Οι Πέρσες ως τραγωδία της ανθρωπότητας, ως μικροσύστημα που αντανακλά ζητήματα ύπαρξης και συνύπαρξης γίνονται κοινός τόπος για μια συνομιλία που φωτίζει εμμέσως τα πολλαπλά παγκόσμια αδιέξοδα του σήμερα.
Μετά τις παραστάσεις που δόθηκαν στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου και στο Ανοιχτό Θέατρο Παλαιού Ελαιουργείου Ελευσίνας οι «Πέρσες» του Αισχύλου, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά, επιστρέφουν το Σεπτέμβριο με τέσσερις παραστάσεις, στις 2 και 3 Σεπτεμβρίου στο Θέατρο Δάσους στη Θεσσαλονίκη και στις 9 και 10 Σεπτεμβρίου στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού στην καρδιά της Αθήνας.
Στελεχωμένη από μια πλειάδα ηθοποιών προεξάρχουσας της Ρένης Πιττακή, η παράσταση του Δημήτρη Καραντζά θέτει κρίσιμα ερωτήματα για το τι συνιστά «κοινωνία», τι σημαίνει η επίμονη προσκόλληση στην εξουσία και η ανάγκη της πίστης σ’ ένα οδηγό, άνθρωπο ή θεό, μέσα σε ένα συντετριμμένο κόσμο.
«Ο άξονας μέσα από τον οποίο διαβάζω το έργο», σημειώνει ο Καραντζάς, «είναι η πορεία ενός λαού που από την απόλυτη πίστη, περνάει στην αμφισβήτηση και έπειτα στη σύγκρουση, μέχρι που φτάνει σε μια μανιακή, σπασμωδική αντίδραση. Ούτε η τυφλή πίστη λειτουργεί, ούτε και η τυφλή αντίδραση. Σαν να βλέπεις το ανέφικτο του κοινωνικού συμβολαίου».
Το κοίλον και η ορχήστρα ενώνονται για να «συμμετάσχουν» σε μια κοινή συζήτηση για την ήττα, τη δυσκολία της παραδοχής της και την αμηχανία της συνέχειας, με τη συμμετοχή εθελοντών που εισέρχονται σταδιακά στο χώρο, συνθέτοντας μια «κοινωνία» που αναζητά το νήμα της ύπαρξης μετά την καταστροφή, σαν αντικατοπτρισμός της παρούσας ιστορικής συγκυρίας.
«Οι Πέρσες είναι μια οποιαδήποτε κοινωνία: Είναι σαν να κάνεις μια ακτινογραφία της πλευράς του ηττημένου και μιας κοινωνίας που δεν ξέρει πώς μπορεί να συνεχίσει μετά από μια πανωλεθρία. Η δε Επίδαυρος λειτουργεί σαν ένα δημόσιο βήμα.
Όπως σε μια πλατεία που βρίσκεται πιθανώς πολύ κοντά μας ή και σε κάποια άλλη χώρα, οι άνθρωποι συζητάνε για το πώς θα αντισταθούν και πώς θα κρατηθούν όταν έχουν χάσει πια όλα τα σημεία αναφοράς τους. Στους Πέρσες χάνεται η πίστη στον βασιλιά, έπειτα στην έννοια της μοναρχίας, μετά στο θεό και τελικά στην ίδια τους τη δυνατότητα να αντιδράσουν».
Την ίδια στιγμή, η Άτοσσα της Περσίας, την οποία υποδύεται η Ρένη Πιττακή, που επιστρέφει στην Επίδαυρο μετά από 20 χρόνια, είναι «η ψυχρή ευγενική φωνή της εξουσίας» που με κάθε τρόπο θέλει να συντηρηθεί και να συνεχιστεί σε μια κοινωνία σχεδόν αποδεκατισμένη. «Δυο τελείως διαφορετικές θεάσεις του τι σημαίνει κόσμος», επισημαίνει ο Καραντζάς.
Λίγα λόγια για το έργο:
Γραμμένη το 472 π.Χ., η τραγωδία του Αισχύλου αποτελεί ίσως την παλαιότερη καταγραφή γεγονότων της ελληνικής ιστορίας στο θέατρο. Στα Σούσα, την περσική πρωτεύουσα, οι πολίτες που έχουν μείνει πίσω και η βασίλισσά τους, Άτοσσα που βασανίζεται από κακούς οιωνούς, αναμένουν νέα από την πολεμική επιχείρηση του Ξέρξη στην Ελλάδα. Ένας αγγελιαφόρος αναγγέλλει τη φριχτή έκβαση της μάχης της Σαλαμίνας: ο περσικός στρατός και οι επίλεκτοι αρχηγοί του έχουν συντριβεί. Η Άτοσσα και ο Χορός καλούν το φάντασμα του Δαρείου για να τους καθοδηγήσει.
Ο ένδοξος βασιλιάς καταδικάζει την ύβρη του Ξέρξη, που θέλησε να δαμάσει φύση και θεία βούληση και προβλέπει περισσότερες ακόμη καταστροφές. Με την άφιξη του Ξέρξη, κορυφώνεται η συντριβή. Η ζυγαριά γέρνει πλέον αποφασιστικά προς τον τρόμο του τέλους.
Το έργο διατρέχουν ατέλειωτοι κατάλογοι ονομάτων: εκείνοι που πρώτα φώτιζαν το δρόμο για την ελπίδα, τη νίκη και την ομοψυχία, τώρα πέφτουν ένας-ένας, χάνονται στα σκοτάδια ενός τόπου ρημαγμένου, ενός λαού στο όριο της φρίκης, της λογικής και της υπακοής.
Οι Πέρσες ως τραγωδία της ανθρωπότητας, ως μικροσύστημα που αντανακλά ζητήματα ύπαρξης και συνύπαρξης, άλυτα ανά τους αιώνες, γίνονται, υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Καραντζά, κοινός τόπος για μια συνομιλία που φωτίζει εμμέσως τα πολλαπλά παγκόσμια αδιέξοδα του σήμερα.
Το θέατρο είναι ο δημόσιος χώρος, η Εκκλησία του Δήμου, η Πόλη. Ο Χορός των Περσών, η «κοινωνία», ξεκινάει με την πίστη και την υπακοή, καταλήγοντας, μετά τον αφανισμό, ένα άναρχο πλήθος χωρίς οδηγό και σημείο αναφοράς.