Η επιθυμία του να γράψει τραγούδια για τους Beatles, ο ροκ δίσκος του με τους TAXI και το πρώτο του ντουέτο με την Άννα Βίσση ως Nick Carr.
Διατείνεται πως ήταν ένας απ’ τους πρώτους ανθρώπους που έπαιξαν ροκ μουσική και φόρεσαν σκουλαρίκι στην Ελλάδα. Στην πρώτη του συνάντηση με το Μάκη Μάτσα στη δισκογραφική εταιρία MINOS είχε πει πως γράφει τραγούδια για τους Beatles, για να εισπράξει την αποστομωτική απάντηση πως οι Lennon–McCartney έχουν την «κακιά συνήθεια» να ερμηνεύουν τις δικές τους συνθέσεις.
Είναι γεγονός πως τα θρυλικά σκαθάρια αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για το νεαρό φοιτητή της Νομικής, Νίκο Καρβέλα, που έκανε την πρώτη του εμφάνιση στη δισκογραφία εν έτει 1970, παρουσιάζοντας με το συγκρότημα The Flow ένα δισκάκι με δύο αγγλόφωνα κομμάτια (Take a walk/Commencement). Ο Μάτσας, ωστόσο, θα τον στρέψει στο αμιγώς ελληνικό ρεπερτόριο, συστήνοντάς τον στη στιχουργό Βαρβάρα Τσιμπούλη, με την οποία θα παρουσιάσει τον πρώτο του μεγάλο δίσκο. Στο «Μια χαρά, μια καϋμός» (1974) τα τραγούδια ερμηνεύουν ο Κώστας Σμοκοβίτης, ο Δημήτρης Κοντολάζος και η Άννα Βίσση, που είχε κάνει ήδη την εμφάνισή της στην ελληνική δισκογραφία λίγους μήνες πριν. Με τη μελλοντική του σύζυγο και ισόβια Μούσα του, ο Νίκος Καρβέλας θα συναντηθεί ξανά τα 1981, αποτελώντας έκτοτε τον αποκλειστικό, ουσιαστικά, συνθέτη και στιχουργό των τραγουδιών της. Τα κομμάτια, βέβαια, στο «Μια χαρά, μια καϋμός» ελάχιστη σχέση έχουν με ό,τι υπέγραψε στη συνέχεια, μιας και κινούνται στο γνώριμο ελαφρολαϊκό ύφος των 70s. Εξαίρεση αποτελεί η μελαγχολική μπαλάντα «Κρύβαμε την αγάπη μας», όπου η μελωδία είναι αρκετά προχωρημένη για τα δεδομένα της τότε εποχής και η ερμηνεία της Βίσση αρκούντως λυρική, παρά τα δεκαεπτά της χρόνια.
Ο Καρβέλας, ωστόσο, δεν διαθέτει την ευαισθησία του Κουγιουμτζή, το λυρισμό του Σπανού και την κλασσική παιδεία του Χατζηνάσιου. Η ροκ τρέλα του κι ο αυθορμητισμός του δεν μπορούν να διοχετευθούν δημιουργικά στην εγχώρια δισκογραφία και παρότι με τη Βαρβάρα Τσιμπούλη θα συναντηθούν μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του ’70 με τους σημαντικότερους Έλληνες ερμηνευτές, δίνοντας ορισμένα καλά δείγματα γραφής, όπως το «Για πάντα» με το Γιάννη Πάριο και το «Ας ήξερα γιατί» με τη Δήμητρα Γαλάνη, η συνεργασία τους περιλαμβάνει κυρίως τραγούδια-σλόγκαν, συχνά στα όρια του κιτς. Με το Γιάννη Καλατζή θα ταξιδέψουν «Στη Χονολουλού» και «Στο Μεξικό», ενώ ο Τόλης Βοσκόπουλος θα τραγουδήσει τα «Είναι το κάτι που μένει», «Στις 32 του μηνός» και «Δεν τη βρίσκω με τη ντίσκο».
Η πρώτη του δεκαετία στο τραγούδι θ’ αφήσει ανάμεικτα συναισθήματα, κι έτσι ο σχεδόν τριαντάχρονος πια δημιουργός θα επιστρέψει και πάλι στο αγγλόφωνο ρεπερτόριο. Το «Take it or Leave it» προϊόν της συνεργασίας του με τους TAXI (Γιάννης Σαρόγλου στη φωνή και το μπάσο, Νίκος Πολίτης στην κιθάρα και τη φυσαρμόνικα και Richard Whitman στα ντραμς) κυκλοφορεί από τη MINOS το 1980. Ο ίδιος υπογράφει τη μουσική και τους στίχους, παίζει τα πλήκτρα και κάνει τα φωνητικά. Τα τραγούδια κινούνται σε ροκ και ρέγγε ρυθμούς, φανερώνοντας τις επιρροές του συνθέτη και το ταλέντο του σ’ αυτούς τους μουσικούς δρόμους. Τα «Breakin’ In», «Shadows Of Beard» και «R.C. Gang» εντάσσονται στις δυνατές στιγμές του δίσκου, ενώ η σκοτεινή γοητεία της «Suicide Ballad» καταφέρνει να κλέψει την ατμόσφαιρα. Παρά την αδιαμφισβήτητη αξία τους, θα κομμάτια δεν θα έχουν εμπορική απήχηση και το «Take it or Leave It» θ’ αποτελέσει τον πρώτο και τελευταίο δίσκο των TAXI, που θα διαλυθούν λίγο καιρό μετά. Στη συνέχεια, αφού ο Nίκος Καρβέλας παίξει πλήκτρα στους Sharp Ties, θα επιστρέψει ξανά σ’ ένα ρεπερτόριο που φαίνεται να μην τον εκφράζει και τόσο.
Η τελευταία του απόπειρα να καταπιαστεί με τον αγγλικό στίχο θα πραγματοποιηθεί το 1985. Ο πρώτος δίσκος που υπογράφει και τραγουδάει ο ίδιος όλα τα κομμάτια κυκλοφορεί από ανεξάρτητη εταιρία κι έχει ως τίτλο το ψευδώνυμό του «Nick Carr». Το ρεπερτόριο δεν έχει τη δυναμική του «Take it or Leave it» και το ύφος του διαφέρει αισθητά, μιας κι εδώ κινείται σε ποπ και ντίσκο ρυθμούς. Ο δημιουργός δεν έχει χάσει, πάντως, την έμπνευση και το πάθος του. Στο ρυθμικό «Why Why» συναντάμε τη «συνήθη ύποπτη» Άννα Βίσση στο πρώτο τους ντουέτο, ενώ εξίσου ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα «Lovers», «Mechanical» και το εναρκτήριο «Disco Granny».
Η αποτυχία του να κάνει αισθητή την παρουσία του ως Nick Carr και ως μέλος ροκ συγκροτημάτων, θα έχει ως αποτέλεσμα ο αμφιλεγόμενος δημιουργός να παίξει από ‘δω και πέρα εξολοκλήρου το παιχνίδι του εμπορικού τραγουδιού, μιας κι έχει αποδείξει προ πολλού πως γνωρίζει πολύ καλά τους κανόνες του. Το «Δεν παντρεύομαι» θα κυκλοφορήσει λίγους μήνες μετά και παρότι για δεύτερη φορά θα βρεθεί μπροστά και πίσω απ’ το μικρόφωνο, το επίπεδο είναι πλέον πολύ χαμηλότερο, επιχειρώντας αυτή τη φορά να συνδυάσει τη ροκ ενορχήστρωση με το φθηνό λαϊκό ύφος των 80s.
Η συνέχεια είναι λίγο-πολύ γνωστή: η συνεργασία του με τη Βίσση θα γεννήσει αμέτρητους χρυσούς και πλατινένιους δίσκους, αλλά ελάχιστα διαχρονικά κομμάτια, ενώ ανάλογη πορεία θα έχουν και τα περισσότερα τραγούδια που θα γράψει για άλλους τραγουδιστές. Παράλληλα, θα γράψει μυθιστορήματα («Η ευτυχία του Πάκο»), ποιητικές συλλογές («Η ναυτία των ημερών») ένα φιλοσοφικό δοκίμιο («Πιστεύω») ένα θεατρικό έργο («Bryan») και τρεις σύγχρονες όπερες («Δαίμονες», «Μάλα: Η μουσική του ανέμου» και «Οι καμπάνες του Εντελβάις»), με πρωταγωνίστρια πάντα την Άννα Βίσση –ο Richard Wagner θ’ αποτελέσει, άλλωστε, έναν ακόμη μύθο μετά τους Beatles τον οποίο θα επιχειρήσει (;) να προσεγγίσει.
Τα τρία αυτά έργα θα του δώσουν τη δυνατότητα να καταθέσει μελωδικές και συμφωνικές συνθέσεις και να κερδίσει -έστω και πρόσκαιρα- την προσοχή ενός κοινού που αγαπάει τα μιούζικαλ, αλλά δεν θ’ άκουγε ποτέ τα τραγούδια του. Από την άλλη, ποια είναι η καλλιτεχνική ταυτότητα ενός ανθρώπου που καταπιάνεται με τόσα πολλά και τόσο ετερόκλητα είδη τέχνης, την ίδια στιγμή που ενώ δηλώνει πως απεχθάνεται τα τσιφτετέλια έχει χτίσει την καριέρα του πάνω στις πίστες και τα εφήμερα σουξέ; Αν και οι πειραματισμοί είναι τις περισσότερες φορές προτιμώμενοι από τη μανιέρα, στην περίπτωση του Νίκου Καρβέλα όλες αυτές οι ακροβασίες φαίνεται πως τού στερούν τη δυνατότητα ν’ αφήσει κάποιο καλλιτεχνικό αποτύπωμα και να χαράξει τη δική του πορεία.