«Mamma Mia!», τσαρική Ρωσία και ροκ όπερες στην καρδιά της Αθήνας.
Υπάρχει μιούζικαλ στην Ελλάδα; Κι αν ναι, κατά πόσο μπορεί το ελληνικό θέατρο να καλύψει τις ανάγκες του; Όλα αυτά τα ερωτήματα μπορεί να φάνταζαν αφελή πριν από κάποια χρόνια κι οι απαντήσεις να ήταν προφανείς. Άλλωστε, τότε οι παραγωγοί δεν φαινόντουσαν διατεθειμένοι να επενδύσουν σε μουσικά έργα και το κοινό δεν έδειχνε να τα αναζητάει. Πλέον, όμως, τα πράγματα έχουν αλλάξει άρδην και όλο και περισσότερα μιούζικαλ παίζονται στις θεατρικές σκηνές της Ελλάδας.
Περιέργως, η αύξηση των μιούζικαλ άρχισε να παρατηρείται από το 2010 και μετά, όταν, δηλαδή, η οικονομική κρίση είχε ήδη πλήξει την Ελλάδα και το ανέβασμα τέτοιων έργων φάνταζε ακόμα πιο δύσκολο. Δεν είναι σαφές αν η ανάγκη ήταν του κοινού, που ήθελε να ξεφύγει από τα κλασσικά και πειραματικά έργα και να δει ένα είδος που θεωρείται πιο ευχάριστο κι «εύπεπτο» -χωρίς, απαραιτήτως, να είναι- ή των σκηνοθετών, που ήθελαν να επεκταθούν σε περισσότερα είδη. Το πρόσωπο, πάντως, που έχει ταυτιστεί τα τελευταία χρόνια με το μιούζικαλ στην Ελλάδα είναι η Θέμις Μαρσέλλου, σκηνοθετώντας και μεταφέροντας στα ελληνικά όλο και περισσότερα έργα, από τα κλασσικά πλέον «Mamma Mia!» (2016-2018) και «Jesus Christ Superstar» (2018), μέχρι την πιο πρόσφατη «Matilda» (2018). Οι συμμετέχοντες δεν τη δικαιώνουν πάντα κι ούτε είναι εύκολο να ξεπερνάει το σκόπελο των χρημάτων -αχίλλειος πτέρνα των παραστάσεων στην Ελλάδα για προφανείς λόγους- αφού τα πιο πολλά έργα που επιλέγει προϋποθέτουν μεγάλες ορχήστρες κι εντυπωσιακά σκηνικά. Δεν γίνεται, πάντως, να μην αναγνωρίσουμε την αγάπη της γι’ αυτό που κάνει και τα θετικά της αποτελέσματα.
Η «Μελωδία της ευτυχίας», όπως ανέβηκε την περσινή σεζόν στο Θέατρο του Κολλεγίου Αθηνών και στον Ελληνικό Κόσμο, ήταν μια καλοδουλεμένη και άρτια παράσταση με μια εξαιρετική Νάντια Κοντογεώργη στο ρόλο της Μαρίας Φον Τραπ. Ευχάριστη έκπληξη ήταν και η Demy φέτος ως Αναστασία στο ομώνυμο έργο, με τον Ίαν Στρατή και το Θανάση Τσαλταμπάση να χορεύουν και να τραγουδούν περίφημα δίπλα της. Ωστόσο, το γεγονός πως η τσαρική Ρωσία και το Παρίσι αναπαρίσταντο μέσα από γιγαντοοθόνες και ψηφιακά εφέ στερούσε κάτι απ’ τη μαγεία του θεάτρου.
Παρά τις καλές της προθέσεις, περιορισμένη από το budget ήταν και η «Evita», όπως ανέβηκε το 2017 στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά από το Δημήτρη Μαλισσόβα, με τη Νάντια Μπουλέ στον ομώνυμο ρόλο και τον Αιμιλιανό Σταματάκη στο ρόλο του Τσε. Αντίθετα, ο «Βιολιστής στη στέγη», (2015) σε σκηνοθεσία Rob Ruggiero, ήταν μια εντυπωσιακή και ακριβή παραγωγή, όπου, μάλιστα, ο περίφημος «Χορός των μπουκαλιών» παρουσιάστηκε χωρίς τεχνικά μέσα –όπως μας πληροφορεί και το πρόγραμμα. Η συγκίνηση, όμως, για τη ζωή και την τύχη της οικογένειας του Τεβιέ (Γρηγόρης Βαλτινός) απουσίαζε, δυστυχώς, από την παράσταση. Πηγαίνοντας ακόμα πιο πίσω, δεν μπορούμε να μη σταθούμε στο «Cabaret», που ανέβηκε το 2013 με ένα all-star cast (Μαρία Ναυπλιώτου, Δημήτρης Λιγνάδης, Τάνια Τσανακλίδου, Μιχάλης Μητρούσης, Παναγιώτης Μπουγιούρης, Γιώργος Νανούρης, Νάντια Μπουλέ) σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Ρήγου. Αν και το αχανές κι «επίσημο» Μέγαρο Μουσικής Αθηνών δεν ήταν ο ιδανικός χώρος, «καταπίνοντας» το Kit Kat Club, η παράσταση στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων.
Πέρα από τα ξένα, υπάρχουν και τα ελληνικά έργα. Η ροκ όπερα του Νίκου Καρβέλα και του Σταύρου Σιδερά «Δαίμονες» πρωτοπαίχτηκε το 1991 και ανέβηκε ξανά μετά από είκοσι δύο χρόνια, αποτελώντας την πιο επιτυχημένη εισπραχτικά παράσταση του 2013. Δύο χρόνια μετά ο Γιάννης Κακλέας σκηνοθετεί ένα ακόμα φιλόδοξο έργο του αμφιλεγόμενου συνθέτη με πρωταγωνίστρια και πάλι την Άννα Βίσση. Οι «Καμπάνες του Edelweiss» ήταν ένα άρτιο έργο μουσικά και σκηνοθετικά, κι ας μην είχε επ’ ουδενί την εμπορική επιτυχία των κλασσικών πια «Δαιμόνων». «Κλασσικό» για την ελληνική θεατρική σκηνή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και το «Έκτο πάτωμα» που ανέβηκε ξανά πέρυσι, τριανταδύο χρόνια μετά την πρώτη του παρουσίαση, σε σκηνοθεσία Γιώργου Βάλαρη, κι εξακολουθεί να παίζεται ακόμα. Μετατρέποντας την κωμωδία του Αλφρέντ Ζερί σε μιούζικαλ, ο Σταμάτης Κραουνάκης και η Λίνα Νικολακοπούλου κατάφεραν να καταθέσουν ορισμένα από τα πιο χαρακτηριστικά τους τραγούδια.
Με επιτυχία στην τέχνη του μουσικού θεάτρου δοκιμάστηκαν και ο Θέμης Καραμουρατίδης με το Γεράσιμο Ευαγγελάτο. Η «Απλή μετάβαση» παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 2019 κι επαναλαμβάνεται φέτος σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, σε σκηνοθεσία Μίνωα Θεοχάρη. Σε αντίθεση με τον Κραουνάκη και τη Νικολακοπούλου, που στηρίχτηκαν σε ξένο κείμενο, και τον Καρβέλα, που ακολουθώντας το πρότυπο του Andrew Lloyd Webber κατέθεσε μιούζικαλ με αβανταδόρικα θέματα και συμφωνικές ορχήστρες, ο Καραμουρατίδης και ο Ευαγγελάτος υπέγραψαν ένα πιο «γήινο» και σύγχρονο έργο, για οχτώ ανθρώπους που αποφασίζουν να εγκαταλείψουν την Ελλάδα για ένα αβέβαιο μέλλον στην Αγγλία, δίνοντας τη δυνατότητα σε θεατές πολλών διαφορετικών ηλικιών να ταυτιστούν μαζί τους.
Όπως όλα δείχνουν, οι παραγωγοί και οι σκηνοθέτες έχουν την πρόθεση να παρουσιάζουν τέτοια έργα, ενώ υπάρχει μια μεγάλη μερίδα του κοινού που αγαπάει τα μιούζικαλ και είναι πρόθυμη να τα απολαύσει στα ελληνικά, έστω κι αν υπάρχουν κάποιες επιφυλάξεις. Άλλωστε, όσο περνούν τα χρόνια και παίζονται όλα και περισσότερα μουσικά έργα, θα εμφανίζονται όλο και περισσότεροι συντελεστές που θα έχουν την παιδεία και τις προϋποθέσεις για να υπηρετήσουν επάξια το είδος. Αρκεί να μην επιλέγονται συνεχώς έργα που απαιτούν πλούσια σκηνικά, μεγάλες ορχήστρες και πολυπληθή καστ, και στα οποία το ελληνικό θέατρο δεν μπορεί πάντα ν’ ανταποκρίνεται. Η «Απλή μετάβαση» αποτελεί την πιο τρανή απόδειξη πως ένα μιούζικαλ μπορεί να μας γοητεύσει και να μας συγκινήσει ακόμα κι αν δεν εκτυλίσσεται ούτε στην τσαρική Ρωσία ούτε στη ναζιστική Γερμανία.