Η Μικαέλα μας πρωτοσυστήθηκε λίγο πριν την εκπνοή του 2014 με τον δίσκο της “Αγαπώ να θυμάμαι” που κυκλοφόρησε από την Polymusic με ακουστικές διασκευές κλασικών τραγουδιών μεγάλων δημιουργών όπως οι Αττίκ, Γιαννίδης, Σουγιούλ, και Καλδάρας, παιγμένα από την κιθάρα του Παναγιώτη Μάργαρη. Μία δουλειά ερμηνευμένη με μία βαθιά εσωτερικότητα που φαντάζει σχεδόν απίστευτη σε όποιον έχει υπόψιν του τον δυναμισμό με τον οποίο τραγουδά στις ζωντανές τις παραστάσεις. Είχαν ήδη προηγηθεί συνεργασίες με μεγάλα ονόματα της ελληνικής σκηνής όπως οι Λαυρέντης Μαχαιρίτσας, Γιάννης Ζουγανέλης, Δημήτρης Σταρόβας, Ελένη Πέτα, Μπάμπης Στόκας, Domenica, Αντώνης Τουρκογιώργης, ο αξέχαστος Σάκης Μπουλάς κ.α Μια ερμηνεύτρια και τραγουδοποιός με ολοκληρωμένη άποψη για την μουσική που δίνει βάση στο καλό τραγούδι χωρίς να βάζει περαιτέρω ταμπέλες, rock, ρεμπέτικο, latin, ελαφρό κτλ. Την συναντήσαμε σε ένα καφέ στο Γκάζι, λιγάκι άυπνη αλλά συνεπή στο ραντεβού της όπου και μας έδωσε την εντύπωση ενός αληθινά συμπαθητικού ανθρώπου. Πράγμα που εκμεταλλευτήκαμε κάνοντας της “τράκα” σχεδόν μισό πακέτο τσιγάρα…
Μικαέλα πότε κάνεις την πρώτη σου επαφή με την μουσική;
Μ.Δ.: Με την μουσική ξεκινάω να ασχολούμαι από την παιδική ηλικία. Στο σπίτι τραγουδάνε όλοι, ο πατέρας μου είναι από την Κέρκυρα, ο παππούς μου ήταν κανταδόρος και από ό,τι μου έχουν πει από τους πολύ καλούς, οπότε ο μπαμπάς, τα αδέρφια του, όλοι τραγουδούν πολύ καλά. Η μαμά το ίδιο, η γιαγιά πιανίστρια-ηθοποιός που τα παράτησε γρήγορα γιατί ήταν άλλες εποχές και ο παππούς την ήθελε στο σπίτι. Με αυτήν παίζαμε στο πιάνο, τραγουδάγαμε, μου έλεγε ιστορίες. Πολλά μάλιστα από τα τραγούδια που είναι στον δίσκο τα έχω πρωτακούσει από την γιαγιά μου που ήταν και τα τραγούδια της εποχής της. Με το “Ας ερχόσουν για λίγο” με νανούριζε.
Ήσουν λοιπόν κοντά στον καλλιτεχνικό χώρο περίπου “από πάντα”.
Μ.Δ.: Ναι. Μιας και όπως σου είπα η γιαγιά ήταν και ηθοποιός, που έληξε πολύ γρήγορα και λίγο άδοξα την καριέρα της, με πήγαινε πάρα πολύ στο θέατρο, σίγουρα μια φορά την εβδομάδα. Εν τω μεταξύ μέναμε στην Κυψέλη, κοντά στο κέντρο, και πηγαίναμε παντού με τα πόδια, θέατρα, συναυλίες. Θυμάμαι με είχε πάει σε μία συναυλία της Τάνιας Τσανακλίδου, ήμουν πολύ παιδάκι, δέκα ή έντεκα χρονών, είχα συγκινηθεί πάρα πολύ, βγήκα από την αίθουσα συγκινημένη. Εκεί νομίζω άρχισα να καταλαβαίνω κάπως κάποια πράγματα για την μουσική.
Τα ακούσματα σου σαν παιδί;
Μ.Δ.: Ξεκίνησα να ακούω πολλά πράγματα από μικρή. Δώδεκα, δεκατριών χρονών πήγαινα και βοηθούσα τον πατέρα μου που έχει ένα παλαιοβιβλιοπωλείο στο Μοναστηράκι και έπαιρνα ένα χαρτζιλίκι. Αμέσως πήγαινα και το έκανα “κατάθεση” στα πολύ ωραία δισκάδικα που υπάρχουν στην γύρω περιοχή -δεν έχουν μείνει πολλά πια. Κόλλησα έτσι το μικρόβιο του βινυλίου και σε ένα σαββατοκυριακο μέσα αγόραζα έναν δίσκο του Ξυλούρη, έναν δίσκο Led Zeppelin, Λοΐζο, Frank Zappa, Τσανακλίδου, διάφορα. Δεν μπόρεσα ποτέ να κάνω διαχωρισμό μεταξύ ελληνικής μουσικής και ξένης. Το κάθε πράγμα έχει την ομορφιά του, άλλα πιο ακουστικά, άλλα με περισσότερο “γκάζι” και ένταση, το σημαντικό είναι να σε συγκινούν.
Και πότε αποφασίζεις ότι θέλεις να ασχοληθείς με το τραγούδι;
Μ.Δ.: Στο σχολείο τραγουδούσα, κάναμε παραστάσεις, γιορτές κ.τ.λ. και στα δεκαοκτώ μου, ακριβώς μετά το σχολείο, λόγω και της αγάπης μου για το θέατρο πήγα στην δραματική σχολή του Βασίλη Διαμαντόπουλου, τον Ίασμο, με καθηγητές τους εξαίρετους Βασίλη Διαμαντόπουλο, Πέμυ Ζούνη, Αλέκο Αλεξανδράκη, Θέμιδα Μπαζάκα, Κωνσταντίνο Κωνσταντόπουλο και πολλούς άλλους, και ξεκινάω κατευθείαν μαθήματα φωνητικής και θεωρητικά. Πιάνω λίγο την κιθάρα, παίζω και λίγο πιάνο, έτσι, ώστε να μπορώ να έχω έναν μουσικό “μπούσουλα” πράγμα που με βοήθησε για να γράψω αργότερα και τα δικά μου τραγούδια. Εκεί μάλιστα -στην σχολή- είχαμε ένα πιάνο-μπαρ και τραγουδούσαμε ελληνικά, ξένα, τα πάντα, και οι καθηγητές -άνθρωποι που εμπιστευόμουν απόλυτα- με προέτρεψαν να ασχοληθώ με το τραγούδι. Τελείωσα την σχολή αλλά δεν πρόλαβα να ασχοληθώ καθόλου με το θέατρο, μπήκα κατευθείαν στην δουλειά.
Πώς ξεκινάς δηλαδή να δουλεύεις;
Μ.Δ.: Δέχομαι μία πρόταση από τον σπουδαίο Κώστα Παπαδόπουλο, τον μεγάλο σολίστα του μπουζουκιού, για συνεργασία. Κάποιος του είχε μιλήσει για μένα και απλά κάποια στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο και ήταν εκείνος. Μου ζήτησε να κάνουμε ένα ραντεβού να με ακούσει, πήγα μου έδωσε να τραγουδήσω κάποια τραγούδια μισό κουπλέ, ένα ρεφρέν και μου λέει “εντάξει, γράψε τους τόνους σου δίπλα και πάμε για δουλειά”! Του λέω “κύριε Παπαδόπουλε πώς ξέρετε αν θα αντεπεξέλθω;”. “Άκουσα εγώ, κατάλαβα” μου λέει. “Να φροντίσεις να είσαι στην ώρα σου, να έρθεις και λίγο νωρίτερα να προβάρουμε τον ήχο και εντάξει”. Και πήγα έτσι την πρώτη φορά, ουσιαστικά χωρίς πρόβα, κολύμπησα στα βαθιά και κάναμε μαζί έναν κύκλο εμφανίσεων με παλιά καλά λαϊκά τραγούδια που κράτησε τρεις μήνες.
Το λαϊκό όμως δεν είναι η μοναδική σου μουσική επιρροή.
Μ.Δ.: Εγώ μαγεύτηκα από το ελληνικό ρεπερτόριο, όταν άκουσα την φωνή της Τάνιας Τσανακλίδου, της Φλέρυς Νταντωνάκη. Θυμάμαι είχε πάρει έναν δίσκο της και είχα πάθει σοκ με αυτό που άκουγα, έλεγα “τι είναι αυτό τώρα; Είναι φωνή; Είναι όργανο;”. Όχι τόσο στο τεχνικό κομμάτι, δεν με αφορά να είναι κάτι τεχνικά άρτιο, η ψυχοακουστική είναι αυτή που με απασχολεί, ο τρόπος που λέει τις λέξεις, Επίσης, σημείο αναφοράς για μένα ήταν οι Μάνος Χατζιδάκις, Βασίλης Τσιτσάνης, η Billie Holiday -που μου είχε κάνει τρομερή εντύπωση η φωνή της-, διαβάζοντας μετά για την ζωή της κατάλαβα σε έναν βαθμό γιατί τραγουδούσε έτσι-, αλλά και με την πιο τζαζ σχολή και την ροκ, Led Zeppelin, Pink Floyd και φυσικά η μπλουζ σκηνή.
Λίγο από όλα αυτά λοιπόν. Έπαιξες και με τα δικά σου σχήματα, όταν πια είχες την επιλογή να τραγουδήσεις αυτά που θέλεις και με τον τρόπο που θες;
Μ.Δ.: Θέλω στα προγράμματά μου οι ενορχηστρώσεις να έχουν στοιχεία από την παγκόσμια μουσική σκηνή, με την λάτιν ειδικότερα. Θεωρώ ότι αυτοί κι εμείς μοιάζουμε πάρα πολύ και μου αρέσει πάρα πολύ να γίνονται “επαφές” με διαφορετικούς κόσμους, να μπαίνουν χρώματα δηλαδή. Στην ορχήστρα έχω έναν κρουστό Κουβανό τον Daniel Allen, ο οποίος κι αυτός δίνει χρώματα από την πατρίδα του και γίνεται μία μουσική διαδρομή που μπορεί να ξεκινάει από Ελλάδα, Ισπανία, Κούβα, να πηγαίνεις μετά κι από Αμερική και να απολαμβάνεις το ταξίδι. Στο πρόγραμμα έχουμε κομμάτια από τον δίσκο μου, Τσιτσάνη, Χιώτη και μαζί Cesaria Evora, Shirley Bassey, και άλλα, όλα διασκευασμένα με έναν πιο φρέσκο, σημερινό ήχο και βλέπω ότι ο κόσμος αυτό το αντιλαμβάνεται και του αρέσει, δεν ξενίζει. Νομίζω ότι το μέλλον της μουσικής είναι οι πειραματισμοί. Έχουν γραφτεί υπέροχα πράγματα σε όλα τα είδη μουσικής και το μέλλον είναι στον πειραματισμό, να πάρεις στοιχεία από το παρελθόν, να βάλεις και κάποια σημερινά και πάντα με μεγάλη σημασία στο στίχο. Να έχεις να πεις κάτι, ό,τι κι αν είναι αυτό και το πιο απλό πράγμα. Αλλά να το “δώσεις” καθαρά”.
Η δισκογραφία πώς προκύπτει;
Μ.Δ.: Εγώ μάζευα το δικό μου υλικό για να το κυκλοφορήσω από κάποια εταιρεία. Έρχεται όμως και με βρίσκει μία πρόταση από την polymusic, για ένα άλμπουμ με τον Παναγιώτη Μάργαρη στις μουσικές εκτελέσεις και το βρήκα πάρα πολύ ενδιαφέρον και πολύ μεγάλη τιμή. Δεν δυσκολεύτηκα καθόλου να πω το “ναι”. Μπήκαμε σε μια διαδικασία να επιλέξουμε τα τραγούδια που θα έμπαιναν στο άλμπουμ, τραγούδια-θησαυροί, πραγματικά δεν ξέραμε ποιο να αφήσουμε έξω και τελικά διαλέξαμε εκείνα που είχανε τον πιο σημερινό στίχο. Που είναι σαν να γράφτηκαν σήμερα και τα αποδώσαμε, με έναν “γυμνό”, ακουστικό ήχο και τελικά είμαστε πολύ ευχαριστημένοι από το αποτέλεσμα. Θεωρώ ότι έχει κάνει καταπληκτική δουλειά ο Παναγιώτης.
Αν είχες την επιλογή θα προτιμούσες να ξεκινήσεις την δισκογραφία με δικό σου υλικό;
Μ.Δ.: Όχι. Νομίζω πως όλα γίνονται για κάποιο λόγο και το αισθάνομαι μεγάλη ευλογία που ξεκίνησα με αυτά τα τραγούδια γιατί είναι πολύ μεγάλα τραγούδια. Μου είχανε γίνει προτάσεις στο παρελθόν για δίσκο, αλλά επειδή την αγαπώ πάρα πολύ την δισκογραφία, κι επειδή ο δίσκος είναι κάτι που μένει για πάντα, ήμουν πολύ προσεκτική. Δεν ήθελα να κάνω κάτι που απλά θα βγει και μετά ο κόσμος θα το χρησιμοποιεί σαν σουβέρ. Η δισκογραφία είναι η ταυτότητα του καλλιτέχνη, δεν μπορείς να την πάρεις πίσω, ήθελα αυτό που θα βγει να είναι πραγματικό άλμπουμ. Μου λέγανε όλοι “πρέπει να βγάλεις κάτι, να κάνεις κάτι” αλλά νομίζω αυτό το άγχος δεν είναι παραγωγικό. Αυτά τα πράγματα δεν θέλουνε βιασύνη και τελικά έγιναν όλα έτσι όπως ήθελα. Νομίζω ότι καλώς περίμενα.
Η δισκογραφία βοήθησε τις ζωντανές εμφανίσεις;
Μ.Δ.: Βοήθησε, ναι. Σε γνωρίζει κιόλας το κοινό, έρχεσαι σε επαφή και μπορεί ο κόσμος που ακούει το τραγούδι από το ραδιόφωνο να έρθει στο ζωντανό αλλά και ο κόσμος που έρχεται στις παραστάσεις να βρει την δουλειά σου και να την ακούσει.
Πού σε βρίσκουμε τώρα;
Μ.Δ.: Σε επίπεδο εμφανίσεων είμαι κάθε Σάββατο στο Θέσις 7 Αγ. Φιλίππου 7 στο Μοναστηράκι σε μία μουσική παράσταση όπου το πρόγραμμα κινείται σε ρυθμούς και ανατολής και δύσης με ελληνικά και ξένα τραγούδια διασκευασμένα με τον δικό μας τρόπο. Επίσης, κάθε Δευτέρα στο ΙΛΙΟΝ plus με τον Τασο Σκούρα σε ένα πρόγραμμα πάλι με τραγούδια δικά μου και από τον δίσκο με μία όμως πιο ροκ-έθνικ κατεύθυνση στο οποίο συμμετέχουν και οι Αλέξανδρος Ζουγανέλης και Ρούλα Αντωνοπούλου σε επίπεδο πρόζας, γίνεται δηλαδή ένα μικρό θεατρικό σε κείμενα της Κάτιας Κισσονέργη και σκηνοθεσία της Τζένης Καρύδη. Εκεί έχουμε και πάντα κάποιον special guest.
Και 30 Δεκεμβρίου παίζουμε στο θέατρο “Προσκήνιο” στο μουσικό “Φεστιβαλ Βαλίτσας” που γίνεται κάθε τετάρτη.
Και για “εκτός των τειχών”;
Μ.Δ.: Θα κάνουμε δύο εμφανίσεις 24 και 31 Δεκεμβρίου στους Δελφούς στο symposium Delphi. Μπορεί και στις 25, παίζεται…
Πες μου κάτι που ξέχασα
.
Μ.Δ.: Αυτήν την εβδομάδα γυρίσαμε το video clip για το τραγούδι “Αναπνοή μου” του Γιώργου Μουζάκη που είναι μέσα στον δίσκο και θα κυκλοφορήσει μετά τις γιορτές. Είναι σε σκηνοθεσία του Περικλή Μαθιέλη που είχε κάνει και το πρώτο video clip και είναι ένας φίλος που αγαπώ πολύ. Να μην ξεχάσω να αναφέρω επίσης τους μουσικούς που με συνοδεύουν, τον Τάσο Γρυπαίο στην κιθάρα, τον Daniel Allen στα κρουστά, και τον Γιάννη Γρυπαίο στο μπάσο.
Κάτι που θέλεις να πεις στον κόσμο;
Μ.Δ.: Θέλω να ευχηθώ καλές γιορτές και χρόνια πολλά σε όλους. Να προσπαθήσουμε όσο μπορούμε να είμαστε καλά, να ελπίζουμε. Να μην γκρινιάζουμε γιατί μπορεί να είναι δύσκολα τα πράγματα αλλά κάτι μπορούμε να κάνουμε ο καθένας από την μεριά του. Να βοηθάμε ο ένας τον άλλον, δεν υπάρχει πιο σημαντικό πράγμα από την αλληλεγγύη. Εύχομαι να έρθει λίγη χαρά παραπάνω.
To “Ας Ερχόσουν Για Λίγο” κυκλοφορεί από την Polymusic.
Μουσική: Μιχάλης Σουγιούλ
Στίχοι: Μίμης Τραϊφόρος
https://www.youtube.com/watch?v=G4-0SAbEYXQ
Επιμέλεια / Συνέντευξη: Σωτήρης Γεωργίου
Απομαγνητοφώνηση: Σωτήρης Γεωργίου
Η Μικαέλα μας πρωτοσυστήθηκε λίγο πριν την εκπνοή του 2014 με τον δίσκο της “Αγαπώ να θυμάμαι” που κυκλοφόρησε από την Polymusic με ακουστικές διασκευές κλασικών τραγουδιών μεγάλων δημιουργών όπως οι Αττίκ, Γιαννίδης, Σουγιούλ, και Καλδάρας, παιγμένα από την κιθάρα του Παναγιώτη Μάργαρη. Μία δουλειά ερμηνευμένη με μία βαθιά εσωτερικότητα που φαντάζει σχεδόν απίστευτη σε όποιον έχει υπόψιν του τον δυναμισμό με τον οποίο τραγουδά στις ζωντανές τις παραστάσεις. Είχαν ήδη προηγηθεί συνεργασίες με μεγάλα ονόματα της ελληνικής σκηνής όπως οι Λαυρέντης Μαχαιρίτσας, Γιάννης Ζουγανέλης, Δημήτρης Σταρόβας, Ελένη Πέτα, Μπάμπης Στόκας, Domenica, Αντώνης Τουρκογιώργης, ο αξέχαστος Σάκης Μπουλάς κ.α Μια ερμηνεύτρια και τραγουδοποιός με ολοκληρωμένη άποψη για την μουσική που δίνει βάση στο καλό τραγούδι χωρίς να βάζει περαιτέρω ταμπέλες, rock, ρεμπέτικο, latin, ελαφρό κτλ. Την συναντήσαμε σε ένα καφέ στο Γκάζι, λιγάκι άυπνη αλλά συνεπή στο ραντεβού της όπου και μας έδωσε την εντύπωση ενός αληθινά συμπαθητικού ανθρώπου. Πράγμα που εκμεταλλευτήκαμε κάνοντας της “τράκα” σχεδόν μισό πακέτο τσιγάρα…
Μικαέλα πότε κάνεις την πρώτη σου επαφή με την μουσική;
Μ.Δ.: Με την μουσική ξεκινάω να ασχολούμαι από την παιδική ηλικία. Στο σπίτι τραγουδάνε όλοι, ο πατέρας μου είναι από την Κέρκυρα, ο παππούς μου ήταν κανταδόρος και από ό,τι μου έχουν πει από τους πολύ καλούς, οπότε ο μπαμπάς, τα αδέρφια του, όλοι τραγουδούν πολύ καλά. Η μαμά το ίδιο, η γιαγιά πιανίστρια-ηθοποιός που τα παράτησε γρήγορα γιατί ήταν άλλες εποχές και ο παππούς την ήθελε στο σπίτι. Με αυτήν παίζαμε στο πιάνο, τραγουδάγαμε, μου έλεγε ιστορίες. Πολλά μάλιστα από τα τραγούδια που είναι στον δίσκο τα έχω πρωτακούσει από την γιαγιά μου που ήταν και τα τραγούδια της εποχής της. Με το “Ας ερχόσουν για λίγο” με νανούριζε.
Ήσουν λοιπόν κοντά στον καλλιτεχνικό χώρο περίπου “από πάντα”.
Μ.Δ.: Ναι. Μιας και όπως σου είπα η γιαγιά ήταν και ηθοποιός, που έληξε πολύ γρήγορα και λίγο άδοξα την καριέρα της, με πήγαινε πάρα πολύ στο θέατρο, σίγουρα μια φορά την εβδομάδα. Εν τω μεταξύ μέναμε στην Κυψέλη, κοντά στο κέντρο, και πηγαίναμε παντού με τα πόδια, θέατρα, συναυλίες. Θυμάμαι με είχε πάει σε μία συναυλία της Τάνιας Τσανακλίδου, ήμουν πολύ παιδάκι, δέκα ή έντεκα χρονών, είχα συγκινηθεί πάρα πολύ, βγήκα από την αίθουσα συγκινημένη. Εκεί νομίζω άρχισα να καταλαβαίνω κάπως κάποια πράγματα για την μουσική.
Τα ακούσματα σου σαν παιδί;
Μ.Δ.: Ξεκίνησα να ακούω πολλά πράγματα από μικρή. Δώδεκα, δεκατριών χρονών πήγαινα και βοηθούσα τον πατέρα μου που έχει ένα παλαιοβιβλιοπωλείο στο Μοναστηράκι και έπαιρνα ένα χαρτζιλίκι. Αμέσως πήγαινα και το έκανα “κατάθεση” στα πολύ ωραία δισκάδικα που υπάρχουν στην γύρω περιοχή -δεν έχουν μείνει πολλά πια. Κόλλησα έτσι το μικρόβιο του βινυλίου και σε ένα σαββατοκυριακο μέσα αγόραζα έναν δίσκο του Ξυλούρη, έναν δίσκο Led Zeppelin, Λοΐζο, Frank Zappa, Τσανακλίδου, διάφορα. Δεν μπόρεσα ποτέ να κάνω διαχωρισμό μεταξύ ελληνικής μουσικής και ξένης. Το κάθε πράγμα έχει την ομορφιά του, άλλα πιο ακουστικά, άλλα με περισσότερο “γκάζι” και ένταση, το σημαντικό είναι να σε συγκινούν.
Και πότε αποφασίζεις ότι θέλεις να ασχοληθείς με το τραγούδι;
Μ.Δ.: Στο σχολείο τραγουδούσα, κάναμε παραστάσεις, γιορτές κ.τ.λ. και στα δεκαοκτώ μου, ακριβώς μετά το σχολείο, λόγω και της αγάπης μου για το θέατρο πήγα στην δραματική σχολή του Βασίλη Διαμαντόπουλου, τον Ίασμο, με καθηγητές τους εξαίρετους Βασίλη Διαμαντόπουλο, Πέμυ Ζούνη, Αλέκο Αλεξανδράκη, Θέμιδα Μπαζάκα, Κωνσταντίνο Κωνσταντόπουλο και πολλούς άλλους, και ξεκινάω κατευθείαν μαθήματα φωνητικής και θεωρητικά. Πιάνω λίγο την κιθάρα, παίζω και λίγο πιάνο, έτσι, ώστε να μπορώ να έχω έναν μουσικό “μπούσουλα” πράγμα που με βοήθησε για να γράψω αργότερα και τα δικά μου τραγούδια. Εκεί μάλιστα -στην σχολή- είχαμε ένα πιάνο-μπαρ και τραγουδούσαμε ελληνικά, ξένα, τα πάντα, και οι καθηγητές -άνθρωποι που εμπιστευόμουν απόλυτα- με προέτρεψαν να ασχοληθώ με το τραγούδι. Τελείωσα την σχολή αλλά δεν πρόλαβα να ασχοληθώ καθόλου με το θέατρο, μπήκα κατευθείαν στην δουλειά.
Πώς ξεκινάς δηλαδή να δουλεύεις;
Μ.Δ.: Δέχομαι μία πρόταση από τον σπουδαίο Κώστα Παπαδόπουλο, τον μεγάλο σολίστα του μπουζουκιού, για συνεργασία. Κάποιος του είχε μιλήσει για μένα και απλά κάποια στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο και ήταν εκείνος. Μου ζήτησε να κάνουμε ένα ραντεβού να με ακούσει, πήγα μου έδωσε να τραγουδήσω κάποια τραγούδια μισό κουπλέ, ένα ρεφρέν και μου λέει “εντάξει, γράψε τους τόνους σου δίπλα και πάμε για δουλειά”! Του λέω “κύριε Παπαδόπουλε πώς ξέρετε αν θα αντεπεξέλθω;”. “Άκουσα εγώ, κατάλαβα” μου λέει. “Να φροντίσεις να είσαι στην ώρα σου, να έρθεις και λίγο νωρίτερα να προβάρουμε τον ήχο και εντάξει”. Και πήγα έτσι την πρώτη φορά, ουσιαστικά χωρίς πρόβα, κολύμπησα στα βαθιά και κάναμε μαζί έναν κύκλο εμφανίσεων με παλιά καλά λαϊκά τραγούδια που κράτησε τρεις μήνες.
Το λαϊκό όμως δεν είναι η μοναδική σου μουσική επιρροή.
Μ.Δ.: Εγώ μαγεύτηκα από το ελληνικό ρεπερτόριο, όταν άκουσα την φωνή της Τάνιας Τσανακλίδου, της Φλέρυς Νταντωνάκη. Θυμάμαι είχε πάρει έναν δίσκο της και είχα πάθει σοκ με αυτό που άκουγα, έλεγα “τι είναι αυτό τώρα; Είναι φωνή; Είναι όργανο;”. Όχι τόσο στο τεχνικό κομμάτι, δεν με αφορά να είναι κάτι τεχνικά άρτιο, η ψυχοακουστική είναι αυτή που με απασχολεί, ο τρόπος που λέει τις λέξεις, Επίσης, σημείο αναφοράς για μένα ήταν οι Μάνος Χατζιδάκις, Βασίλης Τσιτσάνης, η Billie Holiday -που μου είχε κάνει τρομερή εντύπωση η φωνή της-, διαβάζοντας μετά για την ζωή της κατάλαβα σε έναν βαθμό γιατί τραγουδούσε έτσι-, αλλά και με την πιο τζαζ σχολή και την ροκ, Led Zeppelin, Pink Floyd και φυσικά η μπλουζ σκηνή.
Λίγο από όλα αυτά λοιπόν. Έπαιξες και με τα δικά σου σχήματα, όταν πια είχες την επιλογή να τραγουδήσεις αυτά που θέλεις και με τον τρόπο που θες;
Μ.Δ.: Θέλω στα προγράμματά μου οι ενορχηστρώσεις να έχουν στοιχεία από την παγκόσμια μουσική σκηνή, με την λάτιν ειδικότερα. Θεωρώ ότι αυτοί κι εμείς μοιάζουμε πάρα πολύ και μου αρέσει πάρα πολύ να γίνονται “επαφές” με διαφορετικούς κόσμους, να μπαίνουν χρώματα δηλαδή. Στην ορχήστρα έχω έναν κρουστό Κουβανό τον Daniel Allen, ο οποίος κι αυτός δίνει χρώματα από την πατρίδα του και γίνεται μία μουσική διαδρομή που μπορεί να ξεκινάει από Ελλάδα, Ισπανία, Κούβα, να πηγαίνεις μετά κι από Αμερική και να απολαμβάνεις το ταξίδι. Στο πρόγραμμα έχουμε κομμάτια από τον δίσκο μου, Τσιτσάνη, Χιώτη και μαζί Cesaria Evora, Shirley Bassey, και άλλα, όλα διασκευασμένα με έναν πιο φρέσκο, σημερινό ήχο και βλέπω ότι ο κόσμος αυτό το αντιλαμβάνεται και του αρέσει, δεν ξενίζει. Νομίζω ότι το μέλλον της μουσικής είναι οι πειραματισμοί. Έχουν γραφτεί υπέροχα πράγματα σε όλα τα είδη μουσικής και το μέλλον είναι στον πειραματισμό, να πάρεις στοιχεία από το παρελθόν, να βάλεις και κάποια σημερινά και πάντα με μεγάλη σημασία στο στίχο. Να έχεις να πεις κάτι, ό,τι κι αν είναι αυτό και το πιο απλό πράγμα. Αλλά να το “δώσεις” καθαρά”.
Η δισκογραφία πώς προκύπτει;
Μ.Δ.: Εγώ μάζευα το δικό μου υλικό για να το κυκλοφορήσω από κάποια εταιρεία. Έρχεται όμως και με βρίσκει μία πρόταση από την polymusic, για ένα άλμπουμ με τον Παναγιώτη Μάργαρη στις μουσικές εκτελέσεις και το βρήκα πάρα πολύ ενδιαφέρον και πολύ μεγάλη τιμή. Δεν δυσκολεύτηκα καθόλου να πω το “ναι”. Μπήκαμε σε μια διαδικασία να επιλέξουμε τα τραγούδια που θα έμπαιναν στο άλμπουμ, τραγούδια-θησαυροί, πραγματικά δεν ξέραμε ποιο να αφήσουμε έξω και τελικά διαλέξαμε εκείνα που είχανε τον πιο σημερινό στίχο. Που είναι σαν να γράφτηκαν σήμερα και τα αποδώσαμε, με έναν “γυμνό”, ακουστικό ήχο και τελικά είμαστε πολύ ευχαριστημένοι από το αποτέλεσμα. Θεωρώ ότι έχει κάνει καταπληκτική δουλειά ο Παναγιώτης.
Αν είχες την επιλογή θα προτιμούσες να ξεκινήσεις την δισκογραφία με δικό σου υλικό;
Μ.Δ.: Όχι. Νομίζω πως όλα γίνονται για κάποιο λόγο και το αισθάνομαι μεγάλη ευλογία που ξεκίνησα με αυτά τα τραγούδια γιατί είναι πολύ μεγάλα τραγούδια. Μου είχανε γίνει προτάσεις στο παρελθόν για δίσκο, αλλά επειδή την αγαπώ πάρα πολύ την δισκογραφία, κι επειδή ο δίσκος είναι κάτι που μένει για πάντα, ήμουν πολύ προσεκτική. Δεν ήθελα να κάνω κάτι που απλά θα βγει και μετά ο κόσμος θα το χρησιμοποιεί σαν σουβέρ. Η δισκογραφία είναι η ταυτότητα του καλλιτέχνη, δεν μπορείς να την πάρεις πίσω, ήθελα αυτό που θα βγει να είναι πραγματικό άλμπουμ. Μου λέγανε όλοι “πρέπει να βγάλεις κάτι, να κάνεις κάτι” αλλά νομίζω αυτό το άγχος δεν είναι παραγωγικό. Αυτά τα πράγματα δεν θέλουνε βιασύνη και τελικά έγιναν όλα έτσι όπως ήθελα. Νομίζω ότι καλώς περίμενα.
Η δισκογραφία βοήθησε τις ζωντανές εμφανίσεις;
Μ.Δ.: Βοήθησε, ναι. Σε γνωρίζει κιόλας το κοινό, έρχεσαι σε επαφή και μπορεί ο κόσμος που ακούει το τραγούδι από το ραδιόφωνο να έρθει στο ζωντανό αλλά και ο κόσμος που έρχεται στις παραστάσεις να βρει την δουλειά σου και να την ακούσει.
Πού σε βρίσκουμε τώρα;
Μ.Δ.: Σε επίπεδο εμφανίσεων είμαι κάθε Σάββατο στο Θέσις 7 Αγ. Φιλίππου 7 στο Μοναστηράκι σε μία μουσική παράσταση όπου το πρόγραμμα κινείται σε ρυθμούς και ανατολής και δύσης με ελληνικά και ξένα τραγούδια διασκευασμένα με τον δικό μας τρόπο. Επίσης, κάθε Δευτέρα στο ΙΛΙΟΝ plus με τον Τασο Σκούρα σε ένα πρόγραμμα πάλι με τραγούδια δικά μου και από τον δίσκο με μία όμως πιο ροκ-έθνικ κατεύθυνση στο οποίο συμμετέχουν και οι Αλέξανδρος Ζουγανέλης και Ρούλα Αντωνοπούλου σε επίπεδο πρόζας, γίνεται δηλαδή ένα μικρό θεατρικό σε κείμενα της Κάτιας Κισσονέργη και σκηνοθεσία της Τζένης Καρύδη. Εκεί έχουμε και πάντα κάποιον special guest.
Και 30 Δεκεμβρίου παίζουμε στο θέατρο “Προσκήνιο” στο μουσικό “Φεστιβαλ Βαλίτσας” που γίνεται κάθε τετάρτη.
Και για “εκτός των τειχών”;
Μ.Δ.: Θα κάνουμε δύο εμφανίσεις 24 και 31 Δεκεμβρίου στους Δελφούς στο symposium Delphi. Μπορεί και στις 25, παίζεται…
Πες μου κάτι που ξέχασα
.
Μ.Δ.: Αυτήν την εβδομάδα γυρίσαμε το video clip για το τραγούδι “Αναπνοή μου” του Γιώργου Μουζάκη που είναι μέσα στον δίσκο και θα κυκλοφορήσει μετά τις γιορτές. Είναι σε σκηνοθεσία του Περικλή Μαθιέλη που είχε κάνει και το πρώτο video clip και είναι ένας φίλος που αγαπώ πολύ. Να μην ξεχάσω να αναφέρω επίσης τους μουσικούς που με συνοδεύουν, τον Τάσο Γρυπαίο στην κιθάρα, τον Daniel Allen στα κρουστά, και τον Γιάννη Γρυπαίο στο μπάσο.
Κάτι που θέλεις να πεις στον κόσμο;
Μ.Δ.: Θέλω να ευχηθώ καλές γιορτές και χρόνια πολλά σε όλους. Να προσπαθήσουμε όσο μπορούμε να είμαστε καλά, να ελπίζουμε. Να μην γκρινιάζουμε γιατί μπορεί να είναι δύσκολα τα πράγματα αλλά κάτι μπορούμε να κάνουμε ο καθένας από την μεριά του. Να βοηθάμε ο ένας τον άλλον, δεν υπάρχει πιο σημαντικό πράγμα από την αλληλεγγύη. Εύχομαι να έρθει λίγη χαρά παραπάνω.
To “Ας Ερχόσουν Για Λίγο” κυκλοφορεί από την Polymusic.
Μουσική: Μιχάλης Σουγιούλ
Στίχοι: Μίμης Τραϊφόρος
https://www.youtube.com/watch?v=G4-0SAbEYXQ
Επιμέλεια / Συνέντευξη: Σωτήρης Γεωργίου
Απομαγνητοφώνηση: Σωτήρης Γεωργίου