Σαν σήμερα, πριν από 96 χρόνια ήρθε στη ζωή ένας από τους πιο τιμημένους, στρατευμένους κι αμφιλεγόμενους συνθέτες της χώρας.
Ο Μίκης (Μιχαήλ όπως ήταν το βαπτιστικό του) Θεοδωράκης γεννήθηκε στη Χίο στις 29 Ιουλίου 1925, από πατέρα Κρητικό και μητέρα Μικρασιάτισσα.
Λόγω της επαγγελματικής ιδιότητας του πατέρα του (ανώτερος δημόσιος υπάλληλος) πέρασε τα παιδικά του χρόνια μετακινούμενος σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας: Μυτιλήνη (1925-1928), Σύρο και Αθήνα (1929), Ιωάννινα (1930-1932) Αργοστόλι (1933-1936), Πάτρα (1937-1938), Πύργο (1938-1939) και Τρίπολη (1939-1943).
Ανώμαλη ενηλικίωση και οι πρώτες διώξεις
Συνθέσεις, εξορίες, κυνήγι είναι κάποιες απ’ τις λέξεις που αποτυπώνουν ένα μεγάλο μέρος της ζωής του. Σε ηλικία μόλις 17 ετών στη μεγάλη διαδήλωση της 25ης Μαρτίου 1943 συλλαμβάνεται για πρώτη φορά από τους Ιταλούς και βασανίζεται. Διαφεύγει στην Αθήνα, όπου οργανώνεται στο ΕΑΜ και αγωνίζεται κατά των Γερμανών κατακτητών.
Συγχρόνως σπουδάζει στο Ωδείο Αθηνών με καθηγητή τον Φιλοκτήτη Οικονομίδη. Μετά την απελευθέρωση ξεσπά ο εμφύλιος. Ο Θεοδωράκης λόγω των προοδευτικών του ιδεών καταδιώκεται από τις αστυνομικές αρχές. Για ένα διάστημα ζει παράνομος στην Αθήνα χωρίς να σταματήσει την επαναστατική του δράση. Τελικά συλλαμβάνεται και στέλνεται εξορία στην αρχή στην Ικαρία και στη συνέχεια στο επονομαζόμενο στρατόπεδο θανάτου, τη Μακρόνησο. Τελικά αποφοιτά από το Ωδείο το 1950 με δίπλωμα στην αρμονία, αντίστιξη και φούγκα.
Ο Θεοδωράκης λόγω των προοδευτικών του ιδεών καταδιώκεται από τις αστυνομικές αρχές. Για ένα διάστημα ζει παράνομος στην Αθήνα χωρίς να σταματήσει την επαναστατική του δράση. Τελικά συλλαμβάνεται και στέλνεται εξορία στην αρχή στην Ικαρία και στη συνέχεια στο επονομαζόμενο στρατόπεδο θανάτου, τη Μακρόνησο. Τελικά αποφοιτά από το Ωδείο το 1950 με δίπλωμα στην αρμονία, αντίστιξη και φούγκα. Το 1954 πηγαίνει με υποτροφία στο Παρίσι, όπου εγγράφεται στο Conservatoire και σπουδάζει μουσική ανάλυση με τον Olivier Messiaen και διεύθυνση ορχήστρας με τον Eugène Bigot.
Η περίοδος 1954-1960 είναι μια εποχή έντονης δραστηριότητας για τον Θεοδωράκη στο χώρο της Ευρωπαϊκής μουσικής. Συνθέτει μουσική για το μπαλέτο της Ludmila Tcherina, το Covent Garden, Stuttgart Ballet και επίσης για τον κινηματογράφο. Το 1957 του απονέμεται το πρώτο βραβείο του Φεστιβάλ της Μόσχας από τον Schostakovitch για το έργο του, Suite No 1 για πιάνο και ορχήστρα Συγχρόνως συνθέτει πολλά έργα συμφωνικής μουσικής και μουσικής δωματίου.
Η έναρξη της απήχησης
Το 1960 επιστρέφει στην Ελλάδα. Έχει ήδη μελοποιήσει τον Επιτάφιο του Γιάννη Ρίτσου, που σηματοδοτεί την “στροφή” του προς το λαϊκό τραγούδι. Συνθέτει δεκάδες κύκλους τραγουδιών που βρίσκουν βαθύτατη απήχηση μέσα στον ελληνικό λαό .
Η συνεργασία του με το Γρηγόρη Μπιθικώτση έδωσε στη λαϊκή μουσική μια άλλη αίσθηση, διαφορετική απ’ το χαμηλό, το ταπεινό και το μαζικό. Το μπουζούκι μετατράπηκε από περιθωριακή «χειροτεχνία» (craft) σε τέχνη (art). Και σ’ αυτό συνέβαλε η μουσική ευφυΐα του Μανώλη Χιώτη. «Εμένα η μουσική μου είναι υπαρξιακή, βιωματική. Δεν με ενδιαφέρουν οι κανόνες. Δεν θα καταλάβει κανείς την Πρώτη Συμφωνία αν δεν ξέρει την ψυχική κατάσταση του ανθρώπου που τη συνέθεσε. Δεν νομίζω να έχει γραφτεί άλλη συμφωνία σε σκηνή στρατοπέδου. Για εμένα ήταν ένας πρωτότυπος μηχανισμός λύτρωσης. Κανείς δεν το καταλάβαινε αυτό. Εγώ απομονωνόμουν, λυτρωνόμουν και γλίτωνα την τρέλα».
Έχοντας μοιραστεί έντονες εμπειρίες με μία αξιοπρόσεκτη μάζα του πληθυσμού διέδωσε μέσα από τις συνθέσεις του τις εμπειρίες και ξύπνησε μνήμες στους συντρόφους του. Μνήμες κατά μία έννοια ευχάριστες, καθώς παρά τη σκληρότητα και τις δυσκολίες των περιόδων υπήρχε το αγωνιστικό ιδανικό και το συλλογικό όραμα της αλλαγής . Ήταν μία εποχή, όπου η μουσική είχε τη δύναμη να ενώσει και να κινητοποιήσει.
Μελοποιημένη ποίηση κι εμβατήρια
Άγγιξε το λαό με εμβατηριακές μελοποιήσεις και συνθέσεις. Αφορμώμενος από γεγονότα της τότε πρόσφατης ιστορίας (Αντίσταση, εμφύλιος, δικτατορία) έφερε την καινοτομία της μελοποιημένης ποίησης . Η αρχή έγινε με τη Ρωμιοσύνη του Ρίτσου ενώ στη συνέχεια πέρασε στη μελοποίηση των Σεφέρη, Ελύτη, Λειβαδίτη και Αναγνωστάκη. Η επιλογή του εμβατηρίου αντανακλά το κλίμα της συγκυρίας εντός της οποίας συντέθηκαν τα έργα. Η επιρροή που άσκησαν στην πράξη οι συνθέσεις του επιβεβαιώνουν την αναγκαιότητα της παραπάνω αντανάκλασης.
Με διαχρονική σημαία την πατρίδα και το ωφέλιμο γι’ αυτή η αμφιλεγόμενη πολυσχιδής προσωπικότητα του μεγάλου συνθέτη συνεχίζει να ενώνει και να προσφέρει στιγμές ψυχαγωγίας μέσα απ’ τα αφιερώματα. Το γεγονός ότι εδώ και τουλάχιστον 15 χρόνια δεν έχει υπάρξει χρονιά με λιγότερα από δύο αφιερώματα στο έργο του δείχνουν την επίδραση που είχε. Εκτός από χρόνια πολλά (για την ακρίβεια ακόμα περισσότερα) ευχόμαστε να ακούσουμε τη μουσική του παρακαταθήκη.