Σαν σήμερα πριν από 27 χρόνια έφυγε από τη ζωή ο Νικόλας Άσιμος. “Νικόλας Άσιμος”, όπως έλεγε και ο ίδιος. “Ουχί Νίκος ουδέ Νικόλαος. Νικόλας και το “Άσιμος” με γιώτα…”
Ο Νικόλας λοιπόν, ένας από τους Αγίους των Εξαρχείων, γεννήθηκε ως Νικόλαος Ασημόπουλος στις 20 Αυγούστου του 1949 στη Θεσσαλονίκη, πέρασε όμως την παιδική και εφηβική ηλικία του στην Κοζάνη, απ’ όπου κατάγονται οι γονείς του. Ο πατέρας του ήταν έμπορος ενώ η οικογένεια αποτελούνταν και από δύο ακόμη αγόρια. Από μικρός ήταν αριστούχος μαθητής, αν και στη συνέχεια αδιαφορούσε για τις βαθμολογικές επιδόσεις του, αλλά και πολύ καλός στον αθλητισμό. Μάλιστα είχε καταλάβει την τρίτη θέση στους μαθητικούς αγώνες σχολείων της Μακεδονίας το 1965 στο άλμα εις ύψος ενώ είχε δεχτεί πρόταση να αγωνιστεί σε ποδοσφαιρική ομάδα της Κοζάνης. Στα 18 του, μη αντέχοντας τη μικρή κοινωνία της επαρχίας αποφασίζει να γραφτεί στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ και πιο συγκεκριμένα στο Νεοελληνικό τμήμα (σημερινό ΜΝΕΦ) και να ασχοληθεί με το λόγο που τόσο αγαπούσε, αφού έγραφε στιχάκια και διάβαζε πολλά λογοτεχνικά και εξωσχολικά βιβλία. Τον ενδιέφερε επίσης και η δημοσιογραφία, ασκώντας την ερασιτεχνικά παράλληλα με τις σπουδές του. Το ψευδώνυμο Άσιμος το καθιέρωσε μετά από την επιστολή του σε ένα περιοδικό της Θεσσαλονίκης όπου έγραφε ο Νίκος Μαστοράκης.
Στο τρίτο έτος της σχολής ξεκινά την ενεργή ενασχόληση του με το θέατρο, συνεπώς και με τις τέχνες γενικότερα. Πρωταγωνιστεί σε παραστάσεις του Αριστοφάνη, του Μενάνδρου και του Μολιέρου ενώ αναλαμβάνει και την μουσική επιμέλεια μίας παράστασης. Επίσης δημιουργεί το δικό του θεατρικό εργαστήρι στα υπόγεια της σχολής και αναλαμβάνει και το πόστο του σκηνοθέτη. Παράλληλα αγοράζει μία κιθάρα και σαν άλλος Jimi Hendrix μαθαίνει μόνος του να παίζει, πραγματοποιώντας εμφανίσεις σε μικρές μπουάτ της συμπρωτεύουσας. Ωστόσο αντιμετωπίζει προβλήματα με το καθεστώς και τη Χούντα λόγω του περιεχομένου των στίχων. Σε μία σύλληψη χάνεται η ταυτότητα του και ζει έτσι για 18 χρόνια, όταν και αναγκάζεται να βγάλει μία καινούργια με την σημείωση “Άνευ θρησκεύματος” στο πεδίο “Θρήσκευμα”.
Το 1973, αν και του είχαν απομείνει μόλις 6 μαθήματα για το πτυχίο, αποφασίζει να εγκαταλείψει τη Θεσσαλονίκη των φοιτητικών του χρόνων και εγκαθίσταται στην Αθήνα, σε ένα συγγενικό του σπίτι στην Πλάκα. Εκεί ξεκινά και μία σειρά εμφανίσεων σε μπουάτ της περιοχής σε συνεργασία με τραγουδιστές, ηθοποιούς και συνθέτες, παρουσιάζοντας ένα πρόγραμμα με μουσική, κείμενα και σκετς, το περιεχόμενο των οποίων ερχόταν σε αντίθεση με το κατεστημένο.
Το 1975 γνωρίζει τη μετέπειτα δια βίου σύντροφο του Λίλιαν Χαριτάκη, γίνεται δεκτός από την δισκογραφική “ΛΥΡΑ” και κυκλοφορεί το πρώτο του 45άρι “Ρωμιός- Μηχανισμός”. Οι λογοκριτικοί μηχανισμοί όμως δρουν άμεσα και απαγορεύουν σε οποιοδήποτε σταθμό να παίζει τα τραγούδια του. Ο ίδιος ξεκινά να ηχογραφεί τις λεγόμενες “παράνομες” κασέτες του και τις πουλά σε Εξάρχεια, Μοναστηράκι, Πανεπιστημίου κλπ. Το 1976 αφήνει πίσω την Πλάκα και τις προσπάθειες για το στήσιμο μπουάτ και κοινοβίων και οδεύει προς τα Εξάρχεια, που θα αγαπήσει και θα αγαπηθεί παράφορα, και εκεί θα παραμείνει μέχρι το τέλος της ζωής του. Το 1977 συλλαμβάνεται σε μία πορεία και φυλακίζεται στο Σωφρονιστικό Ίδρυμα Αίγινας για δύο μήνες, μαζί με άλλους πέντε εκδότες και συγγραφείς, με επίσημη κατηγορία την ηθική αυτουργία και υποκίνηση στη διατάραξη της κοινής ειρήνης. Ένα χρόνο αργότερα τον καλεί η “πατρίδα”, παίρνει όμως αναβολή, αφού προφασίζεται σχιζοειδή ψύχωση και πουλά τρέλα δεξιά και αριστερά στο στρατόπεδο. Ήταν άλλωστε αντιμιλιταριστής και αριστερός, αν και ποτέ δε δέχτηκε καμία ταμπέλα.
Το 1981 γράφει το βιβλίο του “Αναζητώντας Κροκανθρώπους”, που κυκλοφορεί σε περιορισμένα φωτοτυπημένα αντίτυπα (κάπου στα 1.500) και το 1982 κυκλοφορεί τον πρώτο του μεγάλο δίσκο (και τελευταίο από δισκογραφική), με τίτλο “Ξαναπές το”, σε τέσσερα τραγούδια του οποίου συμμετείχαν ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου και η Χαρούλα Αλεξίου. Η κυκλοφορία αυτού του δίσκου ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων από πρώην συνεργάτες του και κόσμο των Εξαρχείων που πίστευαν πως αυτή η κίνηση ερχόταν σε πλήρη ρήξη με την ιδεολογία και τις αρχές του. Μετά από αυτό ο αντισυμβατικός, ιδιόρυθμος αλλά βαθιά συναισθηματικός Νικόλας αρχίζει να κλείνεται στον εαυτό του. Λίγο νωρίτερα, μαζί με πολύ κόσμο, πρωτοστατεί στην θρυλική κατάληψη της Βαλτετσίου, αριθμό 42, και προκαλεί το χάος και πολλά ιλαροτραγικά περιστατικά. Μαζί με τον Γιώργο Γαβαλά συλλαμβάνονται και μεταφέρονται στο Δαφνί, προκαλώντας την κινητοποίηση πολλών ανθρώπων των τεχνών, όπως του Διονύση Σαββόπουλου, της Κατερίνας Γώγου κ.α. Ο Νικόλας απελευθερώνεται λίγες μέρες μετά. Το 1983, φανερά κλονισμένος από τον ανηλεή πόλεμο των πάλαι πότε ομοιδεατών του και των αρχών νοικιάζει τον περιβόητο χώρο στην Καλλιδρομίου 55 που ονομάζει “Χώρο Προετοιμασίας”. Εκεί πουλά παιχνίδια, βιβλία, κοσμήματα, κατασκευές και συνθέτει τη μουσική του. Παράλληλα ηχογραφεί υλικό και φροντίζει την κορούλα του Λίλιαν, ή αλλιώς Νιουνιού, όπως την φώναζαν επειδή όταν πεινούσε ζητούσε γάλα της γνωστής εταιρίας.
Όσο περνά ο καιρός η ψυχολογική του κατάσταση χειροτερεύει. Αποκορύφωμα ήταν η καταδίκη του για “Βιασμό κατ’ εξακολούθηση και παράνομη κατακράτηση” μίας κοπέλας. Βέβαια η κοπέλα αργότερα αποσύρει τη μήνυση εναντίον του, όμως ο καλλιτέχνης παραμένει στον Κορυδαλλό αλλά βγαίνει με χρηματική εγγύηση που καταβάλλει η οικογένειά του. Συνέχισε να μπαινοβγαίνει σε ψυχιατρικά ιδρύματα και ο ίδιος είχε καταρρακωθεί ψυχολογικά. Την 17η Μαρτίου γράφτηκε ο τραγικός επίλογος αυτού του ιδιαίτερου ανθρώπου, που ποτέ δε δέχτηκε να συμβιβαστεί και να χωρέσει σε κάποια ταμπέλα. Θα τον χαρακτηρίζαμε “αναρχικό”, αλλά απέρριψε ο ίδιος την κατηγοριοποίηση αυτή, όπως και οποιαδήποτε άλλη κατηγορία που προσπάθησαν να τον εντάξουν. Δε χωρούσε πουθενά. Νωρίς το πρωί, ο Νικόλας βρέθηκε απαγχωνισμένος στο σπίτι του, τον “χώρο προετοιμασίας”. Λέγεται πως βρέθηκαν στο χώρο χειρόγραφα που εξηγούν τους λόγους αυτοκτονίας του ενώ τις τελευταίες μέρες κρατούσε ημερολόγιο, σημειώνοντας λόγους για να ζήσει. Δίπλα σε κάθε μέρα υπήρχε ένα Χ …
Μετά το θάνατο του, κυκλοφόρησαν δύο ακόμη δίσκοι του, “Το φανάρι του Διογένη” με τη συμμετοχή της Σωτηρίας Λεονάρδου και το πολυσυζητημένο “Γιουσουρούμ – Στο φαλιμέντο του κόσμου” του Βασίλη Παπακωνσταντίνου.
Λοιπόν μπαγάσα. Περνάς άραγε καλά εκεί πάνω;
https://www.youtube.com/watch?v=Zb_0tZ62_Rg
https://www.youtube.com/watch?v=XfkdwEz384c
Σαν σήμερα πριν από 27 χρόνια έφυγε από τη ζωή ο Νικόλας Άσιμος. “Νικόλας Άσιμος”, όπως έλεγε και ο ίδιος. “Ουχί Νίκος ουδέ Νικόλαος. Νικόλας και το “Άσιμος” με γιώτα…”
Ο Νικόλας λοιπόν, ένας από τους Αγίους των Εξαρχείων, γεννήθηκε ως Νικόλαος Ασημόπουλος στις 20 Αυγούστου του 1949 στη Θεσσαλονίκη, πέρασε όμως την παιδική και εφηβική ηλικία του στην Κοζάνη, απ’ όπου κατάγονται οι γονείς του. Ο πατέρας του ήταν έμπορος ενώ η οικογένεια αποτελούνταν και από δύο ακόμη αγόρια. Από μικρός ήταν αριστούχος μαθητής, αν και στη συνέχεια αδιαφορούσε για τις βαθμολογικές επιδόσεις του, αλλά και πολύ καλός στον αθλητισμό. Μάλιστα είχε καταλάβει την τρίτη θέση στους μαθητικούς αγώνες σχολείων της Μακεδονίας το 1965 στο άλμα εις ύψος ενώ είχε δεχτεί πρόταση να αγωνιστεί σε ποδοσφαιρική ομάδα της Κοζάνης. Στα 18 του, μη αντέχοντας τη μικρή κοινωνία της επαρχίας αποφασίζει να γραφτεί στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ και πιο συγκεκριμένα στο Νεοελληνικό τμήμα (σημερινό ΜΝΕΦ) και να ασχοληθεί με το λόγο που τόσο αγαπούσε, αφού έγραφε στιχάκια και διάβαζε πολλά λογοτεχνικά και εξωσχολικά βιβλία. Τον ενδιέφερε επίσης και η δημοσιογραφία, ασκώντας την ερασιτεχνικά παράλληλα με τις σπουδές του. Το ψευδώνυμο Άσιμος το καθιέρωσε μετά από την επιστολή του σε ένα περιοδικό της Θεσσαλονίκης όπου έγραφε ο Νίκος Μαστοράκης.
Στο τρίτο έτος της σχολής ξεκινά την ενεργή ενασχόληση του με το θέατρο, συνεπώς και με τις τέχνες γενικότερα. Πρωταγωνιστεί σε παραστάσεις του Αριστοφάνη, του Μενάνδρου και του Μολιέρου ενώ αναλαμβάνει και την μουσική επιμέλεια μίας παράστασης. Επίσης δημιουργεί το δικό του θεατρικό εργαστήρι στα υπόγεια της σχολής και αναλαμβάνει και το πόστο του σκηνοθέτη. Παράλληλα αγοράζει μία κιθάρα και σαν άλλος Jimi Hendrix μαθαίνει μόνος του να παίζει, πραγματοποιώντας εμφανίσεις σε μικρές μπουάτ της συμπρωτεύουσας. Ωστόσο αντιμετωπίζει προβλήματα με το καθεστώς και τη Χούντα λόγω του περιεχομένου των στίχων. Σε μία σύλληψη χάνεται η ταυτότητα του και ζει έτσι για 18 χρόνια, όταν και αναγκάζεται να βγάλει μία καινούργια με την σημείωση “Άνευ θρησκεύματος” στο πεδίο “Θρήσκευμα”.
Το 1973, αν και του είχαν απομείνει μόλις 6 μαθήματα για το πτυχίο, αποφασίζει να εγκαταλείψει τη Θεσσαλονίκη των φοιτητικών του χρόνων και εγκαθίσταται στην Αθήνα, σε ένα συγγενικό του σπίτι στην Πλάκα. Εκεί ξεκινά και μία σειρά εμφανίσεων σε μπουάτ της περιοχής σε συνεργασία με τραγουδιστές, ηθοποιούς και συνθέτες, παρουσιάζοντας ένα πρόγραμμα με μουσική, κείμενα και σκετς, το περιεχόμενο των οποίων ερχόταν σε αντίθεση με το κατεστημένο.
Το 1975 γνωρίζει τη μετέπειτα δια βίου σύντροφο του Λίλιαν Χαριτάκη, γίνεται δεκτός από την δισκογραφική “ΛΥΡΑ” και κυκλοφορεί το πρώτο του 45άρι “Ρωμιός- Μηχανισμός”. Οι λογοκριτικοί μηχανισμοί όμως δρουν άμεσα και απαγορεύουν σε οποιοδήποτε σταθμό να παίζει τα τραγούδια του. Ο ίδιος ξεκινά να ηχογραφεί τις λεγόμενες “παράνομες” κασέτες του και τις πουλά σε Εξάρχεια, Μοναστηράκι, Πανεπιστημίου κλπ. Το 1976 αφήνει πίσω την Πλάκα και τις προσπάθειες για το στήσιμο μπουάτ και κοινοβίων και οδεύει προς τα Εξάρχεια, που θα αγαπήσει και θα αγαπηθεί παράφορα, και εκεί θα παραμείνει μέχρι το τέλος της ζωής του. Το 1977 συλλαμβάνεται σε μία πορεία και φυλακίζεται στο Σωφρονιστικό Ίδρυμα Αίγινας για δύο μήνες, μαζί με άλλους πέντε εκδότες και συγγραφείς, με επίσημη κατηγορία την ηθική αυτουργία και υποκίνηση στη διατάραξη της κοινής ειρήνης. Ένα χρόνο αργότερα τον καλεί η “πατρίδα”, παίρνει όμως αναβολή, αφού προφασίζεται σχιζοειδή ψύχωση και πουλά τρέλα δεξιά και αριστερά στο στρατόπεδο. Ήταν άλλωστε αντιμιλιταριστής και αριστερός, αν και ποτέ δε δέχτηκε καμία ταμπέλα.
Το 1981 γράφει το βιβλίο του “Αναζητώντας Κροκανθρώπους”, που κυκλοφορεί σε περιορισμένα φωτοτυπημένα αντίτυπα (κάπου στα 1.500) και το 1982 κυκλοφορεί τον πρώτο του μεγάλο δίσκο (και τελευταίο από δισκογραφική), με τίτλο “Ξαναπές το”, σε τέσσερα τραγούδια του οποίου συμμετείχαν ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου και η Χαρούλα Αλεξίου. Η κυκλοφορία αυτού του δίσκου ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων από πρώην συνεργάτες του και κόσμο των Εξαρχείων που πίστευαν πως αυτή η κίνηση ερχόταν σε πλήρη ρήξη με την ιδεολογία και τις αρχές του. Μετά από αυτό ο αντισυμβατικός, ιδιόρυθμος αλλά βαθιά συναισθηματικός Νικόλας αρχίζει να κλείνεται στον εαυτό του. Λίγο νωρίτερα, μαζί με πολύ κόσμο, πρωτοστατεί στην θρυλική κατάληψη της Βαλτετσίου, αριθμό 42, και προκαλεί το χάος και πολλά ιλαροτραγικά περιστατικά. Μαζί με τον Γιώργο Γαβαλά συλλαμβάνονται και μεταφέρονται στο Δαφνί, προκαλώντας την κινητοποίηση πολλών ανθρώπων των τεχνών, όπως του Διονύση Σαββόπουλου, της Κατερίνας Γώγου κ.α. Ο Νικόλας απελευθερώνεται λίγες μέρες μετά. Το 1983, φανερά κλονισμένος από τον ανηλεή πόλεμο των πάλαι πότε ομοιδεατών του και των αρχών νοικιάζει τον περιβόητο χώρο στην Καλλιδρομίου 55 που ονομάζει “Χώρο Προετοιμασίας”. Εκεί πουλά παιχνίδια, βιβλία, κοσμήματα, κατασκευές και συνθέτει τη μουσική του. Παράλληλα ηχογραφεί υλικό και φροντίζει την κορούλα του Λίλιαν, ή αλλιώς Νιουνιού, όπως την φώναζαν επειδή όταν πεινούσε ζητούσε γάλα της γνωστής εταιρίας.
Όσο περνά ο καιρός η ψυχολογική του κατάσταση χειροτερεύει. Αποκορύφωμα ήταν η καταδίκη του για “Βιασμό κατ’ εξακολούθηση και παράνομη κατακράτηση” μίας κοπέλας. Βέβαια η κοπέλα αργότερα αποσύρει τη μήνυση εναντίον του, όμως ο καλλιτέχνης παραμένει στον Κορυδαλλό αλλά βγαίνει με χρηματική εγγύηση που καταβάλλει η οικογένειά του. Συνέχισε να μπαινοβγαίνει σε ψυχιατρικά ιδρύματα και ο ίδιος είχε καταρρακωθεί ψυχολογικά. Την 17η Μαρτίου γράφτηκε ο τραγικός επίλογος αυτού του ιδιαίτερου ανθρώπου, που ποτέ δε δέχτηκε να συμβιβαστεί και να χωρέσει σε κάποια ταμπέλα. Θα τον χαρακτηρίζαμε “αναρχικό”, αλλά απέρριψε ο ίδιος την κατηγοριοποίηση αυτή, όπως και οποιαδήποτε άλλη κατηγορία που προσπάθησαν να τον εντάξουν. Δε χωρούσε πουθενά. Νωρίς το πρωί, ο Νικόλας βρέθηκε απαγχωνισμένος στο σπίτι του, τον “χώρο προετοιμασίας”. Λέγεται πως βρέθηκαν στο χώρο χειρόγραφα που εξηγούν τους λόγους αυτοκτονίας του ενώ τις τελευταίες μέρες κρατούσε ημερολόγιο, σημειώνοντας λόγους για να ζήσει. Δίπλα σε κάθε μέρα υπήρχε ένα Χ …
Μετά το θάνατο του, κυκλοφόρησαν δύο ακόμη δίσκοι του, “Το φανάρι του Διογένη” με τη συμμετοχή της Σωτηρίας Λεονάρδου και το πολυσυζητημένο “Γιουσουρούμ – Στο φαλιμέντο του κόσμου” του Βασίλη Παπακωνσταντίνου.
Λοιπόν μπαγάσα. Περνάς άραγε καλά εκεί πάνω;
https://www.youtube.com/watch?v=Zb_0tZ62_Rg
https://www.youtube.com/watch?v=XfkdwEz384c