Ο Γιώργος Ζαμπέτας είναι ένας απο τους σπουδαιότερους Έλληνες συνθέτες. Καταλαμβάνει άξια μιά θέση μεταξύ των δέκα πρώτων διαχρονικών δημιουργών. Μας έχει δώσει τραγούδια εύθυμα, του γλεντιού, αλλά και άλλες συνθέσεις που κρύβεται ένας έντονος ρομαντισμός και μελωδίες που αγγίζουν τα μύχια της ψυχής. Όλοι τον νιώθουμε σαν δικό μας άνθρωπο, αφού τον ξέρουμε μέσα απο τις αναρίθμητες Ελληνικές ταινίες που έχει εμφανιστεί. Περισσότερο όμως τον ξέρουμε απο το μπουζούκι του. Όχι μόνο απο τις δικές του δημιουργίες, αλλά και μέσα απο τα τραγούδια άλλων συνθετών που ήθελαν πάντα να ντύνει με το γλυκό του παίξιμο τις μελωδίες τους. Ο Ζαμπέτας ήταν ένας άνθρωπος γεμάτος συναίσθημα, γεμάτος απο αγάπη και ψυχή. Όλο αυτό το μετέφερε στο παίξιμό του. Το μπουζούκι του είναι αναγνωρίσιμο και πλούσιο σε ήχους και συναισθήματα. Ταξίδεψε τον ελληνικό ήχο στα πέρατα της γης. Έφτασε στις Κάννες και μαζί με τον Χατζιδάκι και τη Μελίνα πήρε το Όσκαρ για «Τα παιδιά Του Πειραιά». Πόσα όνειρα, πόσες αναμνήσεις και πόσα γλέντια έχουμε κάνει όλοι με τα τραγούδια του. Ο Ζαμπέτας είναι όμως κάτι πέρα απο συνθέτης. Είναι ο φίλος που πάντα θα ήθελες να έχεις. Είναι αυτός που θα σε κάνει να νιώσεις καλά μέσα στις πίκρες της ζωής. Είναι πιο πλούσιος και απο τον μεγαλύτερο εφοπλιστή γιατί είχε μιά χρυσή καρδιά. Κι άν δέν είναι εκείνος πιά εδώ, είναι οι νότες του και η γλυκειά του πενιά που θα μας συντροφεύει για πάντα…
Ο Γιώργος Ζαμπέτας γεννήθηκε σαν σήμερα, 25 Ιανουαρίου 1925. Αντί για ένα αφιέρωμα, προτιμήσαμε να μιλήσουμε με κάποιον που τον ήξερε όσο κανένας άλλος. Την κόρη του την Κατερίνα που με πολύ αγάπη και προθυμία μας παραχώρησε αυτή την αποκαλυπτική συνέντευξη όπου μιλάει για τον Ζαμπέτα ώς άνθρωπο και ώς καλλιτέχνη. Την ευχαριστούμε για αυτό.
Αρχικά θέλω κι εγώ να ευχαριστήσω το mikrofwno.gr και εσένα προσωπικά Βίκτωρ για την τιμή που μου κάνετε να αναφερθώ στον πατέρα μου.
Ποιά ήταν η καθημερινότητα του Γιώργου Ζαμπέτα. Εκτός απο τη μουσική, τι αγαπούσε να κάνει;
Ο πατέρας μου ήταν εργασιομανής. Ήταν συνέχεια αγκαλιά με το μπουζούκι του και δημιουργούσε τα τραγούδια του. Όταν όμως έβρισκε λίγο ελεύθερο χρόνο, του άρεσε να κάνει βόλτα στην Αθήνα. Πήγαινε στο Brazil στη Βουκουρεστίου όπου εκεί συναναστρεφόταν με όλο τον κόσμο. Με φίλους, συνεργάτες, πολιτικούς… Πήγαινε εκεί να πιεί τον καφέ του και να πάρει το σφυγμό του κόσμου. Να δεί τις αντιδράσεις τους στα πολιτικά και γενικά σε όλα τα θέματα που αφορούσαν την τότε εποχή. Επίσης, σύχναζε και το Πέτρογραδ στην οδό Σταδίου. Ήταν ένα ζαχαροπλαστείο και γνωστό στέκι. Εκεί πήγαινε ο Σακελλάριος, ο Πυθαγόρας, ηθοποιοί, τραγουδιστές της εποχής… Με έπαιρνε κι εμένα μαζί. Άλλες φορές έβαζε το καβουράκι του και περπάταγε στις γειτονιές του Αιγάλεω για να συναναστραφεί με τους λαϊκούς ανθρώπους. Μάθαινε τους πόνους, τις χαρές τους… Ήταν πολύ κοινωνικός και γνήσιος λαϊκός άνθρωπος και ήθελε να αφουγκραστεί τον παλμό του κόσμου. Τον ευχαριστούσε αυτό. Το βράδυ λοιπόν που πήγαινε στη δουλεία, ότι είχε λάβει απο τον κόσμο, το έκανε σάτιρα, το έκανε τραγούδι. Επίσης, αν συναντούσε κανένα δύστυχο άνθρωπο ή καμιά γριά ανήμπορη, τους βοηθούσε οικονομικά.
Πολλές φορές ο Γιώργος Ζαμπέτας μας δείχνει ότι πέρα απο τα εύθυμα τραγούδια του, κρύβει και μιά άλλη συνθετική πλευρά με πολλές ευαισθησίες. Έβγαζε αυτόν τον συναισθηματισμό και στη ζωή του;
Μα και βέβαια! Και ρομαντικός ήταν και ευαίσθητος ήταν και μελαγχολικός ήταν. Ήταν επίσης παραπονιάρης μέσα στο σπίτι. Άν για παράδειγμα του γκρινιάζαμε, αυτός παραπονιόταν. «Είδατε τι σας έφερα; Είδατε πόσο σας αγαπάω; Εγώ κάνω τα πάντα για σας. Εσείς γιατί με στεναχωράτε;». Άν πάλι κάποιος φίλος του πέθαινε, γινόταν ράκος. Έκλαιγε και για μέρες δεν μπορούσε να συνέλθει.
Έχουμε δεί άλλους συνθέτες, λιγότερο ταλαντούχους απο τον Ζαμπέτα, που καταξιώθηκαν προβάλλοντας μιά σοβαροφάνεια. Πιστεύετε ότι ο αυθορμητισμός και η αμεσότητά του, του στέρησαν την αναγνωρισιμότητα που άξιζε;
Ίσως επειδή στα κέντρα που εμφανιζόταν ήταν πιο Αριστοφανικός και είχε καθιερωθεί αυτή του η πλευρά. Πήγαιναν στον Ζαμπέτα να γλεντήσουν, να τους πάρει τα ντέρτια και τους καημούς και να περάσουν καλά. Δεν έψαχναν να δουν τι υπάρχει πίσω απο αυτό. Είχε ένα μεγάλο έργο πέρα απο το σατιρικό. Πέρασαν τα χρόνια όμως και αναγνωρίστηκε η αξία και το έργο του. Το ρεπερτόριό του αποδείχθηκε ιστορικό, διαχρονικό και κομμάτι του πολιτισμού μας.
Έχει ζήσει μεγάλες επιτυχίες και σπουδαίες συνεργασίες. Ποιά θεωρούσε κορυφαία στιγμή στην καριέρα του;
Ήταν πολύ υπερήφανος για τη συνεργασία του με τον Μάνο Χατζιδάκι. Και ο Χατζιδάκις όμως αναγνώριζε την αξία του και τον θαύμαζε. Σε μία ραδιοφωνική εκπομπή στο Τρίτο Πρόγραμμα είχε καλέσει τον πατέρα μου και του είπε: «Ζαμπέτα, πρίν γίνεις διάσημος, έκανες πράγματα που εγώ τα θαύμαζα».
Είχε εκφράσει πολλές φορές τον θαυμασμό του για τον Μάνο Χατζιδάκι, αλλά δε μίλαγε με τα ίδια λόγια και για τον Θεοδωράκη. Πάντα έλεγε ότι είναι ένας «κατασκευασμένος» συνθέτης που τον έκανε γνωστό η δισκογραφική του και επίσης είχε αναφέρει ότι κακοπλήρωνε και τους μουσικούς. Εσάς τί σας είχε αναφέρει για τη συνεργασία του με τον Θεοδωράκη;
Τον παραδεχόταν σαν δημιουργό, αλλά τον είχε στεναχωρήσει ότι στη συνεργασία τους στη «Γειτονιά των Αγγέλων» δεν είχε αναφέρει το όνομά του ως σολίστα μπουζουκιού. Όταν πήραμε τον δίσκο στο σπίτι και το είδε η μάνα μου, έγινε ο κακός χαμός. «Γιατί δεν σου έβαλε το όνομα; Όταν ακούσει κάποιος τα τραγούδια αυτά πώς θα ξέρει ότι εσύ παίζεις; Εσύ έβαλες την ψυχή σου σε αυτά τα τραγούδια» Το ίδιο έκανε αργότερα και με τον «Ζορμπά». Δέν του έβαλε το όνομα όπως του είχε υποσχεθεί.
Είχε κάνει έναν υπέροχο αυτοσχεδιασμό για το τραγούδι του Θεοδωράκη “Στρώσε το στρώμα σου για δυό” την οποία χρησιμοποίησε ο Θεοδωράκης μετά στον «Ζορμπά» χωρίς να τον αναφέρει ως συνδημιουργό. Τελικά, ο πατέρας σας δικαιώθηκε για τη συνθετική του συμβολή στο τραγούδι;
Ήταν μια συνδημιουργία του. Είναι γνωστό τοις πάσι και το βεβαιώνουν όλοι. Μόνο ο δίσκος δεν το έγραφε! Μετά τον θάνατό του πατέρα μου, αναφέρθηκε το όνομά του στους δίσκους του Θεοδωράκη. Αλλά όσο ζούσε δεν είχε γίνει. Στο δίσκο «Η Γειτονιά των Αγγέλων» υπάρχει και το ορχηστρικό «Χαρταετοί» και η «Πενιά». Όποιος τα άκουγε, αμέσως καταλάβαινε ότι έπαιζε μπουζούκι ο Ζαμπέτας. Ωστόσο, δεν έγραφε το όνομά του στο δίσκο.
Γιατί πιστεύετε ότι το έκανε αυτό ο Θεοδωράκης;
Ήταν η προσωπικότητά του τέτοια. Δεν ήθελε να τον επισκιάσει κανείς. Επίσης δεν έλεγε ποτέ μιά καλή κουβέντα για άλλους συνθέτες.
Δέν ήθελε γενικότερα να αναμειχθεί με την πολιτική. Τί του προξένησε τόση αποστροφή και τον έκανε απολιτίκ;
Έλεγε «Εμείς δουλειά κάνουμε. Τραγούδια βγάζουμε. Δεν έχουμε το δικαίωμα να αναμειχθούμε και να έχουμε πολιτική ταυτότητα πάνω στην πίστα» Το είχε σαν κανόνα. Έκανε βέβαια πολιτική σάτιρα. Από το ΚΚΕ έως τη Νέα Δημοκρατία. Είχε έρθει ακόμα και ο ίδιος ο Μητσοτάκης στο μαγαζί μαζί με την Ντόρα να ακούσουν το «Διάταγμα» που σατίριζε τον ίδιο τον Μητσοτάκη! Είχε πάντως φίλους απο όλους τους πολιτικούς χώρους.
Στην Ελλάδα είναι πολύ σπάνιο να δεις συνθέτες να συνεργάζονται. Ο Γιώργος Ζαμπέτας όχι μόνο συνεργαζόταν με συναδέλφους του, αλλά είχε παίξει μπουζούκι σε αναρίθμητα τραγούδια άλλων συνθετών. Πώς ήταν η εμπειρία αυτή για τον Γιώργο Ζαμπέτα;
Όλοι οι μεγάλοι συνθέτες της τότε εποχής τον ζητούσαν να παίξει στις δημιουργίες τους. Ο Πλέσσας, ο Χατζιδάκις, ο Ξαρχάκος, ο Μαρκόπουλος… Του άρεσε να δίνει. Τον ευχαριστούσε. Το επιβεβαιώνει ο Μητροπάνος: «Ο Ζαμπέτας μόνο έδινε. Ποτέ δε ζήταγε» Δέν είναι τυχαίο οτι η Μοσχολιού, ο Βοσκόπουλος και ο Μητροπάνος τον αποκαλούσαν πατέρα. Ο πατέρας μου επίσης ήταν ξακουστός για τις εισαγωγές του. Έπαιζε εισαγωγές δικής του έμπνευσης και έτσι αναδείκνυε τα κομμάτια των άλλων συνθετών. Γι αυτό ήταν περιζήτητος. Το αναφέρει και ο Λευτέρης Παπαδόπουλος στο βιβλίο που έχω γράψει για τον πατέρα μου. Ήταν γενναιόδωρος. Βοηθούσε πολύ τους νέους. Τους συμβούλευε στην τοποθέτηση της φωνής, πώς να στηθούν στην πίστα και έδινε σωστές συμβουλές γιατί ήταν παλιά καραβάνα και ήξερε το επάγγελμα καλά.
Πείτε μου πώς γεννιόντουσαν αυτά τα κλασσικά τραγούδια; Φαντάζομαι πολλές φορές θα ήσασταν παρούσα κατά τη διαδικασία σύνθεσης.
Ήμουν παρούσα στη γέννησή τους και στη δόξα τους. Από τον καιρό που έχασα τους γονείς και τα αδέλφια μου, δε σου κρύβω ότι όταν νιώθω πεσμένη, βάζω αυτά τα τραγούδια και μαζί με αυτά θυμάμαι και αυτούς και παίρνω δύναμη. Το «Ήρθα και απόψε στα σκαλοπάτια σου», η «Βαλίτσα», τα «Δειλινά» είναι γραμμένα για τη μητέρα μου. Τα περισσότερα τραγούδια του πατέρα μου είναι βιωματικά. Το «Σαραβαλάκι» για παράδειγμα ήταν υπαρκτό! Ήταν ένα άσπρο φιατάκι. Ήταν το πρώτο μας αυτοκίνητο. Το αγαπούσε πολύ ο πατέρας μου. Το είχε πάντα καθαρό και το πρόσεχε. Αλλά κι αυτό το καημένο άρχισε να παλιώνει. Τη μια ήθελε πιστόνια, την άλλη συμπλέκτη κ.ο.κ. Ήθελε συνέχεια συνεργείο και έστελνε τη μάνα μου να το φτιάξει. Μιά μέρα λοιπόν καθόταν ο πατέρας μου με το φίλο του τον Πυθαγόρα το στιχουργό στο σπίτι και μπαίνει η μάνα μου έξαλλη και λέει «Αυτό το σαράβαλο δεν το θέλω πιά! Όλο τρέχω στα συνεργεία. Να το πουλήσεις να πάρουμε Μερσεντές που έχει και ο Μπιθικώτσης και τόσοι άλλοι» Φεύγει εκνευρισμένη και γυρνάει ο πατέρας μου στον Πυθαγόρα και του λέει «Βλέπεις ρε Πυθάκο τί τραβάω; Βλέπεις πώς με βασανίζει; Να γράψουμε ένα τραγούδι για το αμαξάκι μου που το αγαπάω.» Έτσι γεννήθηκε αυτό το τραγούδι.
Ποιό τραγούδι του αγαπούσε περισσότερο και ποιό λιγότερο;
Όλα του τα τραγούδια τα αγαπούσε γιατί ήταν δημιουργήματά του και είχαν βγει μέσα απο την ψυχή του. Υπήρχε όμως ένα τραγούδι ξεχωριστό για αυτόν. Το «Πού ‘σαι Θανάση» που τους στίχους έχει γράψει ο Χαράλαμπος Βασιλειάδης. Όταν πέθανε ο Βασιλειάδης, ο πατέρας μου βρισκόταν στην Αμερική. Όταν γύρισε, πήγαμε στο σπίτι του να συλληπηθούμε τη γυναίκα του. Η γυναίκα του λοιπόν η κυρα Άννα, μόλις πήγαμε εκεί, έδωσε στον πατέρα μου ένα χαρτί και είπε «Αυτό Γιώργο είναι το τελευταίο τραγούδι του Μπάμπη. Το έγραψε λίγο πριν πεθάνει και το άφησε για ‘σένα» Ήταν δηλαδή το κύκνειο άσμα του μεγάλου αυτού στιχουργού. Περιγράφει τη ζωή του ο Βασιλειάδης μέσα απο αυτούς τους στίχους. Τους εμπιστεύτηκε λοιπόν στον πατέρα μου και γι αυτό το θεωρούσε ένα ξεχωριστό τραγούδι.
Ο πατέρας σας ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο και γνώρισε πολιτικούς, τραγουδιστές, εφοπλιστές, ηθοποιούς… Όλους τους διασκέδαζε και όλοι τον αγαπούσαν. Παρ όλα αυτά παρέμεινε προσγειωμένος απεχθανόταν την έπαρση. Τί σας έλεγε για αυτό;
Θα σου πώ μια ιστορία. Μιά φορά είχαμε πάει με την οικογένειά μου στον Άλιμο στη βίλα του Μαρίνου Γερουλάνος του Αυλάρχη του Βασιλιά. Ήταν πατέρας του πρώην βουλευτή Παύλου Γερουλάνος. Κάλεσε τον πατέρα μου και εμάς. Εγώ ήμουν τότε 9 χρονών. Εκεί ήταν ο Βασιλιάς, η μητέρα του η Φρειδερίκη, η Άννα-Μαρία, οι κυρίες των τιμών… Σάστισα με αυτά που είδαν τα μάτια μου! Τέτοιο σπίτι δεν είχα ξαναδεί! Τόσο ωραία πράγματα, έργα τέχνης, υπηρέτες, μεγαλεία… Ότι έβλεπα εκεί μέσα δεν είχε καμιά σχέση με αυτά που είχαμε εμείς στο φτωχικό μας. Εμείς στο σπίτι είχαμε μωσαϊκό και εκεί είχε αστραφτερά μαρμάρινα πατώματα. Η μάνα μου κι αυτή τρελλάθηκε απο τη χαρά της που κάθισε με τη Φρειδερίκη! Κάποια στιγμή φεύγουμε. Είμαστε στο αυτοκίνητο και γυρνάμε σπίτι. Αρχίσαμε όλοι να λέμε τι φοβερή ήταν όλη αυτή η χλιδή που είδαμε, για τους πίνακες, για τα ακριβά σερβίτσια, για την πολυτελή βίλα… Σε κάποια στιγμή αγανάκτησε ο πατέρας μου και τραβάει απότομα το χειρόφρενο και σταματάει στη μέση του δρόμου! Μας λέει «Αυτό το ρημάδι είναι χειρόφρενο. Το έχει το αυτοκίνητο για να σταματάει. Βάλτε και εσείς φρένο στα μυαλά σας γιατί έχετε πάρει φόρα». Τα αδέλφια μου και η μάνα μου είχαν κατενθουσιαστεί. Εγώ όμως ψυχοπλακώθηκα βλέποντας πώς ζει ο κόσμος. Λέω στον μπαμπά μου ότι στεναχωρήθηκα γιατί εμείς δεν είχαμε λεφτά να τα αποκτήσουμε όλα αυτά. «Παιδί μου εμείς είμαστε πλούσιοι. Έχουμε την αγάπη του κόσμου. Αυτούς να λυπάσαι. Αυτοί δεν μπορούν να βγουν έξω χωρίς συνοδεία. Θα τους πάρει ο κόσμος με τα γιαούρτια. Εμάς ο κόσμος μας σέβεται και μας αγαπάει. Αυτοί είναι σήμερα, αύριο θα έρθουν άλλοι και άλλοι. Είναι για λίγο. Ενώ εμείς είμαστε για μιά ζωή» Την άλλη μέρα με πήρε και με πήγε βόλτα στο Σύνταγμα. Όλος ο κόσμος τον σταματούσε και τον αγκάλιαζε. Τον φίλαγε. Έλεγε σε όλους «Αυτή είναι η κόρη μου, η Κατίνα μου». Μετά με πήγε στο Μούγερ να μου πάρει παπούτσια και οι πωλήτριες εκεί τρέχαν και τον αγκάλιαζαν! Όλος ο κόσμος τον λάτρευε. Γυρίζοντας σπίτι μου λέει «Βλέπεις κόρη μου πόσο πλούσιοι είμαστε; Εμείς έχουμε την αγάπη του κόσμου. Είμαστε τόσο πλούσιοι που δεν έχουμε ανάγκη τα λεφτά.» Έτσι μου έφυγε αυτή η στεναχώρια.
Είχε το παράπονο ότι δεν του έδωσαν την ευκαιρία να τραγουδήσει στο Ηρώδειο.. Γιατί συνέβη αυτό;
Ο λόγος ήταν ότι ο πατέρας μου δεν είχε συμβόλαιο με καμία δισκογραφική εταιρία. Έλεγε ότι δεν μπορεί να δημιουργεί τα τραγούδια του αλυσοδεμένος. Ήθελε να είναι ελεύθερος. Και γι αυτό το λόγο δεν πήρε ούτε ένα χρυσό δίσκο παρ’ ότι είχε πουλήσει τόσες χιλιάδες δίσκους στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Έβγαζε δίσκους σε όλες τις εταιρίες. Στη Μίνως, στην Polygram, στη Λύρα… Πήγαινε παντού, αλλά δεν ανήκε πουθενά. Δέν ήθελε το χαλκά στο λαιμό που είχαν οι άλλοι καλλιτέχνες. Έτσι, δεν υπήρχε δισκογραφική εταιρία να τον προωθήσει να πάει στο Ηρώδειο. Το είχε παράπονο.
Ο Γιώργος Ζαμπέτας έφυγε πικραμένος απο τους καλλιτέχνες που είχε βοηθήσει στο παρελθόν και τον ξέχασαν. Τί σας έλεγε για αυτό;
Πριν πεθάνει, πάω μιά μέρα στο σπίτι αφού άφησα τα παιδιά στο σχολείο και μου έκανε παράπονα. Μου λέει ότι «Κανείς σας δεν έχει καταλάβει το έργο και την αξία μου. Ούτε η μάνα σας, ούτε εσείς, ούτε ο υπόλοιπος κόσμος. Όταν πεθάνω όμως, θα βγουν ένας-ένας και θα λένε όλοι για τον Ζαμπέτα και τότε θα αναδειχθεί το έργο και η αξία μου. Εγώ δε θα υπάρχω, αλλά εσύ θα ζήσεις να το δεις» Όπως και έγινε.
Τί θα έλεγε για τη σημερινή μουσική πραγματικότητα;
Την είχε προβλέψει με θλίψη. Είχε πει ότι οι δισκογραφικές θα κλείσουν. Κατέκρινε τις εταιρίες ότι κάνουν μεγάλη καταστροφή στο τραγούδι και θα τη βρουν μπροστά τους μετά απο χρόνια. Είχε πει ότι η μουσική του παρελθόντος θα είναι η μουσική του μέλλοντος, πράγμα που ισχύει. Μέχρι και σήμερα, όταν τελειώσουν οι τραγουδιστές το δικό τους ρεπερτόριο, αρχίζουν να παίζουν τα παλιά. Είναι πιά ιστορικά τραγούδια. Επίσης, δεν του άρεσε ότι παίρνουμε ξένες έτοιμες μελωδίες και ρυθμούς και βάζουμε Ελληνικούς στίχους, ενώ έχουμε δική μας μουσική.
Τί εισπράττετε σήμερα απο τον κόσμο; Τί λένε για τον Ζαμπέτα;
Εισπράττω αγάπη, εκτίμηση και σεβασμό. Το 2017 είχε γίνει στο Sydney της Αυστραλίας ένα αφιέρωμα για τον πατέρα μου και ήμουν προσκεκλημένη. Η οικογένεια που μας φιλοξενούσε, ο Jimmy και η Polla Paniaras, ήθελαν να μας ξεναγήσουν στο Sydney. Στην προκυμαία του λιμανιού του Sydney είδαμε τρείς Aboriginals -που είναι οι Ιθαγενείς της Αυστραλίας- να παίζουν την παραδοσιακή τους μουσική. Μου πρότεινε ο συνοδός μας να φωτογραφηθώ μαζί τους και δέχθηκα. Πλησιάζοντάς τους, ο συνοδός μας τους είπε στα Αγγλικά πως είμαι η κόρη ενός μεγάλου δημιουργου, του Γιώργου Ζαμπέτα. Αμέσως πετάχτηκε όρθιος ο ένας απο αυτούς και είπε με σπαστά ελληνικά: «Giorgos Zampetas Bouzouk Dan Dan Dan” Μας είπε οτι του αρέσει το μπουζούκι και το μαθαίνει με τραγούδια και μουσική του Γιώργου Ζαμπέτα! Και λέω εγώ: «Α ρε Ζαμπέτα! Που έφτασε η η χάρη σου να σε γνωρίζουν ακομα και οι Aboriginals στα πέρατα του κόσμου!» Προχτές πάω σε ένα φαρμακείο να κάνω ένα rapid test και βλέπουν στην ταυτότητα: Αικατερίνη Ζαμπέτα του Γεωργίου. Με ρωτάει η φαρμακοποιός «Έχετε σχέση με τον Γιώργο Ζαμπέτα;» «Κόρη του είμαι» της απαντάω. «Μα ο Γιώργος Ζαμπέτας είναι ένας μύθος!» «Είμαι κόρη του Μύθου!» Εισπράττω ακόμα την αγάπη του κόσμου. Νιώθω υπερήφανη.
«Είναι εποχές που όλοι τους δέν με θυμούνται. Ξεχνάνε πως, ε, βρε είμαι κι εγώ εδώ. Υπάρχω κι εγώ. Εγώ που σε ανέβασα, σου έδωσα εκείνα τα τραγουδάκια που λές τώρα βρε στο μαγαζί σου. Θυμάσαι καλέ; Εγώ είμαι αυτός. Ζαμπέτα με λένε, με γνωρίζεις; Με θυμάσαι; Πάρε με ένα τηλέφωνο να δείς πως είμαι, πώς τη βγάζω, τί κάνω τελος πάντων. Τί εύκολα που ξεχνάνε οι άνθρωποι… Τί εύκολα… Δεν θέλω να με ευχαριστούνε. Δέν θέλω. Δεν έχω αυτή την απαίτηση. Μόνο έτσι, ένα τηλεφώνημα, να ακούσω απο το σύρμα μιά παλιά φωνή, γνωστή και αγαπημένη. Γιατί όλους τους αγαπάω. Όλους κι ας με ξεχνάνε. Είναι οι καιροί που νιώθω μόνος πολλές φορες, τις περισσότερες. Που δεν νιώθω καμία αγάπη και φροντίδα απο κανένα. Που παίρνω το αμαξάκι μου και γυρνάω τους δρόμους. Που περπατάω στους δρόμους και θυμάμαι… Όλο θυμάμαι… Αλλά που έχω το κουράγιο να σκέφτομαι πως κάτι θα έρθει και για μένα. Δεν μπορεί… Πρέπει να περιμένω. Το αισθάνομια πως πλησιάζει, έρχεται. Πόση δύναμη παίρνω έτσι, πόση χαρά…»
Γιώργος Ζαμπέτας
Όσα αφιερώματα και αν γίνουν για τον Ζαμπέτα, δε θα είναι ποτέ αρκετά για να του δώσουμε όσα του άξιζαν. Έφυγε με το παράπονο. Έφυγε πικραμένος. Μακάρι να είχε προλάβει να δει ότι επιτέλους το μεγαλειώδες του ταλέντο αναγνωρίστηκε. Μακάρι να είχε δει ότι τώρα καταλάβαμε όλοι την αξία του. Γιώργο Ζαμπέτα, σε ευχαριστούμε για όσα μας έδωσες και συγγνώμη αν σε πικράναμε._
Ο Γιώργος Ζαμπέτας είναι ένας απο τους σπουδαιότερους Έλληνες συνθέτες. Καταλαμβάνει άξια μιά θέση μεταξύ των δέκα πρώτων διαχρονικών δημιουργών. Μας έχει δώσει τραγούδια εύθυμα, του γλεντιού, αλλά και άλλες συνθέσεις που κρύβεται ένας έντονος ρομαντισμός και μελωδίες που αγγίζουν τα μύχια της ψυχής. Όλοι τον νιώθουμε σαν δικό μας άνθρωπο, αφού τον ξέρουμε μέσα απο τις αναρίθμητες Ελληνικές ταινίες που έχει εμφανιστεί. Περισσότερο όμως τον ξέρουμε απο το μπουζούκι του. Όχι μόνο απο τις δικές του δημιουργίες, αλλά και μέσα απο τα τραγούδια άλλων συνθετών που ήθελαν πάντα να ντύνει με το γλυκό του παίξιμο τις μελωδίες τους. Ο Ζαμπέτας ήταν ένας άνθρωπος γεμάτος συναίσθημα, γεμάτος απο αγάπη και ψυχή. Όλο αυτό το μετέφερε στο παίξιμό του. Το μπουζούκι του είναι αναγνωρίσιμο και πλούσιο σε ήχους και συναισθήματα. Ταξίδεψε τον ελληνικό ήχο στα πέρατα της γης. Έφτασε στις Κάννες και μαζί με τον Χατζιδάκι και τη Μελίνα πήρε το Όσκαρ για «Τα παιδιά Του Πειραιά». Πόσα όνειρα, πόσες αναμνήσεις και πόσα γλέντια έχουμε κάνει όλοι με τα τραγούδια του. Ο Ζαμπέτας είναι όμως κάτι πέρα απο συνθέτης. Είναι ο φίλος που πάντα θα ήθελες να έχεις. Είναι αυτός που θα σε κάνει να νιώσεις καλά μέσα στις πίκρες της ζωής. Είναι πιο πλούσιος και απο τον μεγαλύτερο εφοπλιστή γιατί είχε μιά χρυσή καρδιά. Κι άν δέν είναι εκείνος πιά εδώ, είναι οι νότες του και η γλυκειά του πενιά που θα μας συντροφεύει για πάντα…
Ο Γιώργος Ζαμπέτας γεννήθηκε σαν σήμερα, 25 Ιανουαρίου 1925. Αντί για ένα αφιέρωμα, προτιμήσαμε να μιλήσουμε με κάποιον που τον ήξερε όσο κανένας άλλος. Την κόρη του την Κατερίνα που με πολύ αγάπη και προθυμία μας παραχώρησε αυτή την αποκαλυπτική συνέντευξη όπου μιλάει για τον Ζαμπέτα ώς άνθρωπο και ώς καλλιτέχνη. Την ευχαριστούμε για αυτό.
Αρχικά θέλω κι εγώ να ευχαριστήσω το mikrofwno.gr και εσένα προσωπικά Βίκτωρ για την τιμή που μου κάνετε να αναφερθώ στον πατέρα μου.
Ποιά ήταν η καθημερινότητα του Γιώργου Ζαμπέτα. Εκτός απο τη μουσική, τι αγαπούσε να κάνει;
Ο πατέρας μου ήταν εργασιομανής. Ήταν συνέχεια αγκαλιά με το μπουζούκι του και δημιουργούσε τα τραγούδια του. Όταν όμως έβρισκε λίγο ελεύθερο χρόνο, του άρεσε να κάνει βόλτα στην Αθήνα. Πήγαινε στο Brazil στη Βουκουρεστίου όπου εκεί συναναστρεφόταν με όλο τον κόσμο. Με φίλους, συνεργάτες, πολιτικούς… Πήγαινε εκεί να πιεί τον καφέ του και να πάρει το σφυγμό του κόσμου. Να δεί τις αντιδράσεις τους στα πολιτικά και γενικά σε όλα τα θέματα που αφορούσαν την τότε εποχή. Επίσης, σύχναζε και το Πέτρογραδ στην οδό Σταδίου. Ήταν ένα ζαχαροπλαστείο και γνωστό στέκι. Εκεί πήγαινε ο Σακελλάριος, ο Πυθαγόρας, ηθοποιοί, τραγουδιστές της εποχής… Με έπαιρνε κι εμένα μαζί. Άλλες φορές έβαζε το καβουράκι του και περπάταγε στις γειτονιές του Αιγάλεω για να συναναστραφεί με τους λαϊκούς ανθρώπους. Μάθαινε τους πόνους, τις χαρές τους… Ήταν πολύ κοινωνικός και γνήσιος λαϊκός άνθρωπος και ήθελε να αφουγκραστεί τον παλμό του κόσμου. Τον ευχαριστούσε αυτό. Το βράδυ λοιπόν που πήγαινε στη δουλεία, ότι είχε λάβει απο τον κόσμο, το έκανε σάτιρα, το έκανε τραγούδι. Επίσης, αν συναντούσε κανένα δύστυχο άνθρωπο ή καμιά γριά ανήμπορη, τους βοηθούσε οικονομικά.
Πολλές φορές ο Γιώργος Ζαμπέτας μας δείχνει ότι πέρα απο τα εύθυμα τραγούδια του, κρύβει και μιά άλλη συνθετική πλευρά με πολλές ευαισθησίες. Έβγαζε αυτόν τον συναισθηματισμό και στη ζωή του;
Μα και βέβαια! Και ρομαντικός ήταν και ευαίσθητος ήταν και μελαγχολικός ήταν. Ήταν επίσης παραπονιάρης μέσα στο σπίτι. Άν για παράδειγμα του γκρινιάζαμε, αυτός παραπονιόταν. «Είδατε τι σας έφερα; Είδατε πόσο σας αγαπάω; Εγώ κάνω τα πάντα για σας. Εσείς γιατί με στεναχωράτε;». Άν πάλι κάποιος φίλος του πέθαινε, γινόταν ράκος. Έκλαιγε και για μέρες δεν μπορούσε να συνέλθει.
Έχουμε δεί άλλους συνθέτες, λιγότερο ταλαντούχους απο τον Ζαμπέτα, που καταξιώθηκαν προβάλλοντας μιά σοβαροφάνεια. Πιστεύετε ότι ο αυθορμητισμός και η αμεσότητά του, του στέρησαν την αναγνωρισιμότητα που άξιζε;
Ίσως επειδή στα κέντρα που εμφανιζόταν ήταν πιο Αριστοφανικός και είχε καθιερωθεί αυτή του η πλευρά. Πήγαιναν στον Ζαμπέτα να γλεντήσουν, να τους πάρει τα ντέρτια και τους καημούς και να περάσουν καλά. Δεν έψαχναν να δουν τι υπάρχει πίσω απο αυτό. Είχε ένα μεγάλο έργο πέρα απο το σατιρικό. Πέρασαν τα χρόνια όμως και αναγνωρίστηκε η αξία και το έργο του. Το ρεπερτόριό του αποδείχθηκε ιστορικό, διαχρονικό και κομμάτι του πολιτισμού μας.
Έχει ζήσει μεγάλες επιτυχίες και σπουδαίες συνεργασίες. Ποιά θεωρούσε κορυφαία στιγμή στην καριέρα του;
Ήταν πολύ υπερήφανος για τη συνεργασία του με τον Μάνο Χατζιδάκι. Και ο Χατζιδάκις όμως αναγνώριζε την αξία του και τον θαύμαζε. Σε μία ραδιοφωνική εκπομπή στο Τρίτο Πρόγραμμα είχε καλέσει τον πατέρα μου και του είπε: «Ζαμπέτα, πρίν γίνεις διάσημος, έκανες πράγματα που εγώ τα θαύμαζα».
Είχε εκφράσει πολλές φορές τον θαυμασμό του για τον Μάνο Χατζιδάκι, αλλά δε μίλαγε με τα ίδια λόγια και για τον Θεοδωράκη. Πάντα έλεγε ότι είναι ένας «κατασκευασμένος» συνθέτης που τον έκανε γνωστό η δισκογραφική του και επίσης είχε αναφέρει ότι κακοπλήρωνε και τους μουσικούς. Εσάς τί σας είχε αναφέρει για τη συνεργασία του με τον Θεοδωράκη;
Τον παραδεχόταν σαν δημιουργό, αλλά τον είχε στεναχωρήσει ότι στη συνεργασία τους στη «Γειτονιά των Αγγέλων» δεν είχε αναφέρει το όνομά του ως σολίστα μπουζουκιού. Όταν πήραμε τον δίσκο στο σπίτι και το είδε η μάνα μου, έγινε ο κακός χαμός. «Γιατί δεν σου έβαλε το όνομα; Όταν ακούσει κάποιος τα τραγούδια αυτά πώς θα ξέρει ότι εσύ παίζεις; Εσύ έβαλες την ψυχή σου σε αυτά τα τραγούδια» Το ίδιο έκανε αργότερα και με τον «Ζορμπά». Δέν του έβαλε το όνομα όπως του είχε υποσχεθεί.
Είχε κάνει έναν υπέροχο αυτοσχεδιασμό για το τραγούδι του Θεοδωράκη “Στρώσε το στρώμα σου για δυό” την οποία χρησιμοποίησε ο Θεοδωράκης μετά στον «Ζορμπά» χωρίς να τον αναφέρει ως συνδημιουργό. Τελικά, ο πατέρας σας δικαιώθηκε για τη συνθετική του συμβολή στο τραγούδι;
Ήταν μια συνδημιουργία του. Είναι γνωστό τοις πάσι και το βεβαιώνουν όλοι. Μόνο ο δίσκος δεν το έγραφε! Μετά τον θάνατό του πατέρα μου, αναφέρθηκε το όνομά του στους δίσκους του Θεοδωράκη. Αλλά όσο ζούσε δεν είχε γίνει. Στο δίσκο «Η Γειτονιά των Αγγέλων» υπάρχει και το ορχηστρικό «Χαρταετοί» και η «Πενιά». Όποιος τα άκουγε, αμέσως καταλάβαινε ότι έπαιζε μπουζούκι ο Ζαμπέτας. Ωστόσο, δεν έγραφε το όνομά του στο δίσκο.
Γιατί πιστεύετε ότι το έκανε αυτό ο Θεοδωράκης;
Ήταν η προσωπικότητά του τέτοια. Δεν ήθελε να τον επισκιάσει κανείς. Επίσης δεν έλεγε ποτέ μιά καλή κουβέντα για άλλους συνθέτες.
Δέν ήθελε γενικότερα να αναμειχθεί με την πολιτική. Τί του προξένησε τόση αποστροφή και τον έκανε απολιτίκ;
Έλεγε «Εμείς δουλειά κάνουμε. Τραγούδια βγάζουμε. Δεν έχουμε το δικαίωμα να αναμειχθούμε και να έχουμε πολιτική ταυτότητα πάνω στην πίστα» Το είχε σαν κανόνα. Έκανε βέβαια πολιτική σάτιρα. Από το ΚΚΕ έως τη Νέα Δημοκρατία. Είχε έρθει ακόμα και ο ίδιος ο Μητσοτάκης στο μαγαζί μαζί με την Ντόρα να ακούσουν το «Διάταγμα» που σατίριζε τον ίδιο τον Μητσοτάκη! Είχε πάντως φίλους απο όλους τους πολιτικούς χώρους.
Στην Ελλάδα είναι πολύ σπάνιο να δεις συνθέτες να συνεργάζονται. Ο Γιώργος Ζαμπέτας όχι μόνο συνεργαζόταν με συναδέλφους του, αλλά είχε παίξει μπουζούκι σε αναρίθμητα τραγούδια άλλων συνθετών. Πώς ήταν η εμπειρία αυτή για τον Γιώργο Ζαμπέτα;
Όλοι οι μεγάλοι συνθέτες της τότε εποχής τον ζητούσαν να παίξει στις δημιουργίες τους. Ο Πλέσσας, ο Χατζιδάκις, ο Ξαρχάκος, ο Μαρκόπουλος… Του άρεσε να δίνει. Τον ευχαριστούσε. Το επιβεβαιώνει ο Μητροπάνος: «Ο Ζαμπέτας μόνο έδινε. Ποτέ δε ζήταγε» Δέν είναι τυχαίο οτι η Μοσχολιού, ο Βοσκόπουλος και ο Μητροπάνος τον αποκαλούσαν πατέρα. Ο πατέρας μου επίσης ήταν ξακουστός για τις εισαγωγές του. Έπαιζε εισαγωγές δικής του έμπνευσης και έτσι αναδείκνυε τα κομμάτια των άλλων συνθετών. Γι αυτό ήταν περιζήτητος. Το αναφέρει και ο Λευτέρης Παπαδόπουλος στο βιβλίο που έχω γράψει για τον πατέρα μου. Ήταν γενναιόδωρος. Βοηθούσε πολύ τους νέους. Τους συμβούλευε στην τοποθέτηση της φωνής, πώς να στηθούν στην πίστα και έδινε σωστές συμβουλές γιατί ήταν παλιά καραβάνα και ήξερε το επάγγελμα καλά.
Πείτε μου πώς γεννιόντουσαν αυτά τα κλασσικά τραγούδια; Φαντάζομαι πολλές φορές θα ήσασταν παρούσα κατά τη διαδικασία σύνθεσης.
Ήμουν παρούσα στη γέννησή τους και στη δόξα τους. Από τον καιρό που έχασα τους γονείς και τα αδέλφια μου, δε σου κρύβω ότι όταν νιώθω πεσμένη, βάζω αυτά τα τραγούδια και μαζί με αυτά θυμάμαι και αυτούς και παίρνω δύναμη. Το «Ήρθα και απόψε στα σκαλοπάτια σου», η «Βαλίτσα», τα «Δειλινά» είναι γραμμένα για τη μητέρα μου. Τα περισσότερα τραγούδια του πατέρα μου είναι βιωματικά. Το «Σαραβαλάκι» για παράδειγμα ήταν υπαρκτό! Ήταν ένα άσπρο φιατάκι. Ήταν το πρώτο μας αυτοκίνητο. Το αγαπούσε πολύ ο πατέρας μου. Το είχε πάντα καθαρό και το πρόσεχε. Αλλά κι αυτό το καημένο άρχισε να παλιώνει. Τη μια ήθελε πιστόνια, την άλλη συμπλέκτη κ.ο.κ. Ήθελε συνέχεια συνεργείο και έστελνε τη μάνα μου να το φτιάξει. Μιά μέρα λοιπόν καθόταν ο πατέρας μου με το φίλο του τον Πυθαγόρα το στιχουργό στο σπίτι και μπαίνει η μάνα μου έξαλλη και λέει «Αυτό το σαράβαλο δεν το θέλω πιά! Όλο τρέχω στα συνεργεία. Να το πουλήσεις να πάρουμε Μερσεντές που έχει και ο Μπιθικώτσης και τόσοι άλλοι» Φεύγει εκνευρισμένη και γυρνάει ο πατέρας μου στον Πυθαγόρα και του λέει «Βλέπεις ρε Πυθάκο τί τραβάω; Βλέπεις πώς με βασανίζει; Να γράψουμε ένα τραγούδι για το αμαξάκι μου που το αγαπάω.» Έτσι γεννήθηκε αυτό το τραγούδι.
Ποιό τραγούδι του αγαπούσε περισσότερο και ποιό λιγότερο;
Όλα του τα τραγούδια τα αγαπούσε γιατί ήταν δημιουργήματά του και είχαν βγει μέσα απο την ψυχή του. Υπήρχε όμως ένα τραγούδι ξεχωριστό για αυτόν. Το «Πού ‘σαι Θανάση» που τους στίχους έχει γράψει ο Χαράλαμπος Βασιλειάδης. Όταν πέθανε ο Βασιλειάδης, ο πατέρας μου βρισκόταν στην Αμερική. Όταν γύρισε, πήγαμε στο σπίτι του να συλληπηθούμε τη γυναίκα του. Η γυναίκα του λοιπόν η κυρα Άννα, μόλις πήγαμε εκεί, έδωσε στον πατέρα μου ένα χαρτί και είπε «Αυτό Γιώργο είναι το τελευταίο τραγούδι του Μπάμπη. Το έγραψε λίγο πριν πεθάνει και το άφησε για ‘σένα» Ήταν δηλαδή το κύκνειο άσμα του μεγάλου αυτού στιχουργού. Περιγράφει τη ζωή του ο Βασιλειάδης μέσα απο αυτούς τους στίχους. Τους εμπιστεύτηκε λοιπόν στον πατέρα μου και γι αυτό το θεωρούσε ένα ξεχωριστό τραγούδι.
Ο πατέρας σας ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο και γνώρισε πολιτικούς, τραγουδιστές, εφοπλιστές, ηθοποιούς… Όλους τους διασκέδαζε και όλοι τον αγαπούσαν. Παρ όλα αυτά παρέμεινε προσγειωμένος απεχθανόταν την έπαρση. Τί σας έλεγε για αυτό;
Θα σου πώ μια ιστορία. Μιά φορά είχαμε πάει με την οικογένειά μου στον Άλιμο στη βίλα του Μαρίνου Γερουλάνος του Αυλάρχη του Βασιλιά. Ήταν πατέρας του πρώην βουλευτή Παύλου Γερουλάνος. Κάλεσε τον πατέρα μου και εμάς. Εγώ ήμουν τότε 9 χρονών. Εκεί ήταν ο Βασιλιάς, η μητέρα του η Φρειδερίκη, η Άννα-Μαρία, οι κυρίες των τιμών… Σάστισα με αυτά που είδαν τα μάτια μου! Τέτοιο σπίτι δεν είχα ξαναδεί! Τόσο ωραία πράγματα, έργα τέχνης, υπηρέτες, μεγαλεία… Ότι έβλεπα εκεί μέσα δεν είχε καμιά σχέση με αυτά που είχαμε εμείς στο φτωχικό μας. Εμείς στο σπίτι είχαμε μωσαϊκό και εκεί είχε αστραφτερά μαρμάρινα πατώματα. Η μάνα μου κι αυτή τρελλάθηκε απο τη χαρά της που κάθισε με τη Φρειδερίκη! Κάποια στιγμή φεύγουμε. Είμαστε στο αυτοκίνητο και γυρνάμε σπίτι. Αρχίσαμε όλοι να λέμε τι φοβερή ήταν όλη αυτή η χλιδή που είδαμε, για τους πίνακες, για τα ακριβά σερβίτσια, για την πολυτελή βίλα… Σε κάποια στιγμή αγανάκτησε ο πατέρας μου και τραβάει απότομα το χειρόφρενο και σταματάει στη μέση του δρόμου! Μας λέει «Αυτό το ρημάδι είναι χειρόφρενο. Το έχει το αυτοκίνητο για να σταματάει. Βάλτε και εσείς φρένο στα μυαλά σας γιατί έχετε πάρει φόρα». Τα αδέλφια μου και η μάνα μου είχαν κατενθουσιαστεί. Εγώ όμως ψυχοπλακώθηκα βλέποντας πώς ζει ο κόσμος. Λέω στον μπαμπά μου ότι στεναχωρήθηκα γιατί εμείς δεν είχαμε λεφτά να τα αποκτήσουμε όλα αυτά. «Παιδί μου εμείς είμαστε πλούσιοι. Έχουμε την αγάπη του κόσμου. Αυτούς να λυπάσαι. Αυτοί δεν μπορούν να βγουν έξω χωρίς συνοδεία. Θα τους πάρει ο κόσμος με τα γιαούρτια. Εμάς ο κόσμος μας σέβεται και μας αγαπάει. Αυτοί είναι σήμερα, αύριο θα έρθουν άλλοι και άλλοι. Είναι για λίγο. Ενώ εμείς είμαστε για μιά ζωή» Την άλλη μέρα με πήρε και με πήγε βόλτα στο Σύνταγμα. Όλος ο κόσμος τον σταματούσε και τον αγκάλιαζε. Τον φίλαγε. Έλεγε σε όλους «Αυτή είναι η κόρη μου, η Κατίνα μου». Μετά με πήγε στο Μούγερ να μου πάρει παπούτσια και οι πωλήτριες εκεί τρέχαν και τον αγκάλιαζαν! Όλος ο κόσμος τον λάτρευε. Γυρίζοντας σπίτι μου λέει «Βλέπεις κόρη μου πόσο πλούσιοι είμαστε; Εμείς έχουμε την αγάπη του κόσμου. Είμαστε τόσο πλούσιοι που δεν έχουμε ανάγκη τα λεφτά.» Έτσι μου έφυγε αυτή η στεναχώρια.
Είχε το παράπονο ότι δεν του έδωσαν την ευκαιρία να τραγουδήσει στο Ηρώδειο.. Γιατί συνέβη αυτό;
Ο λόγος ήταν ότι ο πατέρας μου δεν είχε συμβόλαιο με καμία δισκογραφική εταιρία. Έλεγε ότι δεν μπορεί να δημιουργεί τα τραγούδια του αλυσοδεμένος. Ήθελε να είναι ελεύθερος. Και γι αυτό το λόγο δεν πήρε ούτε ένα χρυσό δίσκο παρ’ ότι είχε πουλήσει τόσες χιλιάδες δίσκους στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Έβγαζε δίσκους σε όλες τις εταιρίες. Στη Μίνως, στην Polygram, στη Λύρα… Πήγαινε παντού, αλλά δεν ανήκε πουθενά. Δέν ήθελε το χαλκά στο λαιμό που είχαν οι άλλοι καλλιτέχνες. Έτσι, δεν υπήρχε δισκογραφική εταιρία να τον προωθήσει να πάει στο Ηρώδειο. Το είχε παράπονο.
Ο Γιώργος Ζαμπέτας έφυγε πικραμένος απο τους καλλιτέχνες που είχε βοηθήσει στο παρελθόν και τον ξέχασαν. Τί σας έλεγε για αυτό;
Πριν πεθάνει, πάω μιά μέρα στο σπίτι αφού άφησα τα παιδιά στο σχολείο και μου έκανε παράπονα. Μου λέει ότι «Κανείς σας δεν έχει καταλάβει το έργο και την αξία μου. Ούτε η μάνα σας, ούτε εσείς, ούτε ο υπόλοιπος κόσμος. Όταν πεθάνω όμως, θα βγουν ένας-ένας και θα λένε όλοι για τον Ζαμπέτα και τότε θα αναδειχθεί το έργο και η αξία μου. Εγώ δε θα υπάρχω, αλλά εσύ θα ζήσεις να το δεις» Όπως και έγινε.
Τί θα έλεγε για τη σημερινή μουσική πραγματικότητα;
Την είχε προβλέψει με θλίψη. Είχε πει ότι οι δισκογραφικές θα κλείσουν. Κατέκρινε τις εταιρίες ότι κάνουν μεγάλη καταστροφή στο τραγούδι και θα τη βρουν μπροστά τους μετά απο χρόνια. Είχε πει ότι η μουσική του παρελθόντος θα είναι η μουσική του μέλλοντος, πράγμα που ισχύει. Μέχρι και σήμερα, όταν τελειώσουν οι τραγουδιστές το δικό τους ρεπερτόριο, αρχίζουν να παίζουν τα παλιά. Είναι πιά ιστορικά τραγούδια. Επίσης, δεν του άρεσε ότι παίρνουμε ξένες έτοιμες μελωδίες και ρυθμούς και βάζουμε Ελληνικούς στίχους, ενώ έχουμε δική μας μουσική.
Τί εισπράττετε σήμερα απο τον κόσμο; Τί λένε για τον Ζαμπέτα;
Εισπράττω αγάπη, εκτίμηση και σεβασμό. Το 2017 είχε γίνει στο Sydney της Αυστραλίας ένα αφιέρωμα για τον πατέρα μου και ήμουν προσκεκλημένη. Η οικογένεια που μας φιλοξενούσε, ο Jimmy και η Polla Paniaras, ήθελαν να μας ξεναγήσουν στο Sydney. Στην προκυμαία του λιμανιού του Sydney είδαμε τρείς Aboriginals -που είναι οι Ιθαγενείς της Αυστραλίας- να παίζουν την παραδοσιακή τους μουσική. Μου πρότεινε ο συνοδός μας να φωτογραφηθώ μαζί τους και δέχθηκα. Πλησιάζοντάς τους, ο συνοδός μας τους είπε στα Αγγλικά πως είμαι η κόρη ενός μεγάλου δημιουργου, του Γιώργου Ζαμπέτα. Αμέσως πετάχτηκε όρθιος ο ένας απο αυτούς και είπε με σπαστά ελληνικά: «Giorgos Zampetas Bouzouk Dan Dan Dan” Μας είπε οτι του αρέσει το μπουζούκι και το μαθαίνει με τραγούδια και μουσική του Γιώργου Ζαμπέτα! Και λέω εγώ: «Α ρε Ζαμπέτα! Που έφτασε η η χάρη σου να σε γνωρίζουν ακομα και οι Aboriginals στα πέρατα του κόσμου!» Προχτές πάω σε ένα φαρμακείο να κάνω ένα rapid test και βλέπουν στην ταυτότητα: Αικατερίνη Ζαμπέτα του Γεωργίου. Με ρωτάει η φαρμακοποιός «Έχετε σχέση με τον Γιώργο Ζαμπέτα;» «Κόρη του είμαι» της απαντάω. «Μα ο Γιώργος Ζαμπέτας είναι ένας μύθος!» «Είμαι κόρη του Μύθου!» Εισπράττω ακόμα την αγάπη του κόσμου. Νιώθω υπερήφανη.
«Είναι εποχές που όλοι τους δέν με θυμούνται. Ξεχνάνε πως, ε, βρε είμαι κι εγώ εδώ. Υπάρχω κι εγώ. Εγώ που σε ανέβασα, σου έδωσα εκείνα τα τραγουδάκια που λές τώρα βρε στο μαγαζί σου. Θυμάσαι καλέ; Εγώ είμαι αυτός. Ζαμπέτα με λένε, με γνωρίζεις; Με θυμάσαι; Πάρε με ένα τηλέφωνο να δείς πως είμαι, πώς τη βγάζω, τί κάνω τελος πάντων. Τί εύκολα που ξεχνάνε οι άνθρωποι… Τί εύκολα… Δεν θέλω να με ευχαριστούνε. Δέν θέλω. Δεν έχω αυτή την απαίτηση. Μόνο έτσι, ένα τηλεφώνημα, να ακούσω απο το σύρμα μιά παλιά φωνή, γνωστή και αγαπημένη. Γιατί όλους τους αγαπάω. Όλους κι ας με ξεχνάνε. Είναι οι καιροί που νιώθω μόνος πολλές φορες, τις περισσότερες. Που δεν νιώθω καμία αγάπη και φροντίδα απο κανένα. Που παίρνω το αμαξάκι μου και γυρνάω τους δρόμους. Που περπατάω στους δρόμους και θυμάμαι… Όλο θυμάμαι… Αλλά που έχω το κουράγιο να σκέφτομαι πως κάτι θα έρθει και για μένα. Δεν μπορεί… Πρέπει να περιμένω. Το αισθάνομια πως πλησιάζει, έρχεται. Πόση δύναμη παίρνω έτσι, πόση χαρά…»
Γιώργος Ζαμπέτας
Όσα αφιερώματα και αν γίνουν για τον Ζαμπέτα, δε θα είναι ποτέ αρκετά για να του δώσουμε όσα του άξιζαν. Έφυγε με το παράπονο. Έφυγε πικραμένος. Μακάρι να είχε προλάβει να δει ότι επιτέλους το μεγαλειώδες του ταλέντο αναγνωρίστηκε. Μακάρι να είχε δει ότι τώρα καταλάβαμε όλοι την αξία του. Γιώργο Ζαμπέτα, σε ευχαριστούμε για όσα μας έδωσες και συγγνώμη αν σε πικράναμε._