50 χρόνια συμπληρώνονται φέτος από τον θάνατο του σπουδαίου Νομπελίστα Έλληνα Λογοτέχνη.
Ο Γιώργος Σεφέρης ήταν διπλωμάτης, ποιητής και ο πρώτος Έλληνας που τιμήθηκε με βραβείο Νόμπελ. Είναι ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές και εκ των δύο μοναδικών Ελλήνων βραβευμένων με Νόμπελ λογοτεχνίας, μαζί με τον Οδυσσέα Ελύτη.
Ο Γιώργος Σεφέρης ή αλλιώς Γιώργος Σεφεριάδης, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε στις 29 Φεβρουαρίου του 1900, στα Βουρλά, της Σμύρνη και ήταν ο πρωτότοκος γιος του Στυλιανού Σεφεριάδη (1873-1951) – δικηγόρου, σημαντικού κοινωνικού παράγοντα της Σμύρνης και ανθρώπου με λογοτεχνικές ανησυχίες – και της Δέσποινας Τενεκίδη, με καταγωγή από τη Νάξο. Το ζευγάρι είχε άλλα δυο παιδιά, τον Άγγελο (1905-1950) και την Ιωάννα (1902-2000), σύζυγο του φιλόσοφου και πολιτικού Κωνσταντίνου Τσάτσου.
Το 1906 αρχίζει η μαθητική του εκπαίδευση στο Λύκειο Χ. Αρώνη, στη Σμύρνη, την οποία ολοκλήρωσε το 1918 στην Αθήνα, όπου είχε εγκατασταθεί η οικογένεια του, από το 1914, κατά την εποχή, μάλιστα, που άρχισε να γράφει τους πρώτους στίχους του, με το ξέσπασμα του Μεγάλου Πολέμου. Στη συνέχεια, ο Γιώργος Σεφέρης γράφτηκε στο Πρότυπο Κλασσικό Γυμνάσιο Αθηνών, από το οποίο αποφοίτησε το Μάιο του 1917 και λίγο αργότερα εγγράφηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Στις 14 Ιουλίου του 1918, η μητέρα του μαζί με τους δύο γιους και την κόρη της Ιωάννα, μετέβη στο Παρίσι, όπου ο πατέρας τους Στέλιος εργαζόταν ως δικηγόρος. Ο Στέλιος Σεφεριάδης επιθυμούσε όλη η οικογένειά του να μεταφερθεί στο Παρίσι κι ο γιος του Γιώργος να σπουδάσει στη Γαλλική πρωτεύουσα. Ο Γιώργος Σεφέρης έμεινε εκεί μέχρι το θέρος του 1924, ασχολούμενος με τη λογοτεχνία: μεταφράσεις, αναγνώσεις Γάλλων κλασικών και συγγραφή ποιημάτων, ενώ παράλληλα απέκτησε και το πτυχίο της Νομικής, τον Οκτώβριο του 1921. Στη συνέχεια, γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Σορβόνης, από την οποία αποφοίτησε με διδακτορικό το 1924. Τα χρόνια παραμονής του στο Παρίσι ήταν καθοριστικά για τη διαμόρφωση της ποιητικής του φυσιογνωμίας, εφόσον το κίνημα του Μοντερνισμού, εκείνη την εποχή, βρισκόταν στην ακμή του.
Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα διορίστηκε υπάλληλος του Υπουργείου Εξωτερικών (1926), αρχίζοντας έτσι μια λαμπρή καριέρα στο διπλωματικό σώμα, που κορυφώθηκε το 1957, με την τοποθέτησή του ως πρεσβευτή της Ελλάδας, στη Μεγάλη Βρετανία. Παρέμεινε στο Λονδίνο έως το 1962, οπότε και συνταξιοδοτήθηκε. Όσον αφορά την προσωπική του ζωή,στις 10 Απριλίου του 1941, μία ημέρα μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης, από τους Γερμανούς, νΣυμφεύτηκε στην Πλάκα τη ΜαρώΖάννου, με την οποία δεν απέκτησε παιδιά.
Το μεγάλο του έργο στο χώρο της ποίησης και της λογοτεχνίας
Τον Ιούλιο του 1928, δημοσιεύει στο λογοτεχνικό περιοδικό «Νέα Εστία», επώνυμα, ως Γ. Σεφεριάδης, το «Μια βραδιά με τον Κύριο Τεστ», μετάφραση έργου του Βαλερί κι έπειτα,το1929 συνοδεύει τον Εδουάρδο Εριό σε ταξίδι του στην Ελλάδα.
Στο χώρο των ελληνικών γραμμάτων, εκδίδει για πρώτη φορά, με το ψευδώνυμο πλέον, Γ. Σεφέρης, το 1931, τηνποιητική του συλλογή «Στροφή», η οποία από την πρώτη στιγμή της κυκλοφορίας της προκάλεσε το ενδιαφέρον της λογοτεχνικής κοινότητας της Αθήνας, με θετικές και αρνητικές αντιδράσεις.
Οι θαυμαστές του –Γιώργος Θεοτοκάς, Γιώργος Κατσίμπαλης και Ανδρέας Καραντώνης– υποστήριξαν ότι η Στροφή εγκαινιάζει μια καινούργια εποχή για την ελληνική ποίηση, ενώ οι επικριτές του, όπως ο Άλκης Θρύλος και ο Τάκης Παπατσώνης, ισχυρίστηκαν ότι η ποίηση του Σεφέρη είναι σκοτεινή και εγκεφαλική, χωρίς πραγματικό συναίσθημα. Με την πάροδο του χρόνου, η Στροφή απέκτησε τεράστιο συμβολικό βάρος, επειδή θεωρήθηκε από την κριτική, ότι έστρεψε την ελληνική ποίηση από την παραδοσιακή στη μοντέρνα γραφή. Ο Μοντερνισμός του Σεφέρη, όπως παρατηρεί ο Γιώργος Θεοτοκάς, υπήρξε «ένας μοντερνισμός τολμηρός, αλλά που κρατούσε το νήμα της παράδοσης, με αίσθημα ευθύνης και με σεβασμό για τη γλώσσα».
Ο θόρυβος που δημιουργήθηκε, αλλά και το ειδικό βάρος των Κατσίμπαλη και Καραντώνη στα λογοτεχνικά πράγματα, τον βοήθησε να επιβληθεί ως ένας πολλά υποσχόμενος νέος ποιητής. Η καθιέρωση του Σεφέρη ως μείζονος ποιητή έγινε το 1935, με την ποιητική συλλογή «Μυθιστόρημα». Σ’ αυτό το έργο βλέπουμε πλήρως διαμορφωμένα τα σύμβολα που συνθέτουν την ποιητική μυθολογία του Σεφέρη: το «ταξίδι», οι «πέτρες», τα «μάρμαρα», τα «αγάλματα», η «θάλασσα», ο «Οδυσσέας» κ.ά.
Εκτός από το πλούσιο ποιητικό έργο του, ο Σεφέρης διακρίθηκε και στον δοκιμιακό λόγο, με μία σειρά ρηξικέλευθων κριτικών δοκιμίων, στα οποία τόνισε τη σημασία της ελληνικής παράδοσης και ανέδειξε το έργο περιθωριακών μορφών της, όπως του Γιάννη Μακρυγιάννη και του Θεόφιλου. Το μεταφραστικό του έργο είναι μικρό σε ποσότητα, αλλά σημαντικό. Μετέφρασε δύο έργα του Αμερικανού ποιητή Τ.Σ. Έλιοτ (Έρημη Χώρα και Φονικό στην Εκκλησιά), ενώ μετέφερε στη νέα ελληνική δύο έργα της Βίβλου (Άσμα Ασμάτων και Αποκάλυψη του Ιωάννη). Ο Τ.Σ. Έλιοτ, ηγετική φυσιογνωμία της μοντερνιστικής ποίησης του 20ου αιώνα, ήταν ο ποιητής που τον επηρέασε όσο κανένας άλλος.
Από τη δεκαετία του ’50 το έργο του Σεφέρη μεταφράστηκε και εκτιμήθηκε στο εξωτερικό. Συνέπεια αυτού, ήταν η βράβευση του με το βραβείο Νόμπελ, το Δεκέμβριο του 1963, «για το υπέροχο λυρικό ύφος του, που είναι εμπνευσμένο από ένα βαθύ αίσθημα για το ελληνικό πολιτιστικό ιδεώδες», όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο σκεπτικό της Σουηδικής Ακαδημίας.
Κατά τη διάρκεια της επτάχρονης δικτατορίας, έσπασε τη σιωπή του στις 28 Μαρτίου, του 1969, στηλιτεύοντας τη χούντα με την περίφημη δήλωση του στο ραδιόφωνο του BBC:«Είναι μια κατάσταση υποχρεωτικής νάρκης, όπου όσες πνευματικές αξίες κατορθώσαμε να κρατήσουμε ζωντανές, με πόνους και με κόπους, πάνε κι αυτές να καταποντιστούν μέσα στα ελώδη στεκάμενα νερά», τόνισε μεταξύ άλλων.
Ο θάνατος του μεγάλου Έλληνα Νομπελίστα
Στις αρχές Αυγούστου του 1971, ο Γιώργος Σεφέρης εισάγεται στον Ευαγγελισμό και εγχειρίζεται στον δωδεκαδάκτυλο. Θα πεθάνει από μετεγχειρητικές επιπλοκές τα ξημερώματα της 20ης Σεπτεμβρίου, του 1971, ενώ η κηδεία του, δύο ημέρες αργότερα, θα τελεστεί σε κλίμα αντιδικτατορικού χαρακτήρα. Στη νεκρώσιμη πομπή προς το Α’ Νεκροταφείο, μπροστά στην Πύλη του Αδριανού, το πλήθος σταματά την κυκλοφορία και αρχίζει να τραγουδά το απαγορευμένο τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη, σε στίχους Σεφέρη, «Άρνηση»,(Στο περιγιάλι το κρυφό, όπως είναι πιο γνωστό). Στις 23 Σεπτεμβρίου, δημοσιεύεται στην εφημερίδα «Το Βήμα», το τελευταίο ποίημα του Γιώργου Σεφέρη «Επί Ασπαλάθων», που έγραψε στις 31 Μαρτίου του 1971 και αποτελεί μία ακόμη καταγγελία κατά της δικτατορίας.
Αρκετοί συνθέτες έχουν ενσκήψει στο έργο του Σεφέρη, με σκοπό την μελοποίηση των ποιημάτων του, όπως οι Μίκης Θεοδωράκης, Νίκος Μαμαγκάκης, Μίλτος Πασχαλίδης, Αδελφοί Κατσιμίχα, Ηλίας Ανδριόπουλος, Δήμος Μούτσης, Αργύρης Μπακιρτζής, Δημήτρης Αγραφιώτης, Θεόδωρος Αντωνίου, Λεωνίδας Ζώρας, Θεόδωρος Καρυωτάκης, Περικλής Κούκος, Γιώργος Κουρουπός, Γεώργιος Πονηρίδης, Θάνος Μικρούτσικος και Τζον Τάβενερ.