Ένας αποχαιρετισμός στον κορυφαίο στιχουργό
Από παιδί διάβαζε το Σολωμό και τον Κάλβο. Γεννημένος το 1939, ο Μιχάλης Μπουρμπούλης μεγάλωσε στην Ιθάκη, κι έγραψε το δικό του κεφάλαιο στην ιστορία της ελληνικής μουσικής, κερδίζοντας μια περίοπτη θέση ανάμεσα στους σημαντικότερους στιχουργούς. Ευαίσθητος και λυρικός, συνέχισε την παράδοση του Νίκου Γκάτσου, καταθέτοντας τραγούδια με σύντομες ιστορίες, ζωντανές εικόνες, τοπωνύμια, κι άφθονα στοιχεία από τη λαϊκή και τη ρεμπέτικη μυθολογία μας.
Στα πρώτα του βήματα συναντάει το Σταύρο Κουγιουμτζή και το «Έχεις την πόρτα σου κλειστή» (1975) με τη φωνή του Γιώργου Νταλάρα καταγράφεται ως το πρώτο του τραγούδι. Ένα χρόνο μετά, συμμετέχει στο δίσκο της συνεργασίας του Κουγιουμτζή με τη Χάρις Αλεξίου, «Λαϊκές Κυριακές». Το «Θα ‘ταν 12 Του Μάρτη» θυμίζει ταινία μικρού μήκους, ενώ στο «Σου στέλνω χαιρετίσματα» σατιρίζει την έλευση του Καραμανλή και τις ελπίδες για ένα καλύτερο μέλλον.
Το 1978 υπογράφει με το Μάνο Χατζιδάκι μια σειρά λαϊκών τραγουδιών -με τον τρόπο, βέβαια, που όριζε ο μεγάλος συνθέτης το «λαϊκό»- «Για την Ελένη». Το υλικό του δίσκου αποτελείται από φαντάρους «Ψηλά στην Ακροκόρινθο», «Μάγκες στο ρυθμό του εννιά», σχέσεις που ξεκινούν «Στην πύλη του Αδριανού» και καταλήγουν σαν ένα «Παλιό σπίτι», και «Θανάτους στη λαχαναγορά». Πρώτος εκτελεστής ο Στέλιος Μαρκετάκης, αν και τα τραγούδια παίρνουν την οριστική τους μορφή μέσα απ’ την εξαίσια φωνή της Μαρίας Δημητριάδη το 1985. Άλλωστε, το «Παιδί από την Κρήτη» (1980) είχε ήδη ενώσει τους δύο δημιουργούς με τη μεγάλη ερμηνεύτρια. Ο Μπουρμπούλης γράφει, επίσης, τρία κομμάτια για τον ημιτελή κύκλο του Χατζιδάκι «Παίδες επί Κολωνώ» που ηχογραφούνται τελικά το 1989. Η φωνή του Σπύρου Σακκά και το πιάνο του συνθέτη μάς μεταφέρουν σ’ ένα μυσταγωγικό περιβάλλον, όπου έχουν θέση ο Μεγαλέξανδρος, οι Αργοναύτες, αλλά και τα ρεμπέτικα χασισοτράγουδα.
Επιστρέφοντας στη δεκαετία του ’70, χαρακτηριστική είναι η συνεργασία του με το Γιώργο Χατζηνάσιο και τη Μαρινέλλα. Τα «Να παίζει το τρανζίστορ» και «Παιδί απ’ την Ανάβυσσο» (1978) γίνονται τεράστιες επιτυχίες και, παρότι ακούγονται εύπεπτα και ανώδυνα, έχουν τις δικές τους αρετές. Με το Χατζηνάσιο υπογράφει και «Τα παιδιά ζωγραφίζουν στους τοίχους» (1980), με τη φωνή της Τάνιας Τσανακλίδου, που τα επόμενα χρόνια καθιερώνεται στα σχολεία ως παιδικά τραγούδια. Δύο, ακόμη, σκόρπια τραγούδια του 1979 είναι τα «Βάλε τα καλά» και «Να ‘ταν η καρδιά μου φύλλο», με το Κουγιουμτζή και τη Βίκυ Μοσχολιού και το Χατζηνάσιο και τη Δήμητρα Γαλάνη αντίστοιχα. Αν και ξεχασμένα πια, αμφότερα διακατέχονται από την ευαισθησία και την ευστροφία του.
Οι ικανότητες ενός στιχουργού ξεδιπλώνονται, βέβαια, μέσα από κύκλους τραγουδιών. Έτσι, ένα χρόνο μετά την πρώτη του συνάντηση με τον Ηλία Ανδριόπουλο στο δίσκο «Γράμματα στον Μακρυγιάννη και άλλα λαϊκά» (1979), με εκτελεστές τον Αντώνη Καλογιάννη και την Άλκηστη Πρωτοψάλτη, θα υπογράψει ένα ολόκληρο έργο με το συνθέτη. Η φωνή της Σωτηρίας Μπέλλου μάς ταξιδεύει στα «Λαϊκά Προάστια» και συγκεκριμένα στην «Πλατεία Βάθης», στο «Μεταξουργείο», στην «Καισαριανή» και στις «Λασπωμένες γειτονιές». Δίσκος-σταθμός, με τεράστια καλλιτεχνική και εμπορική απήχηση, σηματοδοτεί την πρώτη συνάντηση του στιχουργού με την Μπέλλου. Η επόμενη πραγματοποιείται το 1983, με συνθέτη αυτή τη φορά το Δημήτρη Λάγιο. Ο «Αη Λαός» δεν θ’ αγγίξει επ’ ουδενί την επιτυχία των «Λαϊκών Προαστίων», ίσως, βέβαια, κάποια στιγμή ανακαλυφθεί κι ακουστεί, όπως του αξίζει.
Την ίδια περίοδο υπογράφει τα περισσότερα τραγούδια στα «Τα συναξάρια» (1981) του Χατζηνάσιου με το Δημήτρη Μητροπάνο. Με το εναρκτήριο κομμάτι («Η αγάπη χάθηκε») φανερώνει, ξανά, το ταλέντο του στα ερωτικά τραγούδια, στη «Μνήμη ενός παλιού ρεμπέτη» τιμάει το Μάρκο Βαμβακάρη, ενώ στο «Μια παρέα είμαστε» θίγει το μεταναστευτικό πρόβλημα της Ελλάδας, αν και το κομμάτι επιδέχεται πολλαπλές ερμηνείες, αποτελώντας μία από τις πιο γλυκόπικρες μπαλάντες της ελληνικής δισκογραφίας. Το 1983 υπογράφει, πάλι με το Χατζηνάσιο, όλα τα τραγούδια στο «Για σένα τον άγνωστο», προικίζοντας τη Μαρινέλλα με το «Καμιά φορά» και το «Είσαι ποτάμι».
Έχοντας ήδη στο ενεργητικό του συνεργασίες με τους σημαντικότερους Έλληνες συνθέτες, έρχεται η ώρα να συναντηθεί και με το Μίκη Θεοδωράκη. Η αρχή γίνεται με το «Σαντιάγο», που κυκλοφορεί με τη φωνή του Ζωρζ Μουστακί στη διεθνή συλλογή «Poetas en Nueva York» (1986), για ν’ ακολουθήσει η ερμηνεία της Αλίκης Καγιαλόγλου (1992). Έπειτα, παρουσιάζουν έναν ολόκληρο κύκλο τραγουδιών. Κατεξοχήν πολιτικό έργο, η «Μνήμη της πέτρας» (1987) περιλαμβάνει κομμάτια με φωνή του Θανάση Μωραΐτη με χαρακτηριστικούς τίτλους, όπως «Χαμένη αποστολή», «Δεν ησυχάζουν οι νεκροί» και «Πατρίδα μου». Ο συνθέτης εκτελεί τον «Πρόσφυγα», περιγράφοντας, όπως φαίνεται, την απογοήτευσή του από τα Μ.Μ.Ε. και τους συναδέλφους του.
Τα επόμενα χρόνια ο Μπουρμπούλης συνεργάζεται μ’ ένα συνθέτη της νεότερης γενιάς, το Στάμο Σέμση. Ξεχωρίζει το «Αχ, να περάσει ο πυρετός» (1997) με τη Μελίνα Κανά, και -φυσικά- τα «Βεγγαλικά σου μάτια» (1995) με το Γιώργο Νταλάρα, ένα από τα πιο ατμοσφαιρικά και χαρακτηριστικά τραγούδια της δεκαετίας του ’90. Στη συνέχεια, με αφορμή δύο τηλεοπτικές σειρές, συναντάει ξανά τον παλιό του γνώριμο, Γιώργο Χατζηνάσιο, καταθέτοντας τρία τραγούδια πλημμυρισμένα από λυρισμό και ευαισθησία: τα «Άγγιγμα ψυχής» και «Το σώμα που ζητάς» με το Μιχάλη Χατζηγιάννη (1998), και «Έτσι φτιάχνεται η αγάπη (Στα φτερά του έρωτα)» (2000) με τον Πέτρο Γαϊτάνο. Μαζί, γράφουν κι ένα λαϊκό κομμάτι για το Γιάννη Πλούταρχο, το «Δεν είναι ο έρωτας παιδί της λογικής» (2002).
Αν και θα παραμείνει παραγωγικός, οι επόμενες δουλειές του θα περάσουν παντελώς απαρατήρητες –έτσι κι αλλιώς, το τι σημαίνει επιτυχία στην εποχή των ψηφιακών singles αποτελεί μια ξεχωριστή συζήτηση… Στις 20 Ιουλίου 2023 ο Μιχάλης Μπουρμπούλης φεύγει απ’ τη ζωή σε ηλικία 84 ετών. Ένας κρύος κι έρημος σταθμός μοιάζει η Ελλάδα, αφού η παρέα του ελληνικού τραγουδιού μένει όλο και πιο φτωχή…
Ένας αποχαιρετισμός στον κορυφαίο στιχουργό
Από παιδί διάβαζε το Σολωμό και τον Κάλβο. Γεννημένος το 1939, ο Μιχάλης Μπουρμπούλης μεγάλωσε στην Ιθάκη, κι έγραψε το δικό του κεφάλαιο στην ιστορία της ελληνικής μουσικής, κερδίζοντας μια περίοπτη θέση ανάμεσα στους σημαντικότερους στιχουργούς. Ευαίσθητος και λυρικός, συνέχισε την παράδοση του Νίκου Γκάτσου, καταθέτοντας τραγούδια με σύντομες ιστορίες, ζωντανές εικόνες, τοπωνύμια, κι άφθονα στοιχεία από τη λαϊκή και τη ρεμπέτικη μυθολογία μας.
Στα πρώτα του βήματα συναντάει το Σταύρο Κουγιουμτζή και το «Έχεις την πόρτα σου κλειστή» (1975) με τη φωνή του Γιώργου Νταλάρα καταγράφεται ως το πρώτο του τραγούδι. Ένα χρόνο μετά, συμμετέχει στο δίσκο της συνεργασίας του Κουγιουμτζή με τη Χάρις Αλεξίου, «Λαϊκές Κυριακές». Το «Θα ‘ταν 12 Του Μάρτη» θυμίζει ταινία μικρού μήκους, ενώ στο «Σου στέλνω χαιρετίσματα» σατιρίζει την έλευση του Καραμανλή και τις ελπίδες για ένα καλύτερο μέλλον.
Το 1978 υπογράφει με το Μάνο Χατζιδάκι μια σειρά λαϊκών τραγουδιών -με τον τρόπο, βέβαια, που όριζε ο μεγάλος συνθέτης το «λαϊκό»- «Για την Ελένη». Το υλικό του δίσκου αποτελείται από φαντάρους «Ψηλά στην Ακροκόρινθο», «Μάγκες στο ρυθμό του εννιά», σχέσεις που ξεκινούν «Στην πύλη του Αδριανού» και καταλήγουν σαν ένα «Παλιό σπίτι», και «Θανάτους στη λαχαναγορά». Πρώτος εκτελεστής ο Στέλιος Μαρκετάκης, αν και τα τραγούδια παίρνουν την οριστική τους μορφή μέσα απ’ την εξαίσια φωνή της Μαρίας Δημητριάδη το 1985. Άλλωστε, το «Παιδί από την Κρήτη» (1980) είχε ήδη ενώσει τους δύο δημιουργούς με τη μεγάλη ερμηνεύτρια. Ο Μπουρμπούλης γράφει, επίσης, τρία κομμάτια για τον ημιτελή κύκλο του Χατζιδάκι «Παίδες επί Κολωνώ» που ηχογραφούνται τελικά το 1989. Η φωνή του Σπύρου Σακκά και το πιάνο του συνθέτη μάς μεταφέρουν σ’ ένα μυσταγωγικό περιβάλλον, όπου έχουν θέση ο Μεγαλέξανδρος, οι Αργοναύτες, αλλά και τα ρεμπέτικα χασισοτράγουδα.
Επιστρέφοντας στη δεκαετία του ’70, χαρακτηριστική είναι η συνεργασία του με το Γιώργο Χατζηνάσιο και τη Μαρινέλλα. Τα «Να παίζει το τρανζίστορ» και «Παιδί απ’ την Ανάβυσσο» (1978) γίνονται τεράστιες επιτυχίες και, παρότι ακούγονται εύπεπτα και ανώδυνα, έχουν τις δικές τους αρετές. Με το Χατζηνάσιο υπογράφει και «Τα παιδιά ζωγραφίζουν στους τοίχους» (1980), με τη φωνή της Τάνιας Τσανακλίδου, που τα επόμενα χρόνια καθιερώνεται στα σχολεία ως παιδικά τραγούδια. Δύο, ακόμη, σκόρπια τραγούδια του 1979 είναι τα «Βάλε τα καλά» και «Να ‘ταν η καρδιά μου φύλλο», με το Κουγιουμτζή και τη Βίκυ Μοσχολιού και το Χατζηνάσιο και τη Δήμητρα Γαλάνη αντίστοιχα. Αν και ξεχασμένα πια, αμφότερα διακατέχονται από την ευαισθησία και την ευστροφία του.
Οι ικανότητες ενός στιχουργού ξεδιπλώνονται, βέβαια, μέσα από κύκλους τραγουδιών. Έτσι, ένα χρόνο μετά την πρώτη του συνάντηση με τον Ηλία Ανδριόπουλο στο δίσκο «Γράμματα στον Μακρυγιάννη και άλλα λαϊκά» (1979), με εκτελεστές τον Αντώνη Καλογιάννη και την Άλκηστη Πρωτοψάλτη, θα υπογράψει ένα ολόκληρο έργο με το συνθέτη. Η φωνή της Σωτηρίας Μπέλλου μάς ταξιδεύει στα «Λαϊκά Προάστια» και συγκεκριμένα στην «Πλατεία Βάθης», στο «Μεταξουργείο», στην «Καισαριανή» και στις «Λασπωμένες γειτονιές». Δίσκος-σταθμός, με τεράστια καλλιτεχνική και εμπορική απήχηση, σηματοδοτεί την πρώτη συνάντηση του στιχουργού με την Μπέλλου. Η επόμενη πραγματοποιείται το 1983, με συνθέτη αυτή τη φορά το Δημήτρη Λάγιο. Ο «Αη Λαός» δεν θ’ αγγίξει επ’ ουδενί την επιτυχία των «Λαϊκών Προαστίων», ίσως, βέβαια, κάποια στιγμή ανακαλυφθεί κι ακουστεί, όπως του αξίζει.
Την ίδια περίοδο υπογράφει τα περισσότερα τραγούδια στα «Τα συναξάρια» (1981) του Χατζηνάσιου με το Δημήτρη Μητροπάνο. Με το εναρκτήριο κομμάτι («Η αγάπη χάθηκε») φανερώνει, ξανά, το ταλέντο του στα ερωτικά τραγούδια, στη «Μνήμη ενός παλιού ρεμπέτη» τιμάει το Μάρκο Βαμβακάρη, ενώ στο «Μια παρέα είμαστε» θίγει το μεταναστευτικό πρόβλημα της Ελλάδας, αν και το κομμάτι επιδέχεται πολλαπλές ερμηνείες, αποτελώντας μία από τις πιο γλυκόπικρες μπαλάντες της ελληνικής δισκογραφίας. Το 1983 υπογράφει, πάλι με το Χατζηνάσιο, όλα τα τραγούδια στο «Για σένα τον άγνωστο», προικίζοντας τη Μαρινέλλα με το «Καμιά φορά» και το «Είσαι ποτάμι».
Έχοντας ήδη στο ενεργητικό του συνεργασίες με τους σημαντικότερους Έλληνες συνθέτες, έρχεται η ώρα να συναντηθεί και με το Μίκη Θεοδωράκη. Η αρχή γίνεται με το «Σαντιάγο», που κυκλοφορεί με τη φωνή του Ζωρζ Μουστακί στη διεθνή συλλογή «Poetas en Nueva York» (1986), για ν’ ακολουθήσει η ερμηνεία της Αλίκης Καγιαλόγλου (1992). Έπειτα, παρουσιάζουν έναν ολόκληρο κύκλο τραγουδιών. Κατεξοχήν πολιτικό έργο, η «Μνήμη της πέτρας» (1987) περιλαμβάνει κομμάτια με φωνή του Θανάση Μωραΐτη με χαρακτηριστικούς τίτλους, όπως «Χαμένη αποστολή», «Δεν ησυχάζουν οι νεκροί» και «Πατρίδα μου». Ο συνθέτης εκτελεί τον «Πρόσφυγα», περιγράφοντας, όπως φαίνεται, την απογοήτευσή του από τα Μ.Μ.Ε. και τους συναδέλφους του.
Τα επόμενα χρόνια ο Μπουρμπούλης συνεργάζεται μ’ ένα συνθέτη της νεότερης γενιάς, το Στάμο Σέμση. Ξεχωρίζει το «Αχ, να περάσει ο πυρετός» (1997) με τη Μελίνα Κανά, και -φυσικά- τα «Βεγγαλικά σου μάτια» (1995) με το Γιώργο Νταλάρα, ένα από τα πιο ατμοσφαιρικά και χαρακτηριστικά τραγούδια της δεκαετίας του ’90. Στη συνέχεια, με αφορμή δύο τηλεοπτικές σειρές, συναντάει ξανά τον παλιό του γνώριμο, Γιώργο Χατζηνάσιο, καταθέτοντας τρία τραγούδια πλημμυρισμένα από λυρισμό και ευαισθησία: τα «Άγγιγμα ψυχής» και «Το σώμα που ζητάς» με το Μιχάλη Χατζηγιάννη (1998), και «Έτσι φτιάχνεται η αγάπη (Στα φτερά του έρωτα)» (2000) με τον Πέτρο Γαϊτάνο. Μαζί, γράφουν κι ένα λαϊκό κομμάτι για το Γιάννη Πλούταρχο, το «Δεν είναι ο έρωτας παιδί της λογικής» (2002).
Αν και θα παραμείνει παραγωγικός, οι επόμενες δουλειές του θα περάσουν παντελώς απαρατήρητες –έτσι κι αλλιώς, το τι σημαίνει επιτυχία στην εποχή των ψηφιακών singles αποτελεί μια ξεχωριστή συζήτηση… Στις 20 Ιουλίου 2023 ο Μιχάλης Μπουρμπούλης φεύγει απ’ τη ζωή σε ηλικία 84 ετών. Ένας κρύος κι έρημος σταθμός μοιάζει η Ελλάδα, αφού η παρέα του ελληνικού τραγουδιού μένει όλο και πιο φτωχή…