Ένα μουσικό ταξίδι στους δίσκους του μεγάλου συνθέτη, ξεκινώντας από το 1972 και φτάνοντας στο 1991
Πενήντα χρόνια μουσικής ιστορίας γιορτάζει φέτος στο Ηρώδειο ο Γιώργος Χατζηνάσιος, μετρώντας, ουσιαστικά, από την κυκλοφορία του πρώτου του μεγάλου δίσκου, αφού οι ηχογραφήσεις σκόρπιων τραγουδιών είχαν ξεκινήσει λίγο νωρίτερα. Με την αφορμή αυτή, θα εξετάσουμε όλους τους προσωπικούς του δίσκους, ξεκινώντας από το 1972 και φτάνοντας έως και το 1991, με την υπόσχεση να καταπιαστούμε στο μέλλον και με τις μουσικές του για το θέατρο, τον κινηματογράφο και την τηλεόραση, καθώς και με τα συμφωνικά του έργα.
1972-1979
Ο μεγάλος συνθέτης εμφανίζεται στο μουσικό προσκήνιο στα τέλη της δεκαετίας του ’60, ηχογραφώντας τραγούδια σε δισκάκια 45 στροφών και κάνοντας ενορχηστρώσεις σε δίσκους συναδέλφων του. Μέσα από μουσικές για ταινίες όπως το «Σ’ αγαπώ» (1971) και η «Ψυχή και σάρκα» (1974) αποδεικνύει πως οι μελωδίες του μπορούν να υπηρετηθούν από μεγάλες ορχήστρες και ν’ ακολουθήσει τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Ωστόσο, ειδικά στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ’70, οι προσωπικοί του δίσκοι περιορίζονται σε απλοϊκές ενορχηστρώσεις και σ’ ένα κάπως πιο ανώδυνο ρεπερτόριο. Σταδιακά, θα φανερώσει κι άλλες πτυχές του ταλέντου του, φανερώνοντας την κλασσική του παιδεία και αξιοποιώντας τις μουσικές σπουδές του.
1972 «4.5.3»
Xωρίς να διεκδικεί δάφνες πρωτοτυπίας, ο τίτλος της πρώτης του δισκογραφικής δουλειάς αναφέρεται στα τραγούδια που αντιστοιχούν στους τρεις ερμηνευτές, δηλαδή στο Σταμάτη Κόκοτα (4), στο Στράτο Διονυσίου (5) και στη Δήμητρα Γαλάνη (3). Τα δώδεκα κομμάτια έχουν το γνώριμο ελαφρολαϊκό ήχο της εποχής και υπογράφονται από εφτά διαφορετικούς στιχουργούς. Μεταξύ άλλων, ακούμε τη Γαλάνη στο «Ήταν μια φορά κι έναν καιρό», σε στίχους Χρήστου Στίππα, μία από τις πολλές μπαλάντες που θα ερμηνεύσει στην πολύχρονη καριέρα της, και τον Κόκοτα στο «Μια παρένθεση και μόνο», σε στίχους Νίκου Βρεττού. Ο Διονυσίου ερμηνεύει την «Αφιλότιμη», σε στίχους Τάσου Οικονόμου, ένα κομμάτι «σήμα κατατεθέν» για τον ίδιο και για το λαϊκό τραγούδι, ενώ επιτυχία σημειώνει και ο «Τρίτος άνθρωπος», σε στίχους Θάνου Σοφού. Με τον πρώτο του δίσκο ο Χατζηνάσιος καταφέρνει να γράψει μεγάλες και -όπως αποδείχτηκε- διαχρονικές επιτυχίες, χωρίς, όμως, να καταθέτει τη δική του μουσική πρόταση.
1973 «Έχει ο Θεός»
Τόσο το εξώφυλλο όσο και ο τίτλος μαρτυρούν πως και ο δεύτερος δίσκος του συνθέτη κινείται σε ανάλογα μονοπάτια. Το «Έχει ο Θεός», βέβαια, περιλαμβάνει τραγούδια ενιαίου ύφους κι αισθητικής, εκτελεσμένα από δύο ερμηνευτές, το Μανώλη Μητσιά και τη Δήμητρα Γαλάνη, και όλους τους στίχους υπογράφει ο Γιάννης Λογοθέτης, ο γνωστός ΛοΓό, προτού αρχίσει να καταθέτει σατιρικά κομμάτια. Τραγούδια όπως «Πάρε τον ηλεκτρικό», «Τα μεσημέρια της Κυριακής», «Έλα να σε κάνω ταίρι», ακόμα και το «Αν μ’ αγαπάς φίλα σταυρό», καθρεφτίζουν την αθώα πτυχή των 70s και γίνονται μεγάλες επιτυχίες. Απ’ την άλλη, το «Τι να πούμε τι» αγγίζει πιο βαθιά ζητήματα, στο «Βρε πώς αλλάζουν οι καιροί» ο συνθέτης μετατρέπει το «Für Elise» του Ludwig van Beethoven σε καρσιλαμά, ενώ στο «Να πέσει να ρημάξει» στήνει έναν άκρως ενδιαφέροντα διάλογο ανάμεσα στο μπουζούκι και στο πιάνο. Ακόμα, λοιπόν, και μέσα από ένα εκ πρώτης όψεως εύπεπτο ρεπερτόριο, ο μεγάλος συνθέτης καταφέρνει να δώσει ψήγματα του ταλέντου του.
1973 «Διαδρομή»
Πιο ώριμος και ολοκληρωμένος, ο τρίτος του δίσκος περιλαμβάνει στίχους του Γιώργου Κανελλόπουλου. Ο νεαρός στιχουργός καταθέτει σπαραχτικά κομμάτια, ντυμένα με ανάλογες μελωδίες, εκτελεσμένα από το Μητσιά («Με λένε Γιώργο», «Χάρε σαν έρθεις») και τη Γαλάνη («Συγγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ», «Μοιάζω μ’ αστείο»). Ανάλογου ύφους το «Πού θα πάει πού θα βγει», σε στίχους Τάσου Οικονόμου, και το «Ήλιε μην κοιτάς» σε στίχους του Ντίνου Δημόπουλου, γραμμένο για την ταινία του «Ο βάλτος», το οποίο περιλαμβάνει μία θαυμάσια πιανιστική εισαγωγή. Ούτε εδώ απουσιάζουν, βέβαια, τα πιο εξωστρεφή κομμάτια, όπως τα «Να ‘χα τα χρόνια σου», «Άστους να λένε» και «Ο Δημητράκης», «Τι καλά» εκτελεσμένα από τους Σταμάτη Κόκοτα και Θέμη Ανδρεάδη αντίστοιχα. Ο δίσκος έγινε χρυσός και σημείωσε τόσο μεγάλη επιτυχία που ο Γιάννης Πάριος επανεκτέλεσε την ίδια χρονιά τα «Πού θα πάει πού θα βγει» και «Συγγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ», με το πρώτο να δίνει και τον τίτλο στον τρίτο προσωπικό του δίσκο.
1974 «Άσπρο μαύρο»
Επιστροφή στο ελαφρολαϊκό ρεπερτόριο, αυτή τη φορά με συνοδοιπόρο τους στίχους της Σώτιας Τσώτου και τις φωνές των Γιάννη Πάριου, Χάρις Αλεξίου, Κώστα Σμοκοβίτη, Δημήτρη Κοντολάζου και Άννας Βίσση. Τα κομμάτια γράφτηκαν για την επιθεώρηση «Κάθε τρύπα και πετρέλαιο» (1974), αλλά δεν ηχογραφήθηκαν ως «τα τραγούδια της παράστασης», αντιθέτως, ακούγονται αποδεσμευμένα από το πλαίσιό της, γι’ αυτό και το «Άσπρο μαύρο» παρουσιάζεται ως αυτόνομος δίσκος. Αποστάγματα λαϊκής σοφίας από τον Πάριο («Όλα μας τα πλούτη»), μεγαλεπήβολα εμβατήρια από τον Κοντολάζο («Εγώ πεθαίνω Θοδωρή») κι ένας συγκινητικός αποχαιρετισμός στο «Παλικάρι» που πηγαίνει στον πόλεμο δια στόματος «Βίσσυ», όπως γραφόταν τότε το επίθετό της, αποτελούν το υλικό του δίσκου, όπου όλα κυλούν «εύθυμα» κι «ασπρόμαυρα», σαν τηλεοπτική σειρά της ΥΕΝΕΔ. Το τελευταίο κομμάτι («Κι όμως κι όμως»), εκτελεσμένο απ’ όλες τις φωνές, αποτυπώνει όλη την αθωότητα του εγχειρήματος.
1975 «Αντιθέσεις»
Δίσκος με δύο μάλλον άγνωστους πλην ικανότατους ερμηνευτές, τον πρόσφατα εκλιπόντα Περικλή Περάκη και την Αιμιλία Νομικού, οι «Αντιθέσεις» περιλαμβάνουν πιο εσωστρεφή τραγούδια, αν και ο συνθέτης δεν δείχνει ακόμα έτοιμος να εγκαταλείψει τη μανιέρα του, όπως φαίνεται κι απ’ το εναρκτήριο κομμάτι («Το ‘πε το ναι», σε στίχους Σώτιας Τσώτου). Ο Μάνος Ελευθερίου υπογράφει δύο από τα πιο ευαίσθητα κομμάτια του δίσκου, τα «Πήρα την άγονη γραμμή» και «Αυτά που λεν’ οι ποιητές», και ο Νίκος Γκάτσος το «Γιαρέμ-Γιαρέμ», ένα από τα πιο πολυτραγουδισμένα κομμάτια του συνθέτη, και «Της μοίρας τ’ αδράχτι». Κορυφαίο και διαχρονικότερο είναι, βέβαια, το «Άνοιξε το παράθυρο», εκτελεσμένο από τον Περάκη σε στίχους Ερρίκου Θαλασσινού, που είχε ήδη ακουστεί στην ταινία του «Ένας νομοταγής πολίτης» (1974) από τον Αντώνη Καλογιάννη.
1976 «Λεύκωμα»
Για πρώτη φορά στην προσωπική του δισκογραφία -εξαιρούνται οι συνθέσεις του για το θέατρο και το σινεμά- ο Χατζηνάσιος καταθέτει ένα έργο που φαίνεται να καθρεφτίζει επακριβώς την αισθητική και τις μουσικές του γνώσεις. Παραμερίζοντας το μπουζούκι, υπογράφει μελωδικές μπαλάντες και προσεγμένες ενορχηστρώσεις διεθνών προδιαγραφών, και μεριμνά για το ηχητικό αποτέλεσμα, μια τακτική που θ’ ακολουθεί για πάντα από ‘δω και πέρα. Ο Κανελλόπουλος φαίνεται εξίσου ώριμος, καταθέτοντας στο «Λεύκωμα» τους πιο δυνατούς του στίχους. Η πρώτη πλευρά περιλαμβάνει πέντε τραγούδια με τη Βίκυ Μοσχολιού, και η δεύτερη ισάριθμα κομμάτια με τη Γαλάνη. Ευρύτατα γνωστό παραμένει το «Ξενύχτησα στην πόρτα σου» και, φυσικά, τα «Γαλάζια σου γράμματα», που έμελλαν να γίνουν «σήμα κατατεθέν» τόσο της Γαλάνη όσο και του Χατζηνάσιου. Πολιτικά μηνύματα και κοινωνικούς προβληματισμούς συναντάμε στα πεσιμιστικά «Κλεισ’ το ραδιόφωνο» και «Είμαστε εμείς», και στα πιο σατιρικά «Πι-πι το παπί» και «Σύρε γιε μου στην Αθήνα», ενώ το τελευταίο κομμάτι («Καληνύχτα σας») συνοψίζει τη γενικότερη μελαγχολία του δίσκου. Η εμπορική επιτυχία ήταν μεγάλη, έστω κι αν στηρίχτηκε σε δύο μόλις κομμάτια, αν και είναι εμφανές πως το «Λεύκωμα» δεν στόχευε σε καμία περίπτωση στα σουξέ.
1977 «Μάθημα Σολφέζ»
Το «Μάθημα Σολφέζ» σε στίχους Σέβης Τηλιακού ερμηνευμένο από τους Πασχάλη, Μαριάννα Τόλη, Robert Williams και Μπέσσυ Αργυράκη δεν μας χάρισε μόνο την πέμπτη θέση στη Eurovision το 1977, αλλά κι έναν ολόκληρο δίσκο. Όσο δύσκολα κι αν μπορεί κάποιος να φανταστεί ελληνική ποπ με πολιτικούς στίχους, ο Χατζηνάσιος καταφέρνει αυτό το πάντρεμα στα «Τι τα θέλεις τώρα», σε στίχους Τάκη Καρνάτσου, εκτελεσμένο απ’ όλη την παρέα, και «Δεν βαριέσαι», σε στίχους Μάνου Ελευθερίου, με τη φωνή του Πασχάλη. Μία, ακόμη, ποπ μπαλάντα ακούμε απ’ τον Williams («Εσύ κι εγώ» σε στίχους Αλέξη Αλεξόπουλου), ενώ το ορχηστρικό «Αγκίστρι», απ’ την ομώνυμη ταινία (1976), στέκεται επάξια δίπλα σε διεθνή lounge και chill out κομμάτια. Όσο για τα «Πώς», με τον Πασχάλη, και «Μάθαμε τον έρωτα», με τον Williams και την Αργυράκη, αμφότερα σε στίχους του Καρνάτσου, εντάσσονται στις πιο αισθαντικές στιγμές του συνθέτη.
1978 «Η Μαρινέλλα του σήμερα»
Η πρώτη του ολοκληρωμένη συνεργασία με τη «Μεγάλη Κυρία του τραγουδιού» του δίνει τη δυνατότητα να πειραματιστεί με διάφορα μουσικά είδη. Λαϊκό ήχο έχουν τα ρυθμικά «Να παίζει το τρανζίστορ» και «Παιδί απ’ την Ανάβυσσο», σε στίχους Μιχάλη Μπουρμπούλη, ενώ στο «Σήμερα», σε στίχους Μίμη Θειόπουλου, προσαρμόζει ένα μουσικό θέμα απ’ την ταινία «Συνωμοσία στη Μεσόγειο» (1975) σε disco ρυθμούς. Τα υπόλοιπα κομμάτια δεν είναι και τόσο εύπεπτα. Ο Μάνος Ελευθερίου καταθέτει τους σουρεαλιστικούς «Τρελούς» κι ένα τραγούδι-αφιέρωμα «Στην Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου», ενώ η μπαλάντα «Δεν είναι που φεύγεις», σε στίχους Μάνου Κουφιανάκη, καθρεφτίζει το λυρισμό του συνθέτη. Στα δύο τελευταία κομμάτια («Σ’ ευχαριστώ», σε στίχους Σοφίας Παπαδοπούλου, και «Δε φταίμε εμείς», σε στίχους Νίκου Βρεττού), επιχειρείται μία συνύπαρξη των κλασσικών ήχων με τις ποπ τάσεις της εποχής. Επομένως, αν κι ο εν λόγω δίσκος είναι σε μεγάλο βαθμό προσανατολισμένος στην περσόνα της Μαρινέλλας, καταφέρνει τελικά ν’ αποτυπώσει και το προσωπικό ύφος του δημιουργού.
1978 «Θα σου χρωστώ»
Την ίδια χρονιά κυκλοφορεί κι η μοναδική ολοκληρωμένη του συνεργασία με τον παλιό του γνώριμο, Σταμάτη Κόκοτα. Το ύφος αναπόφευκτα μας γυρίζει στο πρώτο μισό του ’70, αν και οι ενορχηστρώσεις παραμένουν προσεγμένες. Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, στην πρώτη του συνάντηση με το συνθέτη, υπογράφει, μεταξύ άλλων, τις λαϊκότροπες μπαλάντες «Αγάπη μου πικρή» και «Ας ήμουν δυνατός να σε συγχωρέσω», ενώ εξίσου μελωδικά τα «Παλιοτράγουδα», του πάντα ευαίσθητου Κανελλόπουλου, και το «Μια χαμένη θυσία» σε στίχους Νίκου Βρεττού. Με το «Θα σου χρωστώ» ο Χατζηνάσιος δεν ανανεώνει το ύφος του ούτε πειραματίζεται, αλλά αποδεικνύει πως πλέον διαχειρίζεται το υλικό του με προσοχή κι ευσυνειδησία.
1979 «Εικόνες»
Άλλος ένας ολόκληρος δίσκος με μία φωνή που συνάντησε ουκ ολίγες φορές τη δεκαετία του ’70, αυτή της Δήμητρας Γαλάνη. Με εξαίρεση τα «Ζω», «Κοίτα πράγματα» και «Γρανάζι», σε στίχους Κώστα Τριπολίτη, όπου τα δύο τελευταία ειδικά εντάσσονται στο είδος της ποπ μουσικής, οι «Εικόνες» περιλαμβάνουν μελωδικότατες μπαλάντες, με την αισθαντική φωνή της ερμηνεύτριας και το ευαίσθητο πιάνο του συνθέτη να έχουν τον πρώτο ρόλο. Ο Γιάννης Καλαμίτσης υπογράφει το «Θα σ’ αγαπώ», ένα από τα πιο κλασσικά ερωτικά τραγούδια της ελληνικής δισκογραφίας, και το «Όταν γύρω νυχτώνει», που κέρδισε το Α’ Βραβείο στο Γαλλικό Φεστιβάλ «Rose d’ Or» το 1980. Κλασσικίζουσες επιρροές συναντάμε και στα «Δεν έχουμε να πούμε τίποτα», σε στίχους Κυριάκου Ντούμου, και «Είναι πληγή η αγάπη μου», σε στίχους Κώστα Τριπολίτη. Τέλος, ειδική μνεία πρέπει να γίνει στο «Πάρε μου την τελευταία πνοή», ένα λυρικό κομμάτι σε στίχους Μαρίας-Αλεξάνδρας, προερχόμενο από μια ανέκδοτη όπερα του συνθέτη.
Ένα μουσικό ταξίδι στους δίσκους του μεγάλου συνθέτη, ξεκινώντας από το 1972 και φτάνοντας στο 1991
Πενήντα χρόνια μουσικής ιστορίας γιορτάζει φέτος στο Ηρώδειο ο Γιώργος Χατζηνάσιος, μετρώντας, ουσιαστικά, από την κυκλοφορία του πρώτου του μεγάλου δίσκου, αφού οι ηχογραφήσεις σκόρπιων τραγουδιών είχαν ξεκινήσει λίγο νωρίτερα. Με την αφορμή αυτή, θα εξετάσουμε όλους τους προσωπικούς του δίσκους, ξεκινώντας από το 1972 και φτάνοντας έως και το 1991, με την υπόσχεση να καταπιαστούμε στο μέλλον και με τις μουσικές του για το θέατρο, τον κινηματογράφο και την τηλεόραση, καθώς και με τα συμφωνικά του έργα.
1972-1979
Ο μεγάλος συνθέτης εμφανίζεται στο μουσικό προσκήνιο στα τέλη της δεκαετίας του ’60, ηχογραφώντας τραγούδια σε δισκάκια 45 στροφών και κάνοντας ενορχηστρώσεις σε δίσκους συναδέλφων του. Μέσα από μουσικές για ταινίες όπως το «Σ’ αγαπώ» (1971) και η «Ψυχή και σάρκα» (1974) αποδεικνύει πως οι μελωδίες του μπορούν να υπηρετηθούν από μεγάλες ορχήστρες και ν’ ακολουθήσει τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Ωστόσο, ειδικά στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ’70, οι προσωπικοί του δίσκοι περιορίζονται σε απλοϊκές ενορχηστρώσεις και σ’ ένα κάπως πιο ανώδυνο ρεπερτόριο. Σταδιακά, θα φανερώσει κι άλλες πτυχές του ταλέντου του, φανερώνοντας την κλασσική του παιδεία και αξιοποιώντας τις μουσικές σπουδές του.
1972 «4.5.3»
Xωρίς να διεκδικεί δάφνες πρωτοτυπίας, ο τίτλος της πρώτης του δισκογραφικής δουλειάς αναφέρεται στα τραγούδια που αντιστοιχούν στους τρεις ερμηνευτές, δηλαδή στο Σταμάτη Κόκοτα (4), στο Στράτο Διονυσίου (5) και στη Δήμητρα Γαλάνη (3). Τα δώδεκα κομμάτια έχουν το γνώριμο ελαφρολαϊκό ήχο της εποχής και υπογράφονται από εφτά διαφορετικούς στιχουργούς. Μεταξύ άλλων, ακούμε τη Γαλάνη στο «Ήταν μια φορά κι έναν καιρό», σε στίχους Χρήστου Στίππα, μία από τις πολλές μπαλάντες που θα ερμηνεύσει στην πολύχρονη καριέρα της, και τον Κόκοτα στο «Μια παρένθεση και μόνο», σε στίχους Νίκου Βρεττού. Ο Διονυσίου ερμηνεύει την «Αφιλότιμη», σε στίχους Τάσου Οικονόμου, ένα κομμάτι «σήμα κατατεθέν» για τον ίδιο και για το λαϊκό τραγούδι, ενώ επιτυχία σημειώνει και ο «Τρίτος άνθρωπος», σε στίχους Θάνου Σοφού. Με τον πρώτο του δίσκο ο Χατζηνάσιος καταφέρνει να γράψει μεγάλες και -όπως αποδείχτηκε- διαχρονικές επιτυχίες, χωρίς, όμως, να καταθέτει τη δική του μουσική πρόταση.
1973 «Έχει ο Θεός»
Τόσο το εξώφυλλο όσο και ο τίτλος μαρτυρούν πως και ο δεύτερος δίσκος του συνθέτη κινείται σε ανάλογα μονοπάτια. Το «Έχει ο Θεός», βέβαια, περιλαμβάνει τραγούδια ενιαίου ύφους κι αισθητικής, εκτελεσμένα από δύο ερμηνευτές, το Μανώλη Μητσιά και τη Δήμητρα Γαλάνη, και όλους τους στίχους υπογράφει ο Γιάννης Λογοθέτης, ο γνωστός ΛοΓό, προτού αρχίσει να καταθέτει σατιρικά κομμάτια. Τραγούδια όπως «Πάρε τον ηλεκτρικό», «Τα μεσημέρια της Κυριακής», «Έλα να σε κάνω ταίρι», ακόμα και το «Αν μ’ αγαπάς φίλα σταυρό», καθρεφτίζουν την αθώα πτυχή των 70s και γίνονται μεγάλες επιτυχίες. Απ’ την άλλη, το «Τι να πούμε τι» αγγίζει πιο βαθιά ζητήματα, στο «Βρε πώς αλλάζουν οι καιροί» ο συνθέτης μετατρέπει το «Für Elise» του Ludwig van Beethoven σε καρσιλαμά, ενώ στο «Να πέσει να ρημάξει» στήνει έναν άκρως ενδιαφέροντα διάλογο ανάμεσα στο μπουζούκι και στο πιάνο. Ακόμα, λοιπόν, και μέσα από ένα εκ πρώτης όψεως εύπεπτο ρεπερτόριο, ο μεγάλος συνθέτης καταφέρνει να δώσει ψήγματα του ταλέντου του.
1973 «Διαδρομή»
Πιο ώριμος και ολοκληρωμένος, ο τρίτος του δίσκος περιλαμβάνει στίχους του Γιώργου Κανελλόπουλου. Ο νεαρός στιχουργός καταθέτει σπαραχτικά κομμάτια, ντυμένα με ανάλογες μελωδίες, εκτελεσμένα από το Μητσιά («Με λένε Γιώργο», «Χάρε σαν έρθεις») και τη Γαλάνη («Συγγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ», «Μοιάζω μ’ αστείο»). Ανάλογου ύφους το «Πού θα πάει πού θα βγει», σε στίχους Τάσου Οικονόμου, και το «Ήλιε μην κοιτάς» σε στίχους του Ντίνου Δημόπουλου, γραμμένο για την ταινία του «Ο βάλτος», το οποίο περιλαμβάνει μία θαυμάσια πιανιστική εισαγωγή. Ούτε εδώ απουσιάζουν, βέβαια, τα πιο εξωστρεφή κομμάτια, όπως τα «Να ‘χα τα χρόνια σου», «Άστους να λένε» και «Ο Δημητράκης», «Τι καλά» εκτελεσμένα από τους Σταμάτη Κόκοτα και Θέμη Ανδρεάδη αντίστοιχα. Ο δίσκος έγινε χρυσός και σημείωσε τόσο μεγάλη επιτυχία που ο Γιάννης Πάριος επανεκτέλεσε την ίδια χρονιά τα «Πού θα πάει πού θα βγει» και «Συγγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ», με το πρώτο να δίνει και τον τίτλο στον τρίτο προσωπικό του δίσκο.
1974 «Άσπρο μαύρο»
Επιστροφή στο ελαφρολαϊκό ρεπερτόριο, αυτή τη φορά με συνοδοιπόρο τους στίχους της Σώτιας Τσώτου και τις φωνές των Γιάννη Πάριου, Χάρις Αλεξίου, Κώστα Σμοκοβίτη, Δημήτρη Κοντολάζου και Άννας Βίσση. Τα κομμάτια γράφτηκαν για την επιθεώρηση «Κάθε τρύπα και πετρέλαιο» (1974), αλλά δεν ηχογραφήθηκαν ως «τα τραγούδια της παράστασης», αντιθέτως, ακούγονται αποδεσμευμένα από το πλαίσιό της, γι’ αυτό και το «Άσπρο μαύρο» παρουσιάζεται ως αυτόνομος δίσκος. Αποστάγματα λαϊκής σοφίας από τον Πάριο («Όλα μας τα πλούτη»), μεγαλεπήβολα εμβατήρια από τον Κοντολάζο («Εγώ πεθαίνω Θοδωρή») κι ένας συγκινητικός αποχαιρετισμός στο «Παλικάρι» που πηγαίνει στον πόλεμο δια στόματος «Βίσσυ», όπως γραφόταν τότε το επίθετό της, αποτελούν το υλικό του δίσκου, όπου όλα κυλούν «εύθυμα» κι «ασπρόμαυρα», σαν τηλεοπτική σειρά της ΥΕΝΕΔ. Το τελευταίο κομμάτι («Κι όμως κι όμως»), εκτελεσμένο απ’ όλες τις φωνές, αποτυπώνει όλη την αθωότητα του εγχειρήματος.
1975 «Αντιθέσεις»
Δίσκος με δύο μάλλον άγνωστους πλην ικανότατους ερμηνευτές, τον πρόσφατα εκλιπόντα Περικλή Περάκη και την Αιμιλία Νομικού, οι «Αντιθέσεις» περιλαμβάνουν πιο εσωστρεφή τραγούδια, αν και ο συνθέτης δεν δείχνει ακόμα έτοιμος να εγκαταλείψει τη μανιέρα του, όπως φαίνεται κι απ’ το εναρκτήριο κομμάτι («Το ‘πε το ναι», σε στίχους Σώτιας Τσώτου). Ο Μάνος Ελευθερίου υπογράφει δύο από τα πιο ευαίσθητα κομμάτια του δίσκου, τα «Πήρα την άγονη γραμμή» και «Αυτά που λεν’ οι ποιητές», και ο Νίκος Γκάτσος το «Γιαρέμ-Γιαρέμ», ένα από τα πιο πολυτραγουδισμένα κομμάτια του συνθέτη, και «Της μοίρας τ’ αδράχτι». Κορυφαίο και διαχρονικότερο είναι, βέβαια, το «Άνοιξε το παράθυρο», εκτελεσμένο από τον Περάκη σε στίχους Ερρίκου Θαλασσινού, που είχε ήδη ακουστεί στην ταινία του «Ένας νομοταγής πολίτης» (1974) από τον Αντώνη Καλογιάννη.
1976 «Λεύκωμα»
Για πρώτη φορά στην προσωπική του δισκογραφία -εξαιρούνται οι συνθέσεις του για το θέατρο και το σινεμά- ο Χατζηνάσιος καταθέτει ένα έργο που φαίνεται να καθρεφτίζει επακριβώς την αισθητική και τις μουσικές του γνώσεις. Παραμερίζοντας το μπουζούκι, υπογράφει μελωδικές μπαλάντες και προσεγμένες ενορχηστρώσεις διεθνών προδιαγραφών, και μεριμνά για το ηχητικό αποτέλεσμα, μια τακτική που θ’ ακολουθεί για πάντα από ‘δω και πέρα. Ο Κανελλόπουλος φαίνεται εξίσου ώριμος, καταθέτοντας στο «Λεύκωμα» τους πιο δυνατούς του στίχους. Η πρώτη πλευρά περιλαμβάνει πέντε τραγούδια με τη Βίκυ Μοσχολιού, και η δεύτερη ισάριθμα κομμάτια με τη Γαλάνη. Ευρύτατα γνωστό παραμένει το «Ξενύχτησα στην πόρτα σου» και, φυσικά, τα «Γαλάζια σου γράμματα», που έμελλαν να γίνουν «σήμα κατατεθέν» τόσο της Γαλάνη όσο και του Χατζηνάσιου. Πολιτικά μηνύματα και κοινωνικούς προβληματισμούς συναντάμε στα πεσιμιστικά «Κλεισ’ το ραδιόφωνο» και «Είμαστε εμείς», και στα πιο σατιρικά «Πι-πι το παπί» και «Σύρε γιε μου στην Αθήνα», ενώ το τελευταίο κομμάτι («Καληνύχτα σας») συνοψίζει τη γενικότερη μελαγχολία του δίσκου. Η εμπορική επιτυχία ήταν μεγάλη, έστω κι αν στηρίχτηκε σε δύο μόλις κομμάτια, αν και είναι εμφανές πως το «Λεύκωμα» δεν στόχευε σε καμία περίπτωση στα σουξέ.
1977 «Μάθημα Σολφέζ»
Το «Μάθημα Σολφέζ» σε στίχους Σέβης Τηλιακού ερμηνευμένο από τους Πασχάλη, Μαριάννα Τόλη, Robert Williams και Μπέσσυ Αργυράκη δεν μας χάρισε μόνο την πέμπτη θέση στη Eurovision το 1977, αλλά κι έναν ολόκληρο δίσκο. Όσο δύσκολα κι αν μπορεί κάποιος να φανταστεί ελληνική ποπ με πολιτικούς στίχους, ο Χατζηνάσιος καταφέρνει αυτό το πάντρεμα στα «Τι τα θέλεις τώρα», σε στίχους Τάκη Καρνάτσου, εκτελεσμένο απ’ όλη την παρέα, και «Δεν βαριέσαι», σε στίχους Μάνου Ελευθερίου, με τη φωνή του Πασχάλη. Μία, ακόμη, ποπ μπαλάντα ακούμε απ’ τον Williams («Εσύ κι εγώ» σε στίχους Αλέξη Αλεξόπουλου), ενώ το ορχηστρικό «Αγκίστρι», απ’ την ομώνυμη ταινία (1976), στέκεται επάξια δίπλα σε διεθνή lounge και chill out κομμάτια. Όσο για τα «Πώς», με τον Πασχάλη, και «Μάθαμε τον έρωτα», με τον Williams και την Αργυράκη, αμφότερα σε στίχους του Καρνάτσου, εντάσσονται στις πιο αισθαντικές στιγμές του συνθέτη.
1978 «Η Μαρινέλλα του σήμερα»
Η πρώτη του ολοκληρωμένη συνεργασία με τη «Μεγάλη Κυρία του τραγουδιού» του δίνει τη δυνατότητα να πειραματιστεί με διάφορα μουσικά είδη. Λαϊκό ήχο έχουν τα ρυθμικά «Να παίζει το τρανζίστορ» και «Παιδί απ’ την Ανάβυσσο», σε στίχους Μιχάλη Μπουρμπούλη, ενώ στο «Σήμερα», σε στίχους Μίμη Θειόπουλου, προσαρμόζει ένα μουσικό θέμα απ’ την ταινία «Συνωμοσία στη Μεσόγειο» (1975) σε disco ρυθμούς. Τα υπόλοιπα κομμάτια δεν είναι και τόσο εύπεπτα. Ο Μάνος Ελευθερίου καταθέτει τους σουρεαλιστικούς «Τρελούς» κι ένα τραγούδι-αφιέρωμα «Στην Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου», ενώ η μπαλάντα «Δεν είναι που φεύγεις», σε στίχους Μάνου Κουφιανάκη, καθρεφτίζει το λυρισμό του συνθέτη. Στα δύο τελευταία κομμάτια («Σ’ ευχαριστώ», σε στίχους Σοφίας Παπαδοπούλου, και «Δε φταίμε εμείς», σε στίχους Νίκου Βρεττού), επιχειρείται μία συνύπαρξη των κλασσικών ήχων με τις ποπ τάσεις της εποχής. Επομένως, αν κι ο εν λόγω δίσκος είναι σε μεγάλο βαθμό προσανατολισμένος στην περσόνα της Μαρινέλλας, καταφέρνει τελικά ν’ αποτυπώσει και το προσωπικό ύφος του δημιουργού.
1978 «Θα σου χρωστώ»
Την ίδια χρονιά κυκλοφορεί κι η μοναδική ολοκληρωμένη του συνεργασία με τον παλιό του γνώριμο, Σταμάτη Κόκοτα. Το ύφος αναπόφευκτα μας γυρίζει στο πρώτο μισό του ’70, αν και οι ενορχηστρώσεις παραμένουν προσεγμένες. Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, στην πρώτη του συνάντηση με το συνθέτη, υπογράφει, μεταξύ άλλων, τις λαϊκότροπες μπαλάντες «Αγάπη μου πικρή» και «Ας ήμουν δυνατός να σε συγχωρέσω», ενώ εξίσου μελωδικά τα «Παλιοτράγουδα», του πάντα ευαίσθητου Κανελλόπουλου, και το «Μια χαμένη θυσία» σε στίχους Νίκου Βρεττού. Με το «Θα σου χρωστώ» ο Χατζηνάσιος δεν ανανεώνει το ύφος του ούτε πειραματίζεται, αλλά αποδεικνύει πως πλέον διαχειρίζεται το υλικό του με προσοχή κι ευσυνειδησία.
1979 «Εικόνες»
Άλλος ένας ολόκληρος δίσκος με μία φωνή που συνάντησε ουκ ολίγες φορές τη δεκαετία του ’70, αυτή της Δήμητρας Γαλάνη. Με εξαίρεση τα «Ζω», «Κοίτα πράγματα» και «Γρανάζι», σε στίχους Κώστα Τριπολίτη, όπου τα δύο τελευταία ειδικά εντάσσονται στο είδος της ποπ μουσικής, οι «Εικόνες» περιλαμβάνουν μελωδικότατες μπαλάντες, με την αισθαντική φωνή της ερμηνεύτριας και το ευαίσθητο πιάνο του συνθέτη να έχουν τον πρώτο ρόλο. Ο Γιάννης Καλαμίτσης υπογράφει το «Θα σ’ αγαπώ», ένα από τα πιο κλασσικά ερωτικά τραγούδια της ελληνικής δισκογραφίας, και το «Όταν γύρω νυχτώνει», που κέρδισε το Α’ Βραβείο στο Γαλλικό Φεστιβάλ «Rose d’ Or» το 1980. Κλασσικίζουσες επιρροές συναντάμε και στα «Δεν έχουμε να πούμε τίποτα», σε στίχους Κυριάκου Ντούμου, και «Είναι πληγή η αγάπη μου», σε στίχους Κώστα Τριπολίτη. Τέλος, ειδική μνεία πρέπει να γίνει στο «Πάρε μου την τελευταία πνοή», ένα λυρικό κομμάτι σε στίχους Μαρίας-Αλεξάνδρας, προερχόμενο από μια ανέκδοτη όπερα του συνθέτη.