμετάσχει τουλάχιστον σε εβδομήντα ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου (Λατέρνα φτώχεια και γαρύφαλλο, Φτωχαδάκια και λεφτάδες, Η Αθήνα τη νύχτα, Ταξίδι, Η ψεύτρα, Ο Ηλίας του 16ου κ.ά.) καθώς και στην τηλεόραση (Το προξενιό της Βιολέττας, Καζίνο η Ελλάς, X-Σκηνής: Αυτά που κάψαν το σανίδι, Ματωμένος γάμος).
Χαρακτηριστικές ήταν οι ερμηνείες της σε κομμάτια θρυλικών θεατρικών παραστάσεων, που δισκογραφήθηκαν, όπως η «Οδός Ονείρων» και το «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε», “Ο φαύλος κύκλος“, “Τζώνηδες και καουμπόυ“. Ελληνικές τηλεοπτικές σειρές στις οποίες έχει παίξει: Λωξάντρα, Το ξενοδοχείο, Ο ονειροπαρμένος, Τ’ ανάποδα, Εκείνες κι εγώ, Ιστορίες της ζωής, Το κεφάλι της Μέδουσας, Η πολυκατοικία: Ήταν μια φορά ένα τρακάρισμα…
Πώς έγινε η γνωριμία με τον Χατζιδάκι από δική της αφήγηση: «Τον Μυράτ (Δημήτρη) τον είχα καθηγητή, επομένως του τηλεφώνησα αμέσως. Μου είπε να πάω να συναντήσω τον Χατζιδάκι στα στούντιο της Finos, στη Χίου, όπου έκανε οντισιόν, αλλά αυτό δεν γινόταν, μια και τότε εργαζόμουν στο θέατρο Βέμπο. Τελικά, ο Μυράτ μου έκλεισε ραντεβού στο σπίτι του Χατζιδάκι, δύο το μεσημέρι! Πόσες φορές πήγα; Τέσσερις! Ο Χατζιδάκις δεν έλεγε να εμφανιστεί, κοιμόταν εκείνη την ώρα. Όταν όμως εμφανίστηκε την τέταρτη φορά, κόντευα να λιποθυμήσω! Μου φάνηκε πιο ψηλός, πιο παχύς, πιο ωραίος, άντε τώρα εγώ να τραγουδήσω μπροστά του. Τον ρώτησα ποιο τραγούδι ήθελε να πω και για να μην πέσω στη σύγκριση με τη Μούσχουρη, πρότεινα ένα λαϊκό ελληνικό κι ένα ξένο.
“Προτιμώ ένα ξένο” μου απάντησε, κι έτσι είπα ένα ιταλικό σουξέ της εποχής που έσκιζε στην Ελλάδα. “Μη χειρότερα!” αναφώνησε ο Μάνος, κάθισε στο πιάνο και βρήκε τον τόνο μου. Αμέσως τηλεφώνησε στις εφημερίδες: “Βρήκα μια υγρή, ζεστή φωνή”! Την επόμενη μέρα πήγα στην πρόβα!».
https://youtu.be/JF19v7C0dLg
Σε μια από τις τελευταίες της συνεντεύξεις είχε πει: «Δεν θέλω να ζήσω άλλο. Κουράστηκα. Και προδόθηκα. Πολλοί ευεργετήθηκαν από εμένα. Δεν ήρθαν όμως ποτέ να με δουν μέσα στο ίδρυμα», λέει η Ζωή Φυτούση στην εφημερίδα Freddo και τον Νίκο Νικόλιζα. Τα λόγια της μεγάλης ερμηνεύτριας και ηθοποιού με δυσκολία βγαίνουν από το στόμα της. Το γεγονός ότι θυμήθηκαν τα γενέθλιά της στις 3 Δεκεμβρίου οι επιστήθιοι φίλοι της, Γιώργος Γεωργίου, Κώστας Βενετσάνος, Δημήτρης Ιατρόπουλος, καθώς και οι πολυαγαπημένες της ανιψιές πλημμύρισε τα μάτια της με δάκρυα χαράς και της έδωσε κουράγιο. Έστω και για λίγα λεπτά της ώρας.
«Γιώργο μου, είμαι εδώ πάνω από τρία χρόνια. Εκτός από εσάς, δεν με θυμήθηκαν άλλοι όλα αυτά τα χρόνια. Η Αννούλα η Φόνσου δεν έπρεπε να έρθει να με δει; Δεν ήρθε ποτέ. Δεν πειράζει, να είναι καλά», λέει συγκινημένη και ο επιστήθιος φίλος της, Γιώργος Γεωργίου, πέφτει στην αγκαλιά της βουρκωμένος.
«Κάθομαι μόνη μου, θυμάμαι τα παλιά και κλαίω. Ο άνθρωπος πρέπει να φεύγει όρθιος. Όχι καθηλωμένος. Τι να την κάνω τέτοια ζωή;», εκμυστηρεύεται στο αυτί του καλού της συναδέλφου, Γιώργου Γεωργίου και συνεχίζει: «Όταν θα κλείσει αυτή η πόρτα, θα είμαι εγώ και οι αναμνήσεις μου εδώ μέσα. Και οι ανιψιές μου. Αν δεν ήταν αυτές, θα είχα πεθάνει από καιρό. Ίσως να ήταν καλύτερα».