Ο Φρέντυ Γερμανός ήταν από τις πιο οικείες και αγαπημένες μορφές της μικρής οθόνης για 25 χρόνια, πάντα γοητευτικός και κομψός, με ευγένεια που σκλάβωνε τους καλεσμένους του, με το ευφυές και καυστικό χιούμορ του, την αισθαντική φωνή, τα χαρακτηριστικά γυαλιά του και το ελαφρώς σηκωμένο φρύδι του.
Γεννήθηκε στις 5 Σεπτεμβρίου 1934. Ήταν δημοσιογράφος, συγγραφέας, χρονογράφος σε εφημερίδες, ευθυμογράφος, παρουσιαστής και παραγωγός θρυλικών τηλεοπτικών εκπομπών. Είχε καταγωγή από την Μυτιλήνη. Η μητέρα του τον βάφτισε Φρέντυ από έναν Άγγλο αξιωματικό που είχε ερωτευτεί όταν ήταν 18 χρόνων. Όταν χωρίζουν οι γονείς του, σε πολύ μικρή ηλικία, έρχεται στην Αθήνα και τον μεγαλώνουν οι παππούδες του στα Εξάρχεια. Το όνειρό του από μικρός ήταν να γίνει συγγραφέας. Και το κατάφερε. Αγόρασε μια γραφομηχανή και άρχισε να γράφει…
Σε ηλικία οκτώ ετών έβγαλε την πρώτη του εφημερίδα, με τίτλο “Όλα για όλους“, την οποία κυκλοφορούσε σε είκοσι με εικοσιπέντε αντίτυπα, και μάλιστα τύπωνε στο εσωτερικό της με καρμπόν ένα διήγημα της μητέρας του. “Στη μάνα μου χρωστάω το παν, το ότι διάβαζα, ότι έγραφα, ότι απέκτησα σε τρία χρόνια δύο βαθμούς μυωπίας” έλεγε ο ίδιος. Άλλωστε η μητέρα του ήταν και εκείνη που τον παρότρυνε να δηλώσει συμμετοχή στον Πανελλήνιο Διαγωνισμό Διηγήματος που καθιέρωσε ο Mπάμπης Kλάρας στη Bραδυνή. Κέρδισε το δεύτερο βραβείο και ένα χρόνο μετά, σε ηλικία 20 ετών, το 1954, υπογράφει στην εφημερίδα “Ελευθερία” μια στήλη για φαρμακεία. Θυμάται για εκείνη την εποχή και γράφει με το γνωστό καυστικό και συχνά αυτοσαρκαστικό του στυλ:
“20 χρονών έπιασα δουλειά στην πρώτη μου εφημερίδα. Είχα μόλις τελειώσει ένα μυθιστόρημα γύρω απ’ την ερωτική ζωή των Ετρούσκων και το πήγα στον αρχισυντάκτη μου, με την ελπίδα ότι θα του άρεσε. Του άρεσε. Μου είπε ότι είχε ξενυχτήσει διαβάζοντάς το. Μου είπε, ακόμα, ότι δεν θα το δημοσίευε στην εφημερίδα γιατί, απ’ όσο ήξερε, δεν την διάβαζε κανένας Ετρούσκος.
Αυτή ήταν η πρώτη μου βαθιά πίκρα στο επάγγελμα. Πέρασαν έξι μήνες χωρίς να κάνω τίποτε. Είχα μπροστά μου μιαν άσπρη κόλλα χαρτί και την κοίταζα. Κάθε πρωί ο αρχισυντάκτης μου περνούσε από μπροστά μου και κουνούσε το κεφάλι του. Μια μέρα μου είπε:
«Αποφάσισα να σου δώσω μια μόνιμη στήλη στην εφημερίδα. Θες;»
«Και βέβαια», είπα. Μη μου δώσετε όμως το κύριο άρθρο γιατί δε μου πάει στο στιλ μου».
Ο αρχισυντάκτης μου κούνησε το κεφάλι του: «Αποφάσισα να σου δώσω τα Διανυκτερεύοντα Φαρμακεία».
Αισθάνθηκα σαν Ετρούσκος που τον βάρεσαν μ’ ένα σφυρί στο κεφάλι. Δεν θυμάμαι αν έκανα δέκα λεπτά ή μισή ώρα για να απαντήσω. Στο διάστημα αυτό ο καλός εκείνος άνθρωπος, μου εξηγούσε τί σπάνια τύχη για ένα νέο δημοσιογράφο ήταν να γράφει τα Διανυκτερεύοντα Φαρμακεία.
«Ας πούμε πως αρρωσταίνει η γιαγιά του εκδότη σου», μου είπε. «Πονάει φρικτά και όλοι τα έχουν χαμένα. Το χειρότερο είναι πως έχουν χάσει τα χάπια της. Εδώ χάπια, εκεί χάπια, πουθενά τα χάπια. Όλοι φοβούνται μήπως η γιαγιά τα τινάξει. Τί γίνεται τότε;»
«Η γιαγιά τα τινάζει», είπα με ελπίδα.
«Όχι, παιδί μου. Ανοίγουν την εφημερίδα και βλέπουν στη στήλη σου, ποιό είναι το κοντινότερο φαρμακείο. Αγοράζουν τα χάπια και η γιαγιά γλιτώνει την τελευταία στιγμή. Την άλλη μέρα σε φωνάζει ο εκδότης σου και σου λέει: Άκου παιδί μου, χάρη στη στήλη σου, η γιαγιά μου σώθηκε την τελευταία στιγμή. Πάρε 50.000 δραχμές αύξηση». Έτσι τ’ αποφάσισα και πήρα τη στήλη.
Το μόνο κακό ήταν ότι ο εκδότης μου δεν είχε γιαγιά. Αυτός ήταν ο ένας από τους 12 λόγους για τους οποίους δεν πήρα αύξηση…
Παρ’ όλα αυτά, τα Διανυκτερεύοντα Φαρμακεία ήταν μια πολύ πετυχημένη στήλη. Ο αρχισυντάκτης μου έλεγε σε όλους ότι κανένας δεν θα μπορούσε να τα γράψει τόσο καλά όσο εγώ. Γι’ αυτό μ’ άφησε να τα γράφω τρία χρόνια! Νομίζω ότι ήταν τα καλύτερα Διανυκτερεύοντα Φαρμακεία που πέρασαν ποτέ απ’ τις στήλες του ελληνικού Τύπου. Ήταν γραμμένα με φαντασία και στιλ. Συχνά είχαν και κάποια ποίηση“.
Μετά την στήλη των φαρμακείων όμως, σε ηλικία 23 χρόνων, κάνει το πρώτο του ρεπορτάζ στο περιοδικό “Εικόνες” καλύπτοντας την κηδεία του Nίκου Kαζαντζάκη στις 26 Οκτωβρίου 1957 στο Ηράκλειο.
Από τότε ως ανέλαβε πολλές δημοσιογραφικές αποστολές σε διάφορες χώρες για λογαριασμό εφημερίδων και περιοδικών. Εργάστηκε στις εφημερίδες “Ελευθερία” 1954 – 1960, “Μεσημβρινή” 1960 – 1967, “Απογευματινή” 1968 – 1973, και “Ελευθεροτυπία” 1975 – 1990. Πήρε συνέντευξη από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες της εποχής, τους Φ. Φίνο, Έλλη Λαμπέτη, Μ. Χατζιδάκι, Α. Βουγιουκλάκη, Δ. Παπαγιανόπουλο, Μ. Μερκούρη, Κάρολος Κουν, Λάμπρος Κωνσταντάρας, την κυρά της Ρω Δέσποινα Αχλαδιώτη, Σοφία Λόρεν, τον Άλαν Λαντ, την Ελίζαμπεθ Τέιλορ, τον Tζον Λένον με τη Γιόκο Oνο, την Tζίντζερ Pότζερς, την Tζόαν Kόλινς κ.ά. Συνάντησε δεκάδες διάσημα πρόσωπα, πολιτικούς αρχηγούς, λογοτέχνες, ηθοποιούς, και τους πήρε συνέντευξη. Ήταν ο αποκλειστικός ρεπόρτερ που κάλυψε τον πριγκιπικό γάμο της Σοφίας και του Χουάν Κάρλος και του γάμου του Κωνσταντίνου και της Άννας Μαρίας στις “Εικόνες”. Ήταν ο μόνος Έλληνας δημοσιογράφος το 1969, ως απεσταλμένος της “Απογευματινής”, στο ακρωτήριο Κανάβεραλ για να παρακολουθήσει την εκτόξευση του διαστημόπλοιου Apollo 11.
Το 1966 ο Φρέντυ Γερμανός άρχισε να εργάζεται ως παρουσιαστής ειδήσεων στην ελληνική τηλεόραση (ΕΙΡ), ενώ λίγο αργότερα παρουσίασε την πρώτη του εκπομπή, το «Καλειδοσκόπιο». Η επιτυχία, όμως, ήρθε το 1970, όταν βγήκε στον αέρα το «Αλάτι και πιπέρι», εκπομπή σταθμό στην ιστορία της ελληνικής τηλεόρασης. Για έξι χρόνια ήταν η δημοφιλέστερη εκπομπή, όμως, επειδή οι εκπομπές των τελευταίων χρόνων αφορούσαν προσωπικότητες που επέστρεφαν από το εξωτερικό μετά την κατάρρευση της δικτατορίας, όπως ο Παναγούλης, ο Θεοδωράκης και η Mερκούρη, παρά τις αντιδράσεις του κόσμου, με απόφαση της τότε κυβέρνησης, το 1976 κόβεται.
Την επόμενη χρονιά ο Φρέντυ επανέρχεται με «Το πορτρέτο της Πέμπτης», με τις ιστορικές εκπομπές με την Δέσποινα Αχλαδιώτη-Κυρά της Ρω και το Κωσταλέξι. Το 1978 παρουσιάζει την εκπομπή «Σάββατο βράδυ, Κυριακή πρωί». 20 Δεκεμβρίου 1980 ξεκινά την παρουσίαση της «Πρώτης Σελίδας» με τα δραματοποιημένα ντοκιμαντέρ, με πρώτη εκπομπή την «Σπυριδούλα», «Η χρυσή στιγμή του Στέλιου Κυριακίδη» στις 20/5/1981, «Έτσι κατέβηκε η γερμανική σημαία απ’ την Ακρόπολη» στις 3/2/1982, «Η τελευταία μέρα της Πηνελόπης Δέλτα» στις 28/4/1982, «Για μια σούστα, για ένα κορίτσι, για ένα μετάλλιο» στις 3/9/1982, με αφορμή τους πανευρωπαϊκούς αγώνες στίβου που γίνανε στο νεότευκτο Ολυμπιακό Στάδιο το Σεπτέμβριο του 1982, για τον χρυσό Ολυμπιονίκη του 1896 Σπύρο Λούη, «Θυμάμαι την Έλλη» 31/10 και 7/11/1984 για την Έλλη Λαμπέτη, «Η εκτέλεση» για τον Ίωνα Δραμούμη στις 5 και 12/11/1986 κ.ά. Aργότερα έκανε το «Πορτρέτο της Πέμπτης», το «Φλας Mπακ» και τελευταία την «Ώρα της αλήθειας» στο MEGA το 1991.
Όλα αυτά τα χρόνια από το 1964, δεν σταμάτησε να εκδίδει με μεγάλη επιτυχία τα βιβλία του, στα οποία παρουσίαζε διάσημα πρόσωπα της πολιτικής, της ιστορίας και της τέχνης, υπό το πρίσμα της ανθρώπινης πλευρά τους, ερευνώντας τα γεγονότα και μετατρέποντάς τα σε νουβέλες και μυθιστορηματικές βιογραφίες, πατώντας με το ένα πόδι στα ντοκουμέντα και με τ’ άλλο στην φαντασία.
1964: “Με Συγχωρείτε, λάθος!” σειρά ευθυμογραφημάτων συνοδευμένα από σκίτσα του στενού του φίλου του Κυρ που ξεπέρασε σε πωλήσεις τα 150.000 αντίτυπα, 1967: “Το Δις Εξαμαρτείν“, 1968: “Γράψ’ το όπως το λέω“, συνεντεύξεις, ευθυμογράφημα, 1970, “Ούτε αλάτι ούτε πιπέρι” 1972, “Σκέψου πριν το αγοράσεις“, 1975: “Φαπ“, 1978: “Τζίμμυ, πάρε ένα φυστίκι-Φυστίκι ελήφθη όβερ… Ο Τζίμμυ Κάρτερ απαντά από τον Λευκό Οίκο“, 1978: “Ο Εχθρικός Πλανήτης“, 1980: “Ευρω-λεξικό“, 1981, “Καληνύχτα θείε Όσκαρ” 1981, “Πρώτη Σελίδα“, 1983: “Περισσότερο σεξ… σε λίγο“, 1984: “Τρελλαθήκαμε εντελώς;“, “Γεια σου Έλληνα” 1985, 1985: “Σαμ“, με σκίτσα του Κώστα Μητρόπουλου, 1985: “Ακριβή μου Σοφία…“, μυθιστόρημα, με τα ερωτικά γράμματα του Γεωργίου Παπανδρέου, 1986: “Η Εκτέλεση“, ιστορικό μυθιστόρημα, 1990: “Τα Ερωτικά της Κορσικής“, 1990: “Ελλάς υπό το μηδέν“, ευθυμογράφημα, 1994: “Γυναίκα από Βελούδο“, ιστορικό μυθιστόρημα γύρω από τη ζωή της Σοφίας Τρικούπη, αδελφής του διάσημου πολιτικού, 1996: “Έλλη Λαμπέτη“, βιογραφία, 1997: “Τερέζα“, ιστορικό μυθιστόρημα, 1998: “,Υγρές Νύχτες” τα νεανικά διηγήματα, 2000: “Το αντικείμενο: Νίκος Ζαχαριάδης“, ιστορικό μυθιστόρημα για τον Νίκο Ζαχαριάδη, 1999: “Καλά νέα από την Αφροδίτη“, 1999: “Ένα γελαστό απόγευμα“, 1999: “Κατάσταση απελπιστική αλλά όχι σοβαρή“, 2009: “Ρηλάξ“. Πολλά από τα βιβλία του έγιναν μπεστ σελερ και κάποια μεταφέρθηκαν στον κινηματογράφο και στο θέατρο (Ένα γελαστό απόγευμα) και στην τηλεόραση (Ακριβή μου Σοφία, Η εκτέλεση).
Έγραψε επίσης τα Θεατρικά έργα “Για μια χούντα δολάρια“, 1976, θεατρική επιθεώρηση, “Ένα Γελαστό Απόγευμα“, 1978, “Σορπράιζ Πάρτι“, 1980.
Ο Φρέντυ Γερμανός είχε επίσης μια δισκογραφική επιτυχία με τον δίσκο Ιστορικό ντοκυμανταίρ γραμμένο και παρουσιασμένο από τους Φρέντυ Γερμανό και Γιώργο Κάρτερ.
Είχε παντρευτεί δύο φορές. Την Εριέττα Μαυρουδή, μητέρα της κόρης του, Ναταλίας Γερμανού, και την ηθοποιό και χορεύτρια Μαρία Ιωαννίδου.
Ο Φρέντυ Γερμανός πέθανε στις 21 Μαΐου 1999, νικημένος από τον καρκίνο.
Η Ντέπυ Γκολεμά, γνωστή δημοσιογράφος και τηλεκριτικός, ήταν από τους τυχερούς που μαθήτευσαν δίπλα του, θυμάται: “Η γενιά μου δυστυχώς, είναι η τελευταία που γνώρισε μεγάλους δασκάλους, τους «άρχοντες της δημοσιογραφίας». Ο Φρέντυ ήταν ο πρίγκιπας. Εκείνη την εποχή, που ήμουν μαζί του, ήταν στις δόξες του. Ήταν ο απόλυτος σταρ”. “Του άρεσε του Φρέντυ το Χόλιγουντ, όπως του άρεσε και η Ιστορία. Ήταν αριστοκράτης, ένας γενναιόδωρος άνθρωπος, που πήρε από το χέρι τη δημοσιογραφία και την πήγε στην φωτεινή και μόνο πλευρά της…“.
Ο Φρέντυ Γερμανός ήταν άνθρωπος με πολύ χιούμορ: “Όλοι οι Έλληνες είναι λίγο συγγραφείς, εκτός από µερικούς συγγραφείς“. “H Eλλάδα είναι µια σχετικά µικρή χώρα. Παρ’ όλα αυτά, οι µισοί Έλληνες µισούν τους άλλους µισούς. Tο µίσος είναι το εθνικό χόµπυ της φυλής. Xωρίς µίσος ο Έλληνας είναι µισός“, “Το πρόβλημα της Ενωμένης Αριστεράς σήμερα είναι πώς να μείνει ενωμένη και πώς να μείνει Αριστερά“.
Ο ίδιος προτιμά να κλείνει τη βιογραφία του μέσα σε δύο φράσεις: «Η ζωή ήταν καλή μαζί μου – η ορχήστρα παίζει και πάλι μπλουζ». Και «το πάρτυ θα κλείσει με μπλουζ…». Ο αρχιμάστορας της ελληνικής τηλεόρασης είχε δώσει την ψυχή του για να διασκεδάσει κυρίως, ή να διδάξει το κοινό που τον αποθέωνε».
Ήταν άνθρωπος τελειομανής, που δίδαξε δηµοσιογραφία με επαγγελματισμό, αριστοκρατικό φλέγμα και ειρωνεία µε το γάντι, δυσεύρετα στοιχεία στους δημοσιογράφους της εποχής μας.