Μαύρη γη, αφιλόξενο τοπίο και το «νέο είδος» συνθέτουν την φανταστική δυστοπία που παρουσιάζεται στην τελευταία δουλειά του Φάνη Σακελλαρίου, «Ηomeward». Η «κίνηση προς το σπίτι» που υποδηλώνει ο τίτλος της, μόνο σε έναν χώρο οικείο δεν οδηγεί. Αν μη τι άλλο, επιδιώκει να εξωθήσει τον θεατή πέρα από την επαναπαυμένη καθημερινότητά του, να τον βάλει σε μία διαδικασία σκέψης και αναστοχασμού και να τον φέρει αντιμέτωπο με τον ίδιο του τον εαυτό και την ανθρώπινη φύση. Τα σκηνικά, η ηχητική επένδυση, η εξαίρετη κινησιολογία και οι ανεξάρτητοι – αλλά ωστόσο αλληλένδετοι – μονόλογοι των τελεστών λειτουργούν άριστα προς την κατεύθυνση μίας διαφορετικής, διαφορετικής για τον καθένα, προσέγγισης την έννοιας «άνθρωπος» και αφήνουν άπλετο χώρο στον θεατή για προβληματισμό. Για την καλλιτεχνική του δουλειά αυτή μίλησε ο Φάνης Σακελλαρίου στο μικρόφωνο, καθώς και για το έργο του συνολικά.
Πώς ξεκίνησε το ενδιαφέρον για τον καλλιτεχνικό αυτόν χώρο;
Η πρώτη μου επαφή με την τέχνη έγινε σε πολύ μικρή ηλικία, νομίζω όταν ήμουν 5 χρονών και οι γονείς μου με έγραψαν σε μαθήματα αρμονίου. Μεγαλώνοντας ήμουν από τα παιδιά που ασχολούνταν περισσότερο με τη θεατρική ομάδα του σχολείου, παρά με τα μαθήματά τους. Νομίζω αυτό που με τράβηξε στην τέχνη είναι αυτό το παραμύθιασμα που όλοι δεχόμαστε στο θέατρο, αυτό δηλαδή που μαγεύει κάθε παιδί. Και ακόμα και τώρα, αυτή είναι και η ισχυρότερη συγκίνηση που παίρνω από ένα έργο τέχνης, ότι δηλαδή έχω την ευκαιρία να μπω σε ένα σύμπαν άλλο, καινούργιο με διαφορετικούς νόμους από την καθημερινή ζωή. Αυτό προσπαθώ να κάνω και στη δουλειά μου, να δημιουργώ κόσμους ολιστικούς που επικοινωνούν περισσότερο με τις αισθήσεις παρά με το λογικό.
Αρχικά, ξεκίνησα τις σπουδές μου ως ηθοποιός αλλά σύντομα κατάλαβα ότι το να ερμηνεύω τις ιδέες άλλων δεν μου είναι αρκετό. Υπήρχαν εικόνες στο μυαλό μου για πράγματα που θα ήθελα να δημιουργήσω στη σκηνή και έτσι συνειδητοποίησα ότι περισσότερο με αγγίζει το κομμάτι της σκηνοθεσίας και γενικά της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Αφού αποφοίτησα από τη δραματική σχολή Εμπρός-θεατροεργαστήριο, έφυγα στο Λονδίνο όπου πρώτα σπούδασα devised theatre στο East 15 Acting School και έπειτα έκανα το μεταπτυχιακό μου πάνω στην performance και το εικαστικό θέατρο στο UAL: Central Saint Martins.
Πώς θα χαρακτηρίζατε τη δουλειά σας (ως προς τη μορφή, τη δυναμική της);
Αυτό που προσπαθώ να κάνω στη δουλειά μου είναι να δημιουργώ κόσμους ζωντανούς που αναπνέουν, κινούνται και εξελίσσονται μπροστά και ανάμεσα στους θεατές. Κάθε δραματουργικό εργαλείο δηλαδή έχει δυναμικό ρόλο, επηρεάζει και επηρεάζεται από τα υπόλοιπα. Το σώμα, ο χώρος, το κείμενο, τα κοστούμια, ο ήχος, το φως είναι για εμένα performers και έτσι προσπαθώ να τα χρησιμοποιώ, με στόχο τη δημιουργία μιας καλλιτεχνικής εμπειρίας που περισσότερο επικοινωνεί με τις αισθήσεις παρά με το λογικό μας. Πιστεύω ότι οι παραστατικές τέχνες είναι ο τόπος που κάθε έκφανση της τέχνης μπορεί να συνυπάρξει και να συνδιαλλαγεί με τις άλλες μέσα σε ένα ενιαίο σύμπαν. Με άλλα λόγια, όλα μαζί τα διαθέσιμα εργαλεία της παράστασης στοχεύουν στη δημιουργία μιας γλώσσας, ενός κώδικα άλλου από το λογικό.
Τα έργα που δημιουργώ τα ονομάζω performances, με την έννοια ότι δεν βασίζονται μόνο σε θεατρικούς κώδικες για να επικοινωνήσουν. Με ενδιαφέρει πολύ ο διακαλλιτεχνικός χαρακτήρας ενός έργου. Για παράδειγμα στο Homeward, θα ήθελα να δω πώς θα επηρεαζόταν η ανάγνωση του έργου αν έλειπαν οι ηθοποιοί και η δράση, και το κοινό ήταν ελεύθερο να εξερευνήσει μόνο τον χώρο, τον ήχο και τα κοστούμια με την μορφή ενός installation.
Ποιες οι βασικότερες επιρροές στην τέχνη σας, από άλλους καλλιτέχνες ή άτομα και καταστάσεις της ζωής σας;
Καλλιτεχνικά είμαι αρκετά επηρεασμένος από τον Antonin Artaud και το θέατρο της σκληρότητας. Η αίσθηση που ήθελε να μεταφέρει στο κοινό του, η οποία περισσότερο σωματική παρά λογική ήταν και οι θεωρίες του σχετικά με την ‘ποίηση εν χώρω’, είναι κάτι που πάντα επεξεργάζομαι όταν δημιουργώ ένα έργο.
Σε πιο θεωρητικό επίπεδο η βιβλιογραφία του ιστορικού θρησκειών Mircea Eliade συνεισέφερε σημαντικά στην κατανόηση από μέρους μου του τι είναι αυτό που θέλω να φτιάξω. Ο Eliade αναλύει τις έννοιες του χώρου, του χρόνου, της δράσης και των συμβόλων για ένα πλήθος αρχαϊκών και πρωτόγονων τελετουργιών και επικεντρώνεται στη σχέση του κοσμικού χάους και της κατασκευασμένης τάξης που εμφανίζεται στον χρόνο της τελετής. Πολύ βασική επιρροή για εμένα είναι και το κίνημα του Μετανθρωπισμού, ένας σχετικά πρόσφατος καλλιτεχνικός και φιλοσοφικός τρόπος σκέψης, σύμφωνα με τον οποίο είμαστε σε μια μεταιχμιακή εποχή, όπου η ανθρώπινη φύση ίσως να έχει τη δυνατότητα να τροποποιηθεί σε τέτοιο βαθμό που να χρειάζεται να ξανασκεφτούμε την έννοια άνθρωπος.
Σημαντική αναφορά είναι και ο Hermann Nitsch, ένας από τους πατεράδες της performance. Τα έργα του, καθαρά εικαστικού και σωματικού χαρακτήρα, ακροβατούν πάνω στα όρια του τι μπορεί κανείς να κάνει σε ένα ζωντανό θέαμα. Οι εικόνες βίας και σφαγής που κατασκευάζει νομίζω μεταφέρουν ακέραιη τη βία που ενυπάρχει στην ανθρώπινη ζωή. Αυτή η ακραία και αμφιλεγόμενη τέχνη με ενδιαφέρει πολύ, όχι επειδή μπορεί να είναι προβοκατόρικη, αλλά επειδή μεταφέρει κάτι αληθινό και δυνατό χωρίς ωραιοποιήσεις. Δεν μπορώ, επίσης, να μην αναφέρω τον Romeo Castellucci. Όταν το θέμα σου είναι το ιερό, η βία και η τελετουργία, σίγουρα κάπως έχεις επηρεαστεί και από εκείνον. Θέλω να πω και για την έμπνευση (και βοήθεια) που μου δίνει η δουλειά του σκηνοθέτη Θάνου Παπακωνσταντίνου, ενός καλλιτέχνη που θαυμάζω και με τον οποίο έχω και τη χαρά να συνεργάζομαι. Πιστεύω ότι το έργο του μεταφέρει αυτήν την πρωταρχική και αληθινή δύναμη που ανέφερα πριν.
Φυσικά έχω επηρεαστεί από καλλιτέχνες των οποίων το έργο φέρει έντονα το θρησκευτικό και το μεταφυσικό στοιχείο, όπως οι πίνακες του William Blake και οι εικόνες της Αποκάλυψης που δημιουργεί. Ωστόσο περισσότερα έχω αντλήσει από τον Πολωνό ζωγράφο Zdzisław Beksiński, στα έργα του οποίου το δίπολο τερατώδες – ιερό είναι πολύ εμφανές. Οι μορφές που κατοικούν στους αποσυντεθειμένους κόσμους που απεικονίζει γεννούν έναν κοσμικό τρόμο, δημιουργώντας την αίσθηση μιας μεγάλης, άγνωστης απειλής, μιας δύναμης πέρα από τα ανθρώπινα. Τα πλάσματα αυτά, που μόνο ως τέρατα θα μπορούσε κανείς να τα χαρακτηρίσει, παρουσιάζονται με τρόπο που θυμίζει αγιογραφίες. Η μακάβρια αυτή τέχνη και το θέμα της ισοπεδωτικής καταστροφής (και του τι μπορεί να κατοικήσει σε μια τέτοια καταστροφή) είναι κάτι που με ενδιαφέρει πολύ.
Τι επιδιώκετε μέσα από την τέχνη σας;
Αρχικά, προσπαθώ να επικοινωνήσω με τον καλύτερο δυνατό τρόπο κάποια βασικά θέματα που με απασχολούν ως άνθρωπο και ως καλλιτέχνη. Με αφορά πολύ η θέση της βίας στη ζωή μας και το κατά πόσο αυτή η βία είναι συνυφασμένη με τη φύση του ανθρώπου. Με ενδιαφέρει επίσης πολύ και η σχέση μας με ό,τι ονομάζουμε θείο και συχνά εξερευνώ καταστάσεις που ξεφεύγουν από το ανθρώπινο επίπεδο.
Μέσα από το έργο μου, επιδιώκω τη δημιουργία ενός κώδικα κατάλληλου να φέρει αυτά τα μηνύματα και να τα μεταφράσει με τον καλύτερο τρόπο. Αυτός ο κώδικας δεν βασίζεται στον λόγο, αλλά είναι περισσότερο αισθητικός και σωματικός. Με ενδιαφέρει, δηλαδή, ο τρόπος που ο θεατής θα βιώσει ένα έργο σε σωματικό επίπεδο και το ποιες αισθήσεις του θα ενεργοποιηθούν στην πρόσληψη αυτού του έργου.
Αυτό που κάνετε, σας έχει αλλάξει προσωπικά ως άνθρωπο και πώς;
Είναι αδύνατο πιστεύω όταν βρίσκεσαι μέσα σε μια δημιουργική διαδικασία να μην επηρεαστείς προσωπικά. Τα έργα που κατασκευάζω δεν βασίζονται σε κάποιο κείμενο που προϋπάρχει, είναι προσωπικές μου δημιουργίες. Για να γίνει αυτό, προϋποθέτει μία μεγάλη δουλειά και έρευνα από πλευράς μου πρώτα από όλα πάνω σε όσα με προβληματίζουν ως άνθρωπο. Χρειάζεται να επενδύσω προσωπικά πάνω σε κάτι για να μπορέσω και να το καταλάβω και να το εξελίξω. Και νομίζω είναι και ζητούμενο για έναν καλλιτέχνη να εξελίσσεται προσωπικά μέσα από το έργο του.
Κάθε φορά που δημιουργώ κάτι, νιώθω ότι καταλαβαίνω λίγο περισσότερο αρχικά εμένα και έπειτα τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνομαι τον κόσμο. Μου είναι σημαντικό να έχω τη δυνατότητα να δώσω σώμα και υπόσταση σε πράγματα για τα οποία δυσκολεύομαι να βρω λέξεις.
Διαβάζοντας το βιογραφικό σας παρατηρεί κάνεις ότι βρίσκεστε σε μια διαρκή αναζήτηση αντικειμένων (σπουδές σε 3 διαφορετικές σχολές, θεματικές των έργων, αλλά και το εύρος των καλλιτεχνικών ενδιαφέροντων σας), καθώς και ότι συγκεντρώνετε στο πρόσωπό σας – σε γενικές γραμμές – τους βασικούς ρόλους δημιουργίας μιας παράστασης. Αυτό είναι κάτι που το επιδιώξατε ή έγινε τυχαία;
Ναι, είναι συνειδητή η απόφαση να εμπλέκομαι όσο περισσότερο μπορώ με πολλές εκφάνσεις της τέχνης και με διαφορετικούς δημιουργικούς ρόλους μιας παράστασης. Υπάρχουν εργαλεία στη μουσική και τον ήχο για παράδειγμα, που μπορούν να επικοινωνήσουν ισχυρότερα κάποια πράγματα από το κείμενο και με διαφορετικό τρόπο. Ο σχεδιασμός ενός χώρου φέρει μηνύματα που το σώμα ενός ηθοποιού δεν θα μπορούσε να φωτίσει με τον ίδιο τρόπο. Και το αντίστροφο φυσικά. Αυτό που εννοώ είναι ότι θέλω να γνωρίζω και να καταπιάνομαι με όσο περισσότερες πτυχές της καλλιτεχνικής δημιουργίας, ώστε να μπορώ να έχω ποικιλία στους τρόπους που εκφράζω κάτι. Αυτό που με ενδιαφέρει στα έργα μου είναι η ολιστική προσέγγιση, η δημιουργία ενός συνόλου, ενός κόσμου και αυτό προϋποθέτει γνώσεις και ικανότητες σε πάνω από μία τέχνη.
Πάντα δυσκολευόμουν να ορίσω τι ακριβώς είμαι, σκηνοθέτης, performer, μουσικός, εικαστικός. Γι’ αυτό και πέρασα την τελευταία δεκαετία της ζωής μου σε διαφορετικά εκπαιδευτικά ιδρύματα και είμαι ευγνώμων που μπόρεσα να το κάνω αυτό. Οι γνώσεις που αποκόμισα και οι άνθρωποι με τους οποίους ήρθα σε επαφή, είχαν μεγάλη ποικιλία και συχνά αντικρούονταν. Αυτό μου έδωσε τη δυνατότητα να φιλτράρω τα πράγματα και να προσαρμόζω όσα μου έδιναν πάνω σε αυτό που ήθελα να κάνω και τελικά να συγκροτήσω μία δική μου δημιουργική μέθοδο.
Δεν μου ήταν ποτέ εύκολο να ταυτιστώ με έναν συγκεκριμένο δημιουργικό ρόλο, γι’ αυτό και όλη αυτή η συνεχής αναζήτηση.
Τι ενέπνευσε το Homeward;
Το Homeward είναι μία δουλειά που έχει ξεκινήσει εδώ και αρκετά χρόνια και συγκεκριμένα το 2018. Για να είμαι ειλικρινής, το Homeward άρχισε από ένα video game που έπαιζα εκείνη την περίοδο, το οποίο με είχε συναρπάσει. Πρόκειται για το Dark Souls 3, ένα παιχνίδι περιβόητο για την τεράστια δυσκολία του και για το πόσο αφιλόξενο είναι προς τον χρήστη. Κεντρικό κομμάτι της αισθητικής είναι το σώμα και κάθε παραμόρφωση και τερατογένεση που αυτό μπορεί να επιφέρει. Το μιαρό και το τερατώδες αγιοποιούνται στον κόσμο του Dark Souls και αυτή ακριβώς η σχέση είναι που με συγκινεί και τροφοδοτεί το Homeward. Ωστόσο η αρχική ιδέα έχει περάσει από αναρίθμητα στάδια επεξεργασίας και αναδιαμόρφωσης από τη στιγμή που επικοινωνήθηκε στους συνεργάτες μου. Η αλήθεια είναι ότι δεν νιώθω πως εμπνεύστηκα το Homeward, αλλά μάλλον ότι οι συντελεστές του συσπειρωθήκαμε γύρω από μία αρχική ιδέα και δουλέψαμε σκληρά για να την εξελίξουμε.
Τι ελπίζετε να αποκομίσει ο θεατής του Homeward; Τι επιδιώκετε δηλαδή να επικοινωνήσετε μέσα από αυτό και γιατί επιλέξατε αυτόν τον τρόπο;
Αυτό που ελπίζω γενικότερα με κάθε έργο μου είναι να επέλθει στον θεατή μία μετακίνηση, όσο μικρή ή μεγάλη μπορεί να είναι αυτή. Αν βγαίνοντας από το θέατρο σκεφτεί κάποια πράγματα με λίγο διαφορετικό τρόπο ή μπει σε προβληματισμούς που υπό άλλες συνθήκες δεν θα τον απασχολούσαν, τότε θα έχει επιτευχθεί ένας από τους βασικότερους στόχους του Homeward. Είναι μια παράσταση που δεν μεταφέρει με ξεκάθαρο τρόπο, στο πιάτο, μηνύματα. Περισσότερο ερωτηματικά εκθέτει στον θεατή και του προτείνει διαρκώς να αναρωτηθεί πάνω σε αυτό που παρακολουθεί.
Το Homeward σε προσκαλεί να μπεις σε μια διαδικασία αποκρυπτογράφησης αυτού που εκτυλίσσεται μπροστά σου και φυσικά σε ένα τέτοιο έργο οι αναγνώσεις είναι περισσότερες από μία. Και αυτό είναι κάτι που με αφορά πολύ. Εγώ έχω κάτι πολύ συγκεκριμένο στο κεφάλι μου σχετικά με το τι είναι το Homeward, αλλά κάθε φορά που ακούω μία νέα οπτική ξαφνιάζομαι και νιώθω ότι ανακαλύπτω κι εγώ κάτι καινούργιο που δεν είχα σκεφτεί. Γι’ αυτό και επέλεξα αυτή τη φόρμα. Σε αντίθεση με πιο ‘παραδοσιακές’ μορφές, όπως είναι το θέατρο, η performance αποπειράται να επικοινωνήσει με πιο έμμεσο τρόπο και να αγγίξει περιοχές που δεν συνδέονται με τη λογική κατανόηση, αλλά περισσότερο με τη συναίσθηση. Δεν σου λέει ότι αυτό που βλέπεις σημαίνει ένα συγκεκριμένο πράγμα, αλλά σε προσκαλεί να δώσεις δικές σου αναγνώσεις.
Θα ξεχωρίζατε κάποιο από τα έργα σας για κάποιον, οποιονδήποτε, λόγο;
Πιστεύω ότι το Homeward είναι το πιο ώριμο και ολοκληρωμένο έργο μου ως τώρα. Νιώθω ότι έχω μείνει όσο το δυνατόν πιο πιστός σε αυτό που ξεκίνησα να κάνω, με όσο το δυνατόν λιγότερες εκπτώσεις. Μου είναι επίσης σημαντικό ότι έχω πάρει πολλά ρίσκα και δεν έχω δουλέψει εκ του ασφαλούς, κάτι πολύ αναζωογονητικό για έναν καλλιτέχνη.
Παρατηρείτε διαφορά στο ελληνικό κοινό από το κοινό του εξωτερικού (ενδιαφέρον, αντίληψη, γνώσεις) ως προς τη δουλειά σας και γενικότερα αυτό το είδος τέχνης;
Αν μιλάμε για το ευρύ ελληνικό κοινό, τότε σίγουρα ναι. Και είναι κρίμα, γιατί νιώθω ότι υπάρχει απλά μία μεγάλη παρεξήγηση, ότι αν κάτι βαφτιστεί ως performance, τότε είναι περίεργο, ακραίο, δυσνόητο. Η αλήθεια είναι ότι χρησιμοποιεί τα ίδια εργαλεία με το θέατρο κατά βάση, απλά επικοινωνεί με διαφορετικό τρόπο και από άλλα μονοπάτια.
Υπάρχουν όμως και κοινότητες ατόμων που στηρίζουν και αγαπούν αυτό το είδος και αυτό μου δίνει αισιοδοξία.
Ωστόσο, δεν νομίζω ότι έχει να κάνει απαραίτητα με την Ελλάδα αυτό και σίγουρα δεν σχετίζεται με τις γνώσεις. Ένα έργο δεν θα έπρεπε να απαιτεί από τον θεατή να έχει πτυχία για να επικοινωνήσει τουλάχιστον στο βασικό του επίπεδο. Ούτε στο εξωτερικό υπάρχει πλήρης αποδοχή αυτής της τέχνης από το ευρύ κοινό. Παρατηρώ όμως ότι είναι ένα είδος τέχνης που περισσότερο επικοινωνεί με πιο νέους ανθρώπους γενικά. Και όλο και πιο πολλοί νέοι καλλιτέχνες εμφανίζονται στο πεδίο αυτό. Νομίζω ότι η γενιά μας έχει αρχίσει να στρέφεται προς μια πιο ολιστική προσέγγιση των παραστατικών τεχνών και να απομακρύνεται σιγά σιγά από ένα κείμενο κρατούμενο θέατρο, αλλά υπάρχει πολύς χώρος ακόμα για να αποκτήσει η performance σημαντική υπόσταση στην Ελλάδα.
Σχεδιάζετε κάτι για το άμεσο μέλλον;
Υπάρχουν κάποια πράγματα για το καλοκαίρι, ένα εκ των οποίων και η Prague Quadrennial, μία από τις μεγαλύτερες διεθνείς εκθέσεις στον χώρο της performance, που λαμβάνει χώρα κάθε τέσσερα χρόνια στην Πράγα, φιλοξενώντας εξαιρετικούς καλλιτέχνες και έργα από όλον τον κόσμο. Είναι μεγάλη μου χαρά να έχουν δεχθεί ένα καινούργιο έργο μου, για την πραγματοποίηση του οποίου είμαι σε διαδικασίες εύρεσης πόρων.