Η Αλίκη Βουγιουκλάκη, η Τζένη Καρέζη και η Ζωή Λάσκαρη σε ταινίες για το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο
Πλήθος ταινιών για το έπος του ’40 έχουν γυριστεί την περίοδο της λεγόμενης «χρυσής εποχής» του ελληνικού κινηματογράφου. Αυτό οφείλεται αφενός στο ότι κατά τη διάρκεια της επταετίας προωθούνταν συνεχώς τέτοιου είδους ταινίες, ώστε να τονωθεί το εθνικό φρόνημα των Ελλήνων, αφετέρου στο ότι οι παραγωγοί δεν χρειαζόταν να κοπιάσουν πολύ για ν’ αναπαραστήσουν πιστά την εποχή, και με δυο πολυβόλα και τρεις γερμανικές στολές ξεμπέρδευαν. Έτσι, οι περισσότεροι ηθοποιοί, «ντύθηκαν» αντιστασιακοί και Ναζί. Οι μεγαλύτερες σταρ της εποχής δεν αποτελούν, ασφαλώς, εξαίρεση:
Αλίκη Βουγιουκλάκη
«Η δασκάλα με τα ξανθά μαλλιά» (1969)
Πρώτη σε εισπράξεις τη χρονιά εκείνη, η «Δασκάλα με τα ξανθά μαλλιά» εκτυλίσσεται σ’ ένα μικρό χωριό του Πηλίου, έχοντας στο επίκεντρό της τον έρωτα της καινούριας δασκάλας, Μυρτώς, και του Στέφανου (Δημήτρης Παπαμιχαήλ), οι οποίοι παντρεύονται λίγες ώρες πριν ξεσπάσει ο ελληνοϊταλικός πόλεμος. Ο Στέφανος φεύγει για το μέτωπο και η Μυρτώ μένει με τον πατέρα του (Παντελής Ζερβός), έχοντας ν’ αντιμετωπίσει το χαμό του αγαπημένου της και το δοσίλογο μπακάλη Γαρμπή (Σπύρος Καλογήρου). Ο πεπειραμένος σκηνοθέτης Ντίνος Δημόπουλος μάς χαρίζει μαγευτικά πλάνα της Μακρινίτσας του Πηλίου, αλλά το σενάριο του Λάκη Μιχαηλίδη και της Ανθής Δημοπούλου, περιορίζεται στον έρωτα του «εθνικού ζεύγους» και δεν δίνει το περιθώριο σε άλλους χαρακτήρες κι άλλες ιστορίες ν’ αναδειχτούν. Η Αλίκη ήταν έγκυος όταν άρχισαν τα γυρίσματα, γεγονός που έφερε αναστάτωση στην παραγωγή, κι ίσως αυτός να είναι ο λόγος που στους τίτλους έναρξης τ’ όνομα του πρωταγωνιστή αναγράφεται «Παπαπαμιχαήλ»!
«Υπολοχαγός Νατάσσα» (1970)
Η Νατάσσα απορρίπτει τον έρωτα του πρώην συμμαθητή της στο ωδείο και νυν αξιωματικό των SS, Μαξ (Κώστας Καρράς), κι ακολουθεί τον Ορέστη (Δημήτρης Παπαμιχαήλ) στη Μέση Ανατολή, για να παρασημοφορηθεί εν τέλει για τη δράση της εναντίον των κατακτητών… Οι κριτικοί έγραψαν πως μια ταινία που ξεκινάει στο Νταχάου δεν είναι δυνατόν να περιορίζεται στα στενά πλαίσια μιας μελοδραματικής ερωτικής ιστορίας, ενώ η σκηνή με την τσιγγάνα, όπως και η ατάκα «Αν γίνω ηρωίδα, εσείς θα με κάνετε!», έχουν διακωμωδηθεί ουκ ολίγες φορές. Αυτό, όμως, δεν έχει καμία απολύτως σημασία, αφού ο Νίκος Φώσκολος καταθέτει ένα επικό έργο γεμάτο ένταση, ίντριγκες κι ανατροπές, συνεπικουρούμενος από τα συμφωνικά θέματα του Κώστα Καπνίση. Η «Νατάσσα» γυρίστηκε στην Ελλάδα, την Κύπρο και τη Γερμανία και διαρκεί περίπου δυόμιση ώρες, παρότι από τις τηλεοπτικές μεταδόσεις της έχουν αφαιρεθεί κάποιες σκηνές και φέρεται να προβλήθηκε ολόκληρη στη μικρή οθόνη για πρώτη και τελευταία φορά το 1977. Για δεκαετίες το περιποιημένο αυτό μελό, όπως είχε χαρακτηριστεί από τον ίδιο το Φίνο, κρατούσε το ρεκόρ του μεγαλύτερου αριθμού εισιτηρίων στην Ελλάδα, φτάνοντας τα 751.117 εισιτήρια σε πρώτη προβολή, κερδίζοντας το ενδιαφέρον και των ξένων θεατών. Λέγεται, μάλιστα, πως όταν η Αλίκη βρέθηκε στη Σιγκαπούρη κατά τη διάρκεια μιας περιοδείας, πολλά παιδιά την αναγνώρισαν κι άρχισαν να τη φωνάζουν «Νατάσσα», ενώ η προβολή της ταινίας από το BBC2 έπεισε τους παραγωγούς της ροκ όπερας «Evita» να της δώσουν τα δικαιώματα του έργου.
«Κατάσκοπος Νέλη» (1981)
Σε σενάριο Νίκου Φώσκολου και σκηνοθεσία Τάκη Βουγιουκλάκη, η «Κατάσκοπος Νέλη» επιχειρεί να επαναλάβει την επιτυχία της «Νατάσσας», όπως μαρτυρά και ο τίτλος της… Τα πράγματα εδώ, βέβαια, είναι εντελώς διαφορετικά, αφού η πρωταγωνίστρια οργανώνεται στην αντίσταση προς το τέλος της ταινίας, με το μεγαλύτερο μέρος της να εκτυλίσσεται στο Βερολίνο, όπου η φιλόδοξη Νέλη προσπαθεί να κάνει καριέρα ως τραγουδίστρια σε καμπαρέ με τη βοήθεια του Βίλλυ (Δάνης Κατρανίδης), ενώ παράλληλα ερωτεύεται έναν Άγγλο συγγραφέα (Φαίδων Γεωργίτσης). Η τελευταία ταινία της «Εθνικής Σταρ» αποτελεί διασκευή του μιούζικαλ «Καμπαρέ», το οποίο είχε ανεβάσει με μεγάλη επιτυχία στο θέατρο. Από την άποψη αυτή, η «Κατάσκοπος Νέλη» δεν είναι πλήρως αποτυχημένη, αφού τα τραγούδια των Γιώργου Κατσαρού–Γιάννη Ξανθούλη έχουν κάτι από την αίγλη των μεγάλων μιούζικαλ και την ατμόσφαιρα της εποχής. Πέραν τούτου, βέβαια, δεν υπάρχει κάποιο ενδιαφέρον.
Τζένη Καρέζη
«Το νησί των γενναίων» (1959)
Ασπρόμαυρο και γυρισμένο το 1959 σε σκηνοθεσία Δημήτρη Δαδήρα και σενάριο Γιάννη Ιωαννίδη, το «Νησί των γενναίων», έχει διαφορετικό ύφος κι εν γένει αισθητική από τις άλλες ταινίες που αναφέρονται, την ίδια στιγμή που φαντάζει και κάπως πιο «πρωτόγονο» ως προς τα τεχνικά του μέσα. Πρωταγωνιστής ο Μανώλης, (Αλέκος Αλεξανδράκης), ένας αντάρτης στα βουνά της Κρήτης, ο οποίος προσπαθεί να πείσει την παλιά του αγαπημένη, Ντόνα, να κλέψει το φάκελο ενός Γερμανού ταγματάρχη (Λυκούργος Καλλέργης). Σήμερα δεν μνημονεύεται η ταινία αυτή καθ’ αυτή, αλλά η Καρέζη να τραγουδάει το «Μην το ρωτάς τον ουρανό», σε μουσική Μάνου Χατζιδάκι και στίχους Γιάννη Ιωαννίδη, ένα θρυλικό πλέον τραγούδι, γνωστό και στο εξωτερικό δια στόματος Brenda Lee με τον τίτλο «All alone am I». Κατ’ ανάλογο τρόπο, με το «Νησί των γενναίων» ο Αρτέμης Μάτσας πέρασε στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου ως χαφιές, παρόλο που πλέον ελάχιστοι θυμούνται πότε και πού έπαιξε αυτό το ρόλο.
«Κονσέρτο για πολυβόλα» (1967)
Παρά τον τίτλο του, το «Κονσέρτο για πολυβόλα» δεν διαδραματίζεται στο πεδίο της μάχης, αλλά στα παρασκήνια του πολέμου και συγκεκριμένα σε στρατοδικεία και γραφεία με απόρρητα έγγραφα. Τις παραμονές του ελληνοϊταλικού πολέμου, η Νίκη, μια υπάλληλος στο Γενικό Επιτελείο Στρατού, προμηθεύει πλαστά έγγραφα σ’ ένα Ιταλό κατάσκοπο (Ανδρέας Μπάρκουλης) με τη βοήθεια του στρατηγού Δαρείου (Μάνος Κατράκης). Η κατάσταση θα περιπλεχθεί ακόμα περισσότερο, όταν ο Δαρείος μπλέξει, εν αγνοία του, τον αγαπημένο της Νίκης, λοχαγό Θεοδώρου (Κώστας Καζάκος). Από τα πιο ατμοσφαιρικά και σφιχτοδεμένα φιλμ για τον πόλεμο του ’40, το «Κονσέρτο για πολυβόλα» σκηνοθετήθηκε υποδειγματικά από τον Ντίνο Δημόπουλο και χάρισε -δικαίως!- στο Φώσκολο βραβείο σεναρίου.
Μια γυναίκα στην αντίσταση (1970)
Ακόμη μία συνάντηση του Δημόπουλου με την Καρέζη και τον Καζάκο, αυτή τη φορά σε σενάριο δικό του και του Λάζαρου Μοντανάρη. Το «Κονσέρτο», βέβαια, μπορεί να προβλήθηκε το 1967, αλλά πριν τις 21 Απριλίου, σε αντίθεση με το «Μια γυναίκα στην αντίσταση», όπου δεν φαίνεται να υπάρχει κανένα καλλιτεχνικό αίτημα, αποτελώντας μία ακόμη πολεμική ταινία του συρμού, παρόμοια με τις περισσότερες που γυρίστηκαν στη χούντα. Πρωταγωνίστρια είναι η Άννα, η οποία, μετά το θάνατο του αγαπημένου της κατά τη διάρκεια του πολέμου, προσεταιρίζεται ένα Γερμανό αξιωματικό, ώστε να βοηθήσει τους αντιστασιακούς. Τα ντουμπλαρισμένα γερμανικά του Άγγελου Αντωνόπουλου και τα σπαστά ελληνικά του, όταν απαγγέλει «Ἄνδρα μοι ἔννεπε, Μοῦσα, πολύτροπον», αγγίζουν τα όρια του cult, κι αυτός είναι ο μοναδικός, ίσως, λόγος να παρακολουθήσει κανείς αυτή την ταινία σήμερα.
Ζωή Λάσκαρη
«Αυτοί που μίλησαν με το θάνατο» (1970)
Παρακινούμενοι από τη μόδα της εποχής, ο Γιάννης Δαλιανίδης και το επιτελείο του (Ζωή Λάσκαρη, Χρόνης Εξαρχάκος, Βαγγέλης Σειληνός) αφήνουν για λίγο στην άκρη τα πολύχρωμα κι ανάλαφρα μιούζικαλ, παρουσιάζοντας μία ακόμη ταινία για μια ομάδα νέων που λαμβάνει μέρος στην αντίσταση, με το απαραίτητο ειδύλλιο ν’ αναπτύσσεται ανάμεσα στη Μάρθα και τον Κώστα (Γιάννης Φέρτης), ο πατέρας του οποίου (Μάνος Κατράκης) είναι συνεργάτης των Γερμανών. Παρά τον αβανταδόρικο τίτλο, σε γενικές γραμμές απουσιάζουν οι εθνικοπατριωτικές κορώνες και οι βαρύγδουποι διάλογοι. Οι χαρακτήρες δεν είναι ούτε άτρωτοι ούτε ατρόμητοι και ο Δαλιανίδης δεν παραγνωρίζει τις ανθρώπινες αδυναμίες τους, δίνοντας την ευκαιρία στο Χρόνη Εξαρχάκο να υποδυθεί έναν από τους ενδιαφέροντες ρόλους της κινηματογραφικής του καριέρας. Η ερμηνεία του και η εξέλιξη του χαρακτήρα του αποτελούν το σημαντικότερο πλεονέκτημα της ταινίας και το βασικότερο λόγο που το έργο του Δαλιανίδη ξεφεύγει κάπως από τα τετριμμένα παρόμοιων πονημάτων.
Η Αλίκη Βουγιουκλάκη, η Τζένη Καρέζη και η Ζωή Λάσκαρη σε ταινίες για το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο
Πλήθος ταινιών για το έπος του ’40 έχουν γυριστεί την περίοδο της λεγόμενης «χρυσής εποχής» του ελληνικού κινηματογράφου. Αυτό οφείλεται αφενός στο ότι κατά τη διάρκεια της επταετίας προωθούνταν συνεχώς τέτοιου είδους ταινίες, ώστε να τονωθεί το εθνικό φρόνημα των Ελλήνων, αφετέρου στο ότι οι παραγωγοί δεν χρειαζόταν να κοπιάσουν πολύ για ν’ αναπαραστήσουν πιστά την εποχή, και με δυο πολυβόλα και τρεις γερμανικές στολές ξεμπέρδευαν. Έτσι, οι περισσότεροι ηθοποιοί, «ντύθηκαν» αντιστασιακοί και Ναζί. Οι μεγαλύτερες σταρ της εποχής δεν αποτελούν, ασφαλώς, εξαίρεση:
Αλίκη Βουγιουκλάκη
«Η δασκάλα με τα ξανθά μαλλιά» (1969)
Πρώτη σε εισπράξεις τη χρονιά εκείνη, η «Δασκάλα με τα ξανθά μαλλιά» εκτυλίσσεται σ’ ένα μικρό χωριό του Πηλίου, έχοντας στο επίκεντρό της τον έρωτα της καινούριας δασκάλας, Μυρτώς, και του Στέφανου (Δημήτρης Παπαμιχαήλ), οι οποίοι παντρεύονται λίγες ώρες πριν ξεσπάσει ο ελληνοϊταλικός πόλεμος. Ο Στέφανος φεύγει για το μέτωπο και η Μυρτώ μένει με τον πατέρα του (Παντελής Ζερβός), έχοντας ν’ αντιμετωπίσει το χαμό του αγαπημένου της και το δοσίλογο μπακάλη Γαρμπή (Σπύρος Καλογήρου). Ο πεπειραμένος σκηνοθέτης Ντίνος Δημόπουλος μάς χαρίζει μαγευτικά πλάνα της Μακρινίτσας του Πηλίου, αλλά το σενάριο του Λάκη Μιχαηλίδη και της Ανθής Δημοπούλου, περιορίζεται στον έρωτα του «εθνικού ζεύγους» και δεν δίνει το περιθώριο σε άλλους χαρακτήρες κι άλλες ιστορίες ν’ αναδειχτούν. Η Αλίκη ήταν έγκυος όταν άρχισαν τα γυρίσματα, γεγονός που έφερε αναστάτωση στην παραγωγή, κι ίσως αυτός να είναι ο λόγος που στους τίτλους έναρξης τ’ όνομα του πρωταγωνιστή αναγράφεται «Παπαπαμιχαήλ»!
«Υπολοχαγός Νατάσσα» (1970)
Η Νατάσσα απορρίπτει τον έρωτα του πρώην συμμαθητή της στο ωδείο και νυν αξιωματικό των SS, Μαξ (Κώστας Καρράς), κι ακολουθεί τον Ορέστη (Δημήτρης Παπαμιχαήλ) στη Μέση Ανατολή, για να παρασημοφορηθεί εν τέλει για τη δράση της εναντίον των κατακτητών… Οι κριτικοί έγραψαν πως μια ταινία που ξεκινάει στο Νταχάου δεν είναι δυνατόν να περιορίζεται στα στενά πλαίσια μιας μελοδραματικής ερωτικής ιστορίας, ενώ η σκηνή με την τσιγγάνα, όπως και η ατάκα «Αν γίνω ηρωίδα, εσείς θα με κάνετε!», έχουν διακωμωδηθεί ουκ ολίγες φορές. Αυτό, όμως, δεν έχει καμία απολύτως σημασία, αφού ο Νίκος Φώσκολος καταθέτει ένα επικό έργο γεμάτο ένταση, ίντριγκες κι ανατροπές, συνεπικουρούμενος από τα συμφωνικά θέματα του Κώστα Καπνίση. Η «Νατάσσα» γυρίστηκε στην Ελλάδα, την Κύπρο και τη Γερμανία και διαρκεί περίπου δυόμιση ώρες, παρότι από τις τηλεοπτικές μεταδόσεις της έχουν αφαιρεθεί κάποιες σκηνές και φέρεται να προβλήθηκε ολόκληρη στη μικρή οθόνη για πρώτη και τελευταία φορά το 1977. Για δεκαετίες το περιποιημένο αυτό μελό, όπως είχε χαρακτηριστεί από τον ίδιο το Φίνο, κρατούσε το ρεκόρ του μεγαλύτερου αριθμού εισιτηρίων στην Ελλάδα, φτάνοντας τα 751.117 εισιτήρια σε πρώτη προβολή, κερδίζοντας το ενδιαφέρον και των ξένων θεατών. Λέγεται, μάλιστα, πως όταν η Αλίκη βρέθηκε στη Σιγκαπούρη κατά τη διάρκεια μιας περιοδείας, πολλά παιδιά την αναγνώρισαν κι άρχισαν να τη φωνάζουν «Νατάσσα», ενώ η προβολή της ταινίας από το BBC2 έπεισε τους παραγωγούς της ροκ όπερας «Evita» να της δώσουν τα δικαιώματα του έργου.
«Κατάσκοπος Νέλη» (1981)
Σε σενάριο Νίκου Φώσκολου και σκηνοθεσία Τάκη Βουγιουκλάκη, η «Κατάσκοπος Νέλη» επιχειρεί να επαναλάβει την επιτυχία της «Νατάσσας», όπως μαρτυρά και ο τίτλος της… Τα πράγματα εδώ, βέβαια, είναι εντελώς διαφορετικά, αφού η πρωταγωνίστρια οργανώνεται στην αντίσταση προς το τέλος της ταινίας, με το μεγαλύτερο μέρος της να εκτυλίσσεται στο Βερολίνο, όπου η φιλόδοξη Νέλη προσπαθεί να κάνει καριέρα ως τραγουδίστρια σε καμπαρέ με τη βοήθεια του Βίλλυ (Δάνης Κατρανίδης), ενώ παράλληλα ερωτεύεται έναν Άγγλο συγγραφέα (Φαίδων Γεωργίτσης). Η τελευταία ταινία της «Εθνικής Σταρ» αποτελεί διασκευή του μιούζικαλ «Καμπαρέ», το οποίο είχε ανεβάσει με μεγάλη επιτυχία στο θέατρο. Από την άποψη αυτή, η «Κατάσκοπος Νέλη» δεν είναι πλήρως αποτυχημένη, αφού τα τραγούδια των Γιώργου Κατσαρού–Γιάννη Ξανθούλη έχουν κάτι από την αίγλη των μεγάλων μιούζικαλ και την ατμόσφαιρα της εποχής. Πέραν τούτου, βέβαια, δεν υπάρχει κάποιο ενδιαφέρον.
Τζένη Καρέζη
«Το νησί των γενναίων» (1959)
Ασπρόμαυρο και γυρισμένο το 1959 σε σκηνοθεσία Δημήτρη Δαδήρα και σενάριο Γιάννη Ιωαννίδη, το «Νησί των γενναίων», έχει διαφορετικό ύφος κι εν γένει αισθητική από τις άλλες ταινίες που αναφέρονται, την ίδια στιγμή που φαντάζει και κάπως πιο «πρωτόγονο» ως προς τα τεχνικά του μέσα. Πρωταγωνιστής ο Μανώλης, (Αλέκος Αλεξανδράκης), ένας αντάρτης στα βουνά της Κρήτης, ο οποίος προσπαθεί να πείσει την παλιά του αγαπημένη, Ντόνα, να κλέψει το φάκελο ενός Γερμανού ταγματάρχη (Λυκούργος Καλλέργης). Σήμερα δεν μνημονεύεται η ταινία αυτή καθ’ αυτή, αλλά η Καρέζη να τραγουδάει το «Μην το ρωτάς τον ουρανό», σε μουσική Μάνου Χατζιδάκι και στίχους Γιάννη Ιωαννίδη, ένα θρυλικό πλέον τραγούδι, γνωστό και στο εξωτερικό δια στόματος Brenda Lee με τον τίτλο «All alone am I». Κατ’ ανάλογο τρόπο, με το «Νησί των γενναίων» ο Αρτέμης Μάτσας πέρασε στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου ως χαφιές, παρόλο που πλέον ελάχιστοι θυμούνται πότε και πού έπαιξε αυτό το ρόλο.
«Κονσέρτο για πολυβόλα» (1967)
Παρά τον τίτλο του, το «Κονσέρτο για πολυβόλα» δεν διαδραματίζεται στο πεδίο της μάχης, αλλά στα παρασκήνια του πολέμου και συγκεκριμένα σε στρατοδικεία και γραφεία με απόρρητα έγγραφα. Τις παραμονές του ελληνοϊταλικού πολέμου, η Νίκη, μια υπάλληλος στο Γενικό Επιτελείο Στρατού, προμηθεύει πλαστά έγγραφα σ’ ένα Ιταλό κατάσκοπο (Ανδρέας Μπάρκουλης) με τη βοήθεια του στρατηγού Δαρείου (Μάνος Κατράκης). Η κατάσταση θα περιπλεχθεί ακόμα περισσότερο, όταν ο Δαρείος μπλέξει, εν αγνοία του, τον αγαπημένο της Νίκης, λοχαγό Θεοδώρου (Κώστας Καζάκος). Από τα πιο ατμοσφαιρικά και σφιχτοδεμένα φιλμ για τον πόλεμο του ’40, το «Κονσέρτο για πολυβόλα» σκηνοθετήθηκε υποδειγματικά από τον Ντίνο Δημόπουλο και χάρισε -δικαίως!- στο Φώσκολο βραβείο σεναρίου.
Μια γυναίκα στην αντίσταση (1970)
Ακόμη μία συνάντηση του Δημόπουλου με την Καρέζη και τον Καζάκο, αυτή τη φορά σε σενάριο δικό του και του Λάζαρου Μοντανάρη. Το «Κονσέρτο», βέβαια, μπορεί να προβλήθηκε το 1967, αλλά πριν τις 21 Απριλίου, σε αντίθεση με το «Μια γυναίκα στην αντίσταση», όπου δεν φαίνεται να υπάρχει κανένα καλλιτεχνικό αίτημα, αποτελώντας μία ακόμη πολεμική ταινία του συρμού, παρόμοια με τις περισσότερες που γυρίστηκαν στη χούντα. Πρωταγωνίστρια είναι η Άννα, η οποία, μετά το θάνατο του αγαπημένου της κατά τη διάρκεια του πολέμου, προσεταιρίζεται ένα Γερμανό αξιωματικό, ώστε να βοηθήσει τους αντιστασιακούς. Τα ντουμπλαρισμένα γερμανικά του Άγγελου Αντωνόπουλου και τα σπαστά ελληνικά του, όταν απαγγέλει «Ἄνδρα μοι ἔννεπε, Μοῦσα, πολύτροπον», αγγίζουν τα όρια του cult, κι αυτός είναι ο μοναδικός, ίσως, λόγος να παρακολουθήσει κανείς αυτή την ταινία σήμερα.
Ζωή Λάσκαρη
«Αυτοί που μίλησαν με το θάνατο» (1970)
Παρακινούμενοι από τη μόδα της εποχής, ο Γιάννης Δαλιανίδης και το επιτελείο του (Ζωή Λάσκαρη, Χρόνης Εξαρχάκος, Βαγγέλης Σειληνός) αφήνουν για λίγο στην άκρη τα πολύχρωμα κι ανάλαφρα μιούζικαλ, παρουσιάζοντας μία ακόμη ταινία για μια ομάδα νέων που λαμβάνει μέρος στην αντίσταση, με το απαραίτητο ειδύλλιο ν’ αναπτύσσεται ανάμεσα στη Μάρθα και τον Κώστα (Γιάννης Φέρτης), ο πατέρας του οποίου (Μάνος Κατράκης) είναι συνεργάτης των Γερμανών. Παρά τον αβανταδόρικο τίτλο, σε γενικές γραμμές απουσιάζουν οι εθνικοπατριωτικές κορώνες και οι βαρύγδουποι διάλογοι. Οι χαρακτήρες δεν είναι ούτε άτρωτοι ούτε ατρόμητοι και ο Δαλιανίδης δεν παραγνωρίζει τις ανθρώπινες αδυναμίες τους, δίνοντας την ευκαιρία στο Χρόνη Εξαρχάκο να υποδυθεί έναν από τους ενδιαφέροντες ρόλους της κινηματογραφικής του καριέρας. Η ερμηνεία του και η εξέλιξη του χαρακτήρα του αποτελούν το σημαντικότερο πλεονέκτημα της ταινίας και το βασικότερο λόγο που το έργο του Δαλιανίδη ξεφεύγει κάπως από τα τετριμμένα παρόμοιων πονημάτων.