Ενσαρκώνοντας, συχνά, τον αντιήρωα της γαλλικής «νουβέλ βαγκ», ο Jean–Paul Belmondo υπήρξε μια από τις πιο εμβληματικές προσωπικότητες του γαλλικού κινηματογράφου, με πολυάριθμες εμφανίσεις σε ταινίες του γαλλικού – και όχι μόνο – κινηματογράφου, ένα fashion icon, ένας γόης, ο οποίος πλέον διαγράφει τη δική του διαδρομή στη γειτονιά των αγγέλων.
Από το ρινγκ στην αφρόκρεμα της νουβέλ βαγκ
Ο Belmondo γεννήθηκε στις 9 Απριλίου 1933 στο Νεϊγί-συρ-Σεν, βορειοδυτικά του Παρισιού, και μεγάλωσε μέσα σε μια καλλιτεχνική οικογένεια, καθώς ο πατέρας του ήταν γλύπτης και η μητέρα του ζωγράφος. Παρόλα αυτά, ο μικρός Jean – Paul δεν είχε φανερώσει καμία καλλιτεχνική κλίση ούτε στα παιδικά ούτε στα εφηβικά του χρόνια. Αντίθετα, ήταν λάτρης του ποδοσφαίρου και του μποξ, στο οποίο είχε μια σύντομη, αν και ιδιαίτερα πετυχημένη πορεία, στεφανωμένη με νίκες. Σύντομα, όμως, μπλέχτηκε στα δίκτυα της…υποκριτικής και το 1950 έγινε δεκτός στην Εθνική Σχολή Δραματικής Τέχνης του Παρισιού.
Ο πρώτος του πρωταγωνιστικός ρόλος ήρθε το 1958, δυο χρόνια μετά την αποφοίτησή του από τη σχολή, στο έργο «Les copains du Dimanche» και για πολλά χρόνια συνεργάστηκε με πολλούς σκηνοθέτες, ενώ, παράλληλα, εμφανιζόταν σε θεατρικές αλλά και σε τηλεοπτικές παραγωγές. Ο ρόλος, όμως, που έμελε να κάνει το όνομά του ταυτόσημο με τη νουβέλ βαγκ ήταν ο Michel Poiccard στην ταινία «À bout de souffle» του Jean – Luc Godard.
Η συνέχεια της καριέρας του δεν θα μπορούσε να είναι πιο μεγαλειώδης, καθώς ακολούθησαν άλλες δυο ταινίες με τον Godard και μαζί μ’ αυτές, συνεργασίες με τον Alain Resnais, τον Louis Marie Malle, τον Claude Chabrol, τον Jean-Pierre Melville, αλλά και τον τον François Truffaut, ο οποίος τον είχε χαρακτηρίσει ως «τον πιο ολοκληρωμένο ηθοποιό της γενιάς του». Οι χαρακτήρες που υποδυόταν ήταν ποικίλοι, σκληροί, αντιδραστικοί, πρωτοποριακοί, με το ταλέντο του να ξεπερνά οποιαδήποτε πρόκληση μπορεί να είχαν.
Η στροφή στον εμπορικό κινηματογράφο και το θέατρο
O Bebel, όπως αποκαλούνταν από τους φανς του, ήταν λάτρης του σινεμά και της περιπέτειας και, από τη δεκαετία του 1970, μετά την εμπορική αποτυχία της ταινίας «Stavisky…» του Alain Resnais στράφηκε προς πιο εμπορικές ταινίες, από γκανγκστερικές ταινίες μέχρι μαύρες κωμωδίες, κομεντί και θρίλερ κρατώντας, πάντα, τη γοητεία και την ουσία του αυθάδη, επαναστάτη και προκλητικού ήρωα. Σε πολλές ταινίες, μάλιστα, που είχαν επικίνδυνες σκηνές, εκτελούσε ο ίδιος όλα τα stunts του, χωρίς τη βοήθεια κάποιου κασκαντέρ.
«Αυτό που δεν αρέσει στους διανοούμενους είναι η επιτυχία» […] «Η επιτυχία στη Γαλλία περιφρονείται πάντα, όχι από το κοινό, αλλά από τους διανοούμενους. Αν είμαι γυμνός σε μια ταινία, αυτό είναι μια χαρά για τους διανοούμενους, αλλά αν πηδήξω μπροστά από ένα ελικόπτερο, θεωρούν ότι αυτό είναι βλακεία», δήλωνε στις αρχές της δεκαετίας του 1980, όταν επέστρεφε δυναμικά στο θέατρο, μετά από εικοσιπενταετή απουσία.
Η λατρεία του για τις γυναίκες και η φιλία του με τον Alain Delon
Στην προσωπική του ζωή, ο «ωραίος άσχημος», όπως χαρακτηριζόταν από το κοινό και τον Τύπο, είχε παντρευτεί δύο φορές, με την Élodie Constantin, και την Natty Tardivel, ενώ είχε υπάρξει ζευγάρι με την Ursula Andress, τη Laura Antonelli, τη Maria Carlos Sotto Mayor και τη Barbara Gandolfi και είχε αποκτήσει τέσσερα παιδιά, τρία με την Constantin και ένα με την Tardivel. Η μεγαλύτερή του κόρη έχασε τη ζωή της σε πυρκαγιά το 1993, σε ηλικία 40 ετών.
Η γνωριμία του με τον Alain Delon έγινε το 1958, αλλά η συνεργασία τους ήρθε το 1970, όταν συμπρωταγωνίστησαν στην ταινία «Borsalino». Η πρώτη τους επαφή λίγο έλειψε να καταστραφεί, όταν και οι δυο πήγαν στα δικαστήρια σχετικά με τίνος το όνομα θα αναγραφόταν πρώτο στους τίτλους. Όπως λέγεται, ο Delon, ο οποίος είχε αναλάβει και χρέη παραγωγού της ταινίας, προσπάθησε να βάλει πρώτο το όνομά του στους τίτλους των ταινιών, παρά το γεγονός ότι το συμβόλαιο του Belmondo όριζε διαφορετικά. Όταν πληροφορήθηκε την κίνηση αυτή, ο Belmondo εξοργίστηκε από την αυθαιρεσία του συμπρωταγωνιστή του και απείλησε πως θα αποχωρούσε από την ταινία. Τελικά, η υπόθεση κατέληξε στις δικαστικές αίθουσες, με τον Belmondo να μην παρευρίσκεται στην πρεμιέρα της ταινίας, αλλά να κερδίζει τη δίκη.
Ωστόσο, σύντομα, η σχέση των δυο Γάλλων ηθοποιών μετατράπηκε σε βαθύτατο σεβασμό, σε χρόνια φιλία και σε «αγάπη των διαφορών», όπως συνήθιζε να λέει ο Belmondo. Πολύ συχνά, μάλιστα, συνήθιζαν να βγαίνουν και να διασκεδάζουν μαζί, όπως πέρσι που πέρασαν μαζί τα Χριστούγεννα, και να γελούν με τα παλιά καμώματά τους.
«Με κοίταξε με τα βαθυγάλαζα μάτια του και με κόμπλαρε. Ήμασταν πολύ νέοι και ανταγωνιστές. Ποτέ δεν υπήρχε χώρος και για τους δυο. Όμως, καταφέραμε να γίνουμε φίλοι. Τον αγαπώ τον Alain, σαν αδερφό μου. Ήταν δίπλα μου κάθε στιγμή, όταν έπαθα το εγκεφαλικό, το 2001», δήλωνε ο Bebel, ενθυμούμενος την πορεία του πλάι στον Delon.
«Είμαι παντελώς συντετριμμένος… Βλέπετε, δεν θα ήταν άσχημο να φεύγαμε κι οι δυο μαζί. Είναι μέρος της ζωής μου, ξεκινήσαμε μαζί πριν από 60 χρόνια», ανέφερε ο Delon, μιλώντας για τον θάνατο του φίλου του.
Ο Bebel που όλοι λάτρεψαν, «έσβησε» στις 6 Σεπτεμβρίου 2021, σε ηλικία 88 ετών, έχοντας αφήσει πίσω του μια πλούσια κινηματογραφική παρακαταθήκη.
Ενσαρκώνοντας, συχνά, τον αντιήρωα της γαλλικής «νουβέλ βαγκ», ο Jean–Paul Belmondo υπήρξε μια από τις πιο εμβληματικές προσωπικότητες του γαλλικού κινηματογράφου, με πολυάριθμες εμφανίσεις σε ταινίες του γαλλικού – και όχι μόνο – κινηματογράφου, ένα fashion icon, ένας γόης, ο οποίος πλέον διαγράφει τη δική του διαδρομή στη γειτονιά των αγγέλων.
Από το ρινγκ στην αφρόκρεμα της νουβέλ βαγκ
Ο Belmondo γεννήθηκε στις 9 Απριλίου 1933 στο Νεϊγί-συρ-Σεν, βορειοδυτικά του Παρισιού, και μεγάλωσε μέσα σε μια καλλιτεχνική οικογένεια, καθώς ο πατέρας του ήταν γλύπτης και η μητέρα του ζωγράφος. Παρόλα αυτά, ο μικρός Jean – Paul δεν είχε φανερώσει καμία καλλιτεχνική κλίση ούτε στα παιδικά ούτε στα εφηβικά του χρόνια. Αντίθετα, ήταν λάτρης του ποδοσφαίρου και του μποξ, στο οποίο είχε μια σύντομη, αν και ιδιαίτερα πετυχημένη πορεία, στεφανωμένη με νίκες. Σύντομα, όμως, μπλέχτηκε στα δίκτυα της…υποκριτικής και το 1950 έγινε δεκτός στην Εθνική Σχολή Δραματικής Τέχνης του Παρισιού.
Ο πρώτος του πρωταγωνιστικός ρόλος ήρθε το 1958, δυο χρόνια μετά την αποφοίτησή του από τη σχολή, στο έργο «Les copains du Dimanche» και για πολλά χρόνια συνεργάστηκε με πολλούς σκηνοθέτες, ενώ, παράλληλα, εμφανιζόταν σε θεατρικές αλλά και σε τηλεοπτικές παραγωγές. Ο ρόλος, όμως, που έμελε να κάνει το όνομά του ταυτόσημο με τη νουβέλ βαγκ ήταν ο Michel Poiccard στην ταινία «À bout de souffle» του Jean – Luc Godard.
Η συνέχεια της καριέρας του δεν θα μπορούσε να είναι πιο μεγαλειώδης, καθώς ακολούθησαν άλλες δυο ταινίες με τον Godard και μαζί μ’ αυτές, συνεργασίες με τον Alain Resnais, τον Louis Marie Malle, τον Claude Chabrol, τον Jean-Pierre Melville, αλλά και τον τον François Truffaut, ο οποίος τον είχε χαρακτηρίσει ως «τον πιο ολοκληρωμένο ηθοποιό της γενιάς του». Οι χαρακτήρες που υποδυόταν ήταν ποικίλοι, σκληροί, αντιδραστικοί, πρωτοποριακοί, με το ταλέντο του να ξεπερνά οποιαδήποτε πρόκληση μπορεί να είχαν.
Η στροφή στον εμπορικό κινηματογράφο και το θέατρο
O Bebel, όπως αποκαλούνταν από τους φανς του, ήταν λάτρης του σινεμά και της περιπέτειας και, από τη δεκαετία του 1970, μετά την εμπορική αποτυχία της ταινίας «Stavisky…» του Alain Resnais στράφηκε προς πιο εμπορικές ταινίες, από γκανγκστερικές ταινίες μέχρι μαύρες κωμωδίες, κομεντί και θρίλερ κρατώντας, πάντα, τη γοητεία και την ουσία του αυθάδη, επαναστάτη και προκλητικού ήρωα. Σε πολλές ταινίες, μάλιστα, που είχαν επικίνδυνες σκηνές, εκτελούσε ο ίδιος όλα τα stunts του, χωρίς τη βοήθεια κάποιου κασκαντέρ.
«Αυτό που δεν αρέσει στους διανοούμενους είναι η επιτυχία» […] «Η επιτυχία στη Γαλλία περιφρονείται πάντα, όχι από το κοινό, αλλά από τους διανοούμενους. Αν είμαι γυμνός σε μια ταινία, αυτό είναι μια χαρά για τους διανοούμενους, αλλά αν πηδήξω μπροστά από ένα ελικόπτερο, θεωρούν ότι αυτό είναι βλακεία», δήλωνε στις αρχές της δεκαετίας του 1980, όταν επέστρεφε δυναμικά στο θέατρο, μετά από εικοσιπενταετή απουσία.
Η λατρεία του για τις γυναίκες και η φιλία του με τον Alain Delon
Στην προσωπική του ζωή, ο «ωραίος άσχημος», όπως χαρακτηριζόταν από το κοινό και τον Τύπο, είχε παντρευτεί δύο φορές, με την Élodie Constantin, και την Natty Tardivel, ενώ είχε υπάρξει ζευγάρι με την Ursula Andress, τη Laura Antonelli, τη Maria Carlos Sotto Mayor και τη Barbara Gandolfi και είχε αποκτήσει τέσσερα παιδιά, τρία με την Constantin και ένα με την Tardivel. Η μεγαλύτερή του κόρη έχασε τη ζωή της σε πυρκαγιά το 1993, σε ηλικία 40 ετών.
Η γνωριμία του με τον Alain Delon έγινε το 1958, αλλά η συνεργασία τους ήρθε το 1970, όταν συμπρωταγωνίστησαν στην ταινία «Borsalino». Η πρώτη τους επαφή λίγο έλειψε να καταστραφεί, όταν και οι δυο πήγαν στα δικαστήρια σχετικά με τίνος το όνομα θα αναγραφόταν πρώτο στους τίτλους. Όπως λέγεται, ο Delon, ο οποίος είχε αναλάβει και χρέη παραγωγού της ταινίας, προσπάθησε να βάλει πρώτο το όνομά του στους τίτλους των ταινιών, παρά το γεγονός ότι το συμβόλαιο του Belmondo όριζε διαφορετικά. Όταν πληροφορήθηκε την κίνηση αυτή, ο Belmondo εξοργίστηκε από την αυθαιρεσία του συμπρωταγωνιστή του και απείλησε πως θα αποχωρούσε από την ταινία. Τελικά, η υπόθεση κατέληξε στις δικαστικές αίθουσες, με τον Belmondo να μην παρευρίσκεται στην πρεμιέρα της ταινίας, αλλά να κερδίζει τη δίκη.
Ωστόσο, σύντομα, η σχέση των δυο Γάλλων ηθοποιών μετατράπηκε σε βαθύτατο σεβασμό, σε χρόνια φιλία και σε «αγάπη των διαφορών», όπως συνήθιζε να λέει ο Belmondo. Πολύ συχνά, μάλιστα, συνήθιζαν να βγαίνουν και να διασκεδάζουν μαζί, όπως πέρσι που πέρασαν μαζί τα Χριστούγεννα, και να γελούν με τα παλιά καμώματά τους.
«Με κοίταξε με τα βαθυγάλαζα μάτια του και με κόμπλαρε. Ήμασταν πολύ νέοι και ανταγωνιστές. Ποτέ δεν υπήρχε χώρος και για τους δυο. Όμως, καταφέραμε να γίνουμε φίλοι. Τον αγαπώ τον Alain, σαν αδερφό μου. Ήταν δίπλα μου κάθε στιγμή, όταν έπαθα το εγκεφαλικό, το 2001», δήλωνε ο Bebel, ενθυμούμενος την πορεία του πλάι στον Delon.
«Είμαι παντελώς συντετριμμένος… Βλέπετε, δεν θα ήταν άσχημο να φεύγαμε κι οι δυο μαζί. Είναι μέρος της ζωής μου, ξεκινήσαμε μαζί πριν από 60 χρόνια», ανέφερε ο Delon, μιλώντας για τον θάνατο του φίλου του.
Ο Bebel που όλοι λάτρεψαν, «έσβησε» στις 6 Σεπτεμβρίου 2021, σε ηλικία 88 ετών, έχοντας αφήσει πίσω του μια πλούσια κινηματογραφική παρακαταθήκη.