Περισσότεροι από 7.700 σεισμούς έχει ανιχνεύσει και εντοπίσει το Εργαστήριο Σεισμολογίας του ΕΚΠΑ, από την έναρξη του σεισμικού σμήνους στη ζώνη Σαντορίνης – Αμοργού στις 26 Ιανουαρίου έως και τις 4 Φεβρουαρίου 2025, με περισσότερους από τους 6.100 να έχουν μέγεθος μεγαλύτερο ή ίσο με 1.0. Παράλληλα, εκτός από τον σεισμικό κίνδυνο, η ευρύτερη περιοχή, και κυρίως η Σαντορίνη, καταγράφει πιθανότητα για εκδήλωση συνοδών των σεισμών γεωκινδύνων, όπως οι κατολισθήσεις.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την τελευταία, σημερινή, ανακοίνωση της Διεπιστημονικής Επιτροπής Διαχείρισης Κινδύνων και Κρίσεων του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, στις 4 Φεβρουαρίου καταγράφηκαν περισσότεροι από 1.300 σεισμοί με μεγαλύτερο ή ίσο με 1.0 (συγκριτικά λιγότεροι απ’ ότι στις 3 Φεβρουαρίου που καταγράφηκαν περίπου 1.450 σεισμοί με μεγαλύτερο ή ίσο με 1.0). Το μέγιστο μέγεθος έφτασε το 4.9-5.0, ενώ εκδηλώθηκαν 21 σεισμοί με μεγέθη μεγαλύτερο ή ίσο με 4.0 και 9 σεισμοί με μεγαλύτερο ή ίσο με 4.5.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση, η κατανομή των σεισμικών επικέντρων στις 4 Φεβρουαρίου ήταν παρόμοια με εκείνη της 3ης Φεβρουαρίου, με τους περισσότερους σεισμούς να εντοπίζονται πλησίον της Ανύδρου.
Αναλυτικότερα, η ανακοίνωση αναφέρει:
«Η εικόνα γίνεται ευκρινέστερη προς το τέλος της ημέρας, κατά το οποίο τα επίκεντρα ευθυγραμμίζονται σε διεύθυνση ΝΔ-ΒΑ στα νοτιοδυτικά της Ανύδρου. Μέρος της δραστηριότητας διαχέεται βόρεια της Ανύδρου με περισσότερο διάσπαρτα επίκεντρα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία καθημερινής ανάλυσης σεισμικών δεδομένων του Εργαστηρίου Σεισμολογίας του ΕΚΠΑ, στις 5 Φεβρουαρίου η σεισμικότητα συνέχισε να μεταναστεύει προς τα βορειοανατολικά με περίπου τον ίδιο ρυθμό όπως και τις αμέσως προηγούμενες ημέρες. Οι μεγαλύτεροι σεισμοί (4.0) εντοπίζονται βόρεια της Ανύδρου, σε επικεντρικές αποστάσεις έως ~6 km. Στις 5 Φεβρουαρίου καταγράφηκαν πάνω από 120 σεισμοί, εκ των οποίων 19 με μεγαλύτερο ή ίσο με 4.0, ενώ ο μεγαλύτερος σεισμός είχε μέγεθος μεγαλύτερο ή ίσο με 5.1. Κατά τις πρώτες ώρες της 6ης Φεβρουαρίου έχουν καταγραφεί πάνω από 30 σεισμοί, εκ των οποίων 11 με μεγέθη μεγαλύτερο ή ίσο με 4.0 και 5 με μεγαλύτερο ή ίσο με 4.5, ενώ ο μεγαλύτερος σεισμός είχε μέγεθος 4.6, με τους περισσότερους σεισμούς να σημειώνονται νοτιοδυτικά της Ανύδρου».
Επιπλέον, στην ανακοίνωση γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στο ότι εκτός από τον σεισμικό κίνδυνο, «η ευρύτερη περιοχή αλλά κυρίως η Σαντορίνη καταγράφει πιθανότητα για εκδήλωση συνοδών των σεισμών γεωκινδύνων, όπως οι κατολισθήσεις». Μάλιστα, σημειώνεται ότι οι κατολισθήσεις «αποτελούν σοβαρή απειλή για τις υποδομές, τις κρίσιμες εγκαταστάσεις, τα δίκτυα, την ανθρώπινη ζωή και την τοπική οικονομία, ιδιαίτερα στις περιοχές υψηλής επισκεψιμότητας του νησιού αλλά και θέσεις κρίσιμων υποδομών».
Πιο αναλυτικά, η ανακοίνωση αναφέρει:
«Οι κατολισθήσεις που έχουν εκδηλωθεί κατά καιρούς στη Σαντορίνη, η οποία είναι ιδιαίτερα επιδεκτική στα φαινόμενα αυτά, ποικίλλουν στον τύπο και τον όγκο των ασταθών υλικών που κινητοποιούνται. Περιλαμβάνουν καταπτώσεις και ανατροπές βραχωδών τεμαχών, και ολισθήσεις εδαφών».
Από πρόσφατη έρευνα του Τομέα Δυναμικής Τεκτονικής και Εφαρμοσμένης Γεωλογίας του ΕΚΠΑ διαπιστώνεται ότι το ιστορικό των κατολισθήσεων από σεισμούς στη Σαντορίνη είναι αξιόλογο, με σημαντικές κατολισθήσεις να έχουν σημειωθεί από το 1507 έως και το 1956.
«Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω στοιχεία, εξάγεται το συμπέρασμα ότι η εξελισσόμενη σεισμική δραστηριότητα ενδέχεται να οδηγήσει σε εντονότερα κατολισθητικά φαινόμενα, ειδικότερα στην περίπτωση εκδήλωσης ισχυρότερου σεισμού».
Με βάση τις πολυετείς έρευνες και αναλύσεις του Τομέα Δυναμικής Τεκτονικής και Εφαρμοσμένης Γεωλογίας και του Εργαστηρίου Τηλεανίχνευσης του Τμήματος Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος του ΕΚΠΑ, διαπιστώθηκε ότι οι κατολισθήσεις εντοπίζονται σε ζώνες υψηλής επιδεκτικότητας, όπως:
- Ο Παλαιός Λιμένας Φηρών και τα ανάντη πρανή της διαδρομής του τελεφερίκ
- Η περιοχή του οικισμού Κόρφου στη Θηρασιά και το ανάντη μονοπάτι
- Το λιμάνι του Αθηνιού και τα πρανή του Όρμου Αθηνιού
- Οι περιοχές Αρμένης και Αμμούδι στη βάση των πρανών κάτω από την Οία
Τέλος, για τη διαχείριση του κατολισθητικού κινδύνου, η Επιτροπή κρίνει «αναγκαία» την υψηλής ανάλυσης παρακολούθηση και αποτύπωση των πρανών με σύγχρονες τεχνολογίες, όπως Συστήματα μη Επανδρωμένων Αεροσκαφών (ΣμηΕΑ) και επίγειους και εναέριους αισθητήρες (LIDAR), καθώς και την εφαρμογή μη δομικών μέτρων πολιτικής προστασίας.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ