Ο Bernard-Marie Koltès γεννήθηκε στις 9 Απριλίου 1948 στη Μετς και πέθανε στο Παρίσι στις 15 Απριλίου 1989. Εμπνέεται και γράφει το θεατρικό έργο Αγώνας Νέγρου και Σκύλων από τα ταξίδια του στην αφρικανική ήπειρο το 1979, και το συνολικό του δραματουργικό έργο θεωρείται ότι στέκεται απέναντι στο θέατρο του παραλόγου.
Στο συγκεκριμένο έργο παρακολουθούμε τις διαπραγματεύσεις ανάμεσα στον Άλμπουρυ και τους εργολάβους μίας γαλλικής πολυεθνικής καθώς αναζητά το σώμα του νεκρού αδερφού του Νουόφια για να το θάψει.Οι Γάλλοι, εκπρόσωποι του «πολιτισμένου κόσμου», προφασίζονται διάφορες δικαιολογίες για να μην δώσουν το πτώμα. Αποκαλύπτεται ότι ο Καλ, μηχανικός του εργοταξίου, σκότωσε τον Νουόφια πάνω σε ένα ρατσιστικό παραλήρημα και επειδή οι τύψεις δεν τον άφηναν σε ησυχία πέταξε το άψυχο σώμα στον βάλτο. Η αποκάλυψη της αλήθειας ξεσηκώνει πλήθος αντιδράσεων, τις οποίες ο Ορν προσπαθείνα αποφύγει δια της οδού του συμβιβασμού. Απευθύνεται με ευγένεια στον Άλμπουρυ, τον προσκαλεί να πιει ποτό μαζί του, του προσφέρει αποζημίωση. Στον κόσμο των λευκών, όπου το χρήμα και η ιδιοτέλεια κινούν τα νήματα, ο Άλμπουρυ αντιπαραβάλει τον κόσμο των προγόνων του τον οποίοι οι ζωντανοί πρέπει να υπακούν και να σέβονται. Έτσι στο έργο του Koltès αντιπαραβάλλονται δύο κόσμοι: ο σύγχρονος κόσμος που δεν έχει πατρίδα, ακολουθεί το χρήμα πέρα από σύνορα και ταυτότητες και ο κόσμος που ακόμη αγαπά τη γενέθλια πατρίδα, τηρεί τις παραδόσεις, σέβεται την κοινότητα. Όσον αφορά τον τόπο βρίσκεται κάπου στη χώρα της Νιγηρίας, που είναι μεν ανεξάρτητη, αλλά το εργοτάξιο είναι υπό τον έλεγχο γαλλικής πολυεθνικής, στοιχείο που ορίζει τον τόπο ως «γαλλικό έδαφος». Ο υπεύθυνος του εργοταξίου Όρν αναφέρει πως οι φύλακες προστατεύουν το εργοτάξιο από τους κατοίκους του χωριού. Ο Άλμπουρυ όμως υποστηρίζει ότι οι φύλακες βρίσκονται εκεί για να προστατεύουν την κοινότητα, κάτι που επιβεβαιώνεται στο τέλος όταν σκοτώνουν τον Καλ. Η Λεονή εκπροσωπεί το γυναικείο φύλο· είναι γαλλίδα καμαριέρα που ήρθε μετά από πρόσκληση του Ορν να δει τα πυροτεχνήματακαι να παντρευτούν. Για εκείνον αποτελεί μία νότα διασκέδασης στη γεμάτη μονοτονία και μοναξιά ζωή του. Εκείνη θέλει εξασφάλιση αλλά και να ζήσει την περιπέτεια. Η συνάντηση της με τον Άλμπουρυ θα ανατρέψει τα δεδομένα. Η γυναίκα που φοβόταν να βγει από το δωμάτιό της, που δεν άντεχε τον ήλιο, την αίσθηση της καυτής άμμου, γίνεται τολμηρή, θέλει να υπερβεί τα εμπόδια και να προχωρήσουν μαζί.Του μιλά στη μητρική της γλώσσα, τα γερμανικά, και καταφέρνουν να συνεννοηθούν παρόλο που ο καθένας τους μιλά τη δική του γλώσσα. Όταν λέει στα γερμανικά: «Dich erkenne ich, sicher», καθορίζει ότι ο Άλμπουρυ είναι ο εκλεκτός της καρδιάς της. Εκείνος όμως την απορρίπτει, και χάνονται οι ελπίδες της να ανήκει κάπου. Η Λεονή τολμά να διασχίσει τα σύνορα, να υποστηρίξει την προσωπική επιλογή πέρα από ταυτότητες και καταγωγή.
Η σκηνοθετική προσέγγιση του Αλέξανδρου Σωτηρίου πετυχαίνει να αναδείξει το πνεύμα του δραματουργού, έχοντας σαν πρώτο υλικό την πολύ καλή μετάφραση της Σύλβιας Κιούση. Ο λόγος ρέει αβίαστα, παρόλο που το πρωτότυπο κείμενο χρησιμοποιεί τρεις γλώσσες: γαλλικά, γερμανικά και ουολόφ, τοπική διάλεκτος της Σενεγάλης. Ο Σωτηρίου καταφέρνει να απογειώσει το έργο ενισχύοντας τα στοιχεία ψυχολογικού θρίλερ που υπάρχουν στο κείμενο. Είναι ξεκάθαρο πως πετυχαίνει «να μιλήσει» για τη διαφορετικότητα, τον φόβο του σύγχρονου ανθρώπου για τη συμβίωση, για την επαφή με τον συνάνθρωπο. Αν και το έργο γράφτηκε σαράντα τόσα χρόνια πριν, παραμένει επίκαιρο και ο σκηνοθέτης επισήμανε τα στοιχεία εκείνα που κάνουν τον θεατή να προβληματιστεί και ίσως κάποια στιγμή να αντιδράσει ενάντια στον ρατσισμό, την εκμετάλλευση του αδύνατου από τον δυνατό.
Ο σκηνικός χώρος που επιμελήθηκε η Τζίνα Ηλιοπούλου υποστηρίζει ιδανικά τόσο τον προαύλιο χώρο ενός εργοταξίου, την αφρικανική έρημο, και δίνει τη δυνατότητα στους ηθοποιούς να κινούνται με άνεση. Η Λίνα Σταυροπούλου έχει έμπνευση όσον αφορά τα κοστούμια των ρόλων, αλλά, κάπου μπερδεύτηκε με το κοστούμι της πρωταγωνίστριας. Η Λεονή είναι μία απλή καμαριέρα που αναζητά αγάπη και προστασία. Ο Νικόλας Χάλαρης ενορχήστρωσε άψογα με τις επιλογές του τα μουσικά και ηχητικά κομμάτια, τα οποία συνέβαλαν στην ομαλή ροή του έργου. Οι φωτισμοί του Νίκου Σωτηρόπουλου ενίσχυσαν τις δραματικές εντάσεις και τον ψυχισμό των χαρακτήρων.
Ο Δημήτρης Ραφαήλος είναι ένας ιδανικός Ορν: στεγνός, άκαμπτος, χωρίς ίχνος συναισθηματισμού. Προσεγγίζει τον ρόλο με φυσικότητα και ειλικρίνεια. Γνωρίζει πως να χειρίζεται το σώμα και την κίνησή του. Ο Μάρκος Παπαδοκωνσταντάκης έχει καταλάβει τον ψυχισμό του Καλ και πραγματικά μας συνεπαίρνει όταν χάνει τον έλεγχο και εξωτερικεύει ότι κακό μπορεί να κρύβει μία ανθρώπινη ψυχή. Στον ρόλο του Άλμπουρυ, ο Σαμουήλ Ακίνολα πετυχαίνει να αποδώσει τον χαρακτήρα με ψυχή, με εσωτερική εμβάθυνση και βαθιά επίγνωση της διαφορετικότητας του ήρωα. Η Ντόρα Μακρυγιάννη ως Λεονή ήταν υπέροχη. Η ηθοποιός έχει όλα τα «φυσικά» προσόντα να είναι η γερμανο-γαλλίδα καμαριέρα που αναζητά ένα καλύτερο αύριο. Παρόλο που η στυλιστική επιλογή την αδικεί, εκείνη κατάφερε να είναι η δυναμική, τολμηρή γυναίκα που αφήνει την ασφάλεια του διαμερίσματος της και έρχεται σε μία άγνωστη χώρα για να δει «πυροτεχνήματα». Η κίνησή της, η εκφορά του λόγου της είναι στοιχεία που μας κάνουν να την θεωρούμε νέο, ανερχόμενο ταλέντο.
Η παράσταση Αγώνας Νέγρου και Σκύλωνπου παρουσιάζεται κάθε Παρασκευή και Σάββατο στο θέατρο Τζένη Καρέζη δεν θα απογοητεύσει ούτε και τον πιο απαιτητικό θεατή. (Περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση ΕΔΩ!)