Η άλωση της Κωνσταντινούπολης μέσα απ’ τις μελωδίες του μεγάλου συνθέτη
Αν και παραμένει ευρύτατα γνωστός για τα διαχρονικά τραγούδια του, ο Γιώργος Χατζηνάσιος δεν παρέλειψε να καταθέσει μουσικές για ταινίες και τηλεοπτικές σειρές, καθώς και συμφωνικά έργα. Ένα από αυτά είναι το ορατόριο για το «Χρονικό της Αλώσεως».
Η πρώτη επαφή του μεγάλου συνθέτη με τα χρονικά του Γεωργίου Φραντζή πραγματοποιήθηκε το 1975, όταν ο Δημήτρης Κολλάτος επιχείρησε μία «αιρετική» ανάγνωση της ελληνικής ιστορίας, μέσα απ’ το θεατρικό έργο «Ένας Έλληνας σήμερα». Ο δίσκος με τη μουσική της παράστασης περιλαμβάνει ένα παριζιάνικο βαλς, στίχους του Γιώργου Κανελλόπουλου, ένα ποίημα της Σαπφούς, καθώς και κάποια μελοποιημένα αποσπάσματα για την άλωση της Πόλης, γραμμένα από τον προσωπικό χρονικογράφο του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Τα τρία αυτά κομμάτια θυμίζουν περισσότερο ροκ όπερες της εποχής, παρά συμφωνικό έργο, αποτυπώνοντας το μουσικό κλίμα των 70s.
Το 1997 η Θεσσαλονίκη, γενέτειρα του συνθέτη, ανακηρύσσεται Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης, ωθώντας τον να επιστέψει στο «Χρονικόν της Αλώσεως» και να το παρουσιάσει ολόκληρο, με τη συμμετοχή της Συμφωνικής Ορχήστρας της Όπερας της Σόφιας, την Χορωδία της Μακεδονίας και το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος. Το έργο παρουσιάζεται ξανά στο κάστρο του Μυστρά (2007), στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης (2018) και στο Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος (2018). Το 2009 αποτυπώνεται σε διπλό CD από τη Legend Recordings, καθιστώντας το προσιτό ακόμα και σ’ όσους δεν κατάφεραν να το απολαύσουν ζωντανά.
O Γρηγόρης Βαλτινός αναλαμβάνει το ρόλο του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, ο Γιάννης Χριστόπουλος του Μωάμεθ και ο Αγγελος Αντωνόπουλος του ιστοριογράφου-αφηγητή Γεωργίου Φραντζή. Υπάρχουν, ακόμη, κάποια χορικά μέρη, ενώ συμμετέχουν ο Χρήστος Τσιαμούλης στο ρόλο του τροβαδούρου, και ο μικρός Δημοσθένης Χαλκιόπουλος, που συμπεραίνει τραγουδώντας πως «Το κλειδί του κόσμου χάθηκε». Ο συνθέτης χρησιμοποιεί συμφωνική ορχήστρα, ενώ οι μελωδίες του έχουν ως αφετηρία τους τη βυζαντινή μουσική, αξιοποιώντας, όπως έχει αναφέρει, τα ακούσματα της εκκλησίας που είχε ως παιδί. Δεν λείπουν, βέβαια, και τα μουσικά μέρη που συνομιλούν με την αμιγώς ανατολίτικη («Κι απλώνει τα φουσάτα του») και την κλασσική μουσική («Εάλω η Πόλις»). Στις πιο δυνατές στιγμές του έργου εντάσσεται η «Προσευχή», όπου ο Παλαιολόγος και ο Μωάμεθ προσεύχονται ταυτόχρονα, ο καθένας στο δικό του Θεό, να τον βοηθήσει.
Σύμφωνα με τα λεγόμενά του, στόχος του Χατζηνάσιου δεν ήταν ούτε να τονώσει το εθνικό φρόνημα των Ελλήνων ούτε να τους συστήσει την κλασσική μουσική. Ωστόσο, φαίνεται πως κατάφερε, έστω κι ακούσια, και τα δύο. Σ’ αυτό συμβάλλει η παρουσία του Αντωνόπουλου, οι αφηγήσεις του οποίου παρεμβάλλονται ανάμεσα στα μουσικά μέρη, μεταδίδοντας αφενός στους ακροατές την απαραίτητη συγκίνηση, «ξεκουράζοντάς» τους αφετέρου από τις άριες και τα χορικά. Άλλωστε, το «Χρονικόν της Αλώσεως» διαθέτει την αμεσότητα των τραγουδιών του μεγάλου συνθέτη, όντας ενδιαφέρον ακόμα και στους ακροατές που δεν είναι ιδιαίτερα εξοικειωμένοι με τέτοιου είδους έργα.
Στην εποχή των ψηφιακών single, έχουμε σχεδόν ξεχάσει πώς είναι ν’ ακούμε ένα έργο απ’ την αρχή μέχρι το τέλος. Ίσως γι’ αυτό το «Χρονικόν της Αλώσεως» παραμένει άγνωστο στους περισσότερους ακροατές, τουλάχιστον σε όσους δεν το έχουν ακούσει ζωντανά. Όσοι, όμως, το γνωρίζουν, είναι, οπωσδήποτε, πολύ τυχεροί…