Χρήστος Νικολόπουλος. Ένα όνομα που έχει καθορίσει το λαϊκό τραγούδι των τελευταίων 60 ετών και ένας απο τους σπουδαιότερους δεξιοτέχνης του μπουζουκιού. Από τα 16 του χρόνια έφυγε απο το χωριό του, το Καψοχώρι Ημαθίας, με ένα μπουζούκι στο χέρι και γεμάτος ελπίδες με προορισμό την Αθήνα. Με την επιμονή και το ταλέντο του, κατάφερε να φτάσει στην κορυφή της λαϊκής μουσικής. Δεξιοτέχνης με πεντακάθαρη πενιά. Συνθέτης με στιβαρές και δυνατές μελωδίες. Άνθρωπος δίκαιος και προσγειωμένος. Τόσο προσγειωμένος που πολλοί τον ρωτούν αν έχει αντιληφθεί την αξία του. Μετά απο τα 1.800 τραγούδια που έχει γράψει, σίγουρα την έχει αντιληφθεί, άλλα προτιμά να μένει προσιτός και μακριά από βεντετισμούς. Είχαμε την τιμή να μας δεχθεί στο όμορφό του σπίτι και να μας ξεναγήσει στο στούντιό του όπου εκεί έχουν ηχογραφηθεί μερικά από τα εμβληματικά τραγούδια του. Σίγουρα δημιουργεί δέος να μιλάς με έναν άνθρωπο που γεμίζει με ευκολία τα Καλλιμάρμαρο Στάδιο με 40.000 θεατές και που οι αμέτρητες επιτυχίες του έχουν αγαπηθεί από όλο το πανελλήνιο. Όμως μας μίλησε τόσο φιλικά και εγκάρδια, ξεδιπλώνοντας τόσες αναμνήσεις από την πορεία του, που νιώσαμε άνετα να μιλάμε με ένα ζωντανό θρύλο σαν τον Χρήστο Νικολόπουλο.
Πώς ήταν τα παιδικά σας χρόνια και πότε ήρθατε πρώτη φορά σε επαφή με το μπουζούκι;
Τα παιδικά μου χρόνια ήταν δύσκολα. Δεν έπαιξα σαν παιδί με τους φίλους μου. Δεν είχα αυτό που λέμε ανέμελη παιδική ηλικία. Ο πατέρας μου όλη μέρα έλειπε στο χωράφι για να τα βγάλουμε πέρα. Κι εγώ δούλευα στα χωράφια απο πολύ μικρός. Έπρεπε να σηκώνομαι μια η ώρα τα μεσάνυχτα και να πάω να αλλάξω τους σωλήνες για να ποτίσουμε το βαμβάκι. Πολύ σκληρές αγροτικές δουλειές. Δεν είχα τελειώσει ούτε το δημοτικό. Αλλα έπρεπε να συνεισφέρω γιατί υπήρχε πολλή φτώχεια. Είχα όμως το μεράκι της μουσικής απο παιδάκι. Όποτε γινόταν πανηγύρι, καθόμουν κοντά στα συγκροτήματα και χάζευα. Έπαιζε και ένας ξάδελφός μου ακορντεόν και πήγαινα εκεί κάθε μέρα και έμαθα λίγο ακορντεόν. Μια μέρα πάω σπίτι και βλέπω ένα μπουζούκι! Το είχε πάρει ο αδελφός μου. Ήταν κι αυτός μερακλής. Τελικά δεν έμαθε ο αδελφός μου και έμαθα εγώ.
Μου έκανε μεγάλη εντύπωση ότι πριν αποφασίσετε να ασχοληθείτε με το μπουζούκι, είχατε γραφτεί σε μια σχολή για ηλεκτρολόγους
Ναι. Ηλεκτρολόγος-μηχανολόγος. Κοίταξε, τότε όταν ξεκινούσα, το μπουζούκι ήταν παρεξηγημένο όργανο. Τώρα μιλάμε για πολύ παλιά. Το 1961. Ο μπουζουξής τότε ήταν σαν αλήτης ας πούμε. Υπήρχε και προϊστορία με τις απαγορεύσεις και ο πατέρας μου δεν ήθελε να μάθω μπουζούκι με τίποτα! Πήγα σε διάφορα επαγγέλματα σαν παιδί. Ήρθε κάποια στιγμή που έβγαλα το δημοτικό και ο πατέρας μου με έγραψε σε μια σχολή εκεί στην Αλεξάνδρεια. Ήταν μια πολύ καλή σχολή, η οποία εξελίχθηκε και έγινε ο Δημόκριτος στην Θεσσαλονίκη. Έμαθα πολλά πράγματα εκεί που μου έχουν χρησιμεύσει στη ζωή μου επειδή μου αρέσει να μαστορεύω. Μάλιστα η πρώτη μου ταυτότητα έγραφε Ηλεκτρολόγος-μηχανολόγος. Εγώ όμως παράλληλα έπαιζα μπουζούκι και έβλεπε ο πατέρας μου ότι δεν ξεκολλάω. Αφού πια το αποδέχθηκε, με έγραψε σε μια σχολή στην Αλεξάνδρεια να μάθω μπουζούκι. Αποδείχθηκε ότι ήμουν πολύ καλός. Σε πέντε μήνες ήξερα να διαβάζω θεωρία. Πρίμα βίστα κιόλας! Βέβαια δε μου άρεσε πολύ η θεωρία. Πιο πολύ μου άρεσε το αυτοδίδακτο. Εκεί γνώρισα κάποιους μουσικούς. Ο ένας θα πήγαινε φαντάρος και μου πρότειναν να τον αντικαταστήσω. Έτσι άρχισα να παίζω σε αυτό το τοπικό συγκρότημα. Ο πρώτος καιρός ήταν δύσκολος. Είχα άγχος. Παίζαμε μέχρι πολύ αργά. Νύσταζα κιόλας. Όλο χασμουριόμουν! 13 χρονών ήμουν μόνο. Μέχρι τότε είχα παίξει μόνο σε κοντινά μέρη. Σε γάμους, σε πανηγύρια. Ακόμα και σε τσιγγάνικο γάμο έχω παίξει… Σε μια γιορτή που είχε γίνει στο χωριό μου, είχε έρθει ένα συγκρότημα απο Θεσσαλονίκη. Ήταν πολύ καλής κατηγορίας μουσικοί. Ο χωριανός ο επιχειρηματίας τους λέει: «Θα παίξει και ένα παιδί από το χωριό» και έτσι έπαιξα μαζί τους. Τότε ένας από τους μουσικούς μου λέει «Δεν έρχεσαι να παίξεις στην Κοζάνη σε ένα κέντρο;» Του λέω «Ευχαρίστως» και πράγματι με ειδοποίησε ο άνθρωπος και πήγα σε ένα κέντρο στην Κοζάνη. Κέντρο κανονικό. Όχι πανηγύρια. Θυμάμαι έφερναν γνωστούς καλλιτέχνες απο την Αθήνα που έκαναν περιοδεία. Σε μια περιοδεία είχε έρθει η Μάγια Μελάγια αν την έχεις ακουστά, ο Ζακ Ιακωβίδης, ο Τώνης Δήμας, ο Μικρός Τσιγγάνος και όλοι μου έλεγαν “γιατί δεν έρχεσαι Αθήνα;” και πες, πες, κάποια στιγμή λέω του πατέρα μου «Θα φύγω για Αθήνα». Μου λέει «Τι να σου πω; Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να σου δώσω την ευχή μου και ένα χαρτζιλίκι για τις πρώτες μέρες». Ήμουν μόλις 16 χρονών. Έτσι λοιπόν ξεκίνησα. Μου έβγαλε το εισιτήριο ο πατέρας μου, μπήκα στο λεωφορείο και σιγά-σιγά, απο την παλιά Εθνική, έφτασα Αθήνα. Χάζευα τα παράξενα. Το πρώτο πράγμα που είδα ήταν μια κεραία μετά τη Μαλακάσα. Δεν ξέρω αν την έχεις δει.
Ναι. Ξέρω ποιά λέτε. Τη ραδιοφωνική κεραία στον Άγιο Στέφανο.
Ναι. Τη Ραδιοφωνική. Ήταν το πρώτο πράγμα που είδα και λέω «Τι είναι αυτή η μεγάλη κεραία; Τι είναι αυτό το πράγμα;»
Πώς ήταν ο πρώτος καιρός στην Αθήνα; Πώς προσαρμοστήκατε;
Είχα στην Αθήνα ένα γνωστό μου που ήταν τραγουδιστής, τον Βλαδίμηρο Χαραλαμπίδη και τον πρώτο καιρό έμενα μαζί του. Στην Ακαδημία Πλάτωνος στην οδό Μαυροματαίων. Του ζήτησα να με πάει στο καφενείο των μουσικών που συχνάζουν όλοι οι λαϊκοί μουσικοί. Κι έτσι πήγα με το μπουζούκι να ζητήσω δουλειά. Ήταν στην πλατεία Βερανζέρου. Την πρώτη φορά πήγα με τον συγκάτοικό μου και ύστερα πήγαινα μόνος μου. Δεν ήταν όμως το όνειρό μου αυτό. Δεν πήγα με σκοπό να γίνω αυτός που είμαι. Ήθελα να κάνω μεροκάματα και να προσπαθήσω για κάτι καλύτερο. Εκεί με γνωρίσανε και μου λέγανε οι παλιότεροι «βγάλε παίξε με το μπουζούκι». Έβλεπα το θαυμασμό τους γιατί ήμουν πολύ καλός από τα πρώτα μου βήματα. Έπαιζα καθαρά. Είχα αρχίσει να μαθαίνω τους μουσικούς δρόμους χωρίς να μου τους διδάξει κάποιος. Ειδα ότι με αποδέχθηκαν. Απο εκεί βρήκα κάτι ατζέντηδες και μου κλείσανε τις πρώτες δουλειές. Έτσι ξεκίνησα στην Αθήνα.
Ποια ήταν η πρώτη δουλειά που κλείσατε σε μαγαζί;
Εκεί στην Ακαδημία Πλάτωνος, στη στάση ακριβώς υπήρχε μια ταβέρνα μικρούλα. “Του Μανωλιά”. Εκεί όταν πέρναγα για να πάω στο καφενείο των μουσικών, έκαναν πρόβα κάτι μουσικοί. Ήταν ο Γιάννης ο Κυριαζής. Ένας παλιός ρεμπέτης που λέει το “Τι όμορφη που είσαι όταν κλαίς“, Πολύ καλός ρεμπέτης. Κάθε μέρα περνούσα. Με γνωρίσανε κι αυτοί και αφού έκανα μια περιφορά σε διάφορα κέντρα στην Πλάκα, στην Κρήτη, στη Θεσσαλονίκη, στην Κόρινθο, κάποια στιγμή έφυγε το μπουζούκι τους από εκεί και μου λένε «Δεν έρχεσαι να παίξεις;» Κι έτσι πήγα συμπληρωματικός και άρχισα να παίζω εκεί. Δεν παίρναμε μεροκάματο κανονικό, αλλά επειδή υπήρχε πείνα, δουλεύαμε με ποσοστά, 20% από τις εισπράξεις. Μου έκανε πολύ καλό αυτό. Παράλληλα πήγαινα και στο καφενείο των μουσικών και γνώρισα κι άλλους μουσικούς. Με φωνάζανε σε κάποια στούντιο τσάμπα να παίζω. Άρχισα να παίζω σε ηχογραφήσεις… Όλα αυτά που σου λέω γίνανε πολύ γρήγορα. Έμεινα με ένα άλλο φίλο μου μετά από το αυτό. Με έναν άλλο τραγουδιστή, ο οποίος είναι ακόμα φίλος μου και είναι και κουμπάρος μου, ο Γιάννης Γρηγοριάδης, ο οποίος ήταν πιο ώριμος και μεγαλύτερος από μένα. Έτσι μπήκα μέσα στο χώρο. Έγραφε και αυτός λίγα τραγούδια και άρχισα σιγά σιγά στα στούντιο να γνωρίζω κάποιους καλύτερους μουσικούς όπως τον Στέλιο το Ζαφειρίου τον δεξιοτέχνη. Με φώναζε αυτός σε καλύτερες εταιρίες και πληρωνόμουν και άρχισα να μπαίνω πλέον κανονικά στο επάγγελμα.
Όλοι οι μεγάλοι συνθέτες έχουν κάποιον ήρωα, κάποιο πρότυπο που το άκουγαν μικροί και θα ‘θελαν να του μοιάσουν. Εσείς ποιούς είχατε σαν πρότυπα;
Πιστεύω πως το 80% των δεξιοτεχνών του μπουζουκιού έχουν τον Χιώτη για πρότυπο. Και εγώ αυτόν είχα. Σε αυτού τα πατήματα μελετήσανε όλοι γιατί ήταν πολύ μπροστά για εκείνη την εποχή. Τα ταξίμια που έκανε, τα τραγούδια που έγραφε, ήταν διαφορετικά από των άλλων. Ήταν όλα δεξιοτεχνικά. Μάλιστα το 1969 έως το 1970 έπαιξα και μια σεζόν μαζί του και φυσικά ήταν το όνειρό μου.
Είστε στο επάγγελμα απο πολύ μικρός. Τι έχει αλλάξει από το τρόπο που διασκεδάζει ο Έλληνας τότε από τώρα; Λένε ότι τότε ήταν πιο αυθόρμητος.
Κοίταξε, επειδή εγώ ήμουνα πάντα στη μάχη και ακόμα είμαι, έχει αλλάξει η διασκέδαση τραγουδιστικά αλλα και η δομή που γράφονται τραγούδια. Σήμερα όμως είναι καλύτερη η διασκέδαση. Σήμερα πάνε σε ένα κέντρο 2.000 άτομα και τραγουδάνε, χορεύουνε όλοι μαζί πάρα πολύ ωραία και πολιτισμένα. Τότε γίνονταν φασαρίες γιατί είχαμε τις παραγγελιές. Ο πελάτης μπορούσε να παραγγείλει στην ορχήστρα να παίξει ένα τραγούδι και αυτός που ειχε κάνει την παραγγελιά σηκωνόταν στην πίστα να το χορέψει. Όμως επειδή το είχε ζητήσει αυτoς, θεωρούνταν πολύ προσβλητικό να σηκωθεί και κάποιος άλλος να χορέψει. Εκεί γινόντουσαν πολλές παρεξηγήσεις και πλακωνόντουσαν. Γίνονταν πολλά τέτοια περιστατικά… Η διασκέδαση είναι πολύ καλύτερη σήμερα. Τώρα που μιλάμε βέβαια, υπάρχει κρίση και ο κόσμος περνάει δύσκολά. Πάντα όμως περνούσε δύσκολα, αλλα έβρισκε τον τρόπο να βγει. Είμαστε της διασκέδασης.
Πείτε μου για τους παλιούς συνθέτες και τραγουδιστές που συνεργαστήκατε.
Τώρα να σου τα βάλω μια σειρά. Σαν πρώτο μεγάλο όνομα δούλεψα το 1964 με τον Μανώλη Αγγελόπουλο. Πολύ άνετος τύπος, λαϊκό παιδί, με χιούμορ πολύ… Απο φωνή δεν το συζητάμε. Θα μπορούσε να καταξιωθεί περισσότερο αλλά πέθανε νωρίς. Μετά δούλεψα για μιάμιση σεζόν με τον Καζαντζίδη γιατί σταμάτησε να τραγουδάει. Μετά πήγα αμέσως με την Πόλυ Πάνου για δυο-τρεις σεζόν. Μετά είχα πια αναγνωριστεί και με ζητούσαν τα καλά μαγαζιά. Δούλεψα με τον Διονυσίου και τον Πουλόπουλο στο Καν Καν. Υπάρχει και τώρα αυτό το μαγαζί, αλλα τότε ήταν καινούριο και ήταν πάρα πολύ ωραίο με μαέστρο τον Μίμη Πλέσσα. Μέσω του Ζαφειρίου γνώρισα και τον Ζαμπέτα. Αυτός με σύστησε. Ο Ζαμπέτας είχε το γούστο να βαζει πολλά μπουζούκια στην ορχήστρα και έπαιζα κι εγώ και ο Ζαφειρίου μαζί του. Παίζαμε μαζί με τον Ζαμπέτα στις ταινίες, σε μαγαζιά… Μετά πήγα στη Νεραϊδα, ένα κέντρο τότε που ήταν ξακουστό, πήγαινε ο Ωνάσης, κλπ. Μετά πήγα σε ένα άλλο κέντρο την Φαντασία, την παλιά την Φαντασία, όχι αυτή που είναι τώρα. Ήταν απέναντι από την πύλη του Ελληνικού. Ωραίο κέντρο. Δίπλα στη θάλασσα. Κάποια στιγμή πήγα στρατιώτης για σχεδόν δύο χρόνια. Γύρισα, όμως και υπηρετούσα εδώ Αθήνα και δούλευα τα βράδια με βασανιστικό τρόπο, πάρα πολύ βασανιστικό τρόπο.
Ήσασταν σολίστας και σε κομμάτια άλλων συνθετών.
Ακριβώς. Άρχισα να παίζω σαν μόνιμος στη Μinos. Συνέχεια. Στούντιο κάθε μέρα.
Για ποιους έχετε παίξει; Ξέρω σίγουρα για Θεοδωράκη και Μούτση.
Και για ποιους δεν έχω παίξει! Για όλους. Για το Θεοδωράκη όχι και τόσο πολύ. Στον Καλδάρα έχω παίξει σε όλα τα κομμάτια. Στο Λοϊζο στο 89%, στον Κουγιουμτζή σε όλα, στο Ζαμπέτα πάρα πολλά.
Οπότε ουσιαστικά είστε και από την πλευρά του συνθέτη και από την πλευρά του σολίστα.
Μα η δουλειά μου ήταν σολίστας ώσπου να καθιερωθώ σαν συνθέτης.
Οι άλλοι συνθέτες ήταν ανοιχτοί και σε αυτοσχεδιασμούς των μουσικών και τι διαφορές έχει το στούντιο σήμερα με τότε;
Κοίταξε, καταρχάς τότε οι άνθρωποι ήταν μεγαλωμένοι με άλλα ήθη και αρχές. Όχι ότι και η αθωότητα τότε ήταν 100% στους ανθρώπους, αλλά υπήρχε μία φερεγγυότητα. Ο λόγος ήταν στο χέρι σου. Εγώ δεν υπέγραφα συμβόλαια ποτέ στα κέντρα. Υπήρχε λόγος. Τέλος πάντων και σαν νοοτροπία οι συνθέτες και σαν άνθρωποι ήταν να κάνουμε πρόβες, να μας δείξουν το κομμάτι, μας το δίδασκαν για να μάθουμε να το παίξουμε. Αλλά κι εμείς ήμασταν πέντε έξι δεξιοτέχνες, ο οποίοι ήμασταν άριστοι. Πριν προλάβει να μας το δείξει ο συνθέτης, το ‘χαμε μάθει. Βάζαμε εμείς τις απαντησούλες ανάμεσα στο τραγούδι και προχωρούσε. Οι περισσότεροι συνθέτες ήταν άρτιοι και ολοκληρωμένοι. Δηλαδή ξέρανε ακριβώς τι θέλανε. Κάποιοι -πολύ λίγοι- τους βοηθούσαμε.
Πότε γράψατε το πρώτο σας τραγούδι που δισκογραφήθηκε;
Όπως είπαμε, με τον φίλο μου που έμενα στην αρχή, αυτός με μύησε να γράφω τραγούδια γιατί έγραφε κι αυτός. Αυτό έγινε απο πολύ νωρίς. Πριν ακόμα πάω με τον Καζαντζίδη. Είχα ήδη τα πρώτα μου τραγούδια και αυτός ο φίλος μου τραγουδούσε. Του και έδωσα κάποια τραγούδια δικά μου στην συνέχεια. Μετά, το 1965 όταν πήγα να παίξω μπουζούκι με τον Καζαντζίδη, είχα έτοιμα τέσσερα τραγούδια και τα έπαιξα στη Μαρινέλλα να μου πει τη γνώμη της. Μου είπε ότι είναι πολύ καλά και να πάω εγώ στον Καζαντζίδη. Το είπε στον Καζαντζίδη, τα δώσαμε στο στιχουργό το Βίρβο τα δύο και τα άλλα δύο στον Πυθαγόρα. Μεγάλα ονόματα τότε. Και λίγο αργότερα τα τραγούδησε ο Καζαντζίδης και τα συμπεριέλαβε σε δύο δισκάκια.
Πώς νιώσατε που ο κόπος σας ανταμείφθηκε και είδατε τα δισκάκια σας να μπαίνουν στα Τζουκμποξ; Θα ήταν ικανοποίηση φαντάζομαι.
Πολύ μεγάλη ικανοποίηση αλλα εγώ σαν άνθρωπος δεν καταλαβαίνω τα μεγέθη. Δεν θέλω να παίρνουν τα μυαλά μου αέρα. Είναι και στο χαρακτήρα του ανθρώπου. Εγω έχω γεννηθεί με ένα φυσικό χάρισμα ας πούμε. Είμαι πάντα ψύχραιμος. Θέλω οι άνθρωποι να είναι προσεγγίσιμοι, όπως κι εσύ που με πήρες και μιλήσαμε και δώσαμε ραντεβού. Οι άλλοι που ήταν ψηλομύτηδες και υπερόπτες δεν μου ταιριάζανε. Και γι αυτό μου λένε και πολλοί σήμερα αν κατάλαβα ποιος είμαι, αν κατάλαβα το μέγεθός μου.
Πραγματικά ενώ έχετε καθορίσει το λαϊκό τραγούδι στην Ελλάδα τα τελευταία 60 χρόνια, είστε πολύ προσιτός.
Γνωρίζω τι πέτυχα φυσικά, αλλά εντάξει… Συνεχίζω απλά.
Πότε αποφασίσατε να ηγηθείτε ενός σχήματος;
Από τότε που ξεκίνησα ήμουν στη μάχη κάθε μέρα. Στα μαγαζιά και το στούντιο. Είχα μια πολύ μεγάλη συμπάθεια από τον κόσμο. Άρχισαν να με γνωρίζουν. Κυρίως από τότε που ήμουν με τον Νταλάρα γιατί μετά από όλα τα ονόματα που σου ανέφερα, κατέληξα στον Νταλάρα και συνεργαστήκαμε για πολλά χρόνια. Έβλεπα από τον κόσμο μια συμπάθεια και μια αναγνώριση. Και ο Γιώργος ο Νταλάρας με προωθούσε πολύ. Έτσι το 1985 αποφάσισα να κάνω δικό μου συγκρότημα. Να γίνω αρχηγός του σχήματος. Πήγα σε ένα κέντρο. Το μαγαζί λεγόταν »Νταλίκες». Ήταν στο Γαλάτσι εκεί στην Αγίας Γλυκερίας. Έψησα και την Ελευθερία Αρβανιτάκη, η οποία ήθελε να αποχωρήσει από τη δουλειά. Είχε φύγει από την Οπισθοδρομική Κομπανία και ήταν και πολύ ερωτευμένη με έναν κύριο και ήθελε να παρατήσει το τραγούδι. Εγώ το έμαθα και πήγα την βρήκα και πες, πες την έπεισα και ήρθε!
Πάλι καλά (γέλια)
Πάλι καλά και το λέει η κοπέλα και τώρα ότι αν δεν ήμουν εγώ δεν θα ήταν στη δουλειά. Ήρθε λοιπόν στις Νταλίκες και έγινε ο χαμός. Έκατσα τρία-τέσσερα χρόνια εκεί. Το αδιαχώρητο. Για να κλείσεις τραπέζι ήθελες 15 μέρες. Ήταν τότε που είχαν γίνει της μόδας τα συνοικιακά κέντρα.
Πώς το αντιμετώπισε το συνάφι σας όλη αυτή την επιτυχία; Ρωτάω επειδή ξέρω ότι ο χώρος είναι πολύ ανταγωνιστικός.
Εκεί είχα πρόβλημα. Σε κάποιους δυστυχώς που δεν ήταν της δικιάς μου λογικής, δεν τους άρεσε η επιτυχία μου. Δηλαδή έπαιρνα εκεί τις Νταλίκες ένα σολίστα του βιολιού, τώρα να μην πούμε ονόματα, και έβλεπα ότι έχει πρόβλημα. Ζήλευε. Τους μπουζουξήδες που έπαιρνα τους έδινα λεφτά πολλά. Έβγαζαν πολύ καλό μεροκάματο. Αλλά κι αυτοί είχαν πρόβλημα. Ήταν συνέχεια μουτρωμένοι. Όλο ψιθυρίσματα κακίες πίσω απ’ την πλάτη μου. Αντιμετώπισα πολλά τέτοια θέματα δυστυχώς από μπουζουξήδες αλλά και από σολίστες γενικότερα. Και έπειτα… Κάποια στιγμή είπαν ότι το ΠΑΣΟΚ με ανέδειξε και μου το ‘πε και κατάμουτρα ένας! Και του λεω «Ναι ρε συ και τα τραγούδια μου τα έγραψε ο Τσοχατζοπουλος» (γέλια). Τέλος πάντων, είχα πολλά τέτοια στενάχωρα πράγματα. Ενώ εμένα ο χαρακτήρας μου μόλις κάποιος συνάδελφός μου κάνει επιτυχία, λέω «Πω πω! Μπράβο το παιδί.»
Το λαϊκό τραγούδι του σήμερα δεν έχει καμία σχέση με το λαϊκό τραγούδι του ’60, ’70, του ’80. Είναι νοθευμένο με ποπ στοιχεία, ανατολίτικα στοιχεία, ευρωπαϊκά στοιχεία. Δηλαδή λέμε “λαϊκό” αλλά δεν εννοούμε το λαϊκό που παίζετε εσείς καλή ώρα. Πότε έγινε αυτή η μετάβαση;
Το λαϊκό τραγούδι άρχισε να μεταλλάσσεται πριν από πολλά χρόνια. Ο Ζαμπέτας ήταν ο πρώτος που το εξευγένισε. Μετά βγήκε ο Θεοδωράκης, ο Χατζιδάκις, ο Ξαρχάκος…
Ναι, αλλά μέχρι εκεί μπορούμε να πούμε ότι είναι ακόμα λαϊκό με πρωταγωνιστή το μπουζούκι.
Ναι. Μετά βγήκε ο Βοσκόπουλος που έδωσε άλλο στυλ με βιολιά, τέτοιες ορχήστρες… Υπήρχαν κάποιοι που έκαναν τους μοντέρνους σε αυτό το στυλ. Ο Τζον Τίκης ας πούμε. Μπήκε και το συνθεσάιζερ στο λαϊκό τραγούδι. Εδώ και μια 20ετία, το τραγούδι άρχισε να παίρνει άλλη τροπή, να γίνεται λίγο ποπ, να μην ακούς μπουζούκι πια. Ακόμα και τα ραδιόφωνα όταν ακούνε μπουζούκι βγάζουν σπυριά! Τα περισσότερα. Όχι όλα. Και έτσι άλλαξε η κατάσταση. Εντάξει, τώρα τι να κάνουμε; Αυτή είναι η κατάσταση. Ευτυχώς που υπάρχουν δυο διαφορετικά είδη που το ένα είναι πιο υγιές: το έντεχνο.
Θα σας πω την διαφωνία μου σε αυτό. Το έντεχνο όντως αντιπροσωπεύει το ωραίο λαϊκό τραγούδι και υπάρχουν πολύ αξιόλογα τραγούδια έντεχνα που βγαίνουν, αλλά απευθύνονται σε ένα κοινό πολύ εξειδικευμένο. Δεν είναι το λαϊκό το mainstream, που το ακούει ο λαός. Το έντεχνο απευθύνεται σε μία ομάδα ανθρώπων πολύ ειδική.
Βέβαια, έτσι είναι. Είναι πιο ειδικό ακουστικό είδος έχει όμως πιο υγιή στοιχεία. Δεν έχει τη λούπα που βάζουμε στον εργάτη (γέλια). Είναι πιο εξευγενισμένο τραγούδι. Φυσικά, όπως λες κι εσύ, οι μεγάλοι έντεχνοι δεν θα μπορούσαν να κάνουν αυτό που κάνει ο Μαζωνάκης, να δουλεύει δυο μέρες την εβδομάδα και να γεμίζει. Πάνε στο Σταυρό του Νότου, κάνουν δυο εμφανίσεις και μετά του χρόνου πάλι. Το ποπ αυτού του είδους είναι πιο εμπορικό.
Οι μεγάλοι ραδιοφωνικοί σταθμοί δουλεύουν με playlists -δεν το κρύβουν άλλωστε-. Δίνουν μια λίστα στους ραδιοφωνικούς παραγωγούς και τους λένε «αυτά θα παίξεις». Δεν μπορεί κάποιος παραγωγός να βρει ένα τραγούδι που να του αρέσει και να το βγάλει στον αέρα. Αν δεν είναι στην playlist, δεν μπορεί να το παίξει. Τι προβλήματα δημιουργεί αυτό στη μουσική;
Δημιουργεί πρόβλημα γιατί δεν μπορεί να αναδειχθεί ένα νέο τραγούδι. Επιτυχίες μεγάλες λαϊκές δεν γίνονται πια. Δηλαδή δεν συμβαίνει αυτό που συνέβαινε εκείνα τα χρόνια, που ήταν το λαϊκό τραγούδι μπροστάρης. Σε αυτό παίζουνε ρόλο τα ραδιόφωνα. Δεν αναδεικνύουν, δεν στηρίζουν κάποιο τραγούδι που να αξίζει, να το μεταδώσουν όλοι. Είναι ολα ό,τι εντολή πάρουν. Και σε αυτό βέβαια, ρόλο παίζουν οι λίγες δισκογραφικές εταιρίες που έχουν απομείνει, οι οποίες έχουν μετατραπεί σε μεσίτες. Κλείνουν τους καλλιτέχνες και παίρνουν ποσοστά. Δεν υπάρχει δισκογραφία. Υπάρχει το διαδίκτυο που είναι ένα χάος.
Θα μπορούσε να πει κανείς πως το ραδιόφωνο έχει χάσει τη δυναμική του γιατί τώρα πιά έχει περιοριστεί ο κόσμος που το ακούει. Το διαδίκτυο όμως είναι κάτι ελεύθερο που μπορεί θεωρητικά να αναδείξει αξιόλογα τραγούδια.
Κοίτα, ψηφιακά και η κουτσή Μαρία μπορεί να ανεβάσει ότι θέλει και έτσι χάνεται το καλό.
Ναι, είναι τόση η πληθώρα της πληροφορίας που δεν ξέρεις πού να κατευθυνθείς.
Άσε που οι δισκογραφικές έχουν μπει και εκεί και αγοράζουν views για να εντυπωσιάζουν. Να, πήρα μια τραγουδίστρια τώρα σε μια εκπομπή και ένα τραγούδι που είπε έχει 5.000.000 views! Οπότε χάνει την έννοια η αξία του τραγουδιού. Δεν ξέρω πού θα βγάλει αυτό.
Το λαϊκό έχει πολλούς δρόμους και ρυθμούς, το ζεϊμπέκικο, το απτάλικο, το καμιλιέρικο, το χασάπικο. Εσάς ποιό σας γοητεύει περισσότερο;
Όλους τους δρόμους τους κατέχω πάρα πολύ καλά, λόγω της εμπειρίας μου και με αυτούς που έπαιξα έμαθα πολλά πράγματα και μου αρέσουν όλοι οι δρόμοι όλοι οι ρυθμοί όμως εμένα μου αρέσει πάρα πολύ το ζεϊμπέκικο. Έχω γράψει τραγούδια άλλων χρωμάτων εντελώς. “Της καληνύχτας τα φιλιά” για παράδειγμα είναι ένα εντελώς διαφορετικό. Έχω κάνει και ένα βιβλίο που είναι στο ΝΑΚΑ με τους ελληνικούς λαϊκούς δρόμους. Γράφω σε όλους τους ρυθμούς.
Τι ρίζες έχει ο κάθε δρόμος; Εσείς φαντάζομαι σαν δεξιοτέχνης θα έχετε μελετήσει και την προέλευση του κάθε είδους.
Τα περισσότερα είδη είναι από τη Μικρά Ασία. Οι Μικρασιάτες καλλιτέχνες που ήρθανε, αυτοί τα φέρανε. Ήρθαν πολύ μεγάλοι μουσικοί, όπως ο Τούντας, ο Παπάζογλου, οι παλιοί αυτοί ήταν πολύ μεγάλοι μαέστροι γιατί προέρχονταν από μια κοινωνία μεγαλοαστών και ήταν όλοι με σπουδές θεωρίας. Έγινε μια μίξη γνώσεων απο εκείνους τους δρόμους που ήρθαν από την Ανατολή με τους ελληνικούς τους ρεμπέτικους. Πιστεύω ο Τσιτσάνης ήταν αυτός που κατά την άποψή μου καθιέρωσε το λεγόμενο λαϊκό τραγούδι. Με συγκεκριμένη δομή, με συγκεκριμένους καθαρά δρόμους χωρίς μόρια. Ο Τσιτσάνης τους καθιέρωσε και πάνω πάτησε και ο Θεοδωράκης και όλοι εμείς, αναπτύσσοντάς το ο καθένας με την έμπνευσή του.
Εκπέμπετε ψυχραιμία, μεθοδικότητα, και σοβαρότητα. Είστε και στη ζωή έτσι;
Είμαι σοβαρός εκεί που πρέπει. Με τους φίλους μου που τους εμπιστεύομαι είμαι πολύ διάχυτος. Μου αρέσει η πλάκα, το χιούμορ. Πηγαίνω σε καφετέριες με φίλους μου, κάνουμε καλαμπούρι. Είμαι κι εγώ ένας άνθρωπος φυσιολογικός. Είμαι ψύχραιμος όμως.
Νομίζω ότι χάρις στον χαρακτήρα σας έχετε προστατευτεί και από κακοτοπιές της νύχτας. Ξέρουμε ότι πολλοί συνάδελφοί σας μουσικοί κάνουν καταχρήσεις. Τι φιλοσοφία έχετε πίσω από αυτό και πώς τους βλέπατε όλους τους άλλους που έκαναν αυτές τις καταχρήσεις;
Εγώ ούτε τσιγάρο έκανα, ούτε ποτό έπινα, ούτε τίποτα. Πιστεύω πως η χαρά είναι πράγμα που σου το δίνει η ζωή, δεν πρέπει να το αντλήσεις τεχνητά. Εγώ βγαίνω στη θάλασσα και πετάει η ψυχή μου. Έχω ένα βαρκάκι που πάει βόλτες και τρελαίνομαι. Αυτή είναι η χαρά. Όταν δω τα εγγόνια μου μου, αλλάζουν την αισθητική μου, την καθημερινότητά μου.
Όταν ήσασταν νέος, υπήρχαν παλιοί μουσικοί που σας λέγανε «κάνε λίγο από αυτό, δοκίμασε λίγο από ‘κείνο»;
Ε βέβαια! Πώς δεν υπήρχαν! Και μου λέγανε «Εσύ πώς παίζεις χωρίς να καπνίζεις;» (γέλια). Και τους έλεγα «Και εγώ απορώ πώς παίζετε εσείς που παίρνετε ουσίες και που είσαστε συνέχεια λιώμα!»
Σας αρέσει να πειραματίζεστε με καινούριες φωνές. Είναι γνωστό αυτό. Ποιούς καλλιτέχνες έχετε ανακαλύψει και τους έχετε αναδείξει επιλέγοντάς τους;
Είναι δύσκολο να το λέει κανείς αυτό, γιατί ο καθένας έχει ένα αστέρι. Εγώ κάποιους έσπρωξα να καλυτερέψουν την αξία τους. Υπήρχαν και συμπτώσεις. Τον Πασχάλη Τερζή, όταν τον γνώρισα και τον θαύμασα σαν πολύ καλό τραγουδιστή ήταν στην Θεσσαλονίκη και γέμιζε μαγαζιά χωρίς να κάνει δισκογραφία. Του είπα «Είσαι πολύ καλός και θα προσπαθήσω να σε βοηθήσω» και μου απάντησε «Ξέρεις πόσοι μου το είπαν αυτό;» Του έκανα δύο δίσκους σε μια μικρή εταιρεία στη Θεσσαλονίκη. Μετά τον σύστησα σε μια μεγάλη εταιρεία και σιγά-σιγά βρήκε το δρόμο του που του άξιζε
Λένε ότι υπάρχουν καλλιτέχνες που σίγουρα έχουν πολύ καλή φωνή, αλλά τους καταπίνει η πίστα. Δηλαδή δεν έχουν γκελ στον κόσμο. Έχετε συναντήσει τέτοιες περιπτώσεις;
Ναι. Υπάρχουν πολλοί τέτοιοι που τους τύχανε πολύ καλές ευκαιρίες στο χώρο αλλά δεν μπόρεσαν να βρουν το στίγμα τους. Πρέπει να έχεις ακτινοβολία στην σκηνή. Είναι έμφυτο. Είναι κάτι που δεν μπορώ να το εξηγήσω. Πρέπει να εκπέμπεις μια συμπάθεια, να σε αγαπήσει ο άλλος, να ξέρεις να κάνεις μια επικοινωνία με τους οφθαλμούς , με χαμόγελο, κλπ
Υπήρχε κάποιος τραγουδιστής που το είχε αυτό πολύ έμφυτο;
Πολλοί ήταν. Ο Βοσκόπουλος ήταν ο πρώτος σε αυτή την επικοινωνία αλλά και άλλοι λαϊκοί τραγουδιστές . Η Μαρινέλλα, ο Τερζής…
Πριν κάποια χρόνια σας είχαν κλέψει το μπουζούκι σας. Το είχαν πει και στις ειδήσεις. Πείτε μου για αυτό το περιστατικό.
Το κλέψανε απο το “Περιβόλι τ’ Ουρανού” όταν ήταν κλειστό το μαγαζί. Μια Δευτέρα πρωί μπήκε απο τη σκεπή ένα κλεφτρόνι και το βούτηξε. Εγώ μόλις το έμαθα, το ανέβασα στο internet με φωτογραφία και το είχαν μάθει όλοι μου οι συνάδελφοι. Αυτός που το έκλεψε το πούλησε σε ένα παλαιοπωλείο απέναντι απο τη Βαρβάκειο. Πήγε τυχαία ένας κύριος που ήταν μάλιστα Ταγματάρχης του Πεζικού και έπαιζε ερασιτεχνικά μπουζούκι και πήγε στο μαγαζί να αγοράσει κάποιο παλιό όργανο. Του δείχνουν λοιπόν το μπουζούκι μου. Ο άνθρωπος βέβαια δεν ήξερε ότι ήταν κλεμμένο. Του ζήτησαν 800 ευρώ, αλλά δεν είχε μαζί του τόσα χρήματα και τους είπε να του το κρατήσουν να το πάρει άλλη μέρα. Το βράδυ όμως είδε στο διαδίκτυο τη φωτογραφία που είχα ανεβάσει και πήγε κατευθείαν στην αστυνομία και με πήραν τηλέφωνο και πήγα και το πήρα.
Υπήρχε κάποιο τραγούδι που γράψατε που η εταιρεία σας να μην συμφωνούσε να το βγάλει και τελικά να έγινε επιτυχία;
“Οι αισθηματίες” ας πούμε δεν θέλανε να μπει. Το βάλαμε τσόντα. Όπως και τις “Νταλίκες“. Μερικές φορές δεν είναι η εταιρία που δε θέλει ένα τραγούδι, αλλα εμείς οι ίδιοι. Συνήθως εμείς καθορίζαμε ποιά τραγούδια θα μπούνε. Όταν ήταν να κάνουμε ένα δίσκο, πάντα μας ζητούσαν πολύ περισσότερα τραγούδια από τα 12, 14 που θα μπαίνανε. Από εκεί και πέρα καθόμασταν όλοι μαζί και λέγαμε αυτό μας κάνει, το άλλο δεν μας κάνει. Έγιναν όμως λάθη. Υπήρχαν τραγούδια-έκπληξη που δεν περιμέναμε να κάνουν επιτυχία. Όμως υπήρχαν και τραγούδια που απο την αρχή ξέραμε ότι θα κάνουν μπαμ και ότι θα γίνουν επιτυχία. Όπως οι “Ψίθυροι Καρδιάς“, που έκαναν από την αρχή μπαμ. Μόλις ακούστηκε στο σίριαλ την πρώτη φορά, πηγαινε ο κόσμος και ζήταγε το δίσκο πρίν καν κυκλοφορήσει!
Μα ήταν καταπληκτικό τραγούδι…Θέλω τώρα να μου πείτε κλείνοντας δυο λόγια για μερικά τραγούδια που έχετε γράψει. Να αρχίσουμε με το “Με το στόμα γεμάτο φιλιά“. Ένα απο τα πιό χαρακτηριστικά σας τραγούδια.
Αυτό το τραγούδι δεν το περιμέναμε να ακουστεί. Εκείνη την περίοδο είχε σταματήσει να τραγουδά ο Καζαντζίδης και από την αγάπη που του είχα, μόλις μου προτείνανε από την εταιρεία να κάνω δίσκο σε ένα τραγουδιστή που έμοιαζε η φωνή του με του Καζαντζίδη, αμέσως το έκανα. Το «Με το στόμα γεμάτο φιλιά» δεν το είχαμε για σουξέ. Μπήκε στο τέλος της πρώτης πλευράς του δίσκου. Ένα τραγούδι που είναι τόσο μεγάλο και έγινε αμέσως επιτυχία.
Και από αυτό έγινε γνωστός ο Βελής. “Της καληνύχτας τα φιλιά” που είναι μια τρυφερή μπαλάντα ήταν μια έκπληξη. Δείχνει ότι ο Νικολόπουλος μπορεί ουσιαστικά να γράψει τα πάντα.
Ούτε και αυτό το περιμέναμε γιατί ο δίσκος είχε μέσα πολύ καλά τραγούδια και τελικά αυτό ξεχώρισε σαν το καλύτερο. Αυτό το τραγούδι το είχε ζητήσει και μια μεγάλη τραγουδίστρια στο εξωτερικό αλλά τότε δεν βγήκε. Δε θυμάμαι για ποιο λόγο. Θέλω να πω οτι δεν προσδιορίζονται τα πράγματα ότι ντε και καλά θα γίνει κάποιο επιτυχία. Τότε τουλάχιστον.
Το “Υπάρχω“;
Το “Υπάρχω” αρχικά το είχα δώσει μέσω του παραγωγού του Σπύρου Ράλλη στον Δημήτρη Μητροπάνο. Όμως πέρασαν πολλοί μήνες και δεν είχα λάβει κάποια απάντηση. Έτσι έπαιξα τη μελωδία αυτή στον Καζαντζίδη που μου είχε ζητήσει καινούρια τραγούδια. Όταν το άκουσε δεν ήθελε να το πει με τίποτα! Του είχε φανεί πολύ μοντέρνο. Είχε πει ότι ήταν Slow Rock! Όμως όταν μπήκε ο στίχος του Πυθαγόρα του άρεσε πάρα πολύ.
Το “Αγριολούλουδο“;
Κοίτα, το “Αγριολούλουδο” και όλα αυτά τα τραγούδια του ’70 βγαίνανε σε δισκάκια 45 στροφών τότε. Όταν βγήκε αυτό δεν του δίνανε σημασία.
Σοβαρά; Και τώρα πια ειναι ύμνος αυτό το τραγούδι!
Ναι μωρέ, σιγά… Οι διάφοροι τραγουδιστές το αναδείξανε που το λέγανε στα live. Σαν δίσκος με τον Καζαντζίδη δεν ακούστηκε τότε. Για 4 – 5 χρόνια δεν ακουγόταν. Μετά άρχισε να ανεβαίνει.
Πολύ ωραίο τραγούδι…πολύ δυνατό… Το “Ζήλεια μου” που το έχει πει η Χαρούλα Αλεξίου; Αυτό νομίζω φαινόταν από την αρχή.
Ναι, φαινόταν από την αρχή και πέτυχε και ο στίχος. Σαν μελωδία το έγραψα. Ο Ρασούλης έβαλε το στίχο επάνω.
https://www.youtube.com/watch?v=9fylF6s_Ljg
“Με σκότωσε γιατί την αγαπούσα“. Πολύ ωραίο τραγούδι κι αυτό και έγινε από την αρχή επιτυχία. Έχει και ιδιαίτερο στίχο.
Σε αυτό έδωσα μελωδία στο Λευτέρη Παπαδόπουλο. Θυμάμαι είχαμε τελειώσει τα υπόλοιπα τραγούδια στο στούντιο με τον Διονυσίου και δεν μας είχε δώσει ακόμα στίχο ο Παπαδόπουλος για το συγκεκριμένο. Μας έπαιρνε στο τηλέφωνο και μας έδινε σειρά-σειρά τα λόγια και βγήκε αυτό και τελικά πέτυχε. Είναι πολύ σημαντικό να μπει ο ανάλογος στίχος στη μελωδία.
Το “Αγάπησέ με” με τη φωνή της Χαρούλας Αλεξίου. Μία πολύ ωραία μπαλάντα. Τολμούσατε και πειραματιζόσασταν και φεύγατε από το αμιγώς λαϊκό.
Γιατί ήμουν μέσα στην εξέλιξη των τραγουδιών. Αφού υπήρχαν αυτές οι τάσεις. Οι ηχητικοί τρόποι που ηχογραφούσαμε αλλάζανε. Μου άρεσε πάντα η νέα τεχνολογία. Πάντα όμως με το μπουζούκι επάνω.
“Των αγγέλων τα μπουζούκια“. Έχετε πει ότι είναι το τραγούδι από όλα αυτά που έχετε γράψει που σας αντιπροσωπεύει περισσότερο.
Ναι. Είναι πολύ καλό. Εδώ στο στούντιο αυτό το γράψαμε. Αυτό ήταν αρχικά ορχηστρικό, το είχαμε χωρίς λόγια στο δίσκο και κάποια στιγμή εδώ που το ακούγαμε και πήγαμε να το κάνουμε μίξη, ήταν εδώ ο Κώστας Χατζηδουλής, ένας ερευνητής και παραγωγός που πέθανε πρόσφατα. Μου λέει «ρε συ, άντε να βάλεις κάποιο στίχο σε αυτό. Μου αρέσει» και το δώσαμε στον Μάνο Ελευθερίου. Μας ταλαιπώρησε λίγο γιατί δεν έγραφε πολύ εύκολα ο Μάνος πάνω σε μελωδία, αλλά ο στίχος του είχε αυτό το πράγμα το Θείο.
Συνήθως τα εύσημα στο χώρο τα παίρνουν οι τραγουδιστές αντί για τους συνθέτες. Εσείς σαν συνθέτης όλων αυτών των μεγάλων επιτυχιών πώς νιώθετε για αυτό;
Δεν είναι μόνο τα εύσημα. Είναι που παίρνουν και τα λεφτά, ενώ οι συνθέτες δεν παίρνουν τίποτα! Οι συνθέτες των τραγουδιών είναι οι μεγάλοι αδικημένοι. Οι δημιουργοί γενικώς. Οι στιχουργοί και οι συνθέτες. Υπάρχουν πνευματικά δικαιώματα αλλά κι εκεί είμαστε διαιρεμένοι λιγάκι αλλά τα πολλά λεφτά που βγάζαμε κάποτε εμείς οι δημιουργοί ήταν λόγω των πωλήσεων των δίσκων. Τώρα δεν υπάρχει αυτό. Δεν πωλείται τίποτα. Παραγωγές που σήμερα νομίζεις ότι λάμπουν και κάνουν κατάσταση, πουλάνε μόλις 350 cd!
Και οι δημιουργοί πώς αποκoμίζουν το κέρδος τους;
Από τη δημόσια εκτέλεση, αλλά κι εκεί τα πράγματα είναι περίεργα . Δεν μας στηρίζει η πολιτεία, είναι μνηστήρες που θέλουν να τα αρπάξουν. Εκεί θέλει πολλή εξήγηση. Εγώ είμαι και πρόεδρος στην ΕΔΕΜ
Θα ήθελα να μου πείτε για αυτό. Αρχικά υπήρχε η ΑΕΠΙ, που καταχράστηκε χρήματα και το ζήτημα πήρε τη νομική οδό με τις καταδίκες των υπευθύνων. Ποιο ήταν το καθεστώς για εσάς πριν, και πώς έγινε η μετάβαση στη σημερινή κατάσταση;
Υπήρχε το μονοπώλιο της ΑΕΠΙ τότε που διαχειριζόταν τα πνευματικά δικαιώματα. Κάποιες προσπάθειες που έγιναν από ένα παλιότερο σωματείο να κάνουν οργανισμό, τις πνίξανε γιατί ήμασταν και άπειροι τότε. Κάναμε έναν οργανισμό μέσα από το σωματείο, πράγμα που απαγορευόταν και μας κλείσανε κάποια στιγμή. Η ΑΕΠΙ παρέμεινε το μονοπώλιο. Μετά γίνανε άλλοι οργανισμοί, παραγόντων, τραγουδιστών, μουσικών, κινηματογράφου, κλπ. Έγιναν 16 οργανισμοί βάσει ενός νόμου που ψηφίστηκε στην Ευρώπη, ο οποίος υπήρχε πολλά χρόνια πιο πριν. Η ΑΕΠΙ έκλεισε μετά απο τις απάτες που έκανε. Τελείωσε. Παράλληλα, όλα αυτά τα χρόνια υπήρξε μια μεγάλη καμπή λόγω της μη ύπαρξης της ύλης του CD και παρέμειναν μόνο τα έσοδα από τη δημόσια εκτέλεση. Μετά έγινε ένας οργανισμός, που λέγεται ”Αυτοδιαχείριση” και είναι πρόεδρος ο Γιάννης Γλέζος, αλλα δεν πήγαν πολλοί σε αυτό τον οργανισμό. Δεν ξέρω για ποιους λόγους. Μετά έγινε η ΕΔΕΜ, που είμαι εγώ τώρα πρόεδρος. Οι περισσότεροι ήρθαν στην ΕΔΈΜ. Το θέμα είναι ότι είμαστε δύο οργανισμοί και αυτό δεν μας κάνει πολύ καλό.
Δεν θα ήταν καλό να συγχωνευθείτε και να είστε όλοι υπό τη σκέπη ενός μόνο οργανισμού;
Πολύ καλό θα ήταν, αλλά δεν θέλει ο άλλος ο οργανισμός. Δεν ξέρω για ποιό λόγο. Δεν θέλουν έλεγχο. Κάποια στιγμή που συζητήσαμε, τους είπαμε να κάνουμε νομικό και οικονομικό έλεγχο για εμάς και έναν για εσάς και όποιος είναι ο καλύτερος θα πάει ο ένας στον άλλον, να κάνουμε ένα κοινό οργανισμό. Δεν το θέλουν. Όχι ότι αν ενωθούν θα γίνει κανένα θεαματικό πράγμα στην πράξη, αλλά μπορεί να καλυτερέψουν λίγο τα πράγματα. Αλλά τώρα μάθανε αυτοί που χρησιμοποιούν τα τραγούδια να μην πληρώνουν για 5-6 χρόνια και τώρα άντε να τους ξαναπείσουμε ότι το τραγούδι δεν το φέρνει ο αέρας, ότι είναι δημιούργημα ανθρώπων που υπάρχουν. Θέλει πολλή δουλεία. Θα περάσουν πολλά χρόνια.
Τελειώνοντας να πούμε για την εκπομπή που παρουσιάζετε. Σας βλέπουμε με την Αθηνά Καμπάκογλου στην Αυλή των Χρωμάτων, που προβάλλεται από την ΕΡΤ2. Πώς προέκυψε; Πώς πήρατε αυτή την απόφαση να σας δούμε στο ρόλο του παρουσιαστή και γιατί δεν το είχατε επιχειρήσει νωρίτερα;
Στην αρχή ήμουν διστακτικός γιατί μου είχανε πει παλιά να πάω σε κριτικές επιτροπές σε κάτι talent show, άλλα δε μου άρεσε να κάνω εκεί τον κριτή και το σοφό, αλλά σε αυτή την εκπομπή μου πρότειναν να κάνω κάτι που το γνωρίζω καλά. Να κάνω εκπομπές αρχείου, ιστορικές εκπομπές, αφιερώματα τα οποία τα έχω ζήσει και τα γνωρίζω κι έτσι αποφάσισα και πήγα και μου αρέσει πάρα πολύ. Βέβαια κουράζομαι υπερβολικά, αλλά δεν γίνεται και τίποτα εύκολα.
Την έχει αγαπήσει ο κόσμος την εκπομπή αυτή και εκτιμά τον κόπο σας. Θέλω τέλος να μου πείτε ποια είναι τα μελλοντικά σας σχέδια. Πού μπορεί ο κόσμος να σας απολαύσει;
Είμαι στο “Περιβόλι τ’ Ουρανού” μαζί με την Πίτσα Παπαδοπούλου, τον Στέλιο Διονυσίου και την Ελεάννα Παπαϊωάννου. Έχω κλείσει και μερικές συναυλίες, μια εκ των οποίων στο Ισραήλ.
Από δισκογραφία ετοιμάζετε κάτι;
Τώρα ετοιμάζουμε το δεύτερο μέρος απ΄ το δίσκο «Τα απρόοπτα»
Ποιοί θα τραγουδάνε αυτή τη φορά;
Διάφοροι πάλι, όπως και στο προηγούμενο. Θα δούμε. Ακόμα δεν έχουμε καταλήξει και δεν βιαζόμαστε κιόλας. Τίποτα δεν είναι βιαστικό στην δισκογραφία.
Κύριε Νικολόπουλε σας ευχαριστούμε πάρα πολύ για όσα μας είπατε και φυσικά για όσα έχετε προσφέρει στο λαϊκό τραγούδι. Ήταν πολύ ωραία η κουβέντα μας. Σας ευχόμαστε κάθε καλό.
Κι εγώ ευχαριστώ. Κάναμε μια ωραία αναδρομή. Να ‘σαι καλά._
Φωτογραφίες: Θοδωρής Απειρανθίτης
https://www.instagram.com/theoapeiran/
Απομαγνητοφώνηση: Γιώργος Αθανασόπουλος